Η καθημερινή διαπάλη των σχέσεων και η ενδοοικογενειακή βία, η πικρία και η ματαίωση αλλά ταυτόχρονα και η τρυφερότητα, η ζωογόνα ελπίδα, η λοξή σεξουαλικότητα, η αγάπη, το χιούμορ, η παρηγοριά. Περιπλανήσεις στην Αθήνα και την επαρχιακή μεθόριο, τυχαία βλέμματα και κουβέντες που λάμπουν απρόσμενα θερμαίνοντας την καρδιά, ο καθημερινός πόνος των ανθρώπων αλλά ενίοτε και ο πόνος των ζώων. Στην παράσταση «Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;», η 1+1=1 και η Angelus Novus ανεβάζουν, στο Θέατρο Φούρνος, πέντε διηγήματα του Σωτήρη Δημητρίου σε μορφή μονολόγου, σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη και ερμηνεία Δέσποινας Σαραφείδου.
Μια γυναίκα εγκλωβισμένη σ’ ένα ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον ξαναβρίσκει τη γλώσσα της καθώς θρηνεί το χαμένο παιδί της. Μια φτωχοπουτάνα που πουλάει το γιο της για δυο χιλιάρικα στη Συγγρού συνδέεται ξανά με τις ρίζες της την ώρα της ύστατης απώλειας. Μια φλέβα που χορεύει άτσαλα αποκαλύπτει τη δύναμη και το χαμόγελο μιας μάνας αφοσιωμένης στην άρρωστη κόρη της. Ένα νεκροταφείο γίνεται το σκηνικό για την ερωτική συνεύρεση δυο μοναξιασμένων που καταφάσκει τη ζωή. Τέλος, τα ζώα που υποφέρουν τα πάνδεινα σ’ έναν μακρινό ναύσταθμο καταλήγουν να είναι μια αλληγορία για τις αδέσποτες τύχες όλων μας.
Τα πλάσματα του Σωτήρη Δημητρίου, που κουβαλούν μιαν αντίδικη μοίρα και πορεύονται ακυβέρνητα αναζητώντας κάπου ν’ ακουμπήσουν, ζωντανεύουν στη σκηνή από τη βραβευμένη με το βραβείο ερμηνείας Κάρολος Κουν (2018) ηθοποιό, η οποία μοιράζεται μαζί μας την εμπειρία της από τη δημιουργία της παράστασης και από μια σημαντική διαδρομή στην υποκριτική.
Οι ηρωίδες του Σωτήρη Δημητρίου που ερμηνεύετε στην παράσταση πού βρίσκουν στήριγμα για να επιβιώσουν και, έστω, να βρουν κάποιες στιγμές γαλήνης; Αν θα έπρεπε να ξεχωρίσετε μία από αυτές τις ηρωίδες που σας συγκίνησε ιδιαίτερα, ποια θα ήταν;
«Όλες, τραυματισμένες, μοναχικές, διαθέτουν μια παράξενη, άγρια δύναμη, ίσως την ενστικτώδη δύναμη της θηλυκότητας που αντέχει μέσα στην αβίωτη ζωή. Αυτό που τις τρέφει είναι η αγάπη, ή η απάρνησή της, η μεταστροφή της σε μίσος και οργή. Αρπάζονται από ό,τι κρύβουν μέσα τους βαθιά. Από τη θαμμένη γλώσσα, τη χαμένη παιδικότητα, που ελευθερώνεται τελικά μέσα στον θρήνο. Από έναν μηχανισμό άρνησης, κλείνοντας τα μάτια μπροστά σε ό,τι τις πληγώνει, για να εξακολουθήσουν μια σακατεμένη τρεχάλα. Από την αφοσίωση σε μια άρρωστη κόρη, επινοώντας τη γαλήνη και την ξεγνοιασιά για να κρατηθούν όρθιες. Από την εμμονική προσκόλληση σε έναν πεθαμένο άντρα, αλλά και από τον τυχαίο έρωτα, για να φτάσουν στην κατάφαση της ζωής.
»Είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω κάποια ανάμεσά τους. Ίσως την ξεριζωμένη φτωχοπουτάνα, την “τυφλή φοράδα” στην ιστορία της Βαλέριας, που τρέχει “σα βουρλισμένη” σε μια ζωή αδιέξοδη, που δείχνει τη μεγαλύτερη σκληρότητα απέναντι στον γιο της και αποκτά συνείδηση για μία μόνο στιγμή, όταν συντρίβεται την ώρα της βίαιης απώλειας του παιδιού της και συνδέεται ξανά με τις ρίζες της».
«Είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω κάποια ανάμεσα στις ηρωίδες. Ίσως την ξεριζωμένη φτωχοπουτάνα, την “τυφλή φοράδα” στην ιστορία της Βαλέριας, που τρέχει “σα βουρλισμένη” σε μια ζωή αδιέξοδη, που δείχνει τη μεγαλύτερη σκληρότητα απέναντι στον γιο της και αποκτά συνείδηση για μία μόνο στιγμή, όταν συντρίβεται την ώρα της βίαιης απώλειας του παιδιού της».
Πώς συνδέεται ο τίτλος της παράστασης με το περιεχόμενό της;
«Προέρχεται από την εναρκτήρια φράση της Βαλέριας. Για εμάς, αποτελεί μια έξοχη συμπύκνωση του πώς πορευόμαστε στη ζωή. Τρέχοντας τυφλά, αγωνιώντας, αγνοώντας ή λησμονώντας πολλές φορές τη βαθύτερη ουσία μας. Ακόμα κι αν έχουμε μια έκλαμψη αυτογνωσίας, δεν μπορούμε πάντα να ελέγξουμε ό,τι μας φέρνει η μοίρα. Παρ’ όλα αυτά, και μέσα στη δυσχερέστερη κατάσταση, συνεχίζουμε, παλεύουμε, κυνηγάμε ένα όνειρο, έναν στόχο.
»Τα πλάσματα που πρωταγωνιστούν στις ιστορίες της παράστασης, άνθρωποι και ζώα, ζουν χαλασμένες ζωές. Πάνε στα τυφλά, ακυβέρνητα, αδέσποτα, έχοντας άγνοια του ποια είναι, ή κερδίζοντας δύσκολα κάποια επίγνωση. Άλλοτε βασανίζονται ή βασανίζουν, άλλοτε αντιστέκονται στον πόνο, ξαναβρίσκοντας την τρυφερότητα, την αγάπη, αναζητώντας λύτρωση».
«Ο τίτλος της παράστασης αποτελεί μια έξοχη συμπύκνωση του πώς πορευόμαστε στη ζωή. Τρέχοντας τυφλά, αγωνιώντας, αγνοώντας ή λησμονώντας πολλές φορές τη βαθύτερη ουσία μας. Ακόμα κι αν έχουμε μια έκλαμψη αυτογνωσίας, δεν μπορούμε πάντα να ελέγξουμε ό,τι μας φέρνει η μοίρα».
Ποιες είναι οι ιδιαίτερες προκλήσεις της ερμηνείας πέντε διηγημάτων εν προκειμένω, και όχι ενός θεατρικού κειμένου με ενιαία αφήγηση;
«Όταν δουλεύεις με υλικό ένα θεατρικό έργο, διαθέτεις από το κείμενο κάποιες συντεταγμένες για να πλοηγηθείς και να χτίσεις ένα ρόλο, ακολουθώντας τη σκηνοθετική σύλληψη. Στην περίπτωση των συγκεκριμένων διηγημάτων, τα δεδομένα των χαρακτήρων που εμφανίζονται είναι ελλειπτικά, παρ’ ότι σχεδιασμένα με άφθαστη δύναμη και ζωντάνια. “Παίζοντας” λοιπόν τους ήρωες των ιστοριών αυτών, έχεις εκ των πραγμάτων λίγες, σύντομες ατάκες για να τους αναδείξεις. Ταυτόχρονα, προκειμένου να μεταφέρεις τον πεζό λόγο στη σκηνή, ακροβατείς ανάμεσα στην υπόδυση και την αφήγηση, οπότε χρειάζεσαι ευελιξία και μεγάλες ταχύτητες εναλλαγής, και μέσα σε κάθε διήγημα αλλά και στο πέρασμα από το ένα στο άλλο. Στην ουσία πρόκειται για πέντε μονόλογους συν έναν, εννοώ αυτόν που τα συνενώνει όλα σε μια ενιαία ερμηνεία, παρά το ιδιαίτερο ύφος κάθε ιστορίας. Νιώθω τυχερή που σ’ αυτό το ταξίδι είχα την εξαιρετική καθοδήγηση του Δαμιανού Κωνσταντινίδη. Γιατί η μεγαλύτερη πρόκληση υπήρξε βέβαια ο ίδιος ο υπέροχος, στέρεος, δωρικός λόγος του Σωτήρη Δημητρίου – το πώς να τον αποδώσεις με τη μέγιστη λιτότητα, εφευρίσκοντας το σκηνικό του ισοδύναμο».

Για την ενδοοικογενειακή βία, που πραγματεύεται μεταξύ άλλων η παράσταση, από πού αντλήσατε υλικό; Αισθάνεστε ότι η σχετική δημόσια συζήτηση που έχει ανοίξει τα τελευταία χρόνια έχει διευρύνει, με κάποιον τρόπο, τα ερμηνευτικά και σκηνοθετικά εργαλεία στο θέατρο;
«Το θέατρο είναι καθρέφτης της κοινωνίας και του καιρού του. Από τη γέννησή του, προορίζεται να αντανακλά ό,τι ενδιαφέρει ή ταλανίζει την εποχή του, ό,τι συνιστά πρόταγμα ή διεκδίκηση. Αναπόφευκτα, επομένως, εμπλουτίζει τα εργαλεία του από τα ζητήματα που μας απασχολούν σήμερα.
»Στην παράσταση υπάρχουν δύο ιστορίες με στοιχεία βίας που ασκείται μέσα στην οικογένεια. Γι’ αυτές αντλήσαμε υλικό όχι μόνο από τον προβληματισμό σχετικά με τη βία, λεκτική και σωματική, στο οικογενειακό περιβάλλον, αλλά και από την κινητοποίηση σχετικά με τα φαινόμενα ρατσισμού και αποκλεισμού που αφορούν τον ξένο, τον διαφορετικό, τον μετανάστη, τον πρόσφυγα, τον άνθρωπο με νοητική ή άλλη αναπηρία».
Προσωπικά δεν θα ξεχάσω τα ζώα στον ναύσταθμο του Σωτήρη Δημητρίου. Ποιον ρόλο μπορεί να παίξει το θέατρο στην καλλιέργεια της ενσυναίσθησης όχι μόνο προς τους ανθρώπους αλλά και προς τα ζώα;
«Δεν πιστεύω πως το θέατρο μπορεί να γίνει σύνθημα ή μήνυμα, ικανό να επιφέρει άμεσο αποτέλεσμα. Από την άλλη, θέατρο είναι αυτό που συμβαίνει ανάμεσα στον θεατή και τον ερμηνευτή (και όλους όσοι εργάστηκαν για την παράσταση), είναι η στιγμή της συνάντησής τους, η εφήμερη συνύπαρξή τους. Αυτή η σύνδεση, η συν-κίνηση, ίσως μπορεί να επηρεάσει το κοινό, να μετατοπίσει το βλέμμα του, να το ευαισθητοποιήσει. Εξ ου και ο παιδευτικός ρόλος του θεάτρου, όπως λεγόταν παλιότερα.
»Ως προς τη συγκεκριμένη ιστορία, την πιο ίσως σπαραχτική για μένα, πέρα από ωμή κατάδειξη του βασανισμού των ζώων, είναι και μια παραβολή για το πώς μπορεί να φερόμαστε ως άνθρωπος προς άνθρωπο, άγρια και ανελέητα, αλλά και το πώς βιώνουμε, όλα τα πλάσματα αυτού του κόσμου, τον πόνο και τον τρόμο της ύπαρξης. Αυτό το άνοιγμα της οπτικής ίσως μάς βοηθάει να αντιληφθούμε όλα τα ζωντανά δίπλα μας ως αδέλφια στη ζωή, και εντέλει να τα αντιμετωπίσουμε με σεβασμό, τρυφερότητα και κατανόηση».
«Θέατρο είναι αυτό που συμβαίνει ανάμεσα στον θεατή και τον ερμηνευτή (και όλους όσοι εργάστηκαν για την παράσταση), είναι η στιγμή της συνάντησής τους, η εφήμερη συνύπαρξή τους. Αυτή η σύνδεση, η συν-κίνηση, ίσως μπορεί να επηρεάσει το κοινό, να μετατοπίσει το βλέμμα του, να το ευαισθητοποιήσει».
Ανατρέχοντας στη βράβευσή σας με το Κάρολος Κουν, πώς είχε λειτουργήσει τότε για εσάς η διάκριση; Σας έδωσε δύναμη, για παράδειγμα, να ανταπεξέλθετε στις όποιες δυσκολίες του θεάτρου, σας ώθησε να ανεβάσετε ακόμα περισσότερο τον πήχυ των προσδοκιών προς τον εαυτό σας;
«Φυσικά ήταν τιμή και χαρά, για έναν λόγο παραπάνω, επειδή η βράβευση έγινε για έναν ρόλο και μια παράσταση που αγάπησα πολύ, τη Σάρρα στη “Θυσία του Αβραάμ”, σε σκηνοθεσία του Δαμιανού Κωνσταντινίδη. Ναι, μου έδωσε δύναμη, ικανοποίηση για την αναγνώριση της προσπάθειάς μας, γιατί ένα βραβείο ποτέ δεν απευθύνεται σε ένα πρόσωπο αλλά σε μια δουλειά στην οποία συνεισφέρουν όλοι οι συντελεστές. Νομίζω πως δεν επηρέασε ιδιαίτερα τις προσδοκίες προς τον εαυτό μου – έτσι κι αλλιώς με ταλαιπωρεί η νεύρωση της τελειομανίας, για να το πω ανάλαφρα. Να προσθέσω πως τα βραβεία είναι πολλές φορές και θέμα τύχης, συγκυρίας. Αυτό που έχει σημασία είναι να δουλεύεις – όπως λέει και η Νίνα στον “Γλάρο”, “στη δουλειά μας… ’κείνο που αξίζει δεν είναι η φήμη μήτε η δόξα, αλλά το να μάθεις πώς να κάνεις υπομονή, να σηκώνεις το σταυρό σου και να ’χεις πίστη».

Παρουσιάζετε σε διεθνείς περιοδείες τους ρόλους της «Μήδειας» και της «Κασσάνδρας» αν και στην «πειραγμένη» εκδοχή των μύθων. Τι κρατάτε πιο έντονα στη μνήμη σας από τον τρόπο με τον οποίο εισπράττει το κοινό αυτές τις παραστάσεις; Ποιον ρόλο μπορεί να παίξει το σύγχρονο ελληνικό θέατρο στο διεθνές στερέωμα;
«Ναι, μέχρι σήμερα η “Kassandra” του Sergio Blanco έχει ταξιδέψει από το 2011, που πρωτοανέβηκε στην Αθήνα, σε 30 φεστιβάλ και η “Μήδεια∙ μηδέν στο κόκκινο” της Σοφίας Διονυσοπούλου μετράει 15 συμμετοχές σε φεστιβάλ από το 2018. Είναι πάντα μια νέα, διαφορετική εμπειρία η συνάντηση με ένα κοινό που έχει άλλες καταβολές κουλτούρας, ή άλλες προτεραιότητες επιβίωσης. Η υποδοχή των παραστάσεων ήταν πολύ θερμή γιατί νομίζω πως ακριβώς μέσα στις πολιτισμικές διαφορές αναδεικνύεται ο κοινός μας πυρήνας, τα κοινά ζητούμενα της ζωής. Δεν ξεχνώ μια Ρωσίδα που είδε την “Kassandra” να παίζεται σε σπαστά αγγλικά, στην Πράγα, και μου είπε πως δεν ξέρει λέξη αγγλικά, αλλά τα κατάλαβε όλα και συγκινήθηκε γιατί η παράσταση μιλούσε για τη ζωή της.
»Νομίζω πως το ελληνικό θέατρο διαθέτει μεγάλες δυνατότητες και μπορεί να σταθεί επάξια σε διεθνείς σκηνές, άλλωστε γίνονται και πολλές περιοδείες μεγάλων παραγωγών τα τελευταία αρκετά χρόνια. Η δυσκολία είναι πώς να έρθει σε επαφή το κοινό του εξωτερικού με μικρές ανεξάρτητες παραστάσεις, που ταξιδεύουν χωρίς στήριξη από τους εγχώριους θεσμούς. Προσωπικά, νιώθω ευγνώμων απέναντι σε διευθυντές φεστιβάλ, δημοσιογράφους, αλλά και σκηνοθέτες και ηθοποιούς στο εξωτερικό που μου πρόσφεραν γενναιόδωρα τη βοήθειά τους, δημιουργώντας τέτοιες ευκαιρίες».
«Νομίζω πως ακριβώς μέσα στις πολιτισμικές διαφορές αναδεικνύεται ο κοινός μας πυρήνας, τα κοινά ζητούμενα της ζωής. Δεν ξεχνώ μια Ρωσίδα που είδε την “Kassandra” να παίζεται σε σπαστά αγγλικά, στην Πράγα, και μου είπε πως δεν ξέρει λέξη αγγλικά, αλλά τα κατάλαβε όλα και συγκινήθηκε γιατί η παράσταση μιλούσε για τη ζωή της».
Γιατί, κατά τη γνώμη σας, βλέπουμε συχνά σύγχρονους θεατρικούς συγγραφείς να ανατρέχουν σε πρόσωπα-σύμβολα της μυθολογίας για να μιλήσουν για ζητήματα του σήμερα; Ποιες είναι οι μεγαλύτερες παγίδες που καλείται να αποφύγει ένας δημιουργός σε μια τέτοια περίπτωση;
«Ο μύθος αποτελεί διαρκή πηγή έμπνευσης ακριβώς επειδή συμπυκνώνει διαχρονικά την κοινή εμπειρία, ασυνείδητες τάσεις και συνειδητές επιδιώξεις, το φως και το σκοτάδι μέσα μας. Οι αρχετυπικές μορφές του, καθώς λειτουργούν ως σύμβολα, προσφέρονται για επαναδιαπραγμάτευση σύγχρονων ζητημάτων. Οι παγίδες που καλείται να αποφύγει ένας δημιουργός νομίζω πως είναι: Να μείνει στην επιφάνεια, σε μια επιδερμική σύνδεση με το αρχέτυπο. Ή να αντιμετωπίσει τον μύθο ως τοτέμ, να φοβηθεί να σπάσει το κουκούλι του ιερού. Χρειάζεται τόλμη για να τον αποκαθηλώσει ενίοτε, να δημιουργήσει τη ρωγμή ώστε να προβάλει το αίτημα του σήμερα».
Δείτε το τρέιλερ της παράστασης:
Info
«Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;», Θέατρο Φούρνος, Μαυρομιχάλη 168, Αθήνα. Διάρκεια: 60 λεπτά. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Έως 30 Μαΐου 2025, Πέμπτη και Παρασκευή στις 21:00. Εισιτήρια: 12 ευρώ (κανονικό), 10 ευρώ (φοιτητικό, άνω των 65, ανέργων, ΑΜΕΑ, ομαδικά άνω των 6 ατόμων), 5 ευρώ (ατέλειες). Κρατήσεις εισιτηρίων: τηλ. 210 6460748, www.more.com
Συντελεστές
Κείμενο: Σωτήρης Δημητρίου. Σκηνοθεσία: Δαμιανός Κωνσταντινίδης. Ερμηνεία: Δέσποινα Σαραφείδου. Σκηνικά – Κοστούμια: Μαρία Καραθάνου. Επιμέλεια κίνησης: Ίρις Νικολάου. Σχεδιασμός φωτισμών: Στέβη Κουτσοθανάση. Μουσική διδασκαλία – Τραγούδι: Ελιόνα – Ελένη Σινιάρη. Βοηθός σκηνοθέτη: Κική Καραΐσκου. Φωτογραφίες: Δημήτρης Γερακίτης. Trailer: Γιώργος Γεωργακόπουλος. Γραφιστική επιμέλεια: ONArt – Dennis Spearman. Γραφείο τύπου – Επικοινωνία: Ράνια Παπαδοπούλου – Blue Rosebud Productions. Παραγωγή: 1+1=1 & Angelus Novus
Η ιδέα του σκηνικού χώρου αντλείται από τους πίνακες του Γιώργου Ρόρρη τον οποίο και ευχαριστούμε από καρδιάς.
Το trailer και η πρώτη φωτογράφιση της παράστασης πραγματοποιήθηκαν στο εργαστήριο των ζωγράφων Νίκου Σκαλίζου και Δημήτρη Σταγκόπουλου – τους ευχαριστούμε θερμά.