O Αναστάσης Ροϊλός έχει το σπάνιο χάρισμα να σε κάνει να αισθάνεσαι αμέσως οικειότητα. Παρ’ όλα αυτά, μετά από μερικές ώρες μαζί του δεν έχεις μάθει τίποτα παραπάνω γι’ αυτόν απ’ ό,τι ο ίδιος θα ήθελε να γνωρίζεις. Ψέματα. Έχεις μάθει πολλά για την τέχνη του και την αγάπη που της έχει. Ο ίδιος παραμένει μυστήριο. Αυτές τις μέρες ολοκληρώνει την περιοδεία της παράστασης Μήδεια (του Ευριπίδη), σε σκηνοθεσία Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια, με την Αθηνά Μαξίμου στον ομώνυμο ρόλο. Ο Ροϊλός υποδύεται την τροφό, τον Αιγέα και τον Αγγελιοφόρο, υπηρετώντας με εντυπωσιακό τρόπο την αρχή των τριών υποκριτών που υποδύονται όλα τα πρόσωπα μίας αρχαίας τραγωδίας, ενώ στην τηλεόραση έχει διπλή παρουσία, ως Δημήτρης Χορν στη σειρά «Φλόγα και άνεμος» (ξεκίνησε στην ΕΡΤ), και σε ρόλο έκπληξη στη «Μάγισσα» (έρχεται στον ΑΝΤ1).

Φωτογράφος: Γιώργος Καπλανίδης (This Is Not Another Agency*)

Όταν ρωτώ τον Αναστάση Ροϊλό πώς ξεκίνησε το ταξίδι του στο θέατρο, εκείνος μου απαντά με μια πρόσφατη ανάμνηση που τον γεμίζει χαρά: «Ήρθαν να δουν τη “Μήδεια” στο θέατρο Δάσους, που το αγαπώ πολύ, οι δύο άνθρωποι που με έβαλαν στο θέατρο. Ο ένας ήταν η ξαδέρφη μου, που με πήγε να δω μία τραγωδία όταν ήμουν δέκα. Ο άλλος ήταν ο καθηγητής Γιάννης Παρασκευόπουλος που με έπεισε να δώσω εξετάσεις για την κατεύθυνση της υποκριτικής στο Τμήμα Θεάτρου της Καλών Τεχνών». Ο καλός ηθοποιός δεν αισθάνεται φόβο μήπως εγκλωβιστεί σε ρομαντικούς ρόλους. Μοιάζει να έχει αφήσει οριστικά πίσω του τον Νικηφόρο Σεβαστό, που τα τελευταία χρόνια αγαπήθηκε με πάθος από πολλά ελληνικά σπίτια. «Από την πρώτη στιγμή που βγήκα από τη σχολή δοκιμάστηκα σε διαφορετικά πράγματα, κόντρα στην όποια εικόνα μου. Έπαιξα στο “Insenso” του Δημητριάδη και στη “Σονάτα των φαντασμάτων” του Στρίνμπεργκ, όπου έκανα έναν γέρο, όχι μόνο επειδή ασχολούμαι με το σώμα στο θέατρο, αλλά και γιατί δεν ήταν αναμενόμενοι ρόλοι. Κυνηγάω πράγματα που θα δημιουργήσουν χώρο για να ανθίσει η τεχνική, ο τόπος για να κάνεις κάτι άλλο, πέρα από αυτό που είσαι». Κάπως έτσι έφτασε στον Tadashi Suzuki και την περίφημη σχολή του στο χωριουδάκι Τόγκα, σε ένα βουνό της Ιαπωνίας, αδιαφορώντας για το κυνήγι των χρημάτων και της επιτυχίας. «Τα χρήματα, η φήμη, ακόμη και η ευτυχία είναι σαν τη σκιά μας. Όταν τα κυνηγάμε, φεύγουν μακριά. Με έχει επηρεάσει πολύ η φιλοσοφία του Επίκτητου που λέει ότι πρέπει να μας απασχολούν μόνο αυτά που είναι στο χέρι μας. Συνειδητοποίησα νωρίς στη ζωή μου ότι δεν μπορείς να είσαι καλός σε κάτι αν δεν εντρυφήσεις σε αυτό. Από τη στιγμή που αγάπησα το θέατρο, δεν θα μπορούσα παρά να του αφιερωθώ ολοκληρωτικά».

Οι Έλληνες ηθοποιοί έχουν το σπάνιο προσόν να προέρχονται από τη χώρα που έκανε δώρο το θέατρο στην ανθρωπότητα, να μιλούν περίπου την ίδια γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα σπουδαιότερα κείμενα του είδους, να παίζουν στα αρχαία θέατρα. Είναι κάτι που το σκέφτεστε ή που, ως δεδομένο, δεν σας εντυπωσίασε ποτέ;
Καθόλου δεδομένη δεν είναι αυτή η σχέση. Σε μεγάλες σχολές του εξωτερικού, όπως η Τζούλιαρντ στη Νέα Υόρκη, έχουν λίστες με καμιά φορά έως και 100 προαπαιτούμενα βιβλία που θα έπρεπε να έχεις διαβάσει πριν πας να σπουδάσεις εκεί. Ε, ο Επίκτητος είναι μέσα σε αυτά. Δεν μπορεί λοιπόν να μην τον έχουν διαβάσει οι Έλληνες ηθοποιοί. Η αρχαία Ελλάδα μάς έχει αφήσει μια κληρονομιά που πρέπει να τη διεκδικήσουμε… δεν είναι αυτονόητη η σχέση μας ούτε με τα πνευματικά ούτε με τα υλικά οικοδομήματα των «προγόνων» μας.

Σε μια από τις πιο εντυπωσιακές στιγμές στην παράσταση «Μήδεια», που κάνει φινάλε στο Ηρώδειο την Παρασκευή  23 Σεπτεμβρίου, αφήνεστε να πέσετε στα χέρια των συναδέλφων σας.
Από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της παράστασης είναι η δημιουργία μιας δεμένης ομάδας. Το θέατρο στηρίζεται στην εμπιστοσύνη και στο ομαδικό πνεύμα. Δεν αρκεί να είσαι πρόθυμος, να πέσεις από τα 2 μέτρα και 20 εκατοστά, πρέπει να είσαι και σίγουρος ότι οι άλλοι θα σε πιάσουν.

Ο Δημήτρης Χορν ήταν ένας μπον βιβέρ, ένας αστός, αλλά και ένας καλλιτέχνης ταγμένος στην τέχνη του, ένας ανικανοποίητος, φοβερά γοητευτικός άνθρωπος, ένα αερικό.

Στο βιβλίο του σπουδαίου Ιάπωνα δασκάλου του θεάτρου Tadashi Suzuki, Πολιτισμός είναι το σώμα (εκδ. Κείμενα), το οποίο μεταφράσατε, συναντάμε το κεφάλαιο «Ο Ευριπίδης για τη βία». Είδατε τους ήρωες του έργου με άλλα μάτια εξαιτίας του;
Όχι με τρόπους που χρειάζεται να απαριθμήσω, να κατονομάσω, αλλά σίγουρα ναι. Ο,τι μαθαίνεις, σου ανοίγει τον τρόπο σκέψης. Στην παράσταση του Αιμίλιου και του Μανώλη ο Χορός δεν αποτελείται από γυναίκες της πόλης, αφού υπάρχουν και μερικά αγόρια ανάμεσά τους, αλλά από Πολίτες της Κορίνθου. Αυτή ήταν μία από τις λεπτομέρειες που φέρνουν την παράσταση ακόμα πιο κοντά στο σήμερα. Το κοινό εξάλλου, από τότε που γράφτηκαν αυτά τα έργα ως σήμερα, με τον Χορό ταυτίζεται κυρίως. Στα έργα, όπως και στη ζωή, η πρόσληψη είναι το μεγάλο ζήτημα. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην επικοινωνία των ανθρώπων είναι η ψευδαίσθηση ότι αυτή έχει πραγματοποιηθεί», λέει ο Μπέρναρντ Σω. Κι ενώ ώρες-ώρες σκέφτομαι ότι πρέπει να έχεις κάνει ολόκληρο σεμινάριο ή έστω να εξηγείς τις σκέψεις σου στο πρόγραμμα για να αντιληφθεί κανείς όλα όσα έχει να σου πει μια παράσταση, παράλληλα έχω την πεποίθηση ότι η τέχνη πρέπει να σου μιλάει κατευθείαν, χωρίς να ξέρεις τίποτα. Αυτό κάνει επιτακτική την ανάγκη να κάνεις αλλαγές στα κατά τα άλλα «ιερά» κείμενα, ώστε να επικοινωνήσουν με το σύγχρονο κοινό σου. Το θέμα είναι τι επιλογές και τι αλλαγές θα κάνεις.

Φωτογράφος: Γιώργος Καπλανίδης (This Is Not Another Agency*)

Γι’ αυτό πήγατε στην άλλη άκρη του κόσμου;
Ναι, και για να βρω λόγους να συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω.

Βρήκατε;
Πάρα πολλούς. Από τότε που ξεκίνησα να σπουδάζω υποκριτική, δουλεύω ασταμάτητα. Αλλά δεν έβλεπα τον εαυτό μου να συνεχίζει, δεν είχε παγιωθεί μέσα μου ότι αυτό είναι το όνειρό μου. Στην Τόγκα πήγα το 2017, εννέα χρόνια μετά την αποφοίτησή μου. Κι εκεί βρήκα την αυτοπεποίθησή μου και είπα: «Αυτό θέλω να κάνω, αυτό είναι για μένα, κι εγώ είμαι γι’ αυτό».

Το θέατρο στηρίζεται στην ομάδα, στην εμπιστοσύνη. Θα πέσεις από τα δύο μέτρα, αλλά πρέπει να είσαι σίγουρος ότι οι άλλοι θα σε πιάσουν.

Διάβασα τις προάλλες μια δήλωση του Μπραντ Πιτ: «Είμαι ένα από αυτά τα πλάσματα που μιλούν μέσα από την τέχνη. Θέλω να κάνω τέχνη συνέχεια. Αν δεν ασχολούμαι με την τέχνη, αργοπεθαίνω κατά κάποιον τρόπο». Δεν είναι ακραία αυτή η άποψη;
Δυστυχώς, είναι ακριβώς έτσι. Όταν αφιερώνεις σε κάτι πάρα πολύ χρόνο, σε καθορίζει. Όλη μέρα ασχολούμαστε με τη δουλειά μας. Μελέτη, πρόβα, γύρισμα, παράσταση… Είμαστε ηθοποιοί συνέχεια. Έτσι ξεκινάει το βιβλίο του, Μπροστά στην κάμερα, ο Μάικλ Κέιν: «Εάν θέλεις να γίνεις ηθοποιός αλλά υπό τον όρο ότι αυτό δεν εμποδίζει το καθιερωμένο σου παιχνίδι του γκολφ, τις πολιτικές σου φιλοδοξίες ή τη σεξουαλική σου ζωή, τότε δεν θέλεις πραγματικά να γίνεις ηθοποιός. Το να είσαι ηθοποιός δεν είναι απλώς μια μερική απασχόληση, δεν είναι καν μια μόνιμη εργασία. Είναι κάτι παραπάνω. Είναι ένα μόνιμο πάθος. Μια μονομανία». Συμφωνώ 1.000%.

Δηλαδή δεν υπάρχει διαθεσιμότητα για κάτι άλλο στη ζωή σας, για προσωπική ζωή, για δημιουργία οικογένειας;
Σίγουρα δεν νιώθω έτοιμος για κάτι τέτοιο και δεν είναι θέμα καριέρας, είναι θέμα υπαρξιακό. Όσο πιο γεμάτος σε σχέση με την τέχνη και το επάγγελμά μου θα είμαι όταν φτάσω, αν φτάσω, να κάνω οικογένεια, τόσο πιο ευτυχισμένος θα είμαι κι εγώ και ο άνθρωπος που θα συναντήσω, αλλά και ο άνθρωπος που θα πάρουμε στο λαιμό μας. Γιατί αυτό κάνουμε με τα παιδιά μας. Τα παίρνουμε στο λαιμό μας. Δεν μπορώ να φανταστώ ανθρώπους που είτε πρέπει να λείπουν πάρα πολλές ώρες από το σπίτι, είτε να είναι εκεί και να μελετάνε κλεισμένοι, που να μην παραμελούν τα παιδιά τους. Εκτός αν το κάνει ο ένας γονιός σε βάρος του άλλου.

Τι σκέφτεστε για την αμεσότητα της επικοινωνίας που μας έδωσαν τα social media;
Είναι ένα τεράστιο δώρο της τεχνολογίας, αλλά θέλει διαχείριση. Πρώτα από τον αποστολέα κι έπειτα από τον δέκτη. Ενώ είναι πολύ ωραίο να επικοινωνείς με τους ανθρώπους, γνωστούς και αγνώστους, να μπορεί να σου στείλει κάποιος ένα μήνυμα, υπάρχει ο κίνδυνος μιας πλασματικής εντύπωσης οικειότητας. Σχεδόν παράλληλα ξεκινάει το μεγάλο θέμα της «γνώμης». Γενικά… μέτρον άριστον.

Φωτογράφος: Γιώργος Καπλανίδης (This Is Not Another Agency*)

Τι μάθατε μετά από τρία χρόνια θητείας στο μεγάλο τηλεοπτικό σχολείο των «Άγριων Μελισσών»;
Μας έδωσε πολλά η σειρά, βάζω πρώτα -και μαζί- την αγάπη του κόσμου και ότι γίναμε οικογένεια με τους συναδέλφους μου, έζησα κάτι πολύ ωραίο. Τελικά, όμως, μένω στο τι θα μπορούσαμε να κάνουμε καλύτερα. Μόνο έτσι πας στην επόμενη δουλειά. Ελπίζω να βάλουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας υψηλά στάνταρ και να καταφέρουμε να κάνουμε την εγχώρια παραγωγή, ή έστω ένα μέρος της, ανταγωνιστική στις ξένες αγορές. Με άλλα λόγια, να καταφέρουμε να φτιάξουμε ιστορίες που να αφορούν και άλλο κοινό πέρα από το ελληνικό.

Στη σειρά της ΕΡΤ «Φλόγα και άνεμος» υποδύεστε τον Δημήτρη Χορν. Τι γνώμη έχετε για τον σπουδαίο ηθοποιό;
Τον λάτρεψα. Διαβάζοντας γι’ αυτόν, συνάντησα έναν μπον βιβέρ, έναν αστό, αλλά και έναν ταγμένο στην τέχνη του, έναν ανικανοποίητο, έναν φοβερά γοητευτικό άνθρωπο, ένα αερικό. Υπάρχουν δύο είδη ηθοποιών, αυτοί του star system, που φέρνουν τους ρόλους στα μέτρα τους, και οι ηθοποιοί όπως η Μέριλ Στριπ, που είναι διαφορετικοί σε κάθε ρόλο. Εκείνος ήταν μεν star system, αλλά με έναν καταπληκτικά μοναδικό τρόπο. Ήταν ένας άντρας που τον ήθελαν όλες, ενώ απείχε πολύ από την εικόνα του «μάτσο». Μιλάμε για πολύ ιδιαίτερη πάστα ανθρώπου, μιλάμε για έναν τύπο που τον ερωτεύτηκε η Εντίθ Πιαφ. Τον ερωτεύτηκα κι εγώ, όπως καταλαβαίνετε.

Τι μπορείτε να μας πείτε για τον ήρωα που υποδύεστε στη «Μάγισσα», το σίριαλ που έρχεται το χειμώνα στον ΑΝΤ1 από τους δημιουργούς των «Άγριων Μελισσών»;
Ότι όταν μιλήσαμε με τον Λευτέρη Χαρίτο, μου είπε: «Τώρα θα κάνεις έναν τελείως διαφορετικό άνθρωπο από τον Νικηφόρο».

Τι σημαίνει για εσάς restart;
Η επανεκκίνηση είναι καθημερινότητα στη δουλειά μας. Η ίδια παράσταση επανεκκινεί κάθε μέρα. Και με κάθε ολοκλήρωση συνεργασίας αφήνεις πίσω ό,τι έχεις φτιάξει για να ξεκινήσεις από την αρχή.

Επιμέλεια Styling: Kωνσταντίνα Λειβαδίτη. Grooming: Enez manav (Beehive artists).

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below