Από τον Χάρη Σταυρίδη
Η Σάρον Στόουν έχει επιστρέψει δυναμικά. Oχι μόνο στη μεγάλη και τη μικρή οθόνη, αλλά και στη μόδα και τις τέχνες. Μετά την πρόσφατη συμμετοχή της στο «Nobody 2», όπου υποδύεται τη Λεντίνα, μια εγκέφαλο του υποκόσμου (από τις πιο εντυπωσιακές, συναρπαστικές villain ερμηνείες τα τελευταία χρόνια), αλλά και την αναμενόμενη εμφάνισή της στην τρίτη σεζόν του «Euphoria», η Στόουν είναι πιο δραστήρια από ποτέ, κάνοντας ένα εντυπωσιακό comeback που έχει στηθεί, όπως πάντα, με τον δικό της τρόπο.
Επιπλέον, η σούπερ σταρ καλλιεργεί με συνέπεια τη δεύτερη καριέρα της ως ζωγράφος. Σε συνομιλία της με τον καλλιτέχνη Alex Israel σχετικά με το πρότζεκτ «Noir» στην Gagosian, αναφέρθηκε, με την αμεσότητα που τη χαρακτηρίζει, στη ζωγραφική της περιγράφοντας μία καθημερινότητα αφοσιωμένη στο στούντιο, με καμβάδες μεγάλων διαστάσεων, δουλεμένους σχεδόν «δίπλα στο κρεβάτι». Η σχέση της με την τέχνη δεν είναι μια παρένθεση, είναι ένας δεύτερος, ώριμος δημιουργικός δρόμος, που συνδιαλέγεται με την κινηματογραφική της διαδρομή και με τον τρόπο που βλέπει τις πόλεις, το φως και τις ιστορίες. Παράλληλα με την καριέρα της, η Σάρον Στόουν έχει μια σταθερή παρουσία στη φιλανθρωπία. Εδώ και δεκαετίες στηρίζει την έρευνα για τον ιό HIV μέσα από την amfAR. Αυτό το πολυεπίπεδο παρόν είναι το σμίλευμα μιας πολύχρωμης διαδρομής με μεγάλες προκλήσεις, δημιουργικότητα, αλλά πάνω απ’ όλα ανθεκτικότητα. Η Στόουν ήταν η πρώτη διάσημη που μίλησε ανοιχτά για τα χτυπήματα της ζωής, πολύ πριν αυτό γίνει «cool» ανάμεσα στις σελέμπριτι και για το πώς η ίδια τα μετέτρεψε σε κινητήρια δύναμη. Ετσι, συνεχίζει να κοιτάζει μπροστά: ως μητέρα, καλλιτέχνις, μούσα. Είναι ασταμάτητη και απολαμβάνει όχι μόνο όσα φέρνει η ζωή, αλλά και όσα φροντίζει η ίδια να έρθουν.
Είχα την τύχη να γνωρίσω τη Σάρον Στόουν το 2013, στο Φεστιβάλ των Καννών. Ήμουν star-struck από τη μεγάλη κυρία του Χόλιγουντ που παρέμενε προσιτή αν και αληθινά εκθαμβωτική. Της αναφέρω τη συνάντησή μας και σύντομα η κουβέντα περνά από την άνοιξη του 2013 στην άνοιξη του 2025.
Από την Ελλάδα κρατάω την ομορφιά της, τη γαλήνη των ανθρώπων της. Ήρθα μετά τον θάνατο της μητέρας μου και ένιωσα ότι με υποδέχτηκαν με αγάπη. Οι Έλληνες φίλοι μου με αγκάλιασαν και μου είπαν ότι όλα θα πάνε καλά.
Επισκεφτήκατε τη χώρα μας την άνοιξη. Τι απολαύσατε περισσότερο στο ταξίδι σας και τι σας έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση;
Η ομορφιά της και η γαλήνη των ανθρώπων της. Ήρθα μετά τον θάνατο της μητέρας μου και ένιωσα ότι με υποδέχτηκαν με αγάπη και φροντίδα. Οι Έλληνες φίλοι μου με αγκάλιασαν όσο έκλαιγα και μου είπαν ότι όλα θα πάνε καλά, ότι είμαι ασφαλής και ξεχωριστή. Αυτή η γενναιοδωρία σε αλλάζει. Με βοήθησε να ξαναβρώ τη χαρά και να θυμηθώ ότι η ζωή είναι για να τη ζεις, να χορεύεις χωρίς λόγο και να τραγουδάς δυνατά. Μου αρέσει το γεγονός ότι στην Ελλάδα οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τη σημασία της φύσης, αγκαλιάζουν την ομορφιά της.
Πιστεύετε πως ο κόσμος στις ΗΠΑ έχει αποκοπεί από τη φύση σε σχέση με την Ελλάδα;
Σίγουρα. Στις ΗΠΑ πολλοί έχουν χάσει την ουσία, αλλά οι «πραγματικοί άνθρωποι», όσοι ζουν κοντά στη φύση, δεν θα το αφήσουν να περάσει έτσι. Μεγάλωσα κοντά στις Μεγάλες Λίμνες, σε αγροτικές κοινότητες με Αμις γείτονες και καλλιέργειες. Κυνηγούσαμε και ψαρεύαμε. Η μητέρα μου είχε ένα στρέμμα κήπο και διατηρούσε τα πάντα σε βάζα για να έχουμε προμήθειες τον χειμώνα: φτιάχναμε παγωτό από γάλα σε μεγάλα δοχεία. Αυτοί οι άνθρωποι είναι επινοητικοί και αυτάρκεις. Μπορείς να τους πάρεις το Ιντερνετ και θα τα καταφέρουν μια χαρά.
Σας ευχαριστεί να περνάτε χρόνο στην Ευρώπη;
Περνάω τόσο πολύ χρόνο στη Γαλλία που ο σωματοφύλακάς μου αστειεύεται ότι ζω εκεί και απλώς επισκέπτομαι την Αμερική. Καλεσμένη στην εκπομπή «Finding Your Roots», όπου κάνουν πολύ σοβαρή έρευνα για τα γενεαλογικά δέντρα, έμαθα ότι από την πλευρά του πατέρα μου κατάγομαι από γαλαζοαίματους της Βουργουνδίας και ότι οι πολύ μακρινοί μου πρόγονοι ήταν ανάμεσα στους ιδρυτές του γαλλικού κράτους – ίσως αυτό να εξηγεί την ιδιαίτερη αγάπη μου για τη χώρα. Μου έδωσαν και τίτλο τιμής: Madame Chevalier. Σκέφτομαι ακόμα και την υπηκοότητα…
Να προσπαθήσουμε καλύτερα να σας φέρουμε στην Ελλάδα; (γέλια) Ας περάσουμε στη νέα σας ταινία, «Nobody 2», όπου υποδύεστε την κακιά της υπόθεσης. Πώς προετοιμάζεστε;
Πάντα χρειάζομαι ένα στήριγμα, κάτι αληθινό, που το καταλαβαίνω. Στους «κακούς» συνδέομαι με θέματα που είναι έντονα στο πνεύμα της εποχής, ώστε το κοινό να γελά, να συζητά και να νιώθει αυτό το «τι στο…;». Το έκανα στο «Bασικό ένστικτο» και ξανά στο «Ratched». Ακόμα και οι «καλοί» μπορεί να κάνουν κάτι σοκαριστικό για σοβαρούς λόγους, όπως η αυστηρή μητέρα που έπαιξα στο «Flight Attendant».
Το να μεγαλώνεις είναι ευλογία: δεν χρειάζεται να φιλτράρω κάθε ρόλο μέσα από τη σεξουαλικότητα. Θέλω μια μείξη: χαριτωμένες κωμωδίες, κίνδυνο, ρόλους καλής, να παίξω μία δικαστίνα ή μία ντεντέκτιβ.
Eπειτα από τόσο έντονους ρόλους, νιώθετε ότι χρειάζεστε κάποιου είδους κάθαρση, να «σβήσετε» ό,τι άφησε ο χαρακτήρας μέσα σας;
Απόλυτα. Τους σκοτεινούς ρόλους χρειάζεται να τους ξεπλένω από πάνω μου, να τους δουλεύω μέσα μου· να συμφιλιώνομαι με τον εαυτό μου και -σε έναν βαθμό- με την κοινωνία για την ενσάρκωση του κακού. Δεν σημαίνει πως δεν θα ξαναπαίξω «κακές» ηρωίδες· απλώς τώρα τις προσεγγίζω για να φωτίζω το γιατί η αγριότητα μας σοκάρει. Μπορεί να χαμογελά κανείς, αλλά δεν είναι καθόλου αστείο. Γιατί πάντα υπάρχει η επιλογή να απομακρυνθείς από το κακό και να διαλέξεις συνειδητά να είσαι καλύτερος.
Έχει αλλάξει ο τύπος ρόλων που θέλετε να παίξετε; Είστε πιο αυστηρή στις επιλογές ρόλων, χαρακτήρων;
Συνήθως μου προτείνουν πάντα σύνθετους ή «κακούς» ρόλους. Νομίζω, επειδή είμαι έξυπνη και καλή, και οι καλοί καταλαβαίνουν καλύτερα την αγριότητα. Όμως το να μεγαλώνεις είναι ευλογία: δεν χρειάζεται να φιλτράρω κάθε ρόλο μέσα από τη σεξουαλικότητα. Θέλω μια μείξη: χαριτωμένες κωμωδίες, κίνδυνο, ρόλους «καλού» όπως δικαστή ή ντετέκτιβ. Στο τέλος ο δυναμισμός είναι αυτός που μετράει. Νέες, όμορφες δυναμικές γυναίκες σπάνια παίζουν κάτι πέρα από την «κακιά», σίγουρα πρέπει να αλλάξει αυτό.
Χρειαζόμαστε περισσότερη «πραγματικότητα» ή περισσότερη μαγεία και ρομαντισμό στην οθόνη;
Έχουμε πάρα πολλά ριάλιτι και τα περισσότερα δεν είναι καν αληθινά. Περιλαμβάνουν καθημερινό πλήρες μακιγιάζ και μαλλιά, καβγάδες «στημένους» από πριν. Είναι πιο πολύ σαν το σύγχρονο βαριετέ: λίγη μαγεία και γκλαμουριά για να έχουμε νούμερα τηλεόρασης. Καλό είναι, απλώς να μην το μπερδεύουμε με την πραγματική ζωή.
Συνεχίζετε να θέλετε να ασχοληθείτε με τη σκηνοθεσία; Τι σας εμπόδισε;
Όταν προσπάθησα, μου είπαν κατάμουτρα: «Φανταστικό pitch, υπέροχα storyboards, μουσική, σενάριο, αλλά δύσκολα θα πληρώσουμε για γυναίκα σκηνοθέτη». Έτσι εκτόνωσα αυτή την ενέργεια στη ζωγραφική, στη γραφή (δουλεύω κι άλλο βιβλίο) και στο να βοηθάω φίλους να ξανασχεδιάσουν το σπίτι τους: φωτισμός, αρχιτεκτονική, υλικά, αίσθηση. Θα εκφράζομαι είτε συμμετέχουν άλλοι, είτε όχι.
Κάτι που κάνετε σίγουρα μέσα από τους πίνακές σας. Μιλήστε μου για τη ζωγραφική σας. Πώς προέκυψε;
Ξεκίνησα όταν ήμουν 4 ετών και ακόμη ζωγραφίζω με το πνεύμα της 4χρονης, δηλαδή δεν το υπεραναλύω. Δεν χρησιμοποιώ πια λάδια· δεν κάνουν καλό στην υγεία, στο δέρμα ή στους πνεύμονες και απεχθάνομαι τη μυρωδιά και τα διαλυτικά. Δουλεύω με νερομπογιές, ακρυλικό, λαδοπαστέλ και μολύβι. Είμαι της άποψης ότι η τάση «άφησέ το» είναι καλύτερη από την τελειοθηρία, να επεμβαίνεις δηλαδή συνεχώς πάνω στο έργο. Μπορεί να καταλήξεις να «τελειοποιείς» ένα έργο μέχρι να το χαλάσεις.
Περνάτε από θεματικές φάσεις; Τι δουλεύετε τώρα;
Οι ζωγράφοι περνούν από φάσεις, μελέτες χρώματος, τεχνική, συναισθηματική εξερεύνηση, μέχρι να καταλήξουν σε κάτι που είναι μόνο δικό τους. Τώρα αναπτύσσω δύο εντελώς αντίθετες σειρές: μία εμπνευσμένη από τον Mirό, που συναντά τη δική μου τρέλα (γέλια), και μία πιο τοπιογραφική.
Τους σκοτεινούς ρόλους χρειάζεται να τους ξεπλένω από πάνω μου· να συμφιλιώνομαι με τον εαυτό μου και με την κοινωνία για την ενσάρκωση του κακού. Δεν σημαίνει πως δεν θα ξαναπαίξω “κακές” ηρωίδες· τις προσεγγίζω για να φωτίζω το γιατί η αγριότητα μας σοκάρει.
Πώς νιώσατε όταν δείξατε για πρώτη φορά τα έργα σας στο κοινό, είχατε άγχος; Και ποια είναι η επόμενη έκθεσή σας;
Μπορώ να το παίξω cool σε αυτό το θέμα γιατί στάθηκα τυχερή, έχοντας καλές κριτικές. Όσο για το μέλλον, ακολουθεί μια έκθεση στην Πράγα με χορηγό τη Rolls-Royce, με πίνακες δικούς μου καθώς και άλλες συνεργασίες, αφού όμως τελειώσω τα γυρίσματα του «Euphoria».
Ανταλλάσσετε έργα με άλλους καλλιτέχνες και τους φιλοξενείτε για δουλειά. Πώς σας κάνει να νιώθετε αυτή η καλλιτεχνική συνύπαρξη;
Υπέροχο. Καλλιτέχνες έρχονται στο στούντιό μου, μένουν μία εβδομάδα, κάνουν γλυπτική ή ζωγραφίζουν· καμιά φορά ανταλλάσσουμε έργα. Είναι πολύ αναζωογονητικό.
Μιλώντας για δημιουργικότητα, θα σχεδιάζατε κοσμήματα ή θα ασχολιόσασταν με γλυπτική;
Σίγουρα θα ασχοληθώ με τη γλυπτική κάποτε, αλλά όχι τώρα. Σειρά κοσμημάτων; Αν επένδυε σε αυτή κάποιος, φυσικά. Ξέρω ακριβώς τι θα έκανα.
Σε μια φάση της ζωής σας επιλέξατε να αφοσιωθείτε στα παιδιά σας. Πόσο εύκολο ήταν να μεγαλώσουν σε ένα περιβάλλον με κινητά τηλέφωνα, COVID και άλλες σύγχρονες «ασθένειες»;
Καθώς έκανα πολεμικές τέχνες, φρόντισα να ξεκινήσουν και τα παιδιά μου περίπου στα τριάμισι. Τα timeouts τους ήταν διαλογισμοί, να κάθονται στο παράθυρο για να ανοίγει η σκέψη· αν δυσκολεύονταν, τους κρατούσα το χέρι.
Ανέκαθεν ήσασταν κατά του να ακολουθείς τη θεωρία του «jumping from the roof» (σ.σ.: να κάνεις ό,τι κάνει η πλειοψηφία). Πώς το περάσατε αυτό στα παιδιά σας;
Όταν είσαι μικρός, είναι δημοφιλές το να «πηδάς από τη στέγη», δηλαδή να κάνεις ό,τι τρέλα κάνουν όλοι. Όταν μεγαλώνεις, επιτυχία είναι να μην πηδάς. Η οικογένεια Στόουν δεν πηδάει από στέγες. Το έλεγα στα παιδιά μου απ’ όταν ήταν 4-5 ετών. Να είσαι ο εαυτός σου· και αν πηδήξεις, να το πάρεις πάνω σου, να είναι δηλαδή από δική σου επιλογή.
Καθώς οι γιοι σας ενηλικιώνονται, πώς αλλάζει για εσάς η εμπειρία τού να είσαι γονιός;
Πριν από κάποιον καιρό, κάθε παιδί έβαλε και πέτυχε μεγάλους στόχους. Πήγαμε και το γιορτάσαμε μαζί. Εκείνο το βράδυ μείναμε σπίτι μέχρι τις 2-3 λέγοντας ιστορίες που δεν λες στους γονείς σου. Έμοιαζε με τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης: να είμαστε όλοι ενήλικες μαζί.
Λατρεύουμε το στυλ σας και σίγουρα δεν είμαστε οι μόνοι. Πώς σας αρέσει να ντύνεστε; Πώς έχει εξελιχθεί το στυλ σας;
Ο Paris Libby, ο creative director μου εδώ και 30 χρόνια, είναι το μυστικό μου όπλο. Θα μου φέρει υπερβολικές, glamorous επιλογές. Θα του πω «είσαι τρελός;» κι εκείνος θα απαντήσει: «Βάλ’ το!». Θα το φορέσω και πραγματικά θα δείχνει υπέροχο. Ξέρει επίσης και πότε να με αφήσει μόνη με ένα φόρεμα που μ’ αρέσει, αλλά δεν μου κάνει, μόνο και μόνο για να εμφανιστεί μετά με άλλα τέσσερα, καλύτερα – και να μου πει ότι εκείνο έκανε τον πισινό μου να φαίνεται μεγαλύτερος. (γέλια) Είναι πραγματικά καταπληκτικός. Προσωπικά, θαυμάζω εξερευνητές της μόδας όπως η Κέιτ Μπλάνσετ και η Τίλντα Σουίντον, που δεν φοβάται να πειραματιστεί. Και μια και αναφέραμε το «Euphoria», δεν θα μπορούσα και να μην αναφέρω το μοναδικό στυλ της Ζεντάγια!
Θα συμφωνήσω. Αναρωτιέμαι, όμως, αν έχει περισσότερο ενδιαφέρον να συνδέουμε έναν σταρ με έναν οίκο, έστω, ανά σεζόν, παρά το ίδιο πρόσωπο να πρωταγωνιστεί σε διάφορες καμπάνιες. Τι λέτε;
Παλιά ήταν σίγουρα έτσι, οι οίκοι πλήρωναν αληθινά για αποκλειστικότητα. Τώρα, τα πράγματα έχουν αλλάξει: μέχρι να πληρώσεις δικηγόρο, manager και φόρους, μια συνεργασία της σεζόν αφήνει πολύ λιγότερα χρήματα. Γι’ αυτό ίσως και οι celebrities να συνεργάζονται με πολλούς οίκους. Πάντως, το λάτρευα όταν ήμουν το πρόσωπο του Dior· οι άνθρωποι ήταν εξαιρετικοί, απλά υπέροχοι. Όταν έχεις τέτοιες συνεργασίες, νιώθεις ότι τα κατάφερες.
Θυμάμαι τον Τζόρτζιο Αρμάνι, με την τόσο υπέροχη ψυχή. Ήταν τόσο κομψός, ευγενικός και στο ατελιέ του φορούσαν όλοι λευκές ποδιές, σαν γιατροί. Ολα ήταν μετρημένα, ήσυχα, και με σημασία στη λεπτομέρεια. Ο ίδιος ήταν σαν χειρουργός με μεγάλο κύρος.
Ποιες είναι μερικές από τις πιο αγαπημένες σας αναμνήσεις από τη συναναστροφή σας με σχεδιαστές μόδας;
Σίγουρα πολλές. Θυμάμαι τον Τζόρτζιο Αρμάνι, που χάσαμε πρόσφατα, με την τόσο υπέροχη ψυχή. Ήταν τόσο κομψός, ευγενικός και στο ατελιέ του φορούσαν όλοι λευκές ποδιές, σαν γιατροί. Όλα ήταν μετρημένα, ήσυχα, και με σημασία στη λεπτομέρεια. Ο ίδιος ήταν σαν χειρουργός με μεγάλο κύρος. Θυμάμαι τον Καρλ Λάγκερφελντ να στέκεται πάνω από ένα μεγάλο τραπέζι, με ένα ψαλίδι στο χέρι και να κόβει μια γούνα χωρίς πατρόν. Του λέω «τι κάνεις;!» και μου απαντά: «Αυτό είναι αυθεντικό ύφασμα, αγάπη μου». Ήταν απλά απίστευτος. Πέρασα και μια μέρα μόνη με τον Αζεντίν Αλαϊά να ξεδιπλώνει ένα πατρόν για μια από τις φούστες του με τα άπειρα πλισέ, με απόλυτη ακρίβεια. Σαν να είχε PhD Αρχιτεκτονικής. Το να μπορείς να περάσεις χρόνο με τέτοιες προσωπικότητες και να τους βλέπεις να κάνουν όλα αυτά τα μαγικά πράγματα που κάνουν είναι απίστευτο προνόμιο.
Φωτογράφος: ERIC MICHAEL ROY
Creative Director/Stylist: Paris Libby