Φωτογράφος: Σπύρος Στεργίου

-Ηχογραφείς;

-Ναι, μπορείτε να ξεκινήσετε.

«Στη δεκαετία του ’70 οι γυναίκες δημοσιογράφοι ήμασταν μια χούφτα, που αγωνιζόμασταν να επιβληθούμε με τη δουλειά, την προσωπικότητα, τις ικανότητές μας. Ξεκίνησα από το περιοδικό Πάνθεον αλλά συνεργάστηκα και με τη Γυναίκα, με γυναίκες διευθύντριες, που υποστήριζαν τα γυναικεία θέματα».

Βρισκόμαστε στο σπίτι της Εύας Νικολαΐδου, στο τραπέζι της τραπεζαρίας (μου ζήτησε να διαλέξω πού θα προτιμούσα να καθίσουμε), με μια πιατέλα γεμάτη γλυκά και αλμυρά σνακ, που κοιτάω με κάποια ενοχή γιατί δεν έχω αγγίξει ακόμα. Αισθάνομαι σαν να μην είμαι σε συνέντευξη με την Ελληνίδα δημοσιογράφο που αξιώθηκε να μιλήσει με τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της εποχής της, αλλά επίσκεψη σε συγγενικό πρόσωπο.

Από την πρώτη στιγμή, της θερμής υποδοχής, γίνεται σαφές ότι έχει βρεθεί αμέτρητες φορές στη δική μου θέση, καθώς κάνει ό,τι μπορεί για να με διευκολύνει, αλλά και να καλλιεργήσει μια αμφίδρομη σχέση – έστω και στα στενά χρονικά όρια που διαθέτουμε. Ανά διαστήματα διακόπτει τις απαντήσεις της για να μου απευθύνει κάποια ερώτηση, με τακτ αλλά ενδιαφέρον («σου αρέσει η ασιατική κουζίνα;» λέει, όταν διαλέγω τελικά ένα spring roll από τα κεράσματα). «Το άλφα και το ωμέγα στις σχέσεις, είτε είναι συνεργασία είτε φιλία είτε έρωτας, είναι η εμπιστοσύνη. Ακόμα και αν ο άλλος δεν σε συμπαθήσει, δεν σε αγαπήσει, δεν σε ερωτευτεί, έτσι και σε εμπιστευτεί κέρδισες το 90%», πιστεύει.

«Το άλφα και το ωμέγα στις σχέσεις, είτε είναι συνεργασία είτε φιλία είτε έρωτας, είναι η εμπιστοσύνη. Ακόμα και αν ο άλλος δεν σε συμπαθήσει, δεν σε αγαπήσει, δεν σε ερωτευτεί, έτσι και σε εμπιστευτεί κέρδισες το 90%»

Τα υλικά της εμπιστοσύνης

Στην ικανότητά της να κερδίζει την εμπιστοσύνη αποδίδει, σε μεγάλο βαθμό, το ότι «δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να βάλω στο μυαλό μου έναν άνθρωπο και να μην καταφέρω όχι μόνο να τον πλησιάσω, αλλά και να δημιουργήσουμε καλή σχέση. Την Μποβουάρ τη συνάντησα δύο φορές».

Ακόμα και την εποχή που δεν ήταν «φτασμένη δημοσιογράφος», στη δεκαετία του ’70 στο Παρίσι, όπου συνέχιζε τις σπουδές της μετά το Λονδίνο, κατάφερε -για δύο εργασίες που είχε προτείνει στο πανεπιστήμιο, για την πορνεία και τις φυλακές- να μπει σε σπίτια ιερόδουλων στη Γαλλία και να μιλήσει μαζί τους και να επισκεφτεί αντίστοιχα τις φυλακές της Ρεν και Φλερί-Μεροζί. Δύο έρευνες που συνεχίστηκαν στην Ελλάδα, τροφοδοτώντας πρόσφατα δύο βιβλία της («Στα σπίτια της αμαρτίας», «Φυλακές. Γυναίκες πίσω από τα σίδερα», και τα δύο εκδ. Κάκτος). Οι αρχικές δημοσιεύσεις εκείνων των ρεπορτάζ σε ελληνικά Μέσα έφτασαν μέχρι τη Βουλή: «Πήγα στις φυλακές του Κορυδαλλού λίγο πριν από το 1980. Είχαν ξεσηκωθεί οι κρατούμενες με πανό όπως “εδώ μέσα ζούμε σαν τα ζώα”. Περιέγραψα στο Κυριακάτικο Βήμα όλα αυτά που είχα δει, και τα παράπονα των κρατουμένων, και έγινε επερώτηση από τη βουλευτή Βιργινία Τσουδερού».

Ανέκαθεν θεωρούσε τον σεβασμό θεμέλιο μιας σχέσης εμπιστοσύνης. Είτε είχε απέναντί της τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον πρεσβύτερο, είτε τη Γαβριέλλα, τη φημισμένη ιερόδουλη που της παραχώρησε τη μοναδική συνέντευξη στη ζωή της λίγο πριν από τη δολοφονία της. Η κυρία Νικολαΐδου θυμάται τότε που η διευθύντρια ενός περιοδικού με το οποίο συνεργαζόταν θέλησε να δημοσιεύσει ταυτότητες ιερόδουλων που είχαν παραχωρηθεί στη δημοσιογράφο από την υγειονομική υπηρεσία. «Μου λέει, αυτό είναι λαβράκι, επιτυχία. Επιτυχία για εσάς, της απαντώ, όχι για μένα. Δεν μπορώ να εκθέσω αυτές τις γυναίκες, δεν υπάρχει περίπτωση να δώσω το υλικό για δημοσίευση. Πρέπει να προστατεύουμε την προσωπική ζωή του καθενός, όσο χαμηλά κι αν βρίσκεται στην κοινωνία».

«Δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να βάλω στο μυαλό μου έναν άνθρωπο και να μην καταφέρω όχι μόνο να τον πλησιάσω, αλλά και να δημιουργήσουμε καλή σχέση. Την Μποβουάρ τη συνάντησα δύο φορές»

Σε κάθε συνέντευξη που παίρνει προσπαθεί να είναι απαλλαγμένη από στερεότυπα. «Η γνωριμία με τον άλλον είναι μια συγκλονιστική στιγμή. Προσπαθείς να τον δεις στην αληθινή του διάσταση και δεν μπορεί να είσαι προκατειλημμένος». Στο βιβλίο της για τις ιερόδουλες, για παράδειγμα, όχι μόνο αποφεύγει τα κλισέ, αλλά η ευαισθησία μπολιάζεται ενίοτε με χιούμορ: «Ω του θαύματος, η Γαβριέλλα ανοίγει. Μόλις που προλαβαίνω να δω τις άκρες από κάτι ξανθά μακριά μαλλιά. Βάζει μέσα τον λαχειοπώλη και ξανακλείνει! Φαίνεται όμως ότι το ξανασκέφτηκε, γιατί σε μισό λεπτό ξανανοίγει και μου λέει στεγνά: “Πέρνα μέσα, να μη σε βλέπει και ο κόσμος εδώ πέρα… Δεν θα αργήσω”. Τι να πω τώρα, “συγγνώμη, κυρία Γαβριέλλα μου, αλλά προηγούμαι”; Αυτά λέγονται στον οδοντογιατρό ή στο σούπερ μάρκετ, δεν λέγονται όμως από μια γυναίκα στον προθάλαμο του σπιτιού της Γαβριέλλας».

Από πάνω αριστερά και δεξιόστροφα: Παρίσι, 1979. Η Εύα έξω από το σπίτι της Σιμόν ντε Μποβουάρ στην περιοχή Ντανφέρ-Ροσερό, στο Παρίσι, το 1985. Φοιτήτρια στο Λονδίνο, το 1976. Με την ηγέρια του φεμινισμού, στο σπίτι της. Για τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, η συνέντευξη που έδωσε στην Ελληνίδα δημοσιογράφο θα είναι η τελευταια της ζωής της και από τις ελάχιστες που είχε δεχθεί ποτέ να δώσει.

Το απρόβλεπτο ως οδύνη και περιπέτεια

«Με την ίδια άνεση που άνοιγα το Μέγαρο των Ηλυσίων, στο Παρίσι, για να πάρω συνέντευξη από τη γυναίκα του Γάλλου πρωθυπουργού Λοράν Φαμπιούς, Φρανσουάζ, το βράδυ βρισκόμουν στα κακόφημα σπίτια της Μονμάρτρης», διαβάζω σε ένα σχεδόν μυθιστορηματικό αλλά αυτοβιογραφικό άρθρο της με τίτλο «Όλα όσα έζησα». Τη φαντάζομαι να πηγαίνει σε κάθε συνέντευξη και ρεπορτάζ χωρίς κριτική διάθεση, αλλά με όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά για την ιστορία που πρόκειται να ακούσει. «Καθένας από εμάς μπορεί να παρανομήσει», μου λέει με αφορμή το νέο βιβλίο της, για τις γυναίκες κρατούμενες. «Η ζωή είναι τόσο απρόβλεπτη. Κάθε μέρα που ξημερώνει, δεν ξέρεις τι μπορεί να σου προκύψει. Οχι κάθε μέρα· κάθε λεπτό. Αυτή η αβεβαιότητα είναι το οδυνηρότερο».

Η ίδια έχει νιώσει αυτή την αβεβαιότητα πιο έντονα μέσα στα τελευταία 15 χρόνια, μετά τη διάγνωσή της με καρκίνο. Από αυτό τον προσωπικό αγώνα, ωστόσο, επιλέγει να μοιραστεί μια εμπειρία επιφοίτησης: «Έχω έναν μεγάλο κήπο όπου ο κηπουρός έχει φυτέψει, εδώ και χρόνια, δεντρολίβανο. Επρεπε να περάσω όλη αυτή την ταλαιπωρία για να καταλάβω πόσο ωραία μυρίζει – να αρχίσω να καταλαβαίνω ότι καθετί που μας περιβάλλει μπορεί να είναι πάρα πολύ σπουδαίο. Κι έτσι, καμιά φορά νιώθω σαν μπουκέτο σφιχτοδεμένο από αγριολούλουδα, που αναδίδει αρώματα. Η ζωή είναι ένα μυστήριο που εξερευνάμε συνέχεια και πολλές φορές μια μεγάλη δοκιμασία έχει τα θετικά της».

«Καμιά φορά νιώθω σαν μπουκέτο σφιχτοδεμένο από αγριολούλουδα, που αναδίδει αρώματα. Η ζωή είναι ένα μυστήριο που εξερευνάμε συνέχεια και πολλές φορές μια μεγάλη δοκιμασία έχει τα θετικά της»

Έμφυλες προκλήσεις

Η Εύα Νικολαΐδου γεννήθηκε το 1954 στη Θεσσαλονίκη και μέχρι τα 15 χρόνια της είχε διαβάσει «όλον τον Λουντέμη». Μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον γεμάτο βιβλία, τέχνες, γράμματα, αλλά και πολιτικές συζητήσεις, που άνοιξαν τους πνευματικούς ορίζοντές της από παιδί. Η οικονομική ευχέρεια της οικογένειάς της τής επέτρεψε να σπουδάσει Δημοσιογραφία, Κοινωνιολογία και Πολιτισμό στην Αθήνα, στο Λονδίνο και τη Σορβόννη. «Οι γονείς μου, Κωνσταντίνος και Ερασμία, ήταν πολύ ανοιχτόμυαλοι και ελεύθεροι», θυμάται σήμερα. «Βλέποντας να πετυχαίνω σε ό,τι αναλάμβανα, επένδυσαν σε μένα. Θυμάμαι τον πατέρα μου να λέει, μετά τις σπουδές μου σε Λονδίνο και Παρίσι, θέλεις να πας και στην Κίνα; Αν ήξερα τη γλώσσα, θα πήγαινα!».

Στα 70s, ως σπουδάστρια στο εξωτερικό, άρχισε να παίρνει συνεντεύξεις από φοιτήτριες απ’ όλο τον κόσμο που είχαν δημιουργήσει γυναικείες οργανώσεις και να στέλνει ανταποκρίσεις στο Πάνθεον, για τη στήλη «Για να γνωρίσουμε τη γυναίκα στο παγκόσμιο στερέωμα». «Εκείνα τα χρόνια, ακόμα και το να φοράει μια γυναίκα παντελόνια και να καπνίζει τους φαινόταν πολύ προχωρημένο. Κάθε γυναικεία κατάκτηση τη θεωρούσαν είδηση – έγινε σεισμός όταν η Σιμόν Βέιλ κατέκτησε την προεδρία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το 1980 η Μαργαρίτα Γιουρσενάρ έγινε η πρώτη γυναίκα-μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Εχω μια φωτογραφία της ανάμεσα σε 50 άντρες».

«Στα 70s ακόμα και το να φοράει μια γυναίκα παντελόνια και να καπνίζει τους φαινόταν πολύ προχωρημένο. Κάθε γυναικεία κατάκτηση τη θεωρούσαν είδηση – έγινε σεισμός όταν η Σιμόν Βέιλ κατέκτησε την προεδρία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου»

Ο πόλεμος στη Βηρυτό βρήκε την Εύα Νικολαΐδου στην ΕΡΤ, όπου είχε διοριστεί το 1979 (αργότερα θα έκανε τη μετάβαση στην τηλεόραση και θα γινόταν αρχισυντάκτρια της πολιτιστικής εκπομπής «9+1 Μούσες», με την οποία συνδέθηκε αναπόσπαστα). «Από την τηλεόραση είχε πάει στον πόλεμο ως απεσταλμένη δημοσιογράφος η Εύη Δεμίρη. Τότε εγώ δούλευα στο ραδιόφωνο, στις ειδήσεις, στα ρεπορτάζ. Μπαίνει μέσα ο διευθυντής και λέει: “Εμείς δυστυχώς δεν έχουμε να στείλουμε κάποιον”. Ο ένας συνάδελφος έλεγε “δεν έχω ανανεωμένο διαβατήριο”. Ο άλλος, “έχω δύο παιδιά”». Oλοι άντρες. «Σηκώνω δειλά το χέρι μου και λέω στον διευθυντή, “μπορώ να πάω εγώ;”. Εκείνος, γελώντας, απαντάει, “το σκέφτηκες σοβαρά ή μας κάνεις πλάκα;”».

Έτσι βρέθηκε «στην καρδιά του πολέμου, με ένα μαγνητοφωνάκι και τη φωτογραφική μηχανή μου. Κινδύνευσα δυο-τρεις φορές, αλλά γύρισα με πολύ υλικό, φωτογραφίες και συνεντεύξεις. Κάθε φορά κέρδιζα βήμα-βήμα την εμπιστοσύνη και την αναγνώριση στη δημοσιογραφία. Δεν ήταν εύκολος αγώνας, καθόλου».

Από αριστερά και δεξιόστροφα: Σε Διεθνές Συνέδριο για τη Γυναίκα, το 1981, με την Εσπίν Βίλμα Κάστρο, σύζυγο του Ραούλ Κάστρο, αδελφού του Φιντέλ. Παίρνοντας συνέντευξη από τη Γαλλίδα συγγραφέα και ποιήτρια Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Θερμή χειραψία με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, για τον οποίο έχει γράψει βιβλίο. Η Νικολαΐδου συνομιλώντας με την Ίντιρα Γκάντι (δίπλα της, η Μελίνα Μερκούρη) κατά την επίσκεψη της Ινδής πρωθυπουργού στη χώρα μας, το 1983, ένα χρόνο πριν από τη δολοφονία της.

Αποστάγματα σπουδαίων συναντήσεων

Ενώ μιλάμε, μου δείχνει φωτογραφίες από το παρελθόν, όπου ποζάρει πλάι σε τοτέμ της διανόησης – σε κάποιες πολύ νέα, με μαύρα μαλλιά σε καρέ, προσεκτικά τακτοποιημένα πίσω από τα αυτιά, και τα μοντέρνα oversized γυαλιά της εποχής. Στο βιβλίο της «Το άβατο της Σιμόν ντε Μπωβουάρ» (εκδ. Αλκυών) στέκεται δίπλα στην ιέρεια του φεμινισμού, η τελευταία σε προχωρημένη ηλικία, με το χαρακτηριστικό τουρμπάνι της. «Ήταν εσωστρεφής γυναίκα, όχι από τους ανθρώπους που σου έδιναν εύκολα το δικαίωμα να πλησιάσεις και να μιλήσεις. Ηθελε ειδικό χειρισμό», θυμάται. «Τη συνάντησα στο τέλος της ζωής της, που έλεγε, γερνάει το σώμα, γερνάει και η ψυχή και είναι δύσκολο να κατοικεί μέσα στα ερείπια». Πενθούσε ήδη τον σύντροφό της, τον φιλόσοφο Ζαν-Πολ Σαρτρ. «Το σπίτι της ήταν μπροστά στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς και από το παράθυρο έβλεπε τον τάφο του».

Από την άλλη, από την Έλλη Αλεξίου, τη συγγραφέα, δημοσιογράφο και αδερφή της Γαλάτειας Καζαντζάκη, που γνώρισε μέσα από δέκα συνεντεύξεις (συγκεντρωμένες στο βιβλίο «Εκμυστηρεύσεις της Έλλης Αλεξίου», εκδ. Σύγχρονη Εποχή), μεταφέρει μια διαχρονικά νεανική εικόνα. «Όταν πήγαινα στο σπίτι της, προσπαθούσα πάρα πολύ να μην αναφέρω καθόλου το “εγώ”. Δεν ήθελε να ακούει φράσεις να ξεκινάνε με αυτή τη λέξη.

«Όταν πήγαινα στο σπίτι της Έλλης Αλεξίου, προσπαθούσα πάρα πολύ να μην αναφέρω καθόλου το “εγώ”. Δεν ήθελε να ακούει φράσεις να ξεκινάνε με αυτή τη λέξη»

»Μιλάμε για έναν άνθρωπο σπάνιο. Στα 90 της είχε ερωτευτεί πλατωνικά, από μια ραδιοφωνική εκπομπή, κάποιον γύρω στα 60-65». Η κυρία Νικολαΐδου παίρνει στα χέρια της το βιβλίο και μου διαβάζει ένα απόσπασμα από όσα της είχε πει η Έλλη Αλεξίου για τον έρωτα: «Δεν είναι απλώς ένα γέμισμα ζωής, αλλά είναι μέθοδος ζωής, είναι πορεία ζωής, είναι είδος κινητήριας δύναμης. […] Και είναι ένα αίσθημα, ευτυχώς, που δεν εξαντλείται και ούτε καν έχει ηλικία. Νομίζω, μάλιστα, ότι όσο ωριμάζεις τόσο καλύτερα καταλαβαίνεις τον έρωτα. Ο έρωτας του ανώριμου ανθρώπου δεν είναι τίποτα […] είναι ψιμύθιο της ζωής του».

-Επομένως, όταν σας είχε πει η Μπωβουάρ «δεν βρίσκω μέσα μου καινούριους πόθους», δεν είχε να κάνει με το προχωρημένο της ηλικίας της, ή τουλάχιστον όχι μόνο με αυτό.

«Έχω μια φίλη που κοντεύει τα 90 και παρακολουθεί μαθήματα για την τέχνη. Μια άλλη αγαπάει τα ταξίδια και πηγαίνει περίπου ένα τον μήνα, κυρίως στο εξωτερικό. Όταν θέλεις, βρίσκεις κάποιο ενδιαφέρον. Πιστεύω ότι οι γυναίκες που παραιτούνται από τη ζωή είναι αυτές που την έχουν χορτάσει, τα έχουν γευτεί όλα και νιώθουν πληρότητα. Αν ένας άνθρωπος είναι ευχαριστημένος από τη ζωή του, αν την έχει ζήσει ολοκληρωμένα, χωρίς κενά, ο θάνατος είναι σαν να πίνεις ένα ποτήρι νερό».

Όταν τη ρωτάω αν πιστεύει στη δύναμη της πνευματικής κληρονομιάς του καθενός μας, δείχνει τη στήλη που σχηματίζουν πάνω στο τραπέζι τα βιβλία που έχει γράψει. «Βέβαια, τι είναι όλα αυτά; Τα αποστάγματα της ζωής, αυτά που διδαχτήκαμε και μεταλαμπαδεύουμε». Θεωρεί τη γραφή «αξιόμετρο» και στη δημοσιογραφία: «Μου λένε, δες την τάδε, που έχει εκπομπή. Πού έχει γράψει, να δω κείμενά της; απαντώ. Αν δεν δω κείμενα, δεν μπορώ να κρίνω τον δημοσιογράφο. Θα μου πεις, και ποια είσαι εσύ; Δεν είμαι και τίποτα σπουδαίο. Απλά, από την εμπειρία και τις γνώσεις μου ξέρω ότι ο γραπτός λόγος μένει και είναι αυτός που μπορεί να αποδείξει ότι ο άλλος έχει συλλάβει το νόημα. Είχαμε έναν δάσκαλο, τον Αλέκο Φιλιππόπουλο, που μας έδινε ένα κείμενο πεντακοσίων λέξεων και μας έλεγε, μπορείτε να τις κάνετε εκατόν πενήντα; Αν μπορούσες, περνούσες μέσα».

«Ο γραπτός λόγος μένει και είναι αυτός που μπορεί να αποδείξει ότι ο άλλος έχει συλλάβει το νόημα. Είχαμε έναν δάσκαλο, τον Αλέκο Φιλιππόπουλο, που μας έδινε ένα κείμενο πεντακοσίων λέξεων και μας έλεγε, μπορείτε να τις κάνετε εκατόν πενήντα; Αν μπορούσες, περνούσες μέσα»

Μοιράζομαι μαζί της τον προβληματισμό μήπως στη σημερινή εποχή, της γρήγορης κατανάλωσης της πληροφορίας, ένα κείμενο δύσκολα αποτυπώνεται στη μνήμη. «Είναι σημαντικό να μάθει κάποιος να αξιολογεί», πιστεύει. «Τους ανθρώπους, τα γεγονότα, την κάθε στιγμή».

Όπως έκανε η Ιντίρα Γκάντι, την οποία περιγράφει ως «έναν συνδυασμό ήθους και δομημένης σκέψης, που απορροφούσε πάντα αυτά που ήθελε από τους σπουδαίους ανθρώπους στη ζωή της». Τη γνώρισε στους Δελφούς, όπου ταξίδεψε με τη Μελίνα Μερκούρη.

«Η Γκάντι έφερνε ένα είδος ιερότητας», γράφει στο βιβλίο της «Μελίνα Μερκούρη – Αγνωστα αποτυπώματά της» (εκδ. Ι. Σιδέρης). «Απλή, αλλά ισχυρή μορφή. Η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός στην Ινδία. Τα μαύρα μαλλιά της στολισμένα με άσπρες τούφες, τα αμυγδαλωτά μάτια με το γλυκό αλλά μελαγχολικό βλέμμα την έκαναν να θυμίζει παρουσία που βγαίνει από τον ιερό ποταμό Γάγγη. Στα μαύρα μάτια της διαβάζεις το βιβλίο της δυναστείας της. Τα χέρια της αποκαλύπτουν τη ζωή της. Δίπλα της, η Μελίνα· ένα ρυάκι που το κελάρυσμά του έδινε χαρά, γέλιο, ζωντάνια».

Μία ακόμα συνάντηση κορυφής, όπως την αποκαλεί, ήταν με τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. «Όταν την πρωτογνώρισα με μάγεψε ο συνδυασμός της ευγενικής απόστασης αλλά και της ζεστασιάς με την οποία με αγκάλιαζε το βλέμμα της», θυμάται. «Υποστήριζε ότι η κρίση αξιών άρχισε από τότε που η κοινωνία τού “έχει” παραμέρισε την κοινωνία τού “είναι”. Καταδίκασε την αμάθεια που βασιλεύει τόσο στα δημοκρατικά όσο και στα απολυταρχικά καθεστώτα. Ελεγε πάντα, για να γίνουμε καλύτεροι πρέπει ο άνθρωπος να πλατύνει τη συμπόνοια του σε όλα τα πλάσματα».

«Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ υποστήριζε ότι η κρίση αξιών άρχισε από τότε που η κοινωνία τού “έχει” παραμέρισε την κοινωνία τού “είναι”. Καταδίκασε την αμάθεια που βασιλεύει τόσο στα δημοκρατικά όσο και στα απολυταρχικά καθεστώτα»

Δεν μπορεί όμως να ξεχωρίσει μία μόνο από τις συνεντεύξεις της: «Κάθε συνέντευξη και κάθε θέμα στην πολύχρονη καριέρα μου είναι ξεχωριστά. Σαν ένα παιδί, που το μεγαλώνεις, το νταντεύεις και το προσέχεις». Ιδιαίτερη θέση, παρ’ όλα αυτά, κρατά η πρώτη συνέντευξή της, με τη Μαρία Φαραντούρη, «το 1975 στο Λονδίνο, για το Πάνθεον. Είχε έρθει να τραγουδήσει σε μια συναυλία συμπαράστασης για τη Χιλή – είχαν σκοτώσει τον Αλιέντε και είχε κάνει δικτατορία ο Πινοσέτ. Ήταν κι εκείνη νέα, αλλά ήδη καταξιωμένη. Την πλησίασα συνεσταλμένη και με αντιμετώπισε ισότιμα, άνοιξε την αγκαλιά της και μου έδωσε μια πολύ ωραία συνέντευξη. Ηταν η έναρξη μιας επιτυχίας.

»Προχθές ήμουν σπίτι της για μια νέα συνέντευξη. Της πήγα όλα τα ντοκουμέντα και της είπα, μου είχες φέρει γούρι τότε. Συγκινηθήκαμε, γελάσαμε και μου λέει, πάντα βοηθάω τους νέους, και τώρα το σπίτι μου είναι ένα φυτώριο από νέους που έρχονται να τους ακούσω και να με ακούσουν».

Πάνω και δεξιόστροφα: Με την Άννα Συνοδινού στο σπίτι του Σικελιανού στους Δελφούς. Η κόκκινη κάπα που φοράει ήταν δώρο της Άννας Σικελιανού από την εποχή που ύφαινε (2000). Συνέντευξη με Γαλλίδες σεξεργάτριες στο σωματείο τους στο Παρίσι (1978), έρευνα που οδήγησε στο βιβλίο «Τα σπίτια της αμαρτίας». Συνέντευξη με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου για την εκπομπή της «9+1 Μούσες» (2005).

Η συνέχεια του ταξιδιού

Αυτή την περίοδο συνεχίζει τη μακροχρόνια συνεργασία της με την Εφημερίδα των Συντακτών σε καλλιτεχνικά-πολιτιστικά θέματα, ενώ διατηρεί δύο στήλες, στο 902.gr («Αστερισμοί πολιτισμού», «όπου γράφω κριτικές κινηματογράφου, θεάτρου, παρουσιάζω πολιτιστικές εκδηλώσεις») και στον Ημεροδρόμο («Οι δάσκαλοι που αγάπησα», «όπου άνθρωποι της τέχνης, των γραμμάτων, του πολιτισμού θυμούνται ποιοι δάσκαλοι καθόρισαν τη ζωή τους»). «Με συγκινούν ιδιαίτερα η αποδοχή, η εκτίμηση και ο σεβασμός που απολαμβάνω από όλους τους συνεργάτες μου», τονίζει, ενώ ανατρέχει σε συνεργασίες που καθόρισαν τη διαδρομή της στο παρελθόν, όπως στις «άξιες και δυναμικές στο πόστο τους» γυναίκες διευθύντριες: Πόλυ Μηλιώρη και Ινώ Κωνσταντοπούλου (Πάνθεον), Λιάνα Ελευθερουδάκη (Γυναίκα), Ρούλα Μητροπούλου (Ταχυδρόμος, η γυναίκα που έφερε στην ελλάδα το Marie Claire). Επίσης, την ημέρα της συνέντευξής μας περιμένει να ξεκινήσει μια νέα σειρά άρθρων, ταξιδιωτικών, στον Ριζοσπάστη.

Μαγικά εκείνα τα ταξίδια. «Γύρισα πολλές χώρες, σε όλο τον κόσμο. Έκανα το πρώτο ντοκιμαντέρ στην Ευρώπη για τη ζωή στη Σιβηρία, για την ΕΡΤ. Πήγα σε δύο πόλεις, στην Ιρκούτσκ και στην Μπρατσκ. Από τη Μόσχα μέχρι την Ιρκούτσκ ήταν οκτώ ώρες αεροπορικώς, πάνω από στέπες και δάση. Και από την Ιρκούτσκ στην Μπρασκ, ακόμα πέντε ώρες με το αεροπλάνο. Αχανής χώρα!

«Γύρισα πολλές χώρες, σε όλο τον κόσμο. Έκανα το πρώτο ντοκιμαντέρ στην Ευρώπη για τη ζωή στη Σιβηρία, για την ΕΡΤ. Πήγα σε δύο πόλεις, στην Ιρκούτσκ και στην Μπρατσκ. Από τη Μόσχα μέχρι την Ιρκούτσκ ήταν οκτώ ώρες αεροπορικώς, πάνω από στέπες και δάση. Και από την Ιρκούτσκ στην Μπρασκ, ακόμα πέντε ώρες με το αεροπλάνο. Αχανής χώρα!»

»Αγάπησα πολύ την Κούβα, δεν έμεινα μόνο στην Αβάνα. Είδα στον τουριστικό οδηγό ένα ψυχιατρείο που δεν ήταν στο πρόγραμμα, αλλά ζήτησα να το επισκεφτώ. Ενας μεγάλος οικισμός, όπου οι ασθενείς έχουν ο καθένας το σπιτάκι του. Περνάει ένα λεωφορείο, τους παίρνει, και έπειτα από δυο-τρεις στάσεις κατεβαίνουν σε έναν άλλο χώρο, όπου γίνονται εκδηλώσεις και ο καθένας ασκεί διαφορετικό επάγγελμα – άλλος γίνεται τσαγκάρης, άλλος μαθαίνει ζωγραφική ή χορό. Δεν νιώθουν αποκομμένοι».

Πενήντα χρόνια μετά την πρώτη συνέντευξή της, αισθάνεται χορτασμένη από συζητήσεις με μεγάλα ονόματα της διανόησης, της πολιτικής, της τέχνης. Ενδιαφέρεται περισσότερο να μιλήσει με γυναίκες που έχουν αφήσει ένα διαφορετικό στίγμα στην κοινωνία, όπως με κάποια πολιτική κρατούμενη. «Πέρασαν δύσκολα χρόνια. Έχουν να πουν αρκετά. Κάποιες προσωπικότητες ξεχωρίζουν για το πνευματικό έργο και τις αξίες τους, ενώ άλλες για τους αγώνες τους. Και για μένα είναι πολύ πιο σημαντικό να θυσιάζεσαι για μια ιδέα, για έναν καλύτερο κόσμο, παρά για τον εαυτό σου. Πρόσφατα, στη διάρκεια της παρουσίασης του “Γυναίκες πίσω από τα σίδερα”, ένας άγνωστος άνδρας με πλησίασε κρατώντας το αντίτυπο του βιβλίου μου στο χέρι του για να το υπογράψω. Όταν ρώτησα το όνομά του μου είπε: γράψτε απλά “στον γιο της Ελένης, πολιτικής κρατούμενης που πέθανε στη φυλακή”. Ηταν η ωραιότερη αφιέρωση που έχω κάνει ποτέ».

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below