«Λόφοι με πεύκα και φελλοβελανιδιές κατηφορίζουν μαλακά μέχρι τη θάλασσα. […] Από ένα σωρό απομονωμένες και πανέμορφες γωνιές ατενίζεις πλατιές παραμυθένιες όψεις. Ναι, αυτά τα δύο επίθετα περιγράφουν με τον καλύτερο τρόπο τις αισθήσεις που βίωσα». Έτσι περιγράφει ο Henri-Edmond Cross στον στενό φίλο και συνάδελφό του Paul Signac το Λαβαντού, στη νότια Γαλλία, που όχι αναπάντεχα γίνεται ο μόνιμος τόπος κατοικίας του – πρώτα στο λεγόμενο «χαμένο σπίτι» στο Καμπασόν, που είναι αυτό ακριβώς που περιγράφει το όνομά του, και από το 1893 στο Σαιν Κλαιρ.

Από το πλήθος ζωγράφων που κατευθύνονται στον γαλλικό νότο γύρω στο 1890 «σαν σμάρι αποδημητικών πουλιών» σύμφωνα με τον κριτικό Louis Vauxcelles και δημιουργούν «μια μικρή γενναία αποικία», κάθε ένας έχει τους δικούς του λόγους αλλά ο Cross ενδεχομένως να έχει τους περισσότερους από όλους.

«Με εύθραυστη υγεία, υποφέροντας από ρευματισμούς, ελπίζει ότι ένα ηπιότερο κλίμα θα ανακουφίσει τους πόνους του» σχολιάζει η Marina Ferretti Bocuqillon, επίτιμη επιστημονική διευθύντρια του Musée des impressionismes Giverny και συνεπιμελήτρια της νέας έκθεσης «Ο Νεοϊμπρεσιονισμός στα χρώματα της Μεσογείου» στο Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, στον κατάλογό της. «Ίσως πάλι θέλει απλώς, όπως πολλοί άλλοι, να φύγει από ένα Παρίσι ιδιαίτερα επιβαρυμένο από τα δημόσια έργα της μετά τον βαρόνο Ωσμάν περιόδου. Ή ακόμα θεωρεί συνετό να βρεθεί σε απόσταση ασφαλείας από τον Hector France, που φαίνεται να ζηλεύει επειδή έχασε τη σύντροφό του Irma Clare, η οποία συνοδεύει τον Cross».

Το βέβαιο είναι ότι η εγκατάστασή του στον νότο τον φέρνει πιο κοντά, σε προσωπικό και καλλιτεχνικό επίπεδο, με τους υπόλοιπους δημιουργούς της λεγόμενης δεύτερης φάσης του νεοϊμπρεσιονισμού, η οποία ξεκινάει στις ακτές της Μεσογείου μετά τον ξαφνικό θάνατο του θεμελιωτή του κινήματος, George Seurat, μόλις σε ηλικία 31 ετών.

Ανώνυμου, Πορτραίτο του Cross, ιδιωτική συλλογή

Όποια κι αν είναι η ερώτηση ο γαλλικός νότος είναι η απάντηση για τον Cross. Ενώ όμως αναζητά τη δική του γωνιά της Μεσογείου είναι εξαρχής αποφασισμένος να αποφύγει το Μονακό, «όπου διαμένουν ο θείος και οι γονείς του» όπως εξηγεί στο Marie Claire η Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau, υπεύθυνη Συλλογής Ιδρύματος Β&Ε Γουλανδρή και επίσης συνεπιμελήτρια της έκθεσης. Καθώς η οικονομική εξάρτηση από την πατρική οικογένειά του δεν του έχει επιτρέψει να απογαλακτιστεί ουσιαστικά, τουλάχιστον αποφασίζει να κρατήσει μια χιλιομετρική απόσταση από το πατρικό του.

Η δυσκολία της αυτονόμησής του είναι μάλιστα ένας από τους λόγους που προσχωρεί στο κίνημα των νεοϊμπρεσιονιστών σε σχετικά μεγάλη ηλικία, στα 35 χρόνια του. Οι γονείς του Cross (o οποίος έχει αλλάξει το όνομα γέννησής του, Henri Edmond Joseph Delacroix, γιατί παραπέμπει στον Ευγένιο Ντελακρουά), έμποροι ειδών κιγκαλερίας, φαίνεται πως δεν είναι σε θέση να υποστηρίξουν οικονομικά το μοναχοπαίδι τους στις καλλιτεχνικές σπουδές του, ρόλο που αναλαμβάνει ένας ξάδελφος του πατέρα του και εύπορος γιατρός, ο Auguste Soins. Η οικογενειακή χορηγία, όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν έρχεται χωρίς απαιτήσεις από τον θείο, «η βασική εκ των οποίων είναι να παραμείνει πιστός σε μια κλασική ζωγραφική» σύμφωνα με την κ. Κουτσομάλλη-Moreau. Όμως η πρώτη επανάσταση συντελείται από νωρίς μέσα του και είναι πολιτική αφού ο Cross ασπάζεται την αναρχική ιδεολογία.

Οι γονείς του Cross (o οποίος έχει αλλάξει το όνομα γέννησής του, Henri Edmond Joseph Delacroix, γιατί παραπέμπει στον Ευγένιο Ντελακρουά), έμποροι ειδών κιγκαλερίας, φαίνεται πως δεν είναι σε θέση να υποστηρίξουν οικονομικά το μοναχοπαίδι τους στις καλλιτεχνικές σπουδές του, ρόλο που αναλαμβάνει ένας ξάδελφος του πατέρα του και εύπορος γιατρός.

«Οι άνθρωποι της γενιάς του έχουν ζήσει ένα πολύ τραυματικό γεγονός της γαλλικής ιστορίας» επισημαίνει η κ. Κουτσομάλλη-Moreau. Στις 28 Μαρτίου του 1871 οι εξεγερμένοι πολίτες του Παρισιού εγκαθιδρύουν την Παρισινή Κομμούνα, που θα κατασταλεί με ιδιαίτερη αγριότητα στη διάρκεια της «ματωμένης εβδομάδας». Ο Cross, λοιπόν, μαζί με άλλους νεοϊμπρεσιονιστές, όπως ο Paul Signac, ο George Seurat αλλά και ο Maximilien Luce, «εφόσον έχουν ζήσει τις τελευταίες δεκαετίες και μοναρχία και δημοκρατία πιστεύουν ότι καμία πολιτική λύση δεν μπορεί να είναι ικανοποιητική πέρα από αυτήν όπου δεν υπάρχει καμία κεφαλή, καμία κυβέρνηση που να αποφασίζει για όλα. Ο Luce και ο κριτικός τέχνης Félix Fénéon είναι πολύ πιο ενεργοί πολιτικά, συμμετέχουν σε ομάδες δράσης, συζητούν με πολιτικούς και καλλιτέχνες. Ο Signac και ο Cross είναι πολύ πιο μετρημένοι, γιατί αυτό που θέλουν να αναδείξουν μέσα από τη ζωγραφική τους είναι μια ήπια αναρχία, μια κοινωνία τόσο βαθιά δίκαιη και ισορροπημένη ώστε όλοι έχουν τον ίδιο ρόλο – και η γυναίκα με τον άντρα».

Παραλία του Μπαιν-Κυ, 1891-1892, λάδι σε καμβά, Henri Edmond Cross. Photo: Sepia Times/Universal Images Group via Getty Images

Αυτό το σχόλιο παραπέμπει στο απόσπασμα μιας επιστολής του Signac προς τον Cross: «Μέχρι σήμερα, τα σχετικά με την έκφραση της αναρχίας σχέδια δείχνουν πάντα είτε την εξέγερση είτε μια σκηνή ακραίας εξαθλίωσης που υπαινίσσεται την εξέγερση. Ας φανταστούμε την ονειρεμένη εποχή της ευτυχίας και της ευημερίας κι ας δείξουμε τις δραστηριότητες των ανθρώπων, τα παιχνίδια τους και τις δουλειές τους σε αυτή την περίοδο γενικής αρμονίας». Εκείνος, με τη σειρά του, γράφει στον φίλο του: «Θα ήθελα να ζωγραφίσω την ευτυχία, πλάσματα ευτυχισμένα όπως θα μπορούν να είναι σε λίγους αιώνες (;) οι άνθρωποι, την πραγμάτωση της καθαρής αναρχίας». Λάτρης του διαβάσματος, θαυμαστής της σκέψης του Νίτσε, όπως γράφει η κ. Ferretti Bocuqillon στον κατάλογο της έκθεσης, ζωγραφίζει επίσης το γυμνό μέσα στη φύση, γυναικείο ή ανδρικό, πάντα όμως αισθησιακό, ελεύθερο και ευτυχισμένο. Εφαρμόζει τον νεοϊμπρεσιονισμό με την ίδια επιτυχία όχι μόνο στο τοπίο αλλά και στην ανθρώπινη μορφή.

«Θα ήθελα να ζωγραφίσω την ευτυχία, πλάσματα ευτυχισμένα όπως θα μπορούν να είναι σε λίγους αιώνες (;) οι άνθρωποι, την πραγμάτωση της καθαρής αναρχίας».

Και η αλήθεια είναι ότι στις δύο περίπου δεκαετίες που περνάει στον γαλλικό Νότο, μέχρι το τέλος της ζωής, η πραγμάτωση μιας ουτοπίας μοιάζει πιο ρεαλιστική από ποτέ. Αν και το επίκεντρο της αποικίας των ζωγράφων είναι το Σαιν-Τροπέ, όπου ο ευκατάστατος Paul Signac διαθέτει αρκετό χώρο φιλοξενίας στους συναδέλφους και φίλους που προσκαλεί, ο Cross καλύπτει εύκολα, με τρένο ή και με το ποδήλατό του, την απόσταση των μερικών δεκάδων χιλιομέτρων από το Σαιν Κλαιρ, ακόμα και σε ημερήσιες εξορμήσεις, για να ανταλλάξουν όλοι μαζί καλλιτεχνικές απόψεις και έμπνευση, να μοιραστούν βόλτες με σκάφη και υπαίθρια γεύματα σε οπωρώνες. Στον γαλλικό νότο βυθίζονται στα τοπία που είχαν εμπνεύσει τον ποιητή Theodore de Banville να γράψει: «Συνιστώ στους σκοτεινούς ζωγράφους να μη δοκιμάσουν την τύχη τους σ’ αυτά τα μέρη όπου, ξαφνικά και απροειδοποίητα, οι τόνοι στους βράχους των δρόμων και στην πέτρα των σπιτιών θυμίζουν ρουμπίνια, τοπάζια και σάρδιους, και όπου τα χορταράκια, αστραφτερά σαν σμαράγδια, όταν περνάς κανείς δίπλα τους είναι πιο ψηλά από τους περαστικούς».

Ο Cross καλύπτει εύκολα, με τρένο ή και με το ποδήλατό του, την απόσταση των μερικών δεκάδων χιλιομέτρων από το Σαιν Κλαιρ, ακόμα και σε ημερήσιες εξορμήσεις, για να ανταλλάξουν όλοι μαζί καλλιτεχνικές απόψεις και έμπνευση, να μοιραστούν βόλτες με σκάφη και υπαίθρια γεύματα σε οπωρώνες.

Ο Cross και ο Signac φαίνεται να έχουν ανακαλύψει το μυστικό μιας στενής φιλίας η οποία ωστόσο έχει αρκετά ξεκάθαρα όρια ώστε να μην κινδυνεύει από τον καλλιτεχνικό ανταγωνισμό. Κοινώς, ο καθένας έχει την πιάτσα του: «Ο Cross δεν θα ζωγραφίσει ποτέ το Σαιν Τροπέ και ο Signac δεν θα ζωγραφίσει ποτέ το Λαβαντού γιατί θεωρούν, από έναν ανείπωτο θαυμασμό, ότι ο καθένας πρέπει να έχει το δικό του μέρος». Στην απόφασή τους να κρατήσουν μια απόσταση ίσως να παίζει κάποιον ρόλο και το γεγονός ότι «ο Signac δεν ήθελε καθόλου την Irma Clare» σύμφωνα με την κ. Κουτσομάλλη-Moreau. «Στην αλληλογραφία του γράφει ότι είναι ξινή, δύσκολη, απαιτητική, ότι περιορίζει πολύ τον φίλο του. Μια μέρα, συγκεκριμένα, ο Signac σχολιάζει πόσο νεύριασε γιατί ο Cross ήθελε να πάει για μπάνιο κι εκείνη τον αποθάρρυνε λέγοντάς του, όχι, θα κρυώσεις!».

Πορτρέτο της Μητέρας του Καλλιτέχνη, 1899, Henri-Edmond Cross. Photo: Sepia Times/Universal Images Group via Getty Images

Η σωματική ευθραυστότητα του Cross δεν υπάρχει, ωστόσο, μόνο στο μυαλό της συμβίας του. Από πολύ νέος υποφέρει από ρευματισμούς, οι οποίοι μάλιστα το 1899 τον καθιστούν σχεδόν ανάπηρο. Σταδιακά στα προβλήματα υγείας του προστίθενται επίμονες μολύνσεις στα μάτια, επιπεφυκίτιδες και ιρίτιδες, που τον αναγκάζουν να τα κρατάει καλυμμένα με επιδέσμους για εβδομάδες ολόκληρες. Από εκείνες τις δοκιμασίες βρίσκει καταφύγιο σε μια τέχνη εντυπωσιακά αισιόδοξη, ειδικά μετά το 1891 που, παίρνοντας θάρρος από το φως της Μεσογείου, εγκαταλείπει την κλασική ζωγραφική και τις οικογενειακές απαιτήσεις, καταστρέφοντας μάλιστα όλα τα προηγούμενα έργα του. Αυτή η τέχνη γίνεται ακόμα πιο φωτεινή τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν «επιδεινώνεται η υγεία του και, κατά έναν ίσως πολύ εκφραστικό τρόπο, ζωγραφίζει περισσότερα γυμνά, γυναίκες αλλά και άντρες, των οποίων το σώμα αποπνέει μια νιότη και μια υγεία που στη δική του περίπτωση δεν υπάρχουν πια» μας λέει η κ. Κουτσομάλλη-Moreau.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν «επιδεινώνεται η υγεία του, κατά έναν ίσως πολύ εκφραστικό τρόπο ζωγραφίζει περισσότερα γυμνά, γυναίκες αλλά και άντρες, των οποίων το σώμα αποπνέει μια νιότη και μια υγεία που στη δική του περίπτωση δεν υπάρχουν πια».

Όταν πια έρχεται η οικονομική ανεξαρτησία του, «το 1905, με συμβόλαιο από γνωστή γκαλερί που αγοράζει έργα του», δεν προλαβαίνει να την απολαύσει για πολύ, καθώς πέντε χρόνια μετά πεθαίνει από καρκίνο. Δεν αφήνει απογόνους και τα έργα του διασκορπίζονται σε ιδιωτικές συλλογές και μουσεία. «Η Marina Ferretti Bocuqillon θυμάμαι να μου λέει ότι όταν επιμελήθηκε δύο αναδρομικές εκθέσεις του ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να βρει έργα του» σχολιάζει η κ. Κουτσομάλλη-Moreau. «Αυτά που παρουσιάζουμε στην έκθεση “Ο Νεοϊμπρεσιονισμός στα χρώματα της Μεσογείου” τα επιλέξαμε ώστε να δείχνουν όλη την πορεία του προς μια πιο απελευθερωμένη ζωγραφική, όπου η πινελιά αλλάζει εντελώς και μπαίνει σιγά σιγά το γυμνό σώμα, κάτι που δεν θα κάνει κανένας άλλος νεοϊμπρεσιονιστής».

Η σπουδαιότερη όμως καλλιτεχνική κληρονομιά του είναι η αίσθηση ελευθερίας που κληροδοτεί στις επόμενες γενιές, «ένα άνοιγμα στο χρώμα, όπως και οι άλλοι νεοϊμπρεσιονιστές, και η αίσθηση ότι μπορούν να απελευθερωθούν από όλα αυτά που τους βασανίζουν και τους εμποδίζουν να εκφραστούν. Η τέχνη του είναι βαθιά προσωπική, βαθιά υποκειμενική».

Η σπουδαιότερη καλλιτεχνική κληρονομιά του είναι η αίσθηση ελευθερίας που κληροδοτεί στις επόμενες γενιές, «ένα άνοιγμα στο χρώμα, όπως και οι άλλοι νεοϊμπρεσιονιστές, και η αίσθηση ότι μπορούν να απελευθερωθούν από όλα αυτά που τους βασανίζουν και τους εμποδίζουν να εκφραστούν».

Ως προσωπικότητα, παρά τους σωματικούς περιορισμούς του, μοιάζει να διακατέχεται εφ’όρου ζωής από μια εφηβική ορμή, προς μια επίμονη ανταρσία ενάντια στις οικογενειακές και κοινωνικές νόρμες. «Για να μπορέσει να συνεχίσει όπως ήθελε δεν συμβιβάστηκε με τίποτα. Δεν τον ένοιαζε να πάει στο Παρίσι για να προωθήσει τον εαυτό του, δεν τον ένοιαζε να αλλάξει τη ζωγραφική του για να έχει περισσότερους πελάτες, ήθελε να μείνει στη νότια Γαλλία και να εκφράσει την ιδέα της αρμονίας που είχε βρει για τον εαυτό του» επισημαίνει η κ. Κουτσομάλλη-Moreau. Από αυτή την άποψη είναι ένας αυθεντικά αναρχικός καλλιτέχνης, σύμφωνα και με ένα κείμενο του καρδιακού φίλου του, Signac: «Δικαιοσύνη στην κοινωνιολογία, αρμονία στην τέχνη: ένα και το αυτό. Αναρχικός ζωγράφος δεν είναι εκείνος που θα φτιάξει αναρχικούς πίνακες αλλά εκείνος που, χωρίς να ενδιαφέρεται για το κέρδος, χωρίς να επιθυμεί ανταμοιβή, θα αγωνιστεί με όλη την ατομικότητά του εναντίον των αστικών και καθιερωμένων συμβάσεων».

Άποψη της έκθεσης «Ο Νεοϊμπρεσιονισμός στα χρώματα της Μεσογείου». Photo: Χριστόφορος Δουλγέρης

Για την έκθεση «Ο Νεοϊμπρεσιονισμός στα χρώματα της Μεσογείου»

Το Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή συνεργάζεται με κορυφαία μουσεία της Ευρώπης και σημαντικούς ιδιώτες συλλέκτες και διοργανώνει, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ένα ολοκληρωμένο αφιέρωμα στο κίνημα του νεοϊμπρεσιονισμού εστιάζοντας στην περιοχή της Μεσογείου. Η έκθεση είναι υπό την αιγίδα του Γαλλικού Υπουργείου Πολιτισμού.

Ο όρος «νεοϊμπρεσιονισμός» προτάθηκε αρχικά από τον Γάλλο κριτικό τέχνης Félix Fénéon, ο οποίος θέλησε να κάνει τον συσχετισμό με το κίνημα του ιμπρεσιονισμού τονίζοντας παράλληλα, με το πρόθεμα «νέο-», τους διαχωρισμούς ανάμεσα στις δύο τάσεις. Ο όρος επικράτησε έναντι του χαρακτηρισμού division («διαίρεση» ή «ντιβιζιονισμός») που υπερασπιζόταν ο Signac, όπως και έναντι του όρου «πουαντιγισμός», που άρχισε σταδιακά να εμφανίζεται στις εφημερίδες αλλά κρίθηκε ακατάλληλος από τους καλλιτέχνες του κινήματος καθώς περιέγραφε αποκλειστικά τη διαδικασία (ο συγκεκριμένος όρος ωστόσο χρησιμοποιείται ευρέως μέχρι και σήμερα).

Ο όρος «νεοϊμπρεσιονισμός» προτάθηκε αρχικά από τον Γάλλο κριτικό τέχνης Félix Fénéon, ο οποίος θέλησε να κάνει τον συσχετισμό με το κίνημα του ιμπρεσιονισμού τονίζοντας παράλληλα, με το πρόθεμα «νέο-», τους διαχωρισμούς ανάμεσα στις δύο τάσεις.

Η έκθεση «Ο Νεοϊμπρεσιονισμός στα χρώματα της Μεσογείου» πραγματοποιείται σε συνεργασία με σημαντικά μουσεία και φορείς της Ευρώπης όπως, μεταξύ άλλων, Musée d’Orsay, National Gallery του Λονδίνου, Centre Pompidou, Musée des Beaux-Arts de Besançon, Musée de l’Annonciade, Musée de Grenoble, Musée national d’archéologie, d’histoire et d’art – Luxembourg και Musée des Arts Décoratifs καθώς και Ευρωπαίους ιδιώτες συλλέκτες. Στην έκθεση παρουσιάζονται έργα των Paul Signac, Henri-Edmond Cross, Maximilien Luce, Théo van Rysselberghe, Henri Matisse, Henri Manguin και Louis Valtat, τα περισσότερα από τα οποία έρχονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Στην έκθεση παρουσιάζονται έργα των Paul Signac, Henri-Edmond Cross, Maximilien Luce, Théo van Rysselberghe, Henri Matisse, Henri Manguin και Louis Valtat, τα περισσότερα από τα οποία έρχονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Επιμελήτριες της έκθεσης είναι η Marina Ferretti Bocquillon, επίτιμη επιστημονική διευθύντρια του Μουσείου Ιμπρεσιονισμού του Ζιβερνύ (Musée des impressionnismes Giverny) και η Μαρία-Κουτσομάλλη Moreau, υπεύθυνη Συλλογής του Ιδρύματος Β&Ε Γουλανδρή.

Η έκθεση συνοδεύεται από αναλυτικό κατάλογο σε ελληνικά και αγγλικά, με κείμενα από τις δύο επιμελήτριες καθώς και από τη διευθύντρια του Αρχείου Signac Charlotte Hellman Cachin.

Αφίσα της έκθεσης Cross στην γκαλερί Druet, 1905, ιδιωτική συλλογή

Info

Έως 7 Απριλίου 2024, ωρες λειτουργίας έκθεσης: Δευτέρα, Τετάρτη, Πέμπτη, Σάββατο & Κυριακή: 10.00-18.00, Παρασκευή: 10.00-20.00. Τρίτη κλειστά. Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, Ερατοσθένους 13, Αθήνα 11635, τηλ. 210 725 2895, visit@goulandris.gr, goulandris.gr

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below