Το Υπουργείο Πολιτισμού έχει δώσει ένα μεγάλο budget για να γυριστεί ένα διαφημιστικό σποτάκι για την Ελλάδα. Ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα που οραματίστηκε ο γνωστός σκηνοθέτης Ιωνάθαν Τσέτρης, ο βραβευμένος με Όσκαρ για την ταινία του «Μπούζι». Αντί να χρησιμοποιήσει φυσικά τοπία και μνημεία, αληθινούς χώρους και εικόνες, ο σκηνοθέτης αποφασίζει να καταφύγει στην αβανγκάρντ αισθητική του και να το γυρίσει όλο μέσα σε ένα θέατρο με πάρα πολλούς κομπάρσους: δηλαδή, μαζί με τους θεατές του νέου έργου του Ζήση Ρούμπου «Το Σποτ», που έκανε πρεμιέρα φέτος στο Θέατρο Γκλόρια, σε σκηνοθεσία Σοφίας Πάσχου.
Την παραπάνω κωμωδία θα μπορούσε κάποιος να δει και σαν έργο επιστημονικής φαντασίας, από την οποία χρειαζόμαστε άφθονη, όπως συμφωνεί η Άννα Μενενάκου, μια από τους πρωταγωνιστές, σε συνέντευξή της στο Marie Claire, «για να φανταστούμε το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού να αναθέτει σποτ σε αβανγκάρντ σκηνοθέτη! Αυτή η “φαντασία” είναι και η ουσία του έργου. Μιλά με χιούμορ για κάτι πολύ αληθινό: για το πώς παρουσιάζουμε τη χώρα μας προς τα έξω και τι επιλέγουμε να δείξουμε. Θα ήθελα να ζούμε σε μια Ελλάδα που εμπιστεύεται την τέχνη για να εκφράσει την ταυτότητά της χωρίς φίλτρα, χωρίς στερεότυπα, χωρίς “ασφαλείς” επιλογές. Μέχρι τότε, το θέατρο γίνεται ο τόπος όπου μπορούμε να δοκιμάσουμε αυτή την ελευθερία, να γελάσουμε με όσα μας περιορίζουν και μας δυσκολεύουν».
«Θα ήθελα να ζούμε σε μια Ελλάδα που εμπιστεύεται την τέχνη για να εκφράσει την ταυτότητά της χωρίς φίλτρα, χωρίς στερεότυπα, χωρίς “ασφαλείς” επιλογές.»
Η ίδια υποδύεται τη Bεατρίκη Μαρκιδάνου, «μια ηθοποιό με μακρά πορεία στο θέατρο, που μπαίνει σ’ αυτή τη σουρεαλιστική διαδικασία γυρίσματος ενός “εθνικού” σποτ. Είναι μια φιγούρα που συνδυάζει την υπεροψία του επαγγελματία που έχει δει πολλά με την ευαισθησία ενός ανθρώπου που βαθιά μέσα του νοιάζεται πραγματικά για το τι εικόνα δίνουμε προς τα έξω. Μέσα από το χιούμορ της και τις συγκρούσεις της με τους υπόλοιπους χαρακτήρες βγαίνει στην επιφάνεια η ανάγκη της να την ακούσουν, να την αναγνωρίσουν, να την πάρουν επιτέλους στα σοβαρά».
Για την Άννα, στην κωμωδία, ένα από τα δυσκολότερα είδη, «η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η ακρίβεια. Η κωμωδία κατά τη γνώμη μου δεν αντέχει τίποτα φλύαρο ή ψεύτικο· χρειάζεται απόλυτο ρυθμό και αλήθεια. Κάθε κωμική στιγμή έχει τη δική της εσωτερική μουσική, και αν δεν την “κουρδίσεις” σωστά, χάνεται. Ταυτόχρονα όμως το ωραιότερο δώρο της είναι ότι σου επιτρέπει να μιλήσεις για τα πιο σοβαρά πράγματα χωρίς να βαραίνεις».
«Η κωμωδία κατά τη γνώμη μου δεν αντέχει τίποτα φλύαρο ή ψεύτικο· χρειάζεται απόλυτο ρυθμό και αλήθεια. Κάθε κωμική στιγμή έχει τη δική της εσωτερική μουσική, και αν δεν την “κουρδίσεις” σωστά, χάνεται.»
Σχετικά με το διαδραστικό στοιχείο της παράστασης, το «κομπαρσιλίκι» των θεατών σύμφωνα με την περιγραφή της, η Άννα επιβεβαιώνει ότι οι θεατές έχουν ρόλο, «όχι με την έννοια του “σας ανεβάζουμε στη σκηνή”, αλλά γιατί το έργο τούς συμπεριλαμβάνει στην αφήγησή του. Γίνονται οι βοηθητικοί ρόλοι του διαφημιστικού, και χωρίς εκείνους η παράσταση δεν μπορεί να υπάρξει. Έτσι, οι “σκηνοθετικές οδηγίες” είναι περισσότερο ένα παιχνίδι, ένας τρόπος να συνδεθούμε όλοι μαζί και να συνυπάρξουμε. Για εμάς, τους ερμηνευτές, αυτή η αλληλεπίδραση είναι ζωντανό υλικό. Δεν υπάρχει παράσταση ίδια με άλλη, γιατί κάθε κοινό αντιδρά διαφορετικά, προσφέρει άλλο ρυθμό, άλλη ενέργεια. Αυτή η απρόβλεπτη ανταλλαγή είναι που κάνει το θέατρο τόσο συναρπαστικό και την κάθε παράσταση μια μοναδική και ξεχωριστή εμπειρία».

Παραφράζοντας το γνωστό ρητό, αν αποσυνθέταμε τη σύγχρονη Ελλάδα για τις ανάγκες του διαφημιστικού σποτ της νέας σας παράστασης, τι θα έμενε;
«Αν αποσυνθέταμε τη σύγχρονη Ελλάδα, νομίζω πως θα έμεναν τα πιο απλά και τα πιο αληθινά της υλικά. Η ευγένεια που επιμένει, το χιούμορ που μας σώζει, η επινοητικότητα με την οποία επιβιώνουμε, και αυτή η βαθιά ανάγκη να αγαπάμε ακόμη κι όταν θυμώνουμε, ακόμη κι όταν απογοητευόμαστε. Θα έμεναν επίσης οι αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν τη χώρα μας: η ομορφιά δίπλα στο χάος, η πίστη δίπλα στην ειρωνεία».
«Αν αποσυνθέταμε τη σύγχρονη Ελλάδα, νομίζω πως θα έμεναν τα πιο απλά και τα πιο αληθινά της υλικά. Η ευγένεια που επιμένει, το χιούμορ που μας σώζει, η επινοητικότητα με την οποία επιβιώνουμε, και αυτή η βαθιά ανάγκη να αγαπάμε ακόμη κι όταν θυμώνουμε, ακόμη κι όταν απογοητευόμαστε.»
Ανατρέχοντας στο παρελθόν, πώς ξεκίνησε η σχέση σας με την υποκριτική και τι σας γοήτευσε τόσο ώστε να αποφασίσετε να ακολουθήσετε αυτή τη διαδρομή ζωής;
«Η σχέση μου με την υποκριτική ξεκίνησε μάλλον απλά, μέσα από μια περιέργεια για το πώς σκέφτονται και νιώθουν οι άνθρωποι. Δεν ήμουν από τα παιδιά που “ήξεραν από πάντα” τι θέλουν να κάνουν· αυτό το κατάλαβα αργότερα. Σιγουρεύτηκα όταν μπήκα στη δραματική σχολή, αμέσως μετά το σχολείο. Εκεί ένιωσα για πρώτη φορά ότι αυτό είναι το περιβάλλον μου, ένας τόπος για να ανήκω. Με συγκινεί το θέατρο γιατί είναι πάντα μια πράξη παρουσίας, σε υποχρεώνει να είσαι απόλυτα εκεί, ειλικρινής, διαθέσιμος. Δεν είναι επάγγελμα που απλώς μαθαίνεις, είναι ένας τρόπος να βλέπεις τον κόσμο και τους ανθρώπους, να τους κατανοείς λίγο πιο βαθιά κάθε φορά. Αυτή η διαδικασία, αυτή η αναμέτρηση με την αλήθεια, είναι που με κρατάει ακόμα γοητευμένη και ευγνώμων».
Η αναγνωρισιμότητα που συνόδευσε τους τηλεοπτικούς ρόλους σας αισθανθήκατε ποτέ να φέρνει και τον κίνδυνο της τυποποίησης; Μπορεί, από την άλλη, ένας τηλεοπτικός ρόλος να φέρει περισσότερο κόσμο στο θέατρο και, κυρίως, να τον κρατήσει σε αυτό;
«Η τηλεόραση είναι ένα μέσο που αγαπώ, γιατί μου έχει χαρίσει ωραίες εμπειρίες και μια αληθινή επικοινωνία με τον κόσμο. Η αναγνωρισιμότητα που φέρνει δεν είναι απαραίτητα παγίδα, γίνεται παγίδα μόνο αν αρχίσεις να πιστεύεις ότι ο ρόλος που έπαιξες σε ορίζει. Για μένα, κάθε δουλειά είτε στο θέατρο είτε στην τηλεόραση είναι ένα καινούργιο ξεκίνημα, μια ευκαιρία να εκπλήξω πρώτα τον εαυτό μου. Ένας τηλεοπτικός ρόλος μπορεί πράγματι να φέρει περισσότερο κόσμο στο θέατρο, αλλά το ζητούμενο είναι να τον κρατήσει. Το θέατρο έχει άλλη αλήθεια· χρειάζεται συμμετοχή, παρόν, αναπνοή. Όταν ο θεατής ζήσει κάτι αυθεντικό, επιστρέφει. Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή, όταν η δημοφιλία μετατρέπεται σε πραγματική σχέση».
«Η αναγνωρισιμότητα που φέρνει η τηλεόραση δεν είναι απαραίτητα παγίδα, γίνεται παγίδα μόνο αν αρχίσεις να πιστεύεις ότι ο ρόλος που έπαιξες σε ορίζει.»
Σε συνεντεύξεις σας έχετε επισημάνει τη σημασία της ψυχικής υγείας. Έχουμε κάνει την πρόοδο που χρειάζεται, κατά τη γνώμη σας, τουλάχιστον στον τρόπο με τον οποίο μιλάμε για την ψυχική υγεία – για παράδειγμα, με λιγότερα ταμπού; Τι θα θέλατε να δείτε να αλλάζει ακόμα;
«Νομίζω πως ναι, έχουμε κάνει πρόοδο, μιλάμε περισσότερο, πιο ανοιχτά, και κυρίως χωρίς τόση ντροπή. Βλέπω νέους ανθρώπους να ζητούν βοήθεια, να μοιράζονται δημόσια τις δυσκολίες τους, να καταρρίπτουν την εικόνα του “πρέπει να είμαι πάντα καλά”. Από την άλλη, πιστεύω πως έχουμε ακόμα δρόμο μέχρι να γίνει η ψυχική υγεία τόσο αυτονόητη όσο και η σωματική. Θα ήθελα να δω περισσότερη κατανόηση στους χώρους δουλειάς, στα σχολεία, στα μέσα ενημέρωσης, να μάθουμε να ακούμε χωρίς να κρίνουμε».

Ως ηθοποιός έχετε αντιμετωπίσει διακρίσεις ή προκαταλήψεις λόγω του φύλου σας;
«Ναι, έχω συναντήσει προκαταλήψεις, κάποιες ξεκάθαρες, άλλες πιο υπόγειες, που κρύβονται πίσω από “ευγένειες” ή στερεότυπα για το πώς “πρέπει” να είναι μια γυναίκα στο χώρο. Δεν είναι πάντα εύκολο να τα αναγνωρίσεις τη στιγμή που συμβαίνουν, αλλά τα νιώθεις. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω πως τα πράγματα αλλάζουν. Η αξία δεν έχει φύλο, κρίνεται από τη συνέπεια, την αλήθεια και τη δουλειά. Αυτό είναι που με ενδιαφέρει να υπερασπίζομαι. Θέλω να βρίσκομαι σε χώρους όπου υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός, συνεργασία και πραγματική εμπιστοσύνη».
Πώς επιδρά η σχέση σας με τον Σωτήρη Τσαφούλια στη διαδρομή σας στην υποκριτική; Έχετε νιώσει ποτέ, για παράδειγμα, τα κουτσομπολιά στα media να επισκιάζουν την προσωπική σας καλλιτεχνική δουλειά;
«Η πορεία μου στην υποκριτική είναι προσωπική υπόθεση, είναι ο τρόπος μου να εξελίσσομαι, να παρατηρώ τον κόσμο και να καταλαβαίνω καλύτερα τον εαυτό μου. Δεν την ορίζει καμία σχέση ή συγκυρία. Την ορίζουν οι επιλογές μου, οι συνεργασίες που διαλέγω, οι ρόλοι που με προκαλούν να πάω πιο βαθιά. Στην πορεία αυτή υπήρξαν άνθρωποι που με ενέπνευσαν και με επηρέασαν αλλά το ταξίδι είναι δικό μου. Όσο για τον θόρυβο γύρω από τα προσωπικά, προσπαθώ να τον αντιμετωπίζω με ησυχία. Δεν με ενδιαφέρει να αποδείξω τίποτα· με ενδιαφέρει να συνεχίζω να εργάζομαι με συνέπεια, να εξελίσσομαι και να μιλάω μέσα από τη δουλειά μου. Στο τέλος, αυτή είναι η πραγματική απάντηση σε όλα».
«Το θόρυβο γύρω από τα προσωπικά προσπαθώ να τον αντιμετωπίζω με ησυχία. Δεν με ενδιαφέρει να αποδείξω τίποτα· με ενδιαφέρει να συνεχίζω να εργάζομαι με συνέπεια, να εξελίσσομαι και να μιλάω μέσα από τη δουλειά μου. Στο τέλος, αυτή είναι η πραγματική απάντηση σε όλα.»
Σε ποιες άλλες παραγωγές θα σας δούμε φέτος;
«Φέτος είναι μια ιδιαίτερα δημιουργική χρονιά για μένα. Παίζω στην παράσταση “Πρόσεχε ποιον σκοτώνεις!”, ένα αστυνομικό έργο μυστηρίου των Ρέππα και Παπαθανασίου — οι οποίοι υπογράφουν και τη σκηνοθεσία. Η ιστορία διαδραματίζεται στη δεκαετία του ’50 και συνδυάζει σασπένς, ατμόσφαιρα και καλοδουλεμένο χιούμορ. Είναι μια παράσταση που σε βάζει πραγματικά μέσα στον κόσμο της, και χαίρομαι πολύ που συμμετέχω σε αυτήν. Παράλληλα, θα με δείτε και στη νέα σειρά της Cosmote TV «Ριφιφί», που θα προβληθεί τα Χριστούγεννα. Tο σενάριο υπογράφουν ο Βασίλης Ρίσβας και η Δήμητρα Σακαλή και την σκηνοθεσία ο Σωτήρης Τσαφούλιας. Πρόκειται για μια μίνι σειρά έξι επεισοδίων, εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα, με φόντο μια μεγάλη ληστεία των 90s».
Δείτε το τρέιλερ της παράστασης:
Info
«Το Σποτ» του Ζήση Ρούμπου, Θέατρο Γκλόρια, Ιπποκράτους 7 (Μετρό Πανεπιστήμιο), τηλ. 210 3600832. Παραστάσεις Δευτέρα & Τρίτη, 21.00. Διάρκεια: 80’. Προπώληση: www.more.com. Τιμές εισιτηρίων: Πλατεία: 22 και 18 €, Εξώστης: 16 €. Ομαδικό εισιτήριο: 16 €
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Σοφία Πάσχου. Επιμέλεια οπτικοακουστικού υλικού: Σωτήρης Τσαφούλιας, Claudio Bolivar. Σκηνικά-Κοστούμια: Ζενεβιέβ Αθανασοπούλου. Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου. Μουσική: Νίκος Γαλενιανός. Βοηθός σκηνοθέτη: Βασίλης Σταματάκης. Σχεδιασμός αφίσας, γραφιστική επιμέλεια: Χρυσούλα Κοροβέση (Mavra Gidia). Φωτογράφος: Μάριος Θεολόγης. Makeup & Hair Styling: Ελένη Παϊρακταρίδου. Υπεύθυνη επικοινωνίας: Ανζελίκα Καψαμπέλη. Social Media: Social Wave.
Παίζουν (αλφαβητικά): Δημήτρης Μακαλιάς, Άννα Μενενάκου, Δανάη Μιχαλάκη, Άλκης Μπακογιάννης, Ζήσης Ρούμπος, Χάρης Χιώτης.



