Διονυσιακός, μεσαιωνικός, έξω καρδιά… Έτσι τουλάχιστον υποτίθεται ότι είναι ο εορτασμός της Αποκριάς. Υπόσχεται να ξορκίσει έστω και για λίγο την κατήφεια και τη ρουτίνα. Τα τελευταία χρόνια, όμως, μοιάζει να απευθύνεται σ΄ ένα συγκεκριμένο κοινό: τα παιδία και τους δύστυχους γονείς τους που σέρνονται από παιδότοπο σε παιδότοπο. Τα ενήλικα πάρτι στα σπίτια τείνουν να εκλείψουν και οι μαζικές εκδηλώσεις χαρακτηρίζονται στην πλειονότητά τους από ένα ψυχαναγκαστικό κέφι που μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε υπαρξιακού τύπου κατάθλιψη. Η αποκριάτικη περιρρέουσα ατμόσφαιρα περιορίζεται σε μασκαρεμένους τηλε-παρουσιαστές, φτωχικά καρναβάλια και κακοπληρωμένους μπάρμεν και σερβιτόρες που μεταξύ των άλλων δεινών τους είναι υποχρεωμένοι και να εργάζονται μασκαρεμένοι υπό τους ήχους της τζομπίτζομπά και του κεντελαπόνγκο. Και όμως.

Από την ταινία “Μια τρελή τρελή οικογένεια” 1965

Δεν έχει περάσει δα και τόσος καιρός από τότε που η μητέρα μου με τραβούσε από μαγαζί σε μαγαζί για να συλλέξουμε όλα εκείνα τα μοναδικά κομμάτια που θα συνέθεταν την τέλεια στολή. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν το μακιγιάζ, αλλά και κάποια δικά της κοσμήματα που με μεταμόρφωναν σε μία χαριτωμένη τσάρλεστον ή και Σκάρλετ  Ο Χάρα από την ταινία “Όσα παίρνει ο άνεμος”. Εξάλλου, ποτέ δεν έφτανε μία στολή. Τα καλέσματα πολλά. Το σχολείο οργάνωνε πάντα αποκριάτικο χορό σε κάποιο ξενοδοχείο, ενώ οι γονείς δεν μας εξαιρούσαν από τα καλέσματά τους. Εκείνη την εποχή έμοιαζε το πρόσταγμα των εορτασμών να το δίνουν οι ίδιοι οι μεγάλοι. Θυμάμαι να τους παρατηρώ να ντύνονται Άραβες. Παρά τις σκοτούρες τους είχαν αποστηθίσει κάποιες φράσεις, είχαν προμηθευτεί ψεύτικα χρυσά ρολόγια, έχοντας μεριμνήσει για κάθε λεπτομέρεια και μένοντας στον χαρακτήρα τους μέχρι τις πρωινές ώρες που τους άκουγα να επιστρέφουν στο σπίτι. Οι φιλικές μαζώξεις γίνονταν άνευ λόγου και αιτίας. Από τη μια στιγμή στην άλλη τα σπίτια γέμιζαν με κόσμο, τα τραπέζια με φαγητά και οι ψυχές με κέφι και χαρά. Η μητέρα μου και η γιαγιά μου έραβαν μόνες τους τις αποκριάτικες στολές, οι οποίες δεν ήταν απαραίτητες μόνο για τα πάρτι που γίνονταν ανελλιπώς κάθε Σάββατο την περίοδο της Αποκριάς. Φοριούνταν και στο δρόμο. Μπουλούκια ολόκληρα βγαίναμε λίγο αργότερα ως έφηβοι στις γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά ντυμένοι μασκαράδες για να καταλήξουμε σε μπαράκια και στους κεντρικούς δρόμους που είχαν μετατραπεί σε ένα ξέφρενο πάλκο. Η ενηλικίωσή μας φάνηκε να σηματοδοτεί και το τέλος μίας εποχής…the end of an era…που λένε και οι Αμερικάνοι. Η χρυσή εποχή, όμως, είχε παρέλθει πολύ νωρίτερα, καθώς δεν την είχαμε προλάβει…μόνο από ακούσματα.

Από την ταινία “Μια τρελή τρελή οικογένεια” 1965

Ακόμα κάποιες δεκαετίες νωρίτερα, η μικρή Αθήνα, η μικρή Θεσσαλονίκη, η μκρή Πάτρα μετατρεπόταν σε μία παρέα. Τα τερτίπια, οι σκοτούρες και τα αλληλοτρωγώματα που τριβέλιζαν ανέκαθεν τα μυαλά των Ελλήνων παραμέριζαν. Το μοναδικό θέμα συζήτησης στις παρέες ήταν τα «Μπαλ Μασκέ», όπως αποκαλούσαν τα πάρτι που γινόντουσαν σε σπίτια ή γνωστά ξενοδοχεία. Ξεχώριζε εκείνο της «Μεγάλης Βρεταννίας», όπου όλοι πήγαιναν ντυμένοι ντόμινο με απαραίτητο αξεσουάρ τη μάσκα. Ετσι, μη γνωρίζοντας ποιος είναι ποιος, απολάμβαναν το απενεχοποιημένο φλερτ με απρόσμενα επακόλουθα, αφού λόγω μεταμφίεσης πολύ συχνά σύζυγοι πλησιάζαν τις συζύγους τους. Ακολουθούσε το πάρτι του Ιππικού Oμίλου, της Ενωσης Θεατρικών Συγγραφέων, του ξενοδοχείου «Σεσίλ» στην Κηφισιά και του «Κινγκ Τζορτζ». Η ιδιοκτήτριά του Καίτη Καλκάνη οργάνωνε κάθε χρόνο στο «Tudor Hall» το περίφημο bal de tête, όπου οι καλεσμένοι κατέφταναν έχοντας στολισμένο μόνο το κεφάλι. Πολλά σπίτια άνοιγαν τις πόρτες τους και δεχόντουσαν μεγάλες παρέες μασκαράδων. Για να τους επιτραπεί η είσοδος έπρεπε ο αρχηγός της παρέας να χτυπήσει το κουδούνι και να αποκαλύψει το πρόσωπό του, ενώ οι υπόλοιποι δεν όφειλαν να βγάλουν τη μάσκα τους, διατηρώντας έτσι ένα μυστήριο. Μεγάλοι και μικροί χόρευαν τσα-τσα και τουίστ. Τότε, οι προσκλήσεις για τις περισσότερες εκδηλώσεις εστάλονταν και έναν μήνα πριν, ενώ συνήθως επέβαλαν ένα συγκεκριμένο θέμα.

Εξώφυλλο περιοδικό ΕΙΚΟΝΕΣ

Εποχή άφησε ένα πάρτι με τίτλο «Μια βραδιά στο λιμάνι». Οι περισσότερες γυναίκες, μεταξύ αυτών και πολλές διασημότητες της εποχής,  ντύθηκαν πόρνες της Τρούμπας. Τη δεκαετία του 60 βασίλισσα του καρναβαλιού είχε στεφτεί η Ζωζώ Σαπουντζάκη, ενώ λίγα βήματα πιο πίσω την ακολουθούσε η Ρίκα Διαλυνά. Τεράστια απήχηση είχαν και οι δημόσιοι αποκριάτικοι χοροί που οργάνωναν οι πρεσβείες, τα σωματεία, τα δημοτικά θέατρα. Το μεγαλύτερο γλεντοκόπημα, όμως, γινόταν στις ξακουστές τότε ταβέρνες της Πλάκας και του Ψυρρή. Του Τζουτζούρη, του Καβαλλάρη, του Παπαχειμώνα, του Γάκη, του Ρούκουνα και τόσες άλλες. Από κόσμο γέμιζε ασφυκτικά και η Ομόνοια, ενώ στη γωνία της Πανεπιστημίου και Εμμ. Μπενάκη γινόταν σωστό πανδαιμόνιο. Έστηναν ξέφρενο χορό στη μέση του δρόμου, εκεί κοντά στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Κάθε περαστικός, μάλιστα, συνήθως έβρισκε τον εαυτό του παρασυρμένο στο αυτοσχέδιο πάρτι, μέχρι που ο δρόμος και τα πεζοδρόμια δεν φαίνονταν από τις πιεροτίνες και τους ιππότες. Στη δεκαετία του ’80, το αθηναϊκό καρναβάλι είχε ως επίκεντρο την Πλάκα, όπου μασκαράδες κάθε ηλικίας αλώνιζαν με μουσικές, ρόπαλα και ροκάνες, γέλια και φωνές, σερπαντίνες και  χαρτοπόλεμο. Εξάλλου, ο εαορτασμός των αποκριών δεν αφορούσε τους κοσμικούς, ούτε απαιτούσε χρήματα. Παρέες έβάζαν ρεφενέ από ένα 100αρικο και γλεντούσαν μέχρι το πρωί. Τραγουδούσαν στις ταβέρνες και ξεχύνονταν μέχρι και τη Δεξαμενή, όπου τραγουδούσαν εξστασιασμένοι.

Αυτά αναλογίζομαι όταν βρίσκομαι και εγώ απόγευμα Σαββάτου σ’ ένα παιδικό αποκριάτικο πάρτι. Βαριεστημένοι γονείς έχουν συνοδεύσει τα καμάρια τους σ’ έναν γυμνό παιδότοπο που μάταια έχει ντυθεί εορτινά. Τα γνωστά και καθιερωμένα καρναβαλικά τραγούδια μας μετατρέπουν σε αποικία της Νοτίου Αμερικής, δίχως, όμως, να υπερκαλύψουν τα κλάματα, τις γκρίνιες και τα μικρά οικογενειακά δράματα που θα λάβουν χώρα τις επόμενες 2,5 ώρες που φαντάζουν με ατέρμονα έτη…

 

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below