Συναντηθήκαμε με τον Γιάννη Οικονομίδη στα Εξάρχεια, στα γραφεία της εταιρείας παραγωγής Αργοναύτες – έναν χώρο που σου δίνει την αίσθηση ότι οι άνθρωποι που δουλεύουν εκεί δεν είναι απλώς συνεργάτες, αλλά φίλοι και συνοδοιπόροι. Αφορμή για την κουβέντα μας, η έκτη του ταινία, η «Σπασμένη Φλέβα», «ένα σύγχρονο, καθαρόαιμο αστικό δράμα». Το σενάριο, που συνυπογράφει με τον Βαγγέλη Μουρίκη, συνεχίζει το κινηματογραφικό του σύμπαν με ρυθμό, βία και χιούμορ, φτιαγμένο με ανθρώπους που εμπιστεύεται βαθιά. Ο Βασίλης Μπισμπίκης, η Μαρία Κεχαγιόγλου, η Μπέττυ Αρβανίτη, ο Στάθης Σταμουλακάτος, η Σοφία Κουνιά, ο Γιάννης Νιάρρος, ο Γιάννης Αναστασάκης, η Ιωάννα Κολλιοπούλου, η Κλέλια Ρένεση, η Αναστασία Χατζηαθανασίου, ο Δημήτρης Καπετανάκος και η Μαρία Καλλιμάνη συνθέτουν ένα εκρηκτικό σύνολο – μια πινακοθήκη χαρακτήρων που μένουν αξέχαστοι, όπως όλοι οι κινηματογραφικοί θίασοι του σκηνοθέτη. Ο Οικονομίδης δεν κάνει «όμορφες» ταινίες. Κάνει ταινίες που σε ταρακουνούν, που σε αναγκάζουν να κοιτάξεις τον εαυτό σου και την κοινωνία χωρίς φίλτρα. Και παραμένει οπαδός μιας ρομαντικής, μα καθόλου προσχηματικής αξίας: της καλοσύνης.

Έχεις γεννηθεί και μεγαλώσει στην Κύπρο. Πότε φεύγεις από εκεί και τι κουβαλάς για πάντα μαζί σου;
Μέχρι τα 18 ήμουν εκεί. Σε διαμορφώνει ο τόπος που μεγαλώνεις, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και η παιδεία σου, το αίσθημα που έχεις για τον κόσμο, η αγωνία, οι ανησυχίες, όσα παρατηρείς εσύ ο ίδιος, ξέρεις, τα διαβάσματα, τα ακούσματα. Σιγά-σιγά πιάνεις τον εαυτό σου να έχει φτιάξει μια προσωπικότητα. Δεν είμαι πολύ της ψυχανάλυσης, δεν κοιτάζω πίσω να επουλώσω το τραύμα. Μπορεί, όμως, υποσυνείδητα να υπάρχει. Το θέμα της εισβολής, του πραξικοπήματος, ότι ήμασταν μια δημοκρατική οικογένεια από την «άλλη» άκρη, όχι από την από κει… Ξέρεις, όλα αυτά. Επαρχία, εφηβεία, οι αγωνίες της ηλικίας, στρατός και μετά σπουδές, Ελλάδα.
Πιστεύεις ότι η γενιά σου είχε πιο έντονες κοινωνικές ανησυχίες σε σχέση, για παράδειγμα, με τους σημερινούς τριαντάρηδες;
Όχι, σε καμία περίπτωση. Και αυτό φαίνεται και στη μουσική και στα social. Υπάρχει μια νέα γενιά εκεί έξω, πιτσιρικάδες, που αξίζουν το σεβασμό μας. Και αυτό φαίνεται πιο πολύ μέσα από τη μουσική, τη ραπ. Δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί καλλιτέχνες με κοινωνικό και ταξικό λόγο που έχουν μεγάλη απήχηση. Μιλούν για την Ελλάδα, λένε τα πράγματα με το όνομά τους, με τρόπο ακραίο και ειλικρινή. Αυτό δείχνει ότι υπάρχουν αυτιά που ακούν. Το θέμα είναι με τι τρόπο όλο αυτό θα εκφραστεί επαναστατικά για να ισιώσουν κάπως τα πράγματα στο μέλλον μας.
Υπάρχει μια νέα γενιά εκεί έξω, πιτσιρικάδες, που αξίζουν το σεβασμό μας. Και αυτό φαίνεται πιο πολύ μέσα από τη μουσική, τη ραπ. Δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί καλλιτέχνες με κοινωνικό και ταξικό λόγο που έχουν μεγάλη απήχηση.
Αφού αναφέρθηκες στη μουσική με πας κατευθείαν στον Λεξ και αυτή την τραγουδάρα που έγραψε για την καινούρια σου ταινία, τη «Σπασμένη Φλέβα». Πώς προέκυψε η συνεργασία;
Με τον Λεξ γνωριστήκαμε όταν κάναμε μια κουβέντα σε ένα βίντεο με αφορμή την «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς». Από τότε γίναμε φίλοι. Κάποια στιγμή του έκανα την πρόταση – περίπου τρία χρόνια πριν ξεκινήσει η ταινία. Διάβασε το σενάριο και σήκωσε το γάντι. Ανταποκρίθηκε πραγματικά. Γιατί έπρεπε να είναι ψηλά ο πήχης, έπρεπε να είναι κομματάρα. Με τον Λεξ είμαστε για τα δύσκολα στοιχήματα.

Ας πάμε λίγο πιο πίσω από τις δύο τελευταίες σου ταινίες. Όταν γύριζες το «Σπιρτόκουτο», διαισθανόσουν ότι έφτιαχνες μια καινούρια κινηματογραφική γλώσσα για το ελληνικό σινεμά; Πώς ένιωσες όταν έγινε όλος εκείνος ο χαμός γύρω από την ταινία;
Στο βάθος του εαυτού μου, σε κάθε ταινία που ξεκινώ -και δεν μιλάω μόνο για το «Σπιρτόκουτο», αλλά και για την «Ψυχή στο στόμα», που ήταν ακόμα πιο ακραία και τολμηρή- ξέρω ότι πάω σε ένα πεδίο που δεν έχει ξαναπερπατηθεί. Αλλιώς δεν έχει κανένα νόημα. Είναι σαν να παίζεις με σημαδεμένα χαρτιά, να ξέρεις το αποτέλεσμα από πριν. Δεν θέλω να κάνω αυτό που λέω στους φοιτητές μου να αποφεύγουν: να επαναπαύεται κανείς στις ευκολίες του. Παρόλο που έχω κατηγορηθεί ότι κάνω την ίδια ταινία, δεν είναι αλήθεια. Όποιος βλέπει σοβαρά τις ταινίες καταλαβαίνει ότι καθεμία είναι διαφορετική. Κάθε φορά βάζω νέα στοιχήματα, πάω αλλού, ανεβάζω τον πήχη σε άλλα ζητήματα, με άλλον τρόπο. Τώρα, το αν τα καταφέρνω, ο κόσμος θα το κρίνει.
Ξεκινάς λοιπόν με αφετηρία το ρίσκο. Συνεχίζεις να κάνεις σινεμά ρισκάροντας;
Ναι, καλλιτεχνικά είναι αυτό που δεν βαριέμαι ποτέ. Πρέπει να έχει ενδιαφέρον για μένα η ιστορία, να έχει μια πολεμική ατμόσφαιρα, να ρισκάρεις, να φοβάσαι. Αυτό λείπει σήμερα από το σινεμά, ειδικά το ευρωπαϊκό. Είναι όλα επιτροπές, συμπαραγωγές, διαδικασίες. Βλέπεις ταινίες και δεν υπάρχει πίσω από την κάμερα ένας δημιουργός που ρισκάρει, που παίζει το κεφάλι του. Βλέπεις Φασμπίντερ, Μπερτολούτσι και νιώθεις τον δημιουργό πάνω στον πάγο. Κινείται πάνω σε λεπτό πάγο που ανά πάσα στιγμή μπορεί να σπάσει και να πέσει μέσα. Κι αυτό βγαίνει στην ταινία, αυτό το ρίγος. Ταινίες που δεν είναι τέλειες, αλλά έχουν ψυχή. Τώρα βλέπεις ταινίες «τετράγωνες», άρτιες, αποστειρωμένες, να μυρίζουν ναφθαλίνη ή ακόμη και φτιαγμένες στο γραφείο, στον υπολογιστή.
Πρέπει να αντισταθούμε σ’ αυτό το «σκανδιναβικό μάθημα δήθεν» και να επιμείνουμε αλλιώς. Αν υπάρχει κάπου ευτυχία ή γαλήνη, είναι εκεί. Να μη χάσουμε το τελευταίο που μας έχει μείνει: την ανθρωπιά μας.
Κάνεις «χειροποίητες» ταινίες που βγαίνουν από την ψυχή, αλλά ο δρόμος σε οδήγησε και σε (πιο mainstream) θεατρικές παραγωγές. Ένας σκηνοθέτης που ασχολείται με δύσκολα θέματα -με ρεαλισμό και βία- βρέθηκε στα «σαλόνια». Όταν συνεργάζεσαι με το Εθνικό Θέατρο ή τη Στέγη, νιώθεις περισσότερη πίεση ή πας όπως σε κάθε άλλη δουλειά;
Δεν είμαι των σαλονιών. Στο θέατρο είναι διαφορετικά τα πράγματα γιατί δεν είναι παραγωγές δικές μου εξ ολοκλήρου. Είναι άλλες οι συνθήκες. Στη Στέγη, για παράδειγμα, με το «Σπιρτόκουτο the Musical», έπρεπε να τους δικαιώσω. Ήταν τιμή που μας εμπιστεύτηκαν και μας είπαν «ελάτε, κάντε ό,τι καταλαβαίνετε». Είχαμε συνεννοηθεί από την αρχή, όλα κύλησαν ομαλά και έκανα αυτό που ήθελα, με το καστ που ήθελα. Και το αποτέλεσμα πράγματι μας δικαίωσε. Ήταν μεγάλη εμπειρία. Ο καθοριστικός κρίκος εκεί ήταν ο Γιάννης Νιάρρος, που έφερε τον Αλέξανδρο Λιβιτσάνο, και όλοι μαζί το απογειώσαμε.

Να σημειώσω εδώ ότι το «Στέλλα Κοιμήσου» έφερε ξανά τον κόσμο (έναν άλλο κόσμο, ίσως, και πολύ νεολαία) στο Εθνικό Θέατρο. Από ένα χειροποίητο σινεμά, λοιπόν, όπου έπαιζες το κεφάλι σου, τα λεφτά σου, για να φτιάξεις ταινίες, έχεις φτάσει σε ένα σημείο πιο ασφαλές;
Η ζωή μου έχει γίνει λίγο πιο εύκολη, βρίσκω χρηματοδότες, υπάρχει αναγνώριση, στήριξη. Παρ’ όλα αυτά, χρειάζομαι πάλι πενταετία ή εξαετία για κάθε ταινία. Ωστόσο, δουλεύω με την ίδια λογική: έμφαση στη λιτή κινηματογράφηση, στο μινιμαλισμό, στους ηθοποιούς. Οι ταινίες έχουν καλύτερη αισθητική, ήχο, χρόνο γυρίσματος, αλλά ποτέ δεν μπήκα στο τριπάκι να κάνω «παλαβά» πράγματα για χάρη του εντυπωσιασμού. Το ύφος μου, αυτό που με χαρακτηρίζει, δεν το αλλάζω. Είναι ένα σινεμά του ανθρώπου, της ιστορίας, της δραματουργίας. Ένα σινεμά που μιλάει στον Έλληνα για την Ελλάδα του σήμερα. Αυτή την -σχεδόν ασκητική- προσέγγιση δεν την εγκατέλειψα. Απλώς, τώρα μπορώ να πληρώσω τους ηθοποιούς, τις πρόβες, το συνεργείο…
Υπάρχει υπερβολικός ρεαλισμός στις ταινίες σου;
Δεν υπάρχει «υπερβολικός ρεαλισμός». Είναι ο ρεαλισμός που πρέπει, που χρειάζεται. Όσο πιο καλά είναι δοσμένη η πραγματικότητα, όσο πιο καθαρά ο θεατής αναγνωρίζει μέσα της τον εαυτό του και την κοινωνία που ζει, τόσο μεγαλύτερη είναι η επιτυχία. Και τόσο πιο δυνατή η ταύτιση με τους χαρακτήρες, τους ήρωες, την ιστορία, τις καταστάσεις και την ιδέα που θες να περάσεις.
Ποια ιδέα θέλεις να περάσεις;
Η ιδέα είναι απλή και παλιά: να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Προσπαθούν να μας πείσουν ότι όσο πιο «κουμάσι» είσαι, τόσο περισσότερα καταφέρνεις. Αλλά εγώ, βάσει του δικού μου αξιακού συστήματος, πιστεύω ακριβώς το αντίθετο. Πρέπει να αντισταθούμε σ’ αυτό το «σκανδιναβικό μάθημα δήθεν» και να επιμείνουμε αλλιώς. Αν υπάρχει κάπου ευτυχία ή γαλήνη, είναι εκεί. Να μη χάσουμε το τελευταίο που μας έχει μείνει: την ανθρωπιά μας. Όλα τα άλλα τα έχουν πάρει.

Τι σε οδήγησε εξαρχής στους ήρωες που επιλέγεις; Τους εγκλωβισμένους, τους απεγνωσμένους, στα όρια της αλητείας ή της παρανομίας; Γιατί σ’ ενδιαφέρουν;
Ψάχνω καταστάσεις που να παράγουν έντονη δραματουργία για να κάνω δουλειά πάνω στην ανθρώπινη συνθήκη. Αν διάλεγα πιο «απλές», ρουτινιάρικες ή ευτυχισμένες καταστάσεις, θα έκανα ηθογραφία ή διασκεδαστικό σινεμά. Ας το κάνουν άλλοι αυτό. Εμένα με ενδιαφέρει -από την πρώτη ταινία- να σκαλίζω την ανθρώπινη ψυχή, τα σκοτάδια της. Να κατανοήσω τον άνθρωπο και, ταυτόχρονα, τον εαυτό μου. Αυτή είναι η τέχνη που με συγκινεί.
Ποιες είναι οι επιρροές σου;
Οι μεγάλοι: Σαίξπηρ, Τσέχοφ, Ντοστογέφσκι, Κορτάσαρ, Μπόρχες, Γιουρσενάρ… Μεγάλωσαν πολλούς από εμάς. Και ο Καζαντζάκης βέβαια. Τον διάβαζα πιτσιρικάς και είχα εκστασιαστεί. Ίσως δεν μπορούσα να τον κρίνω τεχνικά τότε, αλλά δραματουργικά έφτιαχνε χαρακτήρες, πήγαινε κάπου, διερευνούσε καταστάσεις. Εκεί βρίσκομαι κι εγώ.
Μία από τις καταστάσεις που διερευνάς αρκετά στην ταινία σου είναι η σχέση μάνας-γιου. Με ποια αφορμή ξεκίνησες να ρίξεις φως σ’ αυτή τη σχέση και την τοξικότητά της;
Στην αρχή υπήρχε μόνο η ιδέα. Έσκασε η ιδέα και άνοιξε ο δρόμος. Είναι ένα πεδίο που το έχουμε ζήσει – ταυτόχρονα αστείο και τραγικό. Το δύσκολο ήταν πώς οι φιγούρες αυτές πάνε στα άκρα, γίνονται ακραίες και το πώς περνούν αυτό το πράγμα στα παιδιά τους.
Είναι η μάνα πιο καθοριστική; Προσωπικά μιλώντας, τι βαραίνει πιο πολύ στην ψυχή ενός αγοριού: η σχέση με τη μάνα ή με τον πατέρα;
Είναι σχετικά όλα αυτά. Εξαρτάται από το τι ζωή έζησες. Εγώ προέρχομαι από μια οικογένεια που οι γονείς έμειναν μαζί, δεν βίωσα απουσία πατέρα όπως ένα παιδί χωρισμένων γονιών ή ένα παιδί που έχασε τον πατέρα του. Σε μια «νορμάλ» κατάσταση, για έναν άντρα η μάνα πιάνει μεγαλύτερο χώρο μέσα του – με τους περιορισμούς και την αγάπη της. Στην Κύπρο ειδικά, η κοινωνία είναι πιο μητριαρχική. Οι γυναίκες είναι πολύ δυνατές, παρούσες. Γι’ αυτό και δεν ακούς τόσο συχνά εγκλήματα όπως παιδεραστία – οι γυναίκες είναι από πάνω, κέρβεροι που λέμε, επιβλέπουν.
Ο Μπισμπίκης είναι εξαιρετικός ως Θωμάς. Δίνει μια ανθρώπινη και αληθινή διάσταση στον χαρακτήρα. Είναι κάθαρμα και ταυτόχρονα ευάλωτος. Ήταν και το ζητούμενο: να μη γίνει ο ήρωας χάρτινος. Ήθελα να είναι εύθραυστος και ταυτόχρονα μαλάκας, ευαίσθητος και γουρούνι, ψεύτης, αλλά και αληθινός.

Από τις γυναίκες που πλαισιώνουν τον πρωταγωνιστή, ποια ήταν η πιο ενδιαφέρουσα να τη γράψεις;
Η πιο δύσκολη ήταν η Τζώρτζια (σ.σ.: Μπέττυ Αρβανίτη). Δυσκολευτήκαμε πολύ, αλλά η Μπέττυ την αντιμετώπισε παλικαρίσια.Έπρεπε να πείθει ότι είναι μια μαγκιόρα, λαϊκή γυναίκα και ταυτόχρονα μια ντάμα, μια ζάπλουτη που κουβαλάει στους ώμους της τα πάντα. Η Τζώρτζια ήταν ένας πάρα πολύ δύσκολος χαρακτήρας να γραφτεί και να σμιλευτεί. Δεν έχουμε στο ελληνικό σινεμά ή ακόμη και στη λογοτεχνία αντίστοιχες φιγούρες: μια γυναίκα μεσήλικη, με φράγκα, αυτοδιάθεση, καύλα· που γουστάρει το λαϊκό, είναι συγκρουσιακή, με κουλτούρα και πάθη. Δεν είναι εύκολο να το φτιάξεις όλο αυτό. Πρέπει να σκεφτείς πώς μιλάει, τι λέει, πώς κινείται, τι φοράει, πώς στέκεται στον χώρο, σε τι σπίτι μένει. Και όλα αυτά να είναι ελληνικά – όχι αντιγραφή από αλλού, από άλλη κουλτούρα ή ταινία. Αυτό ήταν το στοίχημα: να βγει δικό μας, να πεις «ναι, αν ήταν πραγματική, έτσι θα ήταν». Εκείνη τη στιγμή που λέει «αγόρι μου» με την τσάντα στο χέρι είναι συγκλονιστική· θυμίζει κάτι λαϊκό και αυθεντικό, ενώ δεν είναι καθόλου λαϊκή.
Ο Θωμάς του Βασίλη Μπισμπίκη στη «Σπασμένη Φλέβα» είναι ο πιο τραγικός ήρωας που έχεις γράψει;
Θεωρώ πως ναι. Γιατί αυτό που του συμβαίνει δεν θα μπορούσα να το διανοηθώ ούτε στον χειρότερο εφιάλτη μου. Γράφαμε το σενάριο με τον Μουρίκη και απορούσαμε και οι ίδιοι πώς θα δείξουμε αυτό που του συμβαίνει. Ο Μπισμπίκης είναι εξαιρετικός ως Θωμάς. Δίνει μια ανθρώπινη και αληθινή διάσταση στον χαρακτήρα. Είναι κάθαρμα και ταυτόχρονα ευάλωτος. Ήταν και το ζητούμενο: να μη γίνει ο ήρωας χάρτινος. Ήθελα να είναι εύθραυστος και ταυτόχρονα μαλάκας, ευαίσθητος και γουρούνι, ψεύτης, αλλά και αληθινός. Όταν λέει ψέματα, μέσα στο ψέμα του λέει και την αλήθεια. Είναι αφόρητα ειλικρινής στη διαδρομή του. Και αυτό είναι το μεγάλο κέρδος της ταινίας – το μεγάλο της πρόσωπο. Είναι αυτός που σε χάνει και σε κερδίζει διαρκώς.

Αφιερώνεις τη «Σπασμένη Φλέβα» στον πατέρα σου, που τον έχασες πριν από πέντε χρόνια. Υπάρχει κάτι που δεν πρόλαβες να του πεις;
Όλα… Όταν φεύγει ο αγαπημένος σου άνθρωπος, συνειδητοποιείς πόσο χαζός ήσουν που δεν είπες περισσότερα.
Τουλάχιστον μέσα από τις ταινίες σου σε «διάβασε»;
Ναι, ναι. Ήταν πολύ περήφανος. Και γούσταρε, γιατί ήταν και ο ίδιος καλλιτέχνης, ζωγράφος, πέρα από οδοντίατρος. Εξαιρετικός ακουαρελίστας και γνωστός, με πολλές εκθέσεις στην Κύπρο. Επηρέασε κι εμένα. Κάπως έτσι πείστηκε και η οικογένειά μου ότι «το έχω» – και την ίδια εποχή μάλλον πείστηκα κι εγώ.
Οι ταινίες σου έχουν πολύ σκοτάδι. Από το σκοτάδι περιμένουμε πάντα το φως ή περιμένουμε κι άλλο σκοτάδι;
Το φως είναι αισθητική. Όταν υπάρχει αισθητική, υπάρχει και ομορφιά – ακόμα και στην πιο σκοτεινή ιστορία. Όταν αυτή η ομορφιά αποτυπώνεται ως έργο τέχνης, τότε αποκτάς ένα υψηλό επίπεδο αισθητικής που ανεβάζει τον θεατή. Δεν έχει να κάνει μόνο με την ιστορία ή τις ιδέες που μοιράζεσαι, αλλά με το πώς τον υψώνεις μέσα από την αλήθεια και την ομορφιά του έργου. Μην ξεχνάμε ότι η μεγάλη τέχνη είναι σχεδόν πάντα «μινόρε», σκοτεινή. Από τον Τολστόι και τον Σαίξπηρ μέχρι την κλασική μουσική: Μπαχ, Μπετόβεν, Στρίντμπεργκ· μετά Joy Division, Johnny Cash, ο ιταλικός νεορεαλισμός, το Free Cinema… Όλοι αυτά εξειδικεύονται στη μαυρίλα. Στο αίμα.

Άρα δεν σου αρέσει να ακούς τη φράση «μα πού είναι το παραθυράκι ελπίδας»;
Δεν χρειάζεται να υπάρχει ένα «παραθυράκι ελπίδας» για να θεωρηθεί ένα έργο πλήρες. Αν είναι σπουδαίο έργο τέχνης, αν έχει αισθητική, αλήθεια και δύναμη, τότε αυτό από μόνο του περιέχει ελπίδα. Η ίδια η δημιουργία είναι ελπίδα.
Θυμάσαι πότε το ένιωσες αυτό πρώτη φορά;
Ναι. Όταν σπούδαζα, διάβαζα τα κλασικά έργα, κλεινόμουν στο σπίτι και τα ξεκοκάλιζα. Ύστερα έβγαινα το βράδυ στην Καισαριανή να πάρω μια μπίρα ή ένα σουβλάκι και ένιωθα ότι πετάω. Δεν περπατούσα καν. Ήταν γεμάτα αίμα, ίντριγκες, δολοφονίες, δράματα, αυτοκτονίες, αλλά μέσα σε όλα αυτά υπήρχε αισθητική. Και αυτό είναι το ζητούμενο. Αν ένα έργο κάνει την καρδιά σου να χτυπάει πιο δυνατά, αν σε μετατοπίζει ως άνθρωπο, τότε έχει πετύχει το στόχο του.

Θέλεις ο θεατής να φύγει από τη «Σπασμένη Φλέβα» κλαίγοντας ή σκεπτόμενος;
Να φύγει πετώντας. Να πάει σε μια άλλη περιοχή του εαυτού του – μια περιοχή που ίσως έχει ξεχάσει. Μέσα απ’ όλη αυτή την πεζότητα, τη μετριότητα, το τίποτα της καθημερινότητας, έχουμε γίνει όλοι χοντρόπετσοι. Κάθε μέρα ζούμε live εκδόσεις από γενοκτονίες, πολέμους, εγκλήματα, ναυάγια, μετανάστες, πολιτική αλητεία και τίποτα δεν μας αγγίζει. Τίποτα. Πόνος στο ένα, πόνος στο άλλο, και πάμε παρακάτω. Αν η ταινία καταφέρει, έστω και λίγο, να σε πάει σε μια ξεχασμένη περιοχή του εαυτού σου -εκεί που ακουμπάει η ευαισθησία, η ρωγμή, η ταραχή, το τρέμουλο-, τότε είναι μεγάλη επιτυχία.
(τα κλασικά έργα) Ήταν γεμάτα αίμα, ίντριγκες, δολοφονίες, δράματα, αυτοκτονίες, αλλά μέσα σε όλα αυτά υπήρχε αισθητική. Και αυτό είναι το ζητούμενο. Αν ένα έργο κάνει την καρδιά σου να χτυπάει πιο δυνατά, αν σε μετατοπίζει ως άνθρωπο, τότε έχει πετύχει το στόχο του.
Είναι και για σένα έτσι η δημιουργία;
Ακριβώς. Είναι και ο δικός μου τρόπος να δημιουργώ. Όταν πηγαίνω να δω ταινίες, περιμένω να νιώσω κάτι. Έχω γίνει κι εγώ χοντρόπετσος, κουρασμένος από τόσα. Θέλω να με «τραγουδήσει» κάτι, να νιώσω, να πω: «Όπα! Φίλε, αυτό το συναίσθημα το ’χα ξεχάσει». Πια δεν διαβάζουμε, δεν είμαστε τόσο ανοιχτοί, τόσο αθώοι. Δεν είναι εύκολο να σε αγγίξει κάτι. Οπότε, όταν μια ταινία, ένα τραγούδι ή ένα βιβλίο το καταφέρνει, είναι θαύμα. Δεν είμαστε πια καθαρά σφουγγάρια – είμαστε βρόμικα σφουγγάρια. Αν κάτι καταφέρει να καθαρίσει λίγο αυτή τη βρομιά, έστω για λίγο, τότε έχει πετύχει τον στόχο του. Όπως λέει ο Λου Ριντ στο «Perfect Day»: «For one moment, I felt better – someone new, someone good». Μεγάλη αλήθεια.

Η «Σπασμένη Φλέβα» κυκλοφορεί στους κινηματογράφους στις 27 Νοεμβρίου από την Tanweer.
Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης Σενάριο: Γιάννης Οικονομίδης –Βαγγέλης Μουρίκης Πρωταγωνιστούν: Βασίλης Μπισμπίκης, Μαρία Κεχαγιόγλου, Μπέττυ Αρβανίτη,
Στάθης Σταμουλακάτος, Σοφία Κουνιά, Γιάννης Νιάρρος, Γιάννης Αναστασάκης, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Κλέλια Ρένεση, Αναστασία Χατζηαθανασίου, Δημήτρης Καπετανάκος
και Μαρία Καλλιμάνη Μαζί τους οι: Βασίλης Κουκαλάνι, Βαγγέλης Αλεξανδρής, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Αργύρης Γκαγκάνης, Αλέκος Πάγκαλος, Γιώργος Κολλιόπουλος, NectarDeLeon, Σταύρος Μπένος, Δαυίδ Σταμούλος, Ελένη Μπούκλη

Οργάνωση Παραγωγής: Γιάννης Καραντάνης Διεύθυνση Φωτογραφίας: Δημήτρης Κατσαΐτης Μοντάζ: Γιάννης Χαλκιαδάκης G.F.E.Μουσική: Μπάμπης Παπαδόπουλος Ήχος: Άρης Αναστασόπουλος Σχεδιασμός Ήχου -Μιξάζ: Κώστας Φυλακτίδης Σκηνικά: Σταμάτης Δεληγιάννης
Κοστούμια: Δέσποινα Χειμώνα Μακιγιάζ-Κομμώσεις: Γιάννης Παμούκης VFX Supervisor: Αντώνης Κοτζιάς | YAFKA Τραγούδι τίτλων τέλους:ΛΕΞ / Kepler is Free
Παραγωγοί: Πάνος Παπαχατζής, Χρήστος Β. Κωνσταντακόπουλος Παραγωγός:Γιάννης Καραντάνης Συμπαραγωγοί:Αφροδίτη Παναγιωτάκου, Αλεξάνδρα Δασκαλοπούλου, Δημήτρης Μάρης, Γιάννης Οικονομίδης ExecutiveProducers: Κωνσταντίνος Πολίτης, Γιάννης Ρήγος Μία παραγωγή των: Athens Productions A.E., Αργοναύτες Α.Ε., Faliro House S.A., Yannis Economides Films Ltd



