Υπάρχουν ρόλοι που δεν τελειώνουν με το χειροκρότημα. Ρόλοι που σε κυνηγούν, σε μεταμορφώνουν, σου ψιθυρίζουν ερωτήματα όταν έχεις πια κατέβει από τη σκηνή. Ο Άμλετ είναι ένας τέτοιος ρόλος και ο Αιμίλιος Χειλάκης το γνωρίζει καλά. Δέκα χρόνια μετά την πρώτη του συνάντηση με τον Δανό πρίγκιπα, επιστρέφει σε αυτόν πιο ώριμος, πιο εκτεθειμένος, πιο ελεύθερος. Στην παράσταση Μόνος με τον Άμλετ, που υπογράφει μαζί με τον Μανώλη Δούνια, ο Χειλάκης δεν παίζει απλώς τον Άμλετ. Τον αποδομεί, τον μοιράζεται, τον κουβαλά, όπως και εφτά ακόμη από τους χαρακτήρες του έργου, τον Οράτιο, τον Πολώνιο, την Οφηλία, τον Κλαύδιο, τη Γερτρούδη, τον Λαέρτη, το φάντασμα του βασιλιά Άμλετ. Πλάι του επί σκηνής ο Δημήτρης Καμαρωτός, δεν συνοδεύει απλώς με τη μουσική του, ανασαίνει μαζί με τους ήρωες και δημιουργεί μουσικές ατμόσφαιρες. Οι δυο τους ταξίδεψαν το καλοκαίρι σε πολλές ελληνικές πόλεις και αρχαία θέατρα όπου αντήχησε καθαρός ο σαιξπηρικός λόγος. Λίγο πριν επιστρέψει στην Αθήνα και το Δημοτικό Θέατρο Λυκαβηττού για το φινάλε της περιοδείας, μιλάμε με τον Αιμίλιο για τους ρόλους, τις μεταμορφώσεις και το μεγάλο ερώτημα που μας αφορά όλους.

Φωτ.: Έλλη Πουπουλίδου

Έχουν περάσει περισσότερα από δέκα χρόνια από την πρώτη φορά που συναντήθηκες με αυτόν τον Άμλετ, τον δικό σου και του Μανώλη Δούνια. Είσαι ένας διαφορετικός ηθοποιός σήμερα;
Πριν από δώδεκα χρόνια που πρωτοσκεφτήκαμε να ανεβάσουμε το Μόνος με τον Άμλετ ήμουν άλλος άνθρωπος. Είχα σκηνοθετήσει μόνο μία φορά, το 2009, και νόμιζα ότι δεν με ενδιέφερε να το ξανακάνω. Βρέθηκα όμως να σκέφτομαι ότι θα ήταν καλύτερα να σκηνοθετήσω με τον Μανώλη Δούνια, με τον οποίο είχαμε έναν κοινό θεατρικό κώδικα, παρά να προσπαθώ να συστήνομαι διαρκώς σε σκηνοθέτες με τους οποίους δεν τρελαινόμουν να συνεργαστώ. Το 2012 αποφάσισα ότι θέλω να κάνω παραστάσεις που έχουν κάτι να πουν, με βαθύτερη σκέψη και ουσιαστική ανάγκη. Σήμερα, το 2025, δεν θα σου πω ότι δεν με ενδιαφέρει πια να σκηνοθετήσω, αλλά ξέρω πάρα πολύ καλά ότι το να πεις τη γνώμη σου, πολλές φορές, δεν θα φτάσει εκεί που πρέπει. Τι εννοώ; Τα social media έχουν δυναστέψει τόσο πολύ την επικοινωνία, που όποιος είναι trend μπορεί να επικοινωνήσει τη δουλειά του. Ευτυχώς ανήκω ακόμα σε μια γενιά καλλιτεχνών που η δουλειά τους ενδιαφέρει τον κόσμο και δεν χρειάζεται να αποδείξουν κάτι.

Δεν είμαι ο ηθοποιός που ακολουθεί διαρκώς τη νόρμα, τη φόρμα και την «παρτιτούρα». Πολύ συχνά αυτοσχεδιάζω

Στην παράσταση υπάρχει μία φοβερή τρίπλα –ένας μονόλογος που ακούγεται εκεί που δεν το περιμένει κανείς. Πιστεύεις ότι δεν αρκεί ένα σπουδαίο κείμενο, πρέπει να το φωτίζουμε και σπουδαία για να φτάσει στον σημερινό θεατή;
Τα κείμενα είναι οχήματα. Το θέμα είναι ποιος τα οδηγεί και ποια είναι η κατεύθυνσή τους. Ο Άμλετ είναι υπέροχο κείμενο, αλλά μπορεί να γίνει μια πολύ βαρετή παράσταση. Για μένα, βαρετές είναι οι παραστάσεις που δεν απευθύνονται στο κοινό, που δεν είναι εξωστρεφείς. Πιστεύω πολύ στην εξωστρέφεια του θεάτρου, να συνομιλούμε με το κοινό. Μου θυμίζει τον λόγο που γράφτηκαν οι αρχαίες τραγωδίες, αυτόν τον υπέροχο χορό που δίνει στο κοινό την αίσθηση ότι οι ήρωες του έργου συνομιλούν μαζί του. Με τον Μανώλη Δούνια, στο τέλος του Μόνος με τον Άμλετ, γυρίζουμε την παράσταση προς τα έξω. Απευθύνω ξεκάθαρα ερωτήσεις στο κοινό, βάζω άνω τελείες. Και σας αφήνω μέσα σε αυτές τις ερωτήσεις και τις άνω τελείες τον χώρο να αναρωτηθείτε για όσα δεν λέγονται. Προσέξτε: δεν αναρωτιέμαι εγώ, σας ρωτάω.

Τη Γερτρούδη που φτιάξαμε εμείς θα μπορούσε να τη συναντήσει μια γυναίκα του σήμερα και να μιλήσει μαζί της

Καλείσαι να μπεις στο πετσί ανδρών και γυναικών, προδομένων εραστών, ραδιούργων, φονιάδων. Ποιος από αυτούς τους οκτώ χαρακτήρες σε ιντριγκάρει περισσότερο;
Ο Άμλετ είναι ένας κακομαθημένος πρίγκιπας. Έρχεται το φάντασμα του πατέρα του στην αρχή του έργου και του λέει ότι τον σκότωσε ο θείος του, κι εκείνος αντί να πάρει εκδίκηση αμέσως, το κάνει –κατά λάθος– πέντε πράξεις μετά. Δεν είναι άνθρωπος της πράξης. Ο θείος του, ο Κλαύδιος, είναι οι πολιτικοί μας: ένας καρεκλοκένταυρος. Στην παράστασή μας είναι διαρκώς αγκαλιά με τον θρόνο και το στέμμα του. Δεν με ιντριγκάρει ούτε ο Πολώνιος, ο καταφερτζής που συμφωνεί διαφωνώντας ή διαφωνεί συμφωνώντας με όποιον έχει την εξουσία. Ούτε με ιντριγκάρει ο Οράτιος, αυτός που ακούει διαρκώς τον Άμλετ χωρίς να πράττει. Έλα όμως που με ιντριγκάρουν οι μόνες δύο που δεν φταίνε: τα κορίτσια. Είναι υπέροχοι ρόλοι, η Οφηλία και η Γερτρούδη. Λένε πως η Οφηλία είναι αδύναμος ρόλος, αλλά έχει μια φοβερή διαδρομή προς την τρέλα κι εμείς την κρατήσαμε. Η Γερτρούδη είναι μια γυναίκα που ερωτεύεται. Τη Γερτρούδη που φτιάξαμε εμείς θα μπορούσε να τη συναντήσει μια γυναίκα του σήμερα και να μιλήσει μαζί της, παρότι ζει το 1605, γιατί έχει ακριβώς τις ίδιες αναρωτήσεις για το πού έχει φτάσει πια στη ζωή της και σε ποια ηλικία. Απαντώντας –όχι πολύ λακωνικά, είναι η αλήθεια– στην ερώτησή σου, οι γυναικείοι ρόλοι είναι αυτοί που με κάνουν κάθε βράδυ να ανυπομονώ να ξεκινήσει η παράσταση.

φωτ.: Άρης Καμαρωτός

Στο πέρασμα από τον έναν χαρακτήρα στον άλλο, η κίνηση παίζει καθοριστικό ρόλο. Πώς βρήκες το κορίτσι μέσα σου — και πώς τον δολοφονημένο βασιλιά;
Ο δολοφονημένος βασιλιάς ήταν το αποτέλεσμα επιλογών που κάναμε μέσα από μουσικές και κινησιολογικές προσπάθειες. Υπήρχε μια βασική αρχή, ο ανεμιστήρας, και ψάχναμε πώς αυτό θα δημιουργήσει το ξάφνιασμα. Ήρθε ο Νίκος Βλασόπουλος, ο φωτιστής μας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, και είπε: «Εγώ προτείνω να βάλουμε στρόμπο». Ψάχναμε λοιπόν τι κίνηση έχει αυτό το φάντασμα του άλλου κόσμου, τι ήχο, τι λόγο, τι μουσική. Ψάχναμε τον ρυθμό του· εκεί βρήκα το φάντασμα, στον ρυθμό.
Στη Γερτρούδη βάλαμε με τη Φαίδρα Νταϊόγλου, τη χορογράφο μας, μια κίνηση που είχε να κάνει με πέταγμα, με ένα πετάρισμα, το οποίο στη συνέχεια έγινε μια ματαιόδοξη γυναικεία κίνηση. Ήταν σαν το πετάρισμα των χεριών να δημιουργούσε μια αίσθηση προβολής του στήθους. Η ματαιόδοξη κίνηση μιας όμορφης γυναίκας… Δοκιμάσαμε πολλά πράγματα για να περάσουμε από τον έναν χαρακτήρα στον άλλο, δεν τα κρατήσαμε όλα. Ο Δημήτρης Καμαρωτός είχε γράψει ένα υπέροχο τραγούδι για το φάντασμα του βασιλιά, που ο ίδιος πρότεινε στη συνέχεια να μην χρησιμοποιήσουμε, γιατί δεν εξυπηρετούσε τον ρυθμό της παράστασης.

Έλα όμως που με ιντριγκάρουν οι μόνες δύο που δεν φταίνε: τα κορίτσια. Είναι υπέροχοι ρόλοι, η Οφηλία και η Γερτρούδη.

Κρατάω την πάσα για τον Δημήτρη, γιατί είναι ο λόγος που η παράσταση, ως τίτλος τουλάχιστον, είναι ψέμα. Δεν ήσουν ποτέ μόνος με τον Άμλετ· είχες συνέχεια δίπλα σου τον Δημήτρη Καμαρωτό, δραματουργό, συνθέτη και ερμηνευτή της μουσικής. Άλλαξε τον τρόπο που είδες κάποιους ήρωες;
Μόνος με τον Άμλετ δεν σημαίνει μόνος με τον άνθρωπο, σημαίνει μόνος με το έργο. Και στο έργο ανήκουν η κίνηση, ο φωτισμός, το σκηνικό, η σκηνοθεσία, η μουσική: είμαι μόνος με ολόκληρη την κατασκευή. Με τον Δημήτρη επί σκηνής όμως συμβαίνει κάτι σπουδαιότερο. Γίνεται ένα συμφωνικό μέρος, μια μικρή λειτουργία. Υπάρχει φωνή και υπάρχει ένα μουσικό όργανο. Τα όργανα που παίζει ο Δημήτρης συνομιλούν με τον ρυθμό με τον οποίο μιλώ εγώ. Αυτό που συμβαίνει μαζί του είναι η συνάντηση δύο ανθρώπων με κοινή αισθητική, που ακούν ο ένας τον άλλον, σέβονται ο ένας τον χώρο του άλλου χωρίς να τον διακόπτουν, κι αυτή η συνάντηση γεννά το αποτέλεσμα που βλέπετε. Πολλοί θεατές μάς είπαν: «Νιώθουμε σαν η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού να είναι τα λόγια που δεν λέγονται» – και έχουν απόλυτο δίκιο.

Φωτ: Άρης Καμαρωτός

Έρχεσαι από δύο χειμώνες φαρσοκωμωδίας, περνάς το καλοκαίρι σου βουτηγμένος στο δράμα και ετοιμάζεσαι για μια νέα κωμωδία τον χειμώνα. Πώς λειτουργεί αυτό το σκοτσέζικο ντους στα υποκριτικά σου αντανακλαστικά;
Τον χειμώνα ανεβάζουμε στο θέατρο Αθηνών με την Αθηνά Μαξίμου και τον Θανάση Κουρλαμπά το Cancel, μια ιρλανδική μαύρη κωμωδία του David Ireland –νομίζω πρέπει να είναι μόνο μία λέξη πια: ιρλανδικήμαύρηκωμωδία, αφού δεν νοείται ιρλανδική κωμωδία που να μην είναι μαύρη. Αυτό είναι έργο με εντελώς διαφορετικούς υποκριτικούς ρυθμούς από μια φάρσα. Η φάρσα που έκανα αυτά τα δύο χρόνια με έκανε πιο συνεπή ηθοποιό. Δεν είμαι ο ηθοποιός που ακολουθεί διαρκώς τη νόρμα, τη φόρμα και την «παρτιτούρα». Πολύ συχνά αυτοσχεδιάζω, αφού ούτως ή άλλως κάθε παράσταση είναι μια καινούργια μέρα. Σε κάθε παράσταση αναζητάς τον ρυθμό και αφήνεσαι σε αυτόν. Ο Μανώλης Δούνιας, που σκηνοθετεί την παράσταση μόνος του αυτή τη φορά, θα έχει την μπαγκέτα και θα ορίσει τα πράγματα όπως χρειάζεται για να παγώνει το γέλιο την ώρα που ξεσπά.

φωτ.: Άρης Καμαρωτός

Πες μου αν υπάρχει μια ερώτηση που κουβαλάς ως ηθοποιός, ως άνθρωπος, και δεν παύεις να τη θέτεις στον εαυτό σου.
Αυτή η παράσταση σε κάνει να σκεφτείς αν θέλεις να ζεις πράττοντας, ή να πεθάνεις άπραγος. Μπορεί να μην υπάρχει ως φράση μέσα στο έργο, αλλά είναι αυτό που παίρνει μαζί του ο θεατής κάθε φορά που φεύγει από την παράσταση. Νομίζω αυτή είναι η τεράστια ερώτηση.

Τελευταία παράσταση Μόνος με τον Άμλετ τη Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Λυκαβηττού.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below