Μια διεθνής ομάδα ερευνητών υπό την επίβλεψη του Πανεπιστημίου McMaster βρήκε ότι ενώ η υψηλότερη θερμοκρασία και η υγρασία μπορούν να καθυστερήσουν την εξάπλωση της COVID-19, οι περισσότερες ώρες ηλιοφάνειας σχετίζονται με αυξημένη συχνότητα εμφάνισης της νόσου, σημάδι ότι οι ημέρες με λιακάδα μπορούν να δελεάσουν περισσότερο τους ανθρώπους να βγουν έξω, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει υψηλότερο κίνδυνο μόλυνσης.

Τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο Geographical Analysis, ενημερώνουν τον εκτεταμένο επιστημονικό διάλογο για το πώς οι αλλαγές της εποχής και συγκεκριμένα ο πιο ζεστός καιρός μπορούν να διαμορφώσουν την εξάπλωση της COVID-19.
Παρόλο που οι έρευνες έχουν δείξει ότι οι παθογόνοι μικροοργανισμοί όπως ο ιός της γρίπης και ο SARS ευδοκιμούν σε χαμηλότερες θερμοκρασίες και στην υγρασία, λίγα έχουν γίνει γνωστά για τον SARS-CoV2, τον παράγοντα που προκαλεί τη νόσο COVID-19.

«Υπάρχει μεγάλη πίεση για την επανέναρξη της οικονομίας και πολλοί άνθρωποι θέλουν να μάθουν αν αυτό είναι ασφαλέστερο να συμβεί κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι περιορισμοί στην κυκλοφορία, που έχουν ήδη αρχίσει να αίρονται σε όλο τον κόσμο, εξαρτώνται εν μέρει από το πώς θα επηρεαστεί ο SARS-CoV2 από την αλλαγή της εποχής», εξηγεί ο Δρ. Antonio Páez, καθηγητής, ερευνητής και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.

Ο ειδικός και οι συνεργάτες του διερεύνησαν τους κλιματικούς παράγοντες που σχετίζονται με την εξάπλωση της COVID-19 σε διάφορες περιοχές της Ισπανίας, μιας από τις χώρες που «χτυπήθηκαν» εντονότερα από την πανδημία, με περισσότερα από 270.000 περιστατικά κορωνοϊού.

Οι επιστήμονες συνδύασαν και ανέλυσαν δεδομένα σχετικά με τα καταγεγραμμένα περιστατικά της νόσου και μετεωρολογικές πληροφορίες για μια περίοδο 30 ημερών, η οποία ξεκίνησε λίγο πριν την ανακήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

Στα υψηλότερα επίπεδα θερμοκρασίας και υγρασίας, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι για κάθε ποσοστιαία αύξηση, υπήρχε 3% πτώση στη συχνότητα εμφάνισης της COVID-19, ενδεχομένως επειδή ο θερμότερος καιρός περιορίζει τη βιωσιμότητα του ιού.

Το αντίθετο καταγράφηκε για τις ώρες της ηλιοφάνειας: περισσότερος ήλιος σήμαινε μεγαλύτερη εξάπλωση. Οι ερευνητές εικάζουν ότι η αύξηση μπορεί να σχετίζεται με την ανθρώπινη συμπεριφορά, καθώς η υπακοή στο μέτρο της καραντίνας συνήθως μετριάζεται τις ηλιόλουστες ημέρες.

Προς έκπληξη των επιστημόνων, τα ποσοστά μετάδοσης μειώνονταν μεταξύ των πιο πυκνών πληθυσμών και σε περιοχές με περισσότερους ηλικιωμένους, πράγμα που υποδεικνύει ότι οι πληθυσμοί αυτοί θεωρούν ότι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο κι έτσι είναι πιο πιθανό να υπακούσουν στις οδηγίες περιορισμού στο σπίτι.

Παρόλο που οι γηραιότεροι είναι πιο ευάλωτοι στη νόσο, οι ερευνητές πιστεύουν ότι έχουν λιγότερες συνολικά πιθανότητες να συμβάλουν στην εξάπλωσή της επειδή είναι πιο πρόθυμοι να απομονωθούν λόγω των προβλημάτων υγείας ή μετακίνησης.

Ο Δρ. Páez τονίζει ότι μοντέλα όπως αυτό που ανέπτυξε μαζί με την ομάδα του δείχνουν ότι η μόλυνση από τη νόσο COVID-19 φθίνει καθώς η καραντίνα εξελίσσεται, πιθανότατα σε σημείο εξαφάνισης, συμπέρασμα που αποτελεί επιχείρημα για τη διατήρηση της πειθαρχίας παρά τον καλό καιρό.

«Είναι πιθανό να παρατηρήσουμε μείωση στη συχνότητα εμφάνισης της νόσου καθώς ο καιρός ζεσταίνει, πράγμα που αποτελεί επιχείρημα για τη χαλάρωση της κοινωνικής απόστασης ώστε να επωφεληθούμε από τα λιγότερα περιστατικά που σχετίζονται με τις υψηλότερες θερμοκρασίες. Όμως, μια πιο συντηρητική προσέγγιση θα ήταν να χρησιμοποιήσουμε τους μήνες του καλοκαιριού συνεχίζοντας τις αυστηρές οδηγίες για διατήρηση της καραντίνας με στόχο να ξεπεράσουμε οριστικά αυτή την πανδημία», σχολιάζει καταληκτικά ο Δρ. Páez.

Πηγή: ygeiamou.gr

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below