Ο Αύγουστος Κορτώ είναι φανατικός καπνιστής και το δηλώνει, παρόλα αυτά, τάσσεται υπέρ του αντικαπνιστικού νόμου με ένα κείμενο το οποίο ανέβασε στο Facebook του:

“Ως σαραντάρης, έχω φωτογραφία της μάνας μου με μένα στην κοιλιά και το τσιγάρο στο χέρι. Τα χρόνια εκείνα το παθητικό κάπνισμα – τουλάχιστον στα καθ’ ημάς – δεν υφίστατο ως έννοια: τα ξαδέρφια μου κι εγώ μεγαλώσαμε μέσα σε ομίχλη νικοτίνης, στο ΙΚΑ όπου δούλευε ο πατέρας μου γιατροί κι ασθενείς κάπνιζαν ακατάπαυστα, νοσοκομεία, πανεπιστήμια, λεωφορεία, αεροπλάνα, (και φυσικά εστιατόρια και μπαρ) ήταν τεκέδες κανονικοί.

Επιρρεπής στους εθισμούς καθώς είμαι (στοματοεξαρτητική προσωπικότητα, θα λέγαν οι ψυχαναλυτές) με το πρώτο μου τσιγάρο έγινα θεριακλής. Κι επωφελούμενος της χαλαρότητας (id est: ασυδοσίας) που επικρατεί στη χώρα μας, έχω καπνίσει τόνους τσιγάρα σε κλειστούς χώρους – δίχως την παραμικρή συναίσθηση της γαϊδουριάς μου. Αφού το κάνουν όλοι, αφού κανείς δεν διαμαρτύρεται, αφού ακόμα κι η απαγόρευση που ισχύει στις περισσότερες χώρες του κόσμου παρακάμπτεται με παραθυράκια (χάρτινα κυπελάκια με νερό, ή ρίψη της γόπας απευθείας στο πάτωμα) για ποιον λόγο να ξεβολευτώ;

Όμως ακόμα κι ένας εξαρτημένος απ’ τη νικοτίνη κάφρος σαν και μένα αντιλαμβάνεται το προφανές: μπαίνοντας σ’ ένα συνωστισμένο καφέ, μπαράκι ή κλαμπ, ή στο ταξί ενός ταρίφα που φουμάρει, είναι σαν να κάνεις μακροβούτι σε τασάκι. Ακόμα κι αν δεν σου καίγεται καρφί για τους άκαπνους, η μπόχα σε πιάνει απ’ τα μούτρα.

Και ειδικά στην Ελλάδα – όπου Νοέμβρη μήνα γυρνάμε με τα μακό – δεν έχουμε καμιά δικαιολογία: μπορείς ν’ αράξεις έξω όλο τον χρόνο και να κάνεις τα πλεμόνια σου πίσσα χωρίς να τυραννάς τους άλλους.

(Το πώς και κατά πόσον θα εφαρμοστεί καθολικά κι αμείλικτα ο αντικαπνιστικός νόμος είναι ακόμα αβέβαιο. Αλλά το πρώτο βήμα είναι να σοβαρευτούμε οι υπαίτιοι του προβλήματος, οι χοντρόπετσες Ελληναράδικες τσιμινιέρες.)”

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below