Τον Μίκη Θεοδωράκη αποχαιρετά από το πρωί σύσσωμη η ελληνική καλλιτεχνική και πολιτική κοινότητα. Μόλις έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου σπουδαίου Έλληνα, χιλιάδες χρήστες έσπευσαν να γράψουν δύο λόγια για τον μεγάλο μουσικοσυνθέτη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πολιτικοί, καλλιτέχνες, Έλληνες και ξένοι θρήνουν για την απώλειά του  ανθρώπου  που συνδέθηκε με τις σημαντικότερες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας της χώρας μας.

Μία από τις πιο συγκινητικές αναρτήσεις ήταν αυτή του Φοίβου Δεληβοριά, ο οποίος νοσταγλικά περιγράφει την πρώτη φορά που τον είδε στη σκηνή, αλλά και τα δύσκολα πρωινά που τα βήματά του τον οδηγούσαν έξω από το σπίτι του μεγάλου καλλιτέχνη και η μουσική του γαλήνευε την ψυχή του.

«Πρώτη και τελευταία φορά τη μέρα εκείνη είδα άνθρωπο να πετάει. Δεν ήταν διεύθυνση αυτό, ήταν το πρώτο πέταγμα του ανθρώπου», γράφει ο Φοίβος Δεληβοριάς για τη στιγμή που είδε τον Μίκη Θεοδωράκη να διευθύνει την ορχήστρα του στο Ηρώδειο.

«Πολλές φορές περνούσα κάτω απ’ το σπίτι του, απέναντι απ’ την Ακρόπολη. Δεν του χτυπούσα το κουδούνι. Μόνος στο αμάξι άκουγα τη μουσική του-σαν ένα είδος χάρτη, κάποια πρωϊνά που το ταξίδι ήταν δύσκολο», συνεχίζει, ενώ καταλήγει με μια μικρή διαπίστωση για τους σύγχρονούς του, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν την «οδηγία» του.

Διάβασε ολόκληρο το κειμένό του

«Ο ΜΟΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΙΔΑ ΝΑ ΠΕΤΑΕΙ
Δεν θα ξεχάσω ποτέ που οι γονείς μου –ο πατέρας μου δεν αγάπησε ποτέ άλλη μουσική περισσότερο απ’τη δική του- με πήγαν στο Ηρώδειο 14 χρονών να ακούσουμε το «Άξιον Εστί», που θα παιζόταν για πρώτη φορά εκεί.
Ο Μίκης στα 60 του δεν είχε ακόμα τη χαρά να του παραχωρηθεί το Ηρώδειο.Του το αρνούνταν σθεναρά οι διάφορες εκλεγμένες καρέκλες. Μόλις ξεκίνησε η συναυλία, καταλάβαμε όλοι γιατί.
Πρώτη και τελευταία φορά τη μέρα εκείνη είδα άνθρωπο να πετάει. Δεν ήταν διεύθυνση αυτό, ήταν το πρώτο πέταγμα του ανθρώπου. Ο Μίκης μπορούσε να το κάνει. Και ήθελε να πάρει κι εμάς μαζί. Το ότι άλλες φορές το ελληνικό σώμα τον αντιμετώπιζε σα Θεό και άλλες φορές ομοθυμαδόν ήθελε να τον εξευτελίσει, δεν οφειλόταν στην όποια ανθρώπινη ανισότητά του. Αλλά στην δική μας σχέση με την πτήση.
Κάποτε –το 2005 νομίζω- πήγαμε μαζί κι ακούσαμε την πρόβα της «Πρώτης Συμφωνίας» του στο Μέγαρο. Δεν έχω δει μεγαλύτερο καλλιτεχνικό παράπονο απ’αυτό που είχε όσο παρακολουθούσε. Θυμόταν την εποχή που –ανάμεσα σε εξορίες- είχε πρωτογράψει το έργο. Θυμόταν κάθε αρνητική κριτική, κάθε πολιτικο-καλλιτεχνική συνομωσία που του στέρησε τότε τη χαρά και τον έπαινο. «Δεν είχα ενθάρρυνση», μου έλεγε. «Διαφορετικά, θα είχα προχωρήσει αλλιώς». Σκέψου να το ακούς αυτό απ’τον άνθρωπο που έφτασε στο απροχώρητο.
Γυρνώντας στο σπίτι του, περνώντας απ’του Μακρυγιάννη, μου διηγήθηκε –έτσι όπως ποτέ δεν τα έγραψε- τα δικά του Δεκεμβριανά. Είχε πάλι τόση ζωντάνια και τόσο παράπονο ο λόγος του, που αισθάνθηκα σα να παίζω στο φινάλε του «Αποκάλυψη Τώρα». Σα να είμαι με τον -μεγαλύτερο από τη Ζωή- συνταγματάρχη Κουρτς και να προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω το νόημα της ανείπωτης ελευθερίας του, της βουτηγμένης στο αίμα και στην ομορφιά. Όταν το βράδυ γύρισα στο σπίτι μου, αισθανόμουν πως η όποια ελευθερία των σημερινών επιλογών μου, η Δημοκρατία στην οποία ζούσα, έγραφα και ανέπνεα, οφειλόταν στην τρελή θυσία της γενιάς του.
Πολλές φορές περνούσα κάτω απ’το σπίτι του, απέναντι απ’την Ακρόπολη. Δεν του χτυπούσα το κουδούνι. Μόνος στο αμάξι άκουγα τη μουσική του-σαν ένα είδος χάρτη, κάποια πρωϊνά που το ταξίδι ήταν δύσκολο.
Δεν πειράζει που εμείς οι συγκαιρινοί του Έλληνες δεν μπορέσαμε να ακολουθήσουμε την «οδηγία» της Μουσικής του. Το μέρος όπου καταλήγει η πτήση μας, είναι εκεί. Χαρτογραφημένο. Μια αληθινή Νεφελοκοκκυγία του μέλλοντος. Κάποια στιγμή, από τα σωστά παιδιά -που ίσως σήμερα γεννιούνται- θα ανακαλυφθεί»

Δες την ανάρτηση του Φοίβου Δεληβοριά

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below