Μία από τις πιο εμβληματικές μορφές του γαλλικού κινηματογράφου με ρόλους που άφησαν εποχή -από τη «Μανόν των πηγών» και το «Μια καρδιά το χειμώνα» έως τη συμμετοχή της στο blockbuster «Mission: Impossible»-, η Εμανουέλ Μπεάρ έχει συνδυάσει μοναδικά την ευαισθησία με τη δύναμη τόσο στη σκηνή όσο και στη ζωή, ενώ η διαδρομή της είναι η ιστορία μιας γυναίκας που διεκδίκησε την ελευθερία της σε όλες τις μορφές.

Ως Πρέσβειρα Καλής Θέλησης της UNICEF για πάνω από μία δεκαετία, στάθηκε δίπλα στους πιο αδύναμους· ενώ με το ντοκιμαντέρ της «Un silence si bruyant» (Μια τόσο θορυβώδης σιωπή) έσπασε τα ταμπού και μίλησε δημόσια για την αιμομικτική κακοποίηση που υπέστη ως παιδί, ανοίγοντας το δρόμο για να ακουστούν κι άλλες φωνές.

 

Η ηρωίδα της ζωής της ήταν η Ελληνίδα γιαγιά της, η Μαρία Νικολαΐδη, εκείνη που, όταν η μικρή Εμανουέλ κινδύνευε, την έβαλε σ’ ένα τρένο με προορισμό τον πατέρα της για να σωθεί. Η λυτρωτική εκείνη πράξη, μια πράξη θάρρους και αγάπης, έγινε το σημείο μηδέν της ζωής της.

Με λόγο που συνδυάζει ευγένεια και δύναμη, η Γαλλίδα σταρ στάθηκε στη σκηνή του 7ου Marie Claire Power Trip με την ήρεμη αυτοπεποίθηση μιας γυναίκας που δεν έχει πια τίποτα να αποδείξει – μόνο να μοιραστεί. Μίλησε για την τέχνη, τη γυναικεία ταυτότητα, το χρόνο και το σκοτάδι που μεταμορφώθηκε σε φως μέσα από τη δημιουργία.

Ξεκινήσατε πολύ νέα την καριέρα σας και κατακτήσατε διεθνή αναγνώριση. Κοιτώντας πίσω, για ποιο πράγμα είστε πιο περήφανη;

Είμαι περήφανη γιατί τόλμησα. Δεν ξέρω αν πρόκειται πράγματι για τόλμη· μάλλον για το θάρρος να ακολουθήσω το ένστικτό μου. Να πάρω τις αποφάσεις που έπρεπε – αποφάσεις που με οδήγησαν στον ανθρωπισμό, στη γνωριμία με άλλες κουλτούρες, νέες φιλοσοφίες και θρησκείες. Αυτή ήταν η τόλμη μου. Και φυσικά, είμαι πάντα πολύ περήφανη για τα τρία παιδιά μου και τον άνδρα μου.

Από τη «Μανόν των πηγών» μέχρι τις πιο πρόσφατες δουλειές σας, τι είναι αυτό που σας κρατά ενεργή και δημιουργική στον κινηματογράφο έπειτα τόσα χρόνια;

Το επάγγελμα αυτό το αγαπώ με πάθος – και το αγαπώ τόσο όσο και το μισώ. Νομίζω ότι έμεινα δημιουργική κυρίως χάρη στους σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργάστηκα όλα αυτά τα χρόνια. Μου έδωσαν τη δυνατότητα να ζήσω μια ζωή γεμάτη δημιουργικότητα, γιατί οι ίδιοι είχαν πάθος για τη δουλειά τους. Αυτή τη δημιουργικότητα τη βιώνω και ως γυναίκα – ως γυναίκα που έκανε παιδιά, που αγάπησε βαθιά τον άνδρα της, που τόλμησε να εγκαταλείψει προσωρινά το επάγγελμα όταν χρειάστηκε. Και, κυρίως, τα τελευταία δέκα χρόνια τόλμησα να αφήσω τον κινηματογράφο για να αφιερωθώ στο θέατρο, όπου ένιωσα να επιστρέφω στις ρίζες μου – στο σπίτι μου, στην πηγή απ’ όπου ξεκίνησαν όλα.

Οι γυναίκες που βρίσκονται στο χώρο του θεάματος, καθώς περνούν τα χρόνια, συχνά έρχονται αντιμέτωπες με προκαταλήψεις, στερεότυπα και ηλικιακές διακρίσεις. Εσείς πώς βιώσατε αυτή τη μετάβαση;

Τα πράγματα είναι διαφορετικά στο θέατρο και διαφορετικά στο σινεμά. Στο θέατρο έρχεσαι αντιμέτωπη με το σώμα σου, με αυτή την αισθησιακή σχέση που έχεις με αυτό και με την εικόνα που προβάλλεις στους άλλους. Εκεί η γυναικεία δύναμη -και η αδυναμία- είναι τεράστια. Στον κινηματογράφο είναι αλλιώς: έχεις το πρόσωπό σου μπροστά στην κάμερα, δεν μπορείς να ξεφύγεις. Είναι πολύ δύσκολο να βλέπεις συνεχώς την εικόνα σου, κι αυτό σε φέρνει αντιμέτωπη με το ερώτημα: Τι μας ενοχλεί περισσότερο, η εικόνα που έχουμε εμείς για τον εαυτό μας ή εκείνη που βλέπουν οι άλλοι; Τι μας φοβίζει περισσότερο, να απογοητεύσουμε τους άλλους ή τον ίδιο μας τον εαυτό; Κι αυτό δεν αφορά μόνο τις ηθοποιούς, αλλά κάθε γυναίκα που καθημερινά προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο πώς τη βλέπουν οι άλλοι και στο πώς βλέπει η ίδια τον εαυτό της. Για να το πούμε απλά: ο Μπραντ Πιτ στα 63 του παραμένει κούκλος, ενώ μια γυναίκα ίδιας ηλικίας στον κινηματογράφο θα πάρει ρόλο μητέρας ή γιαγιάς. Είναι άδικο. Ισως πρέπει να σκεφτούμε πιο βαθιά τι πραγματικά μας ενοχλεί στην ηλικία. Και επιτρέψτε μου λίγο χιούμορ: αν το προηγούμενο βράδυ -είτε είσαι άνδρας είτε γυναίκα- έχεις περάσει μια νύχτα γεμάτη πάθος, την επόμενη μέρα λάμπεις. Και δεν σε νοιάζει καθόλου πώς σε βλέπουν οι άλλοι!

Στη σημερινή εποχή, λοιπόν, συναντάμε συχνά το φαινόμενο της αποθέωσης της νεότητας. Ποια είναι η δική σας σχέση με το χρόνο και την εικόνα σας;

Όπως είπα, αγαπώ το επάγγελμά μου, αλλά και το απεχθάνομαι. Γιατί σε βάζει κάτω από το μικροσκόπιο· γίνεται μάρτυρας της ζωής σου και του χρόνου που περνά.
Στην πραγματική ζωή και στο θέατρο αυτό είναι πιο ήπιο – και γι’ αυτό αγαπώ το θέατρο. Προσωπικά θεωρώ ότι σήμερα είμαι πιο εκλεπτυσμένη, πιο ενδιαφέρουσα και, θα τολμούσα να πω, πιο όμορφη από ποτέ. Στα 19, στα 20, στα 30 μου δεν ένιωθα έτσι. Τώρα νιώθω καλά. Και ναι, σήμερα το πρωί, όπως όλες οι γυναίκες, πάλεψα λίγο με τον καθρέφτη, αλλά το ξεπέρασα.

Ως καλλιτέχνις έχετε χρησιμοποιήσει τη φωνή σας για να υπερασπιστείτε μετανάστες και πρόσφυγες και υπήρξατε επί δέκα χρόνια Πρέσβειρα Καλής Θέλησης της UNICEF. Υπάρχει κάποια εμπειρία που σας σημάδεψε;

Εχω πάρα πολλές. Αυτό που κρατώ είναι οι μάχες που έδωσα. Το θέμα της μετανάστευσης είναι εξαιρετικά σημαντικό και αφορά τόσο την Ελλάδα όσο και τη Γαλλία. Στη χώρα μου υπάρχουν κόμματα που μιλούν απαξιωτικά για τους μετανάστες, σαν να είναι περιττοί άνθρωποι. Με πληγώνει βαθιά αυτή η στάση. Θυμάμαι ότι κάποτε είχα περάσει έναν ολόκληρο μήνα κλεισμένη σε μια εκκλησία μαζί με πρόσφυγες προσπαθώντας να τους βοηθήσω. Και στην Ελλάδα είχα συναντήσει μια γυναίκα που βοηθούσε ένα νεαρό πρόσφυγα – ο οποίος σήμερα σπουδάζει στη Γαλλία και έχει μια όμορφη ζωή. Τα δέκα χρόνια μου στη UNICEF ήταν γεμάτα δυνατές εμπειρίες: τα παιδιά-στρατιώτες στη Σιέρα Λεόνε, η παιδική εκμετάλλευση στην Ταϊλάνδη, ο υποσιτισμός στο Βιετνάμ… Ολα αυτά με πλήγωσαν, μου άφησαν ουλές – αλλά και ελπίδα. Η κυρία Πρόεδρος (σ.σ.: αναφέρεται στην επίτιμη καλεσμένη του συνεδρίου, Κατερίνα Σακελλαροπούλου) είπε νωρίτερα ότι πρέπει να δίνουμε φωνή σε όσους δεν ακούγονται. Στα γαλλικά η λέξη «voix» σημαίνει «φωνή», αλλά και «όραση» – να βλέπεις. Μερικοί άνθρωποι δεν ακούγονται, ούτε φαίνονται. Κι εγώ θέλω μέσα από τη δουλειά μου να τους δίνω φωνή.

Βρίσκεστε στην Ελλάδα, μια χώρα με την οποία έχετε προσωπικούς δεσμούς. Τι σημαίνει για εσάς αυτή η σχέση;

Η γιαγιά μου, που λάτρευα, ήταν Ελληνίδα, λεγόταν Μαρία Νικολαΐδη και πέθανε στα 107 της, στα χέρια μου. Από εκείνη έμαθα όλες τις λέξεις αγάπης: «κούκλα μου», «κοριτσάκι μου», «σ’ αγαπώ». Ένα μέρος της ψυχής μου είναι εδώ. Δεν είναι τυχαίο που κάθε φορά που βρίσκομαι στην Ελλάδα η καρδιά μου χτυπά πιο δυνατά. Με το που έφτασα, είπα στον εαυτό μου: «Θα κοιμηθείς νωρίς, μην παρασυρθείς από τον κόσμο που γελά και διασκεδάζει». Όμως τα κύματα με καλούσαν – κι εκείνα τα ελληνικά που άκουγα γύρω μου με ταξίδευαν στο παρελθόν. Τελικά βγήκα, τραγούδησα, χόρεψα…

Έχετε πει ότι η γιαγιά σας ήταν η ηρωίδα της ζωής σας. Ποιες αξίες που σας μετέδωσε κουβαλάτε ακόμα;

Η σχέση μας ήταν ανεξήγητα βαθιά. Τη γνώρισα όταν ήμουν 3 ετών και από τότε ήταν πάντα στο πλευρό μου. Στα 12 μου της είπα: «Γιαγιά, ξέρω ποιο θα είναι το επάγγελμά μου και δεν θα σ’ αφήσω ποτέ». Και πράγματι, ήμασταν πάντα μαζί, όπου κι αν μετακομίζαμε, παντού. Και επειδή ήταν κόρη προσφύγων από την Τουρκία, είχε πάντα τη διάθεση να ξεκινά ξανά από την αρχή. «Πάμε αλλού», έλεγε. Αυτή η γενναιότητα με σημάδεψε. Και καθώς μιλάμε για αξίες, να σας πω κάτι ακόμα. Κάποτε, αφού είχα κλειστεί ένα μήνα στην εκκλησία για να στηρίξω μετανάστες χωρίς χαρτιά, έκανα ένα γυμνό εξώφυλλο. Η γιαγιά μου μού είπε: «Δεν καταλαβαίνω. Τότε που βοηθούσες τους αδύναμους σε κατέκριναν. Τώρα που βγήκες γυμνή στα περιοδικά σε χειροκροτούν!». Ηταν φεμινιστική πράξη. Ημουν 40 και είπα: «Φτάνει πια με τις 20χρονες που κάνουν γυμνά εξώφυλλα! Θα το κάνω κι εγώ, συνειδητά». Και το έκανα. Ηταν πράξη ελευθερίας.

Το 2023 συνσκηνοθετήσατε με την Αναστάζια Μίκοβα το ντοκιμαντέρ «Μια τόσο θορυβώδης σιωπή», που αγγίζει το ζήτημα της αιμομικτικής κακοποίησης την οποία βιώσατε σε παιδική ηλικία, από 10 έως 14 χρόνων. Τι σας έδωσε τη δύναμη να ξεπεράσετε τα εμπόδια και να μιλήσετε γι’ αυτό;

Αυτό που με ώθησε είναι η πραγματικότητα της απόλυτης άρνησης αυτής της κατάστασης από τη γαλλική κοινωνία. Γι’ αυτό μιλώ για «μια τόσο θορυβώδη σιωπή». Γιατί «σιωπή»; Επειδή όλα ξεκινούν από εκεί: πρώτα από τον αιμομίκτη που διαπράττει το έγκλημα και ράβει το στόμα του θύματος· έπειτα από την κοινωνία που, με τον τρόπο της, μας ζητά να σωπάσουμε, να το αποσιωπήσουμε. Αν εγώ η ίδια, που έχω νιώσει στο πετσί μου την οδύνη, τον πόνο και τα ανεξίτηλα σημάδια αυτής της πράξης, δεν το κάνω, τότε ποιος; Ήρθε η ώρα, στα 60 μου, να ανοίξω το στόμα μου και να σπάσω τη σιωπή μου. Ήταν για μένα μια πράξη μετάδοσης – ενός μηνύματος προς τους άλλους, προς τις επόμενες γενιές: να μεταδοθεί η αλήθεια αυτής της φρίκης, αυτού του πόνου, αυτού του τρόμου, ώστε να υπηρετήσει τους άλλους και να τους προστατεύσει. Στη Γαλλία δεν γίνεται τίποτα για την πρόληψη. Όταν πια τα πράγματα φτάνουν στη Δικαιοσύνη, είναι ήδη αργά. Κι όμως, η πρόληψη είναι από τους πιο κρίσιμους κρίκους σε αυτή την αλυσίδα της μετάδοσης. Στη Γαλλία, ένα στα δέκα παιδιά πέφτει θύμα σεξουαλικής -και συχνά αιμομικτικής- κακοποίησης. Μιλάμε για 160.000 περιστατικά ετησίως. Μόνο το 1% των ανδρών που διαπράττουν αυτά τα εγκλήματα -γιατί συνήθως είναι άνδρες- φτάνει τελικά σε δίκη. Τα αντίστοιχα στοιχεία για τη βία κατά των γυναικών είναι επίσης δραματικά.

Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να μπορέσετε να μιλήσετε. Τι απαντάτε σε όσους επιφυλάσσονται για την ειλικρίνεια των θυμάτων και για την καθυστερημένη -κατά τη γνώμη τους- αποκάλυψη των εμπειριών τους;

Θα μιλήσω για τη Γαλλία. Εκεί ζητούν «απόδειξη». Μα, τι είδους απόδειξη μπορεί να υπάρχει όταν τα περισσότερα παιδιά μιλούν χρόνια μετά; Υπάρχουν ζητήματα μετατραυματικής μνήμης ή λήθης· άλλες φορές υπάρχει μνήμη, αλλά δεν τολμούν να μιλήσουν. Επιπλέον, υπάρχει η φιγούρα της «μητέρας που προστατεύει»: πολλές μητέρες, στην προσπάθειά τους να προστατεύσουν το παιδί, καταγγέλλουν το γεγονός και -έτσι όπως είναι το σύστημα- βρίσκονται οι ίδιες κατηγορούμενες, μπλέκουν με τη Δικαιοσύνη, χάνουν την επιμέλεια, πληρώνουν πρόστιμα επειδή δεν παρέδωσαν το παιδί στο σύντροφο που κατηγορείται. Έχω γνωρίσει γυναίκα που φυλακίστηκε. Μιλάμε για απόλυτη έλλειψη δικαιοσύνης.

Κρατήσατε ανώνυμο το πρόσωπο που σας κακοποίησε. Ήταν αυτή μια πράξη προστασίας;

Όχι. Πολύ απλά, δεν είμαι εγώ το αντικείμενο του ντοκιμαντέρ. Ξεκινώ από κάτι προσωπικό για να μιλήσω για κάτι οικουμενικό. Δεν υπήρχε λόγος να ονοματίσω.

Αν μπορούσατε να επιστρέψετε στο νεαρό εαυτό σας, τι θα του λέγατε να κάνει για να προστατευτεί; Και τι θα θέλατε να αλλάξει θεσμικά ή κοινωνικά ώστε η επόμενη γενιά να μη βρεθεί αντιμέτωπη με αυτή τη «θορυβώδη σιωπή»;

Εκπαίδευση και πρόληψη. Το σχολείο. Όλοι μας. Στο ντοκιμαντέρ μια νεαρή γυναίκα λέει: «Μακάρι ο γιατρός να με είχε ρωτήσει γιατί παθαίνω συνεχώς ουρολοιμώξεις! Μακάρι ο δάσκαλος να με είχε ρωτήσει γιατί είμαι λυπημένη!». Θα τα είχε πει όλα. Πρέπει να ξεφύγουμε από την ντροπή: δεν είναι ντροπή να μιλάμε στα παιδιά για το σεξ, τις σχέσεις, το σώμα τους. Αυτό δεν θα τα πληγώσει. Τα πληγώνει η αιμομικτική κακοποίηση. Άρα, να μιλάμε και να εκπαιδεύουμε. Η σιωπή δεν προστατεύει· πληγώνει. Όσο περισσότερο μιλάμε τόσο περισσότερο σώζουμε ζωές.

Πώς διαχειριστήκατε το προσωπικό σας βίωμα σε σχέση με τα τρία σας παιδιά και πώς καταφέρατε να εμπιστευτείτε τους ανθρώπους γύρω τους;

Πολύ απλά, μιλώντας τους. Πολύ νωρίς. Το είπα ήδη – ο λόγος δεν πληγώνει τα παιδιά· τα πληγώνει αυτό που μπορεί να τους συμβεί. Η επικοινωνία είναι προστασία. Η αλήθεια είναι αγάπη.
Η δική σας απόφαση, όπως και της Ζιζέλ Πελικό στη χώρα σας, να μιλήσετε ανοιχτά δείχνει μεγάλο θάρρος.

Συμφωνείτε ότι, παρότι οι γυναίκες υπήρξαν δέκτριες βίας, σταδιακά αποθυματοποιούνται και παίρνουν τον έλεγχο της αφήγησης;

Ναι, υπάρχει ένα κύμα ανάδειξης του θέματος -βιβλία (όπως της Κριστίν Ανγκό), ντοκιμαντέρ, ταινίες αυξάνονται- που δημιουργεί μια αλυσίδα αλληλεγγύης. Ηθελα να έχω ρόλο σε αυτή την αλυσίδα. Οσο για τη λέξη «θύμα», δεν θέλω να με βλέπουν έτσι. Με το ντοκιμαντέρ δεν είπα «ήμουν κι εγώ θύμα»· έδωσα το λόγο. Δεν είμαι καν το κεντρικό πρόσωπο. Οσο για το «θάρρος», νομίζω πως είναι περισσότερο «δύναμη». Στη μάχη δεν πας με θάρρος· πας με εσωτερική δύναμη, με βούληση να εμπλακείς και να κάνεις κάτι.

Έχετε πει ότι για μεγάλο μέρος της καριέρας σας το σώμα σας μιλούσε περισσότερο από εσάς την ίδια, πως οι ρόλοι σας εστίαζαν στην εικόνα και τη σιωπή. Η προβολή της σεξουαλικότητας στα πρώτα χρόνια είχε ρίζες στο τραύμα και τη σιωπή που αυτό επέβαλλε;

Νομίζω πως ο τρόπος που χρησιμοποίησα το σώμα και τη σεξουαλικότητά μου ήταν με σκοπό να τα ξαναπάρω πίσω, να τα κάνω δικά μου – να μου ανήκουν και όχι σ’ εκείνον. Αλλά δεν είμαι απόλυτα σίγουρη. Στο ντοκιμαντέρ ο ψυχολόγος το αναλύει και εκεί συγκινούμαι πολύ· ήταν ο πρώτος που με βοήθησε να το συνειδητοποιήσω. Να πω επίσης ότι έπαιξα σε ταινίες όπως «Η ωραία καβγατζού» όπου το γυμνό είχε λόγο ύπαρξης – το γυμνό μπορεί να είναι εξαιρετική πηγή δημιουργικότητας. Οποτε έπαιξα γυμνή, υπήρχε λόγος. Για χρόνια ο κινηματογράφος είχε στο σενάριο σκηνές με μια γυναίκα να «βγαίνει από το μπάνιο με την πετσέτα και να πηγαίνει στο σαλόνι» χωρίς λόγο. Γιατί να μην είναι «βγαίνει εκείνος από το μπάνιο…»;

Κλείνοντας το ντοκιμαντέρ, το αφιερώνετε «με αγάπη στο παιδί που υπήρξα». Πώς επηρέασε εκείνο το παιδί αυτή η «τόσο θορυβώδης σιωπή»;

Με κατέστρεψε. Όμως στάθηκα τυχερή: γνώρισα ανθρώπους και αυτό το επάγγελμα. Στην αρχή της ζωής μου είχα πολλή βία μέσα μου, έντονες εκφράσεις, θυμό, πολλή φωνή. Την έβγαλα – και με βοήθησε πολύ και η μητρότητα, τα τρία μου παιδιά. Μέσα από αυτά ήρθε η ίαση.

Κοιτάζοντας πίσω, μπορώ να φανταστώ ποιο ήταν το πιο θαρραλέο βήμα στη ζωή σας και η παρακαταθήκη που αφήνετε σε όλες τις γενιές γυναικών. Πώς ονειρεύεστε το μέλλον σας από εδώ και πέρα;

Αν προλάβαινα, θα έκανα ένα τέταρτο παιδί. Και βλέπω τον εαυτό μου σ’ ένα όμορφο ελληνικό νησί, σ’ ένα παραθαλάσσιο σπιτάκι, με τον άνθρωπό μου. Προσπαθώ ήδη να τον πείσω: «Ετσι πρέπει να τελειώσουμε τη ζωή μας – σε ένα ελληνικό νησί».

Δείτε όσα εξομολογήθηκε η θρυλική Γαλλίδα ηθοποιός στη σκηνή του Power Trip

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below