Με κάθε φράση που διαβάζω από το βιβλίο της Αριάνα Χάρουιτς «Σκοτώσου, αγάπη» (εκδ. Opera, σε εκπληκτική μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη) μεγαλώνει ο θαυμασμός απέναντι και στη συγγραφέα και στη Λιν Ράμσεϊ, που τόλμησε να το μεταφέρει στον κινηματογράφο. «Με το ‘να χέρι κρατάω το παιδί μου, με το άλλο μια σκούπα. Με το ‘να χέρι μαγειρεύω, με το άλλο μαχαιρώνομαι. Τι ωραίο που έχουμε δύο χέρια. Τι πρακτικό. Έξω με περιμένει το αυτοκίνητο με τη μηχανή αναμμένη, τρέχω προσπαθώντας να μη σκοντάψω, κορνάρουν. Άκουσα! Θέλουν σώνει και καλά να’ μαι μαζί τους, καθισμένη στη θέση του συνοδηγού, με τη ζώνη καλά δεμένη, με την προσδοκία της κυριακάτικης βόλτας. Πού πάμε;, ρωτάει η πεθερά μου που δεν πενθεί πια και συμπεριφέρεται όπως κάθε χήρα, σαν αυτές που βλέπουμε στα τραπέζια των μοντέρνων cafes να τρώνε πάστες».

Η Χάρουιτς είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξή της (fractal.gr) ότι η γραφή «πάντα είναι και δεν είναι αυτοβιογραφική». Το έγραψε μετά τη γέννηση του γιου της, που «μου προκάλεσε αγωνία, την αγωνία του θανάτου να έχεις ένα γιο, γιατί ξέρουμε ότι δίνουμε ζωή σε ένα μελλοντικό πτώμα και ουσιαστικά πεθαίνουμε τη μέρα εκείνη, είναι ένας θάνατος βέβαιος το να γίνεις μάνα». Τοποθετεί την ηρωίδα της σε ένα απομονωμένο σπίτι στην εξοχή, όπου περνάει άπειρες ώρες καθημερινά με το μωρό της όταν ο σύζυγός της φεύγει για δουλειά. Η αφηγήτριά της, σχολιάζει το New Yorker, «αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα γυναίκας που έχει παγιδευτεί μέσα στη μητρότητα και στην ικανοποίηση των αναγκών μιας άλλης ύπαρξης -του παιδιού της- ζώντας υπό το καθεστώς μιας διαρκούς επιλόχειας κατάθλιψης. Εδώ, δεν έχουμε μια μητέρα που πασχίζει να γίνει “καλή”· έχουμε μια γυναίκα που πασχίζει να μη γίνει “κακή”».

Η βραβευμένη με BAFTA Ράμσεϊ έχει αποδείξει ήδη από το «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν» της Λάιονελ Σράιβερ (εκδ. Μεταίχμιο) ότι δεν φοβάται να αγγίξει ένα μυθιστόρημα που εξερευνά τις πιο σκοτεινές πτυχές της μητρότητας. Ωστόσο η μεταφορά του βιβλίου της Χάρουιτς στη μεγάλη οθόνη είναι ακόμα πιο απαιτητική, νομίζω: Η Αργεντινή συγγραφέας, που συχνά οι κριτικοί παρομοιάζουν με τη Σίλβια Πλαθ και τη Βιρτζίνια Γουλφ, μας φέρνει αντιμέτωπους με μια γραφή χειμαρρώδη, βαθιά ενδοσκοπική, δίνοντας φωνή σε μια ηρωίδα που επιτίθεται με ζωώδη ορμή στους κοινωνικούς κανόνες και τα στερεότυπα, σαν να βλέπεις ένα μεγάλο σκυλί να κάνει κομμάτια με τα δόντια του ένα εγχειρίδιο χρήσης.

Η συγγραφέας Ariana Harwicz. Photo: Jimena Cortez Bogotá

Μερικούς από αυτούς τους κοινωνικούς κανόνες και στερεότυπα θέσαμε στη Χάροουιτς σε μια νέα συνέντευξή της στο Marie Claire Greece. Αφορμή, ο ερχομός της κινηματογραφικής μεταφοράς του βιβλίου στις ελληνικές αίθουσες, στις 27 Νοεμβρίου από τη The Film Group, με τίτλο «Πέθανε αγάπη μου», με τη βραβευμένη με Όσκαρ Τζένιφερ Λόρενς και τον Ρόμπερτ Πάτινσον στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και με τον Μάρτιν Σκορσέζε στην παραγωγή.

Πότε γεννήθηκε η ιδέα του «Σκοτώσου, αγάπη» και τι σημαίνει ότι υπήρξε το πρώτο μιας «ακούσιας» τριλογίας βιβλίων σύμφωνα με την περιγραφή του;

«Πρέπει να ταξιδέψουμε πίσω σε ό,τι μου φαίνεται πλέον σαν μια προϊστορική εποχή της λογοτεχνικής ζωής μου: στο καυτό, αγροτικό καλοκαίρι του 2011. Ήμουν ξαπλωμένη στο γρασίδι, σχεδόν στην ίδια ρομαντική -σαν να ετοιμάζεται να λιποθυμήσει- πόζα της πρωταγωνίστριας του “Πέθανε αγάπη μου”. Και, όπως συμβαίνει συχνά, το βιβλίο γεννήθηκε από μια υπαρξιακή κρίση. Η λογοτεχνία δεν αναδύεται από την απλή εξουθένωση μιας μητέρας· γεννιέται από μια ρήξη του πνεύματος, ακριβώς όπως και τα περισσότερα φιλοσοφικά έργα έρχονται στην επιφάνεια από μια στιγμή εσωτερικής κατάρρευσης. Η “ακούσια τριλογία” αναφέρεται στα μυθιστορήματα που ακολούθησαν μετά το “Σκοτώσου, αγάπη” τα οποία, παρά την πρόθεσή μου -εξ ου και το “ακούσια”- κατέληξαν να δημιουργήσουν ένα είδος τριπτύχου, μια ολοκληρωμένη εικόνα».

Στιγμιότυπο της ταινίας «Πέθανε αγάπη μου». ©MUBI/ Kimberley French

Από την πρώτη κυκλοφορία του μυθιστορήματός σας [το 2012 στα ισπανικά] πόσο έχει αλλάξει ο δημόσιος διάλογος για την επιλόχειο κατάθλιψη; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το θέμα έχει γίνει λιγότερο ταμπού;

«Δεν είμαι ούτε ψυχαναλύτρια ούτε ανθρωπολόγος, αλλά ας πούμε ότι ο ρόλος των ταμπού στην κοινωνία παραμένει ακριβώς ο ίδιος. Ένα μυθιστόρημα, ένα βιβλίο -ανεξάρτητα από τον αντίκτυπο που έχει- δεν μπορεί να τα ανατρέψει εντελώς. Ούτε καν οι αρχαίοι Έλληνες δεν κατάφεραν να το κάνουν. Τα ταμπού επιτελούν βαθιές ψυχικές και κοινωνικές λειτουργίες. Ωστόσο πιστεύω ότι συμβαίνουν κάποιες μικρές αλλαγές, ελαφριές μετατοπίσεις, που μας επιτρέπουν να δούμε πιο καθαρά συγκεκριμένα φαινόμενα όπως η επιλόχειος εμπειρία. Αυτό εξαρτάται πάντα από την κοινωνία, τον πολιτισμό και τη θρησκεία που προσλαμβάνουν ένα έργο. Γιατί πέρα από τα ταμπού υπάρχουν επίσης οι πολιτισμικές και θρησκευτικές δομές κάθε κοινότητας. Και πιστεύω ότι σήμερα, παρόλο που βρισκόμαστε στον μεταμοντερνισμό, τείνουμε ακόμα να σκεφτόμαστε με κάποιους απίστευτα μεσαιωνικούς τρόπους».

«Ήμουν ξαπλωμένη στο γρασίδι, σχεδόν στην ίδια ρομαντική -σαν να ετοιμάζεται να λιποθυμήσει- πόζα της πρωταγωνίστριας του “Πέθανε αγάπη μου”. Και, όπως συμβαίνει συχνά, το βιβλίο γεννήθηκε από μια υπαρξιακή κρίση.»

Ποιες ήταν οι πρώτες σκέψεις σας στην ιδέα της κινηματογραφικής μεταφοράς του βιβλίου σας;

«Ανέκαθεν, από πολύ νεότερη, σκεφτόμουν την ιδέα της μεταφοράς της λογοτεχνίας στον σινεμά, της μουσικής στη λογοτεχνία και της λογοτεχνίας στην όπερα. Αυτά τα συγκοινωνούντα δοχεία -αυτές οι μεταγγίσεις- ανέκαθεν μού φαινόταν ότι κατέχουν κεντρική θέση στην τέχνη. Έτσι, παρόλο που δεν μπορούσα να πάρω μέρος στην κυοφορία της ταινίας, πράγμα για το οποίο μετανιώνω, υπήρξε για μένα συναρπαστικό το να παρακολουθώ, αόρατη, όσα έκαναν με το έργο μου. Είναι σαν να γίνεσαι μάρτυρας της έκβασης μιας δικής σου σύνθεσης. Δεν έβλεπα τα αποτελέσματα της ανάγνωσής του σε πραγματικό χρόνο, κι αυτό είναι από μόνο του ενδιαφέρον. Ειλικρινά, δεν είχα ιδέα τι θα έκαναν με το βιβλίο. Ήταν ένα απόλυτο μυστήριο για εμένα!».

Στιγμιότυπο της ταινίας «Πέθανε αγάπη μου». ©MUBI/ Kimberley French

Πώς ήταν λοιπόν να παρακολουθείτε την Τζένιφερ Λόρενς να δίνει ζωή στην ηρωίδα του βιβλίου σας; Αναγνωρίσατε στοιχεία της στην Γκρέις της, ή με την ερμηνεία της τη μεταμόρφωσε σε μια ολότελα διαφορετική γυναίκα;

«Η αλήθεια είναι ότι αναγνώρισα συγκεκριμένα στοιχεία της δικής μου Γκρέις. Παρόλο που η Γκρέις μου δεν είχε όνομα, είδα κάτι στο βλέμμα της – στην υπαρξιακή και πνευματική κρίση για την οποία μίλησα παραπάνω, στην απόγνωσή της, στο ανέφικτο του να επικοινωνήσει ό,τι ζούσε, στον οριακό χαρακτήρα του ψυχισμού της. Κάτι από εκείνη την απόγνωση ήταν εκεί. Ήταν τα πάντα – και η σχέση της με τα ζώα, επίσης. Μπορούσα πραγματικά να το νιώσω. Στο σώμα της, στον τρόπο με τον οποίο ενσάρκωσε τον ρόλο, στο στήσιμο της φυσικής παρουσίας της».

Αν το αγροτικό περιβάλλον όπου βρίσκεται η Γκρέις επηρεάζει με πολλούς τρόπους την ψυχική υγεία της, πώς μπορεί μια γυναίκα που ζει σε μεγάλη πόλη να ταυτιστεί με την ιστορία της;

«Η τέχνη δεν εξαρτάται και δεν καθορίζεται ποτέ από τη γεωγραφία μιας χώρας, από την κουλτούρα, τη γλώσσα, ούτε καν από την ιστορική εποχή ή τον αιώνα της. Δεν εξαρτάται ούτε από το φύλο -είτε γεννιέται στη φαντασία μιας γυναίκας είτε ενός άντρα- ούτε από την ηλικία. Στην πραγματικότητα δεν εξαρτάται απολύτως από τίποτα, έτσι δεν είναι; Διαφορετικά, δεν θα μπορούσαμε να διαβάσουμε τις “Χίλιες και μια νύχτες”, το “Δεκαήμερο” του Βοκακίου ή να δούμε έναν πίνακα του Ντελακρουά ή του Βερμέερ και να αναγνωρίσουμε σε αυτά κάτι δικό μας.

«Η τέχνη δεν εξαρτάται και δεν καθορίζεται ποτέ από τη γεωγραφία μιας χώρας, από την κουλτούρα, τη γλώσσα, ούτε καν από την ιστορική εποχή ή τον αιώνα της. Δεν εξαρτάται ούτε από το φύλο -είτε γεννιέται στη φαντασία μιας γυναίκας είτε ενός άντρα- ούτε από την ηλικία.»

»Για αυτόν ακριβώς το λόγο μπορεί κάποιος να φανταστεί, να φαντασιωθεί ή να υποκαταστήσει το αγροτικό περιβάλλον του μυθιστορήματος ή της ταινίας με το κέντρο μιας πόλης. Γίνεται εφικτό μέσα από τη γλώσσα και τους συμβολισμούς ενός καλλιτεχνικού τοπίου. Έτσι, για παράδειγμα, μέσα από το “Μαγικό Βουνό” [το μυθιστόρημα του Τόμας Μαν] μπορώ να φανταστώ ένα δικό μου καταφύγιο».

Στιγμιότυπο της ταινίας «Πέθανε αγάπη μου». ©MUBI/ Kimberley French

Πιστεύω ότι μέχρι σήμερα πολλές γυναίκες περιμένουν έναν άντρα σαν σωτήρα. Θα μπορούσε ο σύντροφος της Γκρέις να τη σώσει από τις ψυχικές δοκιμασίες της;

«Δεν θα μπορούσα να το σκεφτώ με δυαδικούς όρους, έναν άντρα να σώζει μια γυναίκα ή μια γυναίκα να σώζει έναν άντρα. Πιστεύω ότι είναι ήδη κατανοητό ότι κανένας δεν μπορεί να μας σώσει, ότι η δύναμη και σωτηρία έρχεται από μέσα μας. Σε κάθε περίπτωση, δεν πιστεύω ότι το βιβλίο ή η ταινία δίνουν αυτή την ωραιοποιημένη, ρομαντική εικόνα, ότι μπορεί κάποιος άλλος να μας σώσει από τις δικές μας αποτυχίες, από το δικό μας ψυχικό τέλμα, από τη δική μας κατάθλιψη.

»Πιστεύω ότι η ηρωίδα στο “Πέθανε αγάπη μου” αναζητά κάτι περισσότερο. Εξ ου και η επίκληση σε ένα ελάφι, στη φύση, στη λογοτεχνία των Βιρτζίνια Γουλφ και Σίλβια Πλαθ, στη φωτιά και στον εγκλεισμό».

«Δεν πιστεύω ότι το βιβλίο ή η ταινία δίνουν αυτή την ωραιοποιημένη, ρομαντική εικόνα, ότι μπορεί κάποιος άλλος να μας σώσει από τις δικές μας αποτυχίες, από το δικό μας ψυχικό τέλμα, από τη δική μας κατάθλιψη.»

Αν η Γκρέις είναι πιο σύνθετο πλάσμα από τον σύντροφό της, μπορούμε να αναγάγουμε αυτή την απεικόνιση γενικά στις γυναίκες και στους άντρες; 

«Δεν θα μπορούσα ποτέ να συναινέσω σε αυτό τον ισχυρισμό, αποφασίζοντας ότι υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων πιο περίπλοκη και μια άλλη πιο απλή. Αυτό είναι, το λιγότερο, μια μορφή ρατσισμού. Και η τέχνη πρέπει πάντα να παίρνει τις αποστάσεις της και να αποφεύγει σαν την πανούκλα τις γενικεύσεις, να αποφεύγει τις παγίδες των κλισέ, των τάσεων, της φτηνής ψυχολογίας. Πιστεύω ότι αυτό που πρέπει να κάνει ένας ζωγράφος, ένας κινηματογραφιστής, ένας συγγραφέας είναι να δει ένα ανθρώπινο πλάσμα σε όλες τις διαστάσεις του, σαν να ήταν καλλιτέχνης του Κυβισμού, και να προσπαθήσει να εκφράσει όλες τις διαστάσεις του. Όσο περισσότερες είναι οι αντιθέσεις, οι αντιφάσεις, οι διαστάσεις, τα επίπεδα, τόσο το καλύτερο».

Στιγμιότυπο της ταινίας «Πέθανε αγάπη μου». ©MUBI/ Kimberley French

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το γεγονός ότι η Grace έχει μια πιο στενή επαφή με τη ζωώδη πλευρά της την απομονώνει από την κοινωνία;

«Πράγματι, η συμπεριφορά της την εκτοπίζει από την κοινωνία, κάνοντάς την αντικοινωνική, μια παρία, μια outsider, αναμφίβολα. Αυτό προέρχεται και από τη ζωώδη πλευρά της και από το γεγονός ότι ξεπερνάει οτιδήποτε συνηθισμένο, “κανονικό”, είναι απόλυτα ασυνήθιστη και δύσκολο για κάποιον είτε να την εξημερώσει είτε να απομακρυνθεί από αυτήν».

«Η τέχνη πρέπει πάντα να παίρνει τις αποστάσεις της και να αποφεύγει σαν την πανούκλα τις γενικεύσεις, να αποφεύγει τις παγίδες των κλισέ, των τάσεων, της φτηνής ψυχολογίας. Πιστεύω ότι αυτό που πρέπει να κάνει ένας ζωγράφος, ένας κινηματογραφιστής, ένας συγγραφέας είναι να δει ένα ανθρώπινο πλάσμα σε όλες τις διαστάσεις του, σαν να ήταν καλλιτέχνης του Κυβισμού»

Περισσότερα για την ταινία

Η Γκρέις και ο Τζάκσον είναι ένα νεαρό και ερωτευμένο ζευγάρι, που μετακομίζει από τη Νέα Υόρκη για μια πιο ήσυχη ζωή σε ένα σπίτι που έχει κληρονομήσει στην επαρχιακή Μοντάνα. Η Γκρέις προσπαθεί να βρει την ταυτότητά της με ένα νέο μωρό σε αυτό το απομονωμένο περιβάλλον. Είναι μία γυναίκα που λαχταρά την ελευθερία, αλλά νιώθει παγιδευμένη σε ένα ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον, που την οδηγεί σιγά σιγά στην τρέλα. Mε τη δύναμη της φαντασίας, το θάρρος και μια άγρια, εκτυφλωτική ζωντάνια που δεν ήξερε πως είχε, ανακαλύπτει ξανά τον εαυτό της.

Η ταινία είχε επίσημη συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών 2025.

Στιγμιότυπο της ταινίας «Πέθανε αγάπη μου». ©MUBI/ Kimberley French

Περισσότερα για το βιβλίο

Το μυθιστόρημα ακολουθεί μια γυναίκα που μετακομίζει με τον σύζυγό της στη μέση του πουθενά, στη Γαλλία. Απομονωμένη και απογοητευμένη, παλεύει με τα δεσμά του γάμου και της μητρότητας.

Ο Μάρτιν Σκορσέζε το έστειλε στην εταιρεία παραγωγής της Τζένιφερ Λόρενς, καθώς ήταν σίγουρος ότι εκείνη μπορούσε και έπρεπε να υποδυθεί τη μητέρα. Με τη σειρά τους, η Λόρενς και η συνεργάτιδά της στην παραγωγή, Τζαστίν Τσιαρόκι, είχαν στο μυαλό τους μόνο μία σκηνοθέτιδα: τη Λιν Ράμσεϊ, η οποία σε όλη της την καριέρα έχει επικεντρωθεί ιδιαίτερα στη σκοτεινή πλευρά της γονικής ευθύνης και της οικογενειακής δυναμικής.

Info

Η ταινία «Πέθανε αγάπη μου» κυκλοφορεί στους κινηματογράφους 27/11 από την TFG. Είναι βασισμένη στο βιβλίο «Σκοτώσου, αγάπη» της Αριάνα Χάρουιτς, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις opera σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below