Η αναγνωρισιμότητα που έχτισε στις κινηματογραφικές και, κυρίως, τηλεοπτικές δουλειές της δεν έγινε παγίδα όπου θα μπορούσε να χάσει τον εαυτό της: τη χρησιμοποιεί σαν τηλεβόα που κάνει τη φωνή της να ακουστεί ακόμα πιο δυνατά και μακριά. Σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής διαδρομής της, με αφετηρία την αποφοίτησή της με άριστα από το Θέατρο Τέχνης, η Βάνα Πεφάνη μιλάει με την τέχνη της, ως ηθοποιός, σκηνοθέτρια ή συγγραφέας, αλλά και με τις δημόσιες δηλώσεις της, για κοινωνικά και πολιτικά θέματα, με έμφαση στη βία. Με την πιο αποτρόπαια μορφή της καταπιάνεται στο «Μένγκελε», που σκηνοθετεί, για έξι παραστάσεις (από 13/10) στο ΠΛΥΦΑ και, τον Ιανουάριο του 2026, στη Ζυρίχη (Bühne S – Theater im Bahnhof Stadelhofen Zürich), με πρωταγωνιστές τους Γιώργο Νάσιο, Εύα Πιάδη και σε ζωντανή μουσική επιμέλεια (Live Textures) τον Orestis.

Το έργο-σταθμός στη δραματουργία του Θανάση Τριαρίδη, το οποίο, από το 2012, που γράφτηκε, έχει παρουσιαστεί σε περισσότερες από 15 διαφορετικές σκηνές σε όλη την Ελλάδα και στην Κύπρο, επιχειρεί να αναμετρηθεί με την πιο αδιανόητη φρίκη της σύγχρονης Ιστορίας: το εργαστήριο πειραμάτων του Γιόζεφ Μένγκελε στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου, με πειραματόζωα έγκλειστους του στρατοπέδου, ακόμα και μικρά παιδιά.

Κεντρικοί –επινοημένοι– χαρακτήρες του, ένας διοικητικός υπάλληλος και μια υποψήφια διδάκτωρ Ιστορίας, άγνωστοι μεταξύ τους, που μοιράζονται το ίδιο κουπέ τρένου. Μια ξαφνική διακοπή ρεύματος τους οδηγεί σε ένα παιδικό παιχνίδι ρόλων: εκείνος γίνεται ο διαβόητος «Άγγελος του Θανάτου» Γιόζεφ Μένγκελε, ενώ εκείνη η Εσθήρ, εγγονή μιας Εβραίας επιζήσασας από τα πειράματά του. Σύντομα το παιχνίδι ξεπερνά τα όρια.

Ως «ένα bardo της βίας» περιγράφει το «Μένγκελε» η Βάνα Πεφάνη στο σκηνοθετικό σημείωμα, αναδεικνύοντας τη διαχρονικότητα του έργου. «Δεν είναι ο θάλαμος αερίων ή η εκτέλεση» λέει στη νέα συνέντευξή της στο Marie Claire. «Είναι ό,τι προηγείται. Είναι οι μικρές, σχεδόν αόρατες, πράξεις που επιτρέπουν στο κακό να γίνει δυνατό. Η βία που μας αφορά στον Μένγκελε δεν είναι “η φρίκη των ναζί και των πειραμάτων” – αυτή είναι το ιστορικό γεγονός. Εμείς μιλάμε για τη σιωπηλή βία που προηγήθηκε και που, φοβάμαι, συνεχίζεται. Η καθημερινή βία είναι παντού. Δεν χρειάζεται στρατόπεδο συγκέντρωσης. Χρειάζεται απλώς έναν άνθρωπο που δεν νοιάζεται, έναν άλλον που δεν αντιμιλά κι έναν τρίτο που λέει “ας μην ανακατευτώ”».

«Η καθημερινή βία είναι παντού. Δεν χρειάζεται στρατόπεδο συγκέντρωσης. Χρειάζεται απλώς έναν άνθρωπο που δεν νοιάζεται, έναν άλλον που δεν αντιμιλά κι έναν τρίτο που λέει “ας μην ανακατευτώ”».

Το πειραματόζωο έχει δύναμη θα αντισταθεί; Έχει καν επίγνωση της κατάστασής του, σε πειράματα λιγότερο προφανή από εκείνα του Μένγκελε;

«Η ερώτησή σας “έχει επίγνωση το πειραματόζωο;” ανοίγει έναν ευρύτερο διάλογο για την εσωτερική χειραφέτηση του ανθρώπου. Μπορεί κάποιος να αντισταθεί σε μηχανισμούς εξουσίας που δεν είναι ορατοί; Το πειραματόζωο είναι μεταφορά – και ταυτόχρονα πραγματικότητα. Είμαστε μέσα σε πειράματα συνεχώς: κοινωνικά, πολιτικά, τεχνολογικά. Το ερώτημα είναι αν βλέπουμε το κουτί γύρω μας. Πολλές φορές όχι. Κι αυτό είναι το πιο τρομακτικό. Η επίγνωση έρχεται όταν διαταραχθεί η ροή. Όταν κάτι μέσα μας ή γύρω μας σπάσει τον μηχανισμό της συνήθειας. Άλλες φορές, χρειάζεται να του “μιλήσει” το θέατρο, η τέχνη, η εμπειρία. Εκεί ίσως γεννηθεί η επίγνωση. Και τότε, ναι: έχει δύναμη να αντισταθεί. Με την επιλογή να μη συμμορφωθεί. Με την επιλογή να σκεφτεί».

Φωτογραφία της παράστασης «Μένγκελε»

«Το κακό είναι μέσα μας» γράφει ο Θανάσης Τριαρίδης. Πώς μπορούμε να είμαστε σε εγρήγορση για να το εντοπίσουμε και να το τιθασεύσουμε;

«Το κακό δεν είναι απλώς μέσα μας – είναι και γύρω μας, τυλιγμένο σε κανόνες, δομές, συστήματα που μοιάζουν “λογικά”, “αναγκαία”, “ουδέτερα”. Η εγρήγορση ξεκινά με τη συνειδητοποίηση ότι δεν είμαστε αθώοι επειδή απλά δεν κρατάμε εμείς το μαχαίρι. Το θέατρο μπορεί να γίνει ο καθρέφτης αυτής της ενοχής – όχι για να καταδικάσει, αλλά για να σπρώξει προς την ενσυναίσθηση. Η εγρήγορση έρχεται μόνο με συνεχή αυτοπαρατήρηση. Όχι ενοχική, αλλά ενεργή. Το θέατρο και η τέχνη γενικά βοηθούν σε αυτό. Μας δείχνουν, καμιά φορά σκληρά, πράγματα που προτιμάμε να αγνοούμε. Αν αντέξουμε να τα δούμε χωρίς να αποστρέψουμε το βλέμμα, έχουμε κάνει το πρώτο βήμα. Το κακό δεν τιθασεύεται με ηρωικές πράξεις απαραίτητα. Η εγρήγορση είναι πολιτική, ηθική και ποιητική πράξη μαζί. Πρέπει να την επιλέγεις κάθε μέρα».

Στη σκηνοθεσία του «Μένγκελε», η Βάνα Πεφάνη επιδιώκει να μετατρέψει το θέατρο σε εργαστήριο, όπου ο θεατής καλείται να επιλέξει: θα σταθεί στη θέση του πειραματόζωου ή του ερευνητή; Όπως διευκρινίζει, «η παράστασή μας δεν ακολουθεί το μονοπάτι της άμεσης διάδρασης, αλλά επιδιώκει μια πιο υποδόρια μορφή εμπλοκής. Εκεί όπου η αλληλεπίδραση γίνεται μια εσωτερική διαδικασία, μια σύμπραξη ανάμεσα στο έργο και τον θεατή, που καλείται να βυθιστεί, να αμφισβητήσει, να νιώσει. Η πρόκληση της σκηνοθεσίας είναι να δημιουργήσεις έναν χώρο όπου η τέχνη γίνεται ζωντανή όχι επειδή ο θεατής αγγίζει ή αλλάζει την αφήγηση αλλά επειδή μέσα του γεννιούνται ερωτήματα, συγκινήσεις, και μια βαθύτερη σύνδεση με το νόημα».

«Το κακό δεν είναι απλώς μέσα μας – είναι και γύρω μας, τυλιγμένο σε κανόνες, δομές, συστήματα που μοιάζουν “λογικά”, “αναγκαία”, “ουδέτερα”. Η εγρήγορση ξεκινά με τη συνειδητοποίηση ότι δεν είμαστε αθώοι επειδή απλά δεν κρατάμε εμείς το μαχαίρι».

Σε άλλα γεγονότα, πιο πρόσφατα, έμφυλης βίας, η δημιουργός έχει πάρει ξεκάθαρη θέση: για παράδειγμα, από τη στιγμή που ξεκίνησαν οι δίκες των Λιγνάδη και Φιλιππίδη, τάχθηκε ανοιχτά υπέρ των καταγγελλόντων.

Τελικά οι δικαστικές αποφάσεις δικαιώνουν, τουλάχιστον μέχρι έναν βαθμό, τα θύματα; Τι θα αλλάζατε στον τρόπο που η ελληνική δικαιοσύνη αντιμετωπίζει υποθέσεις κακοποίησης αν ήταν στο χέρι σας;

«Δυστυχώς η ελληνική δικαιοσύνη, όπως και κάθε δικαιοσύνη, κινείται ανάμεσα σε αντιφάσεις. Από τη μία, καλείται να προστατεύσει τα θύματα και να αποδώσει δικαιοσύνη. Από την άλλη, συχνά συναντά το βάρος των προκαταλήψεων, της γραφειοκρατίας, και της κοινωνικής αμφιβολίας. Το θέμα δεν είναι μόνο το αν θα καταδικαστεί ή όχι κάποιος, αλλά ποιος έχει το θάρρος να σταθεί απέναντι στην κουλτούρα της σιωπής, που χρόνια περιβάλλει τέτοιες υποθέσεις. Θα ήθελα μια δικαιοσύνη που να μη λειτουργεί σαν μηχανή που απλώς δικάζει, αλλά σαν χώρος όπου η ιστορία του θύματος γίνεται ορατή και σεβαστή, όπου η βία αποκαλύπτεται και δεν καλύπτεται πίσω από νομικά τερτίπια. Η αλλαγή που οραματίζομαι είναι μια δικαιοσύνη που δεν θα αναπαράγει τη βία μέσα από την αναζήτηση της απόλυτης απόδειξης, αλλά που θα μπορεί να αγκαλιάσει τη δυσκολία της ανθρώπινης μαρτυρίας, να αναγνωρίσει τη δύναμη και το θάρρος του θύματος. Και, φυσικά, μια κοινωνία που θα σταματήσει να κλείνει τα μάτια, που θα δίνει χώρο στη φωνή και την αξιοπρέπεια όλων».

Τα περιστατικά βίας που αντιμετώπισε η ίδια στη διαδρομή της στον χώρο της υποκριτικής κάποτε την έκαναν να «ακινητοποιείται», όπως είχε πει σε παλαιότερη τηλεοπτική δήλωσή της. «Η ακινητοποίηση είναι μια φυσική αντίδραση του σώματος και της ψυχής» εξηγεί σήμερα. «Είναι σαν να παγώνεις, όχι από αδυναμία, αλλά από την ανάγκη να απορροφήσεις μια αλήθεια που ξεπερνά το λογικό. Προκαλείται από το σοκ της αδικίας και της παραβίασης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Όταν αντιμετωπίζεις βία, ειδικά μέσα σε έναν χώρο που υποτίθεται πως θα έπρεπε να είναι δημιουργικός και ελεύθερος, νιώθεις να χάνεις τη γη κάτω από τα πόδια σου». Τα τελευταία χρόνια όμως έχει γίνει πιο ανθεκτική και δυνατή, «όχι γιατί αρνούμαι τον φόβο, αλλά γιατί τον αγκαλιάζω σαν μέρος της διαδικασίας. Και το πιο σημαντικό — μαθαίνω να μετατρέπω αυτή την ακινησία σε μια δημιουργική ενέργεια, όπου η σιωπή γίνεται λόγος, και η παράλυση, κίνηση».

«Η αλλαγή που οραματίζομαι είναι μια δικαιοσύνη που δεν θα αναπαράγει τη βία μέσα από την αναζήτηση της απόλυτης απόδειξης, αλλά που θα μπορεί να αγκαλιάσει τη δυσκολία της ανθρώπινης μαρτυρίας, να αναγνωρίσει τη δύναμη και το θάρρος του θύματος».

Το ελληνικό #MeToo έφερε, θεωρείτε, ουσιαστική πρόοδο, τουλάχιστον στον χώρο της υποκριτικής;

«Στον χώρο της υποκριτικής, που για πολύ καιρό βασιζόταν σε σιωπές, το #MeToo ήταν μια αναγκαία ρωγμή στην κουλτούρα της ατιμωρησίας. Μπορούμε να μιλήσουμε για πρόοδο, αλλά δεν ήρθε από μόνη της. Ήταν αποτέλεσμα αγώνα, θάρρους και συλλογικής προσπάθειας. Έφερε στο φως ιστορίες που έπρεπε να ακουστούν και ανάγκασε τον χώρο να αναθεωρήσει τις ισορροπίες εξουσίας. Παρόλα αυτά, η δουλειά δεν έχει τελειώσει. Η αλλαγή χρειάζεται να είναι βαθιά, να αγγίξει όχι μόνο τα μεγάλα περιστατικά αλλά και την καθημερινή κουλτούρα που επιτρέπει τη βία σε όλες τις μορφές της — από τον ψυχολογικό εκφοβισμό μέχρι την άρνηση της αξιοπρέπειας. Το #MeToo έθεσε το θεμέλιο, αλλά το χτίσιμο μιας πραγματικά δίκαιης και ασφαλούς σκηνής συνεχίζεται. Και εδώ όλοι έχουμε ευθύνη — καλλιτέχνες, θεατές, θεσμοί».

Φωτογραφία της παράστασης «Μένγκελε» με την Εύα Πιάδη.

Ήδη από τις αρχές του ’90 η Βάνα Πεφάνη έγινε γνωστή κυρίως μέσα από τους τηλεοπτικούς ρόλους της, πολλοί από αυτούς, πρωταγωνιστικοί – μέσα στα τελευταία μόνο χρόνια, στα «Μυστικά της Εδέμ» και στον «Όρκο». Κατάφερε, ωστόσο, να διαχωρίσει τη γοηεία της τηλεόρασης από τους κινδύνους της: «Οι τηλεοπτικοί ρόλοι έδωσαν μια άλλη διάσταση στη δουλειά μου. Με βοήθησαν να φτάσω σε ευρύτερο κοινό, να μιλήσω σε ανθρώπους που ίσως δεν είχαν ποτέ επαφή με το θέατρο ή τον κινηματογράφο. Αυτή η επικοινωνία είναι πολύτιμη και τη σέβομαι βαθιά. Ωστόσο, η αναγνωρισιμότητα φέρνει μαζί της και προκλήσεις. Καμιά φορά νιώθεις πως η εικόνα που έχει δημιουργήσει το κοινό για σένα γίνεται ένας φαύλος κύκλος, που δυσκολεύει να δοκιμάσεις ρόλους ή εκφράσεις διαφορετικές από αυτές που περιμένει. Για μένα, η δουλειά της ηθοποιού και της σκηνοθέτριας είναι διαρκής αναζήτηση και ταξίδι. Έτσι, προσπαθώ να μην αφήνω την αναγνωρισιμότητα να ορίζει τη δημιουργικότητά μου. Η αναγνωρισιμότητα είναι εργαλείο, όχι περιορισμός. Το θέατρο μου δίνει τη δυνατότητα να εξερευνώ, να πειραματίζομαι και να αφηγούμαι ιστορίες που με αγγίζουν βαθιά. Και αυτός είναι ο πυρήνας της τέχνης για μένα».

Μέσα στα χρόνια ως γυναίκα καλλιτέχνιδα έχει αντιμετωπίσει και έμφυλες προκλήσεις, όπως «συγκεκριμένα στερεότυπα, που καθώς μεγαλώνω, γίνονται ακόμα πιο ορατά — η ηλικία γίνεται ένα επιπλέον φίλτρο, που συχνά αποκλείει ή υποβαθμίζει την παρουσία και τις δυνατότητές σου. Ο “ηλιακός ρατσισμός” είναι μια πραγματικότητα που αγγίζει πολλές από εμάς. Στον χώρο μας, όπου η εικόνα παίζει μεγάλο ρόλο, συχνά η ηλικία δεν αντιμετωπίζεται με σεβασμό αλλά ως εμπόδιο. Είναι συλλογική ευθύνη, όχι μόνο των καλλιτεχνών αλλά και της κοινωνίας συνολικά, να χτίσουμε έναν χώρο όπου η τέχνη δεν θα αποκλείει αλλά θα ενώνει και θα εμπνέει».

«Ο “ηλιακός ρατσισμός” είναι μια πραγματικότητα που αγγίζει πολλές από εμάς. Στον χώρο μας, όπου η εικόνα παίζει μεγάλο ρόλο, συχνά η ηλικία δεν αντιμετωπίζεται με σεβασμό αλλά ως εμπόδιο».

Ένα άλλο ζήτημα που την έχει απασχολήσει τόσο βαθιά, ώστε να γράψει και να σκηνοθετήσει ένα έργο γι’ αυτό, τις «Μεταξωτές γυναίκες», είναι το trafficking. «Το θέατρο, για μένα, είναι ένας χώρος όπου οι σιωπές αποκτούν φωνή και οι αλήθειες που αποφεύγουμε να κοιτάξουμε γίνονται ορατές. Το θέμα του trafficking είναι μια από αυτές τις σιωπές. Ήθελα να δώσω φωνή σε αυτές τις γυναίκες, να φωτίσω την αθέατη πλευρά μιας πραγματικότητας που μένει στο σκοτάδι». Προηγήθηκε, της παράστασης, μια «εντατική και απαιτητική» ερευνητική διαδικασία, όπως θυμάται. «Διάβασα εκτενώς μελέτες, μαρτυρίες, εκθέσεις οργανώσεων και μίλησα με ειδικούς αλλά και με επιζήσασες, πάντα με σεβασμό και προσοχή. Ήταν σημαντικό για μένα να καταγράψω όχι μόνο την τραγωδία, αλλά και την ανθρώπινη διάσταση — τα όνειρα, τις ελπίδες και την αντίσταση αυτών των γυναικών. Η έρευνα δεν ήταν μόνο μια συλλογή δεδομένων, αλλά μια βαθιά, οριακή εμπειρία.

»Το θέατρο που με ενδιαφέρει είναι αυτό που επιτρέπει στον θεατή να βιώσει, έστω για λίγο, την ασφυξία της αδικίας, αλλά και την απροσδόκητη ανάσα της αντίστασης. Μιλάω για τη βία, τη σιωπή, τον πόνο, αλλά και την αντοχή, την ελπίδα, και το αίνιγμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Στην τέχνη, όπως και στη ζωή, δεν ψάχνω απαντήσεις, αλλά ερωτήσεις. Προσπαθώ συνεχώς να κρατώ ζωντανή την αναζήτηση και τη σκέψη» καταλήγει.

«Το θέατρο που με ενδιαφέρει είναι αυτό που επιτρέπει στον θεατή να βιώσει, έστω για λίγο, την ασφυξία της αδικίας, αλλά και την απροσδόκητη ανάσα της αντίστασης. Μιλάω για τη βία, τη σιωπή, τον πόνο, αλλά και την αντοχή, την ελπίδα, και το αίνιγμα της ανθρώπινης ύπαρξης».

Ποια είναι τα επόμενα θεατρικά σχέδιά σας για τη φετινή σεζόν μετά το «Μένγκελε»;

«Τον φετινό χειμώνα θα παίξω στην παράσταση “Το Σπίτι στην Εθνική” του Σανθόλ στο θέατρο Άλφα σε σκηνοθεσία Ντέπης Πάγκα. Είναι μια φωτεινή κωμωδία, που μου ήταν απαραίτητη με τόσα που βιώνουμε το τελευταίο διάστημα. Είναι ευτυχία, επίσης, που συνεργάζομαι με πολύ καλούς ηθοποιούς και φίλους: Σωτήρη Σκάτζικα, Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, Γαλήνη Τσεβά, Στέλιο Ψαρουδάκη και Φώτη Λαζάρου.

»Έχω επίσης τη απεριόριστη χαρά δύο σκηνοθεσίες μου να επαναλαμβάνονται για δεύτερη χρονιά. Η “Φθινοπωρινή Ιστορία” στο θέατρο Αργώ με τους Πέμη Ζούνη και Σταύρο Ζαλμά —οι οποίοι φυσικά δεν χρειάζονται συστάσεις, απλά εξαίρετοι— και η παράσταση “Η Λένι Ρίφενσταλ κοιμάται τα βράδια;” στο θέατρο Μικρός Κεραμεικός με τους πολυαγαπημένους και υπέροχους Άννα Αδριανού και Βασίλη Αφεντούλη. Μια ακόμη σκηνοθεσία με περιμένει την άνοιξη, στο ΣΑΚΑ του Κολλεγίου Αθηνών».

Info

«Μένγκελε», 13, 14, 15, 20, 21 και 22 Οκτωβρίου στο Θέατρο ΠΛΥΦΑ, Κορυτσάς 39, Αθήνα. Ώρα έναρξης: 21:00. Διάρκεια: 95 λεπτά. Τιμές εισιτηρίων: 16 κανονικό,12 φοιτητικό, ανέργων, άνω των 65,ομαδικά εισιτήρια. Προπώληση: TicketServices.gr

Κατάλληλο άνω των 16 ετών. Μετά την έναρξη της παράστασης, η είσοδος δεν είναι δυνατή για το κοινό. Παρακαλούμε για την έγκαιρη προσέλευσή σας.

Συντελεστές

Κείμενο: Θανάσης Τριαρίδης. Σκηνοθεσία: Βάνα Πεφάνη. Σκηνικά-κοστούμια: Γιώργος Λυντζέρης. Music and Live Textures: ORESTIS. Φωτισμοί: Γιώργος Τσιτσίγκος. Κινησιολογία: Στάθης Τζουβάρας. Βοηθός σκηνοθέτη-δημιουργικό αφίσας: Ελένη Τζαβάρα. Επικοινωνία: Γιώτα Δημητριάδη. Φωτογραφίες αφίσας: Renee Revah. Παίζουν: Γιώργος Νάσιος – Εύα Πιάδη. Music and Live Textures: ORESTIS

 

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below