Μια γυναίκα επισκέπτεται τον αδερφό της, από τον οποίο, ωστόσο, τη χωρίζει ένα χάσμα. Εκείνη είναι πενήντα χρονών, εκείνος εβδομήντα. Εκείνη πατάει γερά τα πόδια της στη γη, εκείνος βρίσκεται στον κόσμο των παραισθήσεων όπου το μυαλό του τον έχει εγκλωβίσει εδώ και πολλές δεκαετίες. Εκείνη ζει στο σπίτι της, εκείνος σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Μόνο η αδελφική αγάπη τούς συνδέει, που παραμένει ακλόνητη, παρόλο που η Λίντσι έφτασε σε σημείο να αλλάξει το όνομά της στην προσπάθεια να απελευθερωθεί από το οικογενειακό παρελθόν της – ένα παρελθόν που σημαδεύτηκε από την ψυχική ασθένεια, τη σεξουαλική κακοποίηση, ακόμα και μια διπλή ανθρωποκτονία. Γιατί το πραγματικό όνομα της Λίντσι είναι Μέρι και ο αδερφός της είναι ο Ντόναλντ. Είναι μέλη της οικογένειας Γκάλβιν, μοναδικής στην ιστορία, καθώς τα έξι από τα δώδεκα παιδιά της διαγνώστηκαν με σχιζοφρένεια.

Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Robert Kolker αφηγείται το απίστευτο χρονικό των Γκάλβιν σε μια εποποιία 600 σελίδων, που διαβάζεται απνευστί σαν καλό αστυνομικό μυθιστόρημα. Ο ελληνικός τίτλος, «Οι γυναίκες που επιβίωσαν» (εκδ. Ίκαρος), εύλογα εστιάζει στις τρεις γυναίκες της οικογένειας (ο τίτλος πρωτοτύπου είναι «Hidden Valley Road: inside the mind of an American family»), τη μητέρα και τις δύο κόρες, οι οποίες όχι απλώς επέζησαν από μια καταστροφή αλλά κατάφεραν να τη διαχειριστούν έτσι ώστε να αφήσουν μια θετική παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές.

Νέοι, ωραίοι, επιτυχημένοι

Οι γονείς, η Μίμι και ο Ντον Γκάλβιν, γνωρίζονται ενώ είναι ακόμα έφηβοι, το 1937. Παντρεύονται στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αρχίζουν αμέσως να δημιουργούν την πολυμελή οικογένεια που έχουν ονειρευτεί: ο πρωτότοκός τους είναι ο Ντόναλντ, που γεννιέται το 1945, και τελευταία έρχεται η Μέρι ή «Λίντσι» το 1965.

Όταν ο Ντον συνταξιοδοτείται, το 1966, μετά από μια σχετικά αδιάφορη καριέρα στην Αεροπορία, η επαγγελματική διαδρομή του απογειώνεται καθώς αναλαμβάνει υπεύθυνος κρατικών επιχορηγήσεων, επιβλέποντας προγράμματα ενίσχυσης των Πολιτειών χρηματοδοτούμενα από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Ή αλλιώς, όπως το θέτει με θαυμασμό ο έκτος στη σειρά γιος του, Ρίτσαρντ: «Λέει στους κυβερνήτες τι να κάνουν».

Στη χρυσή εποχή των Γκάλβιν το ζευγάρι συχνάζει σε κοσμικά πάρτι που στη λίστα των καλεσμένων βρίσκεται η Τζόρτζια Ο’Κιφ – «με το χαρακτηριστικό μαύρο καπέλο της, τη μακριά, μαύρη φούστα και τα μαλλιά της μια μακριά κοτσίδα μέχρι τη μέση της πλάτης»

Ακολουθεί η χρυσή εποχή των Γκάλβιν. Το ζευγάρι συχνάζει σε κοσμικά πάρτι που στη λίστα των καλεσμένων βρίσκεται η Τζόρτζια Ο’Κιφ – «με το χαρακτηριστικό μαύρο καπέλο της, τη μακριά, μαύρη φούστα και τα μαλλιά της μια μακριά κοτσίδα μέχρι τη μέση της πλάτης» -, όταν δεν παίρνει πρωινό με τον θρυλικό μαέστρο Μορίς Αμπραβανέλ και τη χορογράφο Άγκνες Ντε Μιλ ή όταν δεν προσπαθεί να αποσπάσει τη χρηματοδότηση του Ντέιβιντ Ροκφέλερ για ένα νέο δημόσιο τηλεοπτικό κανάλι. Την αξιοζήλευτη εικόνα του επιτυχημένου συζύγου συμπληρώνει η Μίμι, που είναι και καλλιεργημένη και πρότυπο νοικοκυράς για τα ‘60s, καθώς αφοσιώνεται ψυχή τε και σώματι στην ανατροφή των παιδιών και στην προετοιμασία περίτεχνων γευμάτων.

Το σκοτάδι πίσω από τη λάμψη

Στο μεταξύ, μια σειρά «ανεξήγητων» γεγονότων στη ζωή του Ντόναλντ, την οποία έχει ξεκινήσει «φυσιολογικά» ως φοιτητής, οδηγεί στη διαπίστωση ότι ο πρωτότοκος γιος τους έχει εμμονή με τον θάνατο και έχει κάνει επανειλημμένως απόπειρες αυτοχειρίας. Διαγιγνώσκεται με σχιζοφρένεια. Αλλά το πιο σοκαριστικό είναι ότι η Μίμι και ο Ντον μέσα στα επόμενα χρόνια ακούν ξανά και ξανά να ξεστομίζεται αυτό το ιατρικό πόρισμα για ακόμα πέντε γιους τους. Η οικογενειακή τραγωδία κορυφώνεται όταν ένας από αυτούς, ο Μπράιαν, εντοπίζεται νεκρός με τη σύντροφό του. Οι αρχές αποφαίνονται ότι τη σκότωσε και αμέσως μετά έβαλε τέλος και στη δική του ζωή.

Οι υστερότοκες, Μέρι και Μάργκαρετ, μεγαλώνουν παρακολουθώντας καθημερινά βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στα μεγαλύτερα παιδιά και, κυρίως, βιώνοντας τη σεξουαλική κακοποίηση στα χέρια του αδερφού τους, Τζιμ.

Σε ένα σπίτι μικροσκοπικό για δεκατέσσερα άτομα, στο οποίο επιστρέφουν περιστασιακά τα ασθενή παιδιά, ενήλικα πλέον, από τα ψυχιατρικά ιδρύματα, για να ξανακάνουν εισαγωγή στην πρώτη υποτροπή, οι υστερότοκες κόρες, Μέρι και Μάργκαρετ, μεγαλώνουν παρακολουθώντας καθημερινά βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στα μεγαλύτερα αδέρφια τους, τον Ντόναλντ να περιφέρεται ολόγυμνος ή να παραληρεί κραυγάζοντας βιβλικά ρητά και, κυρίως, βιώνοντας τη σεξουαλική κακοποίηση στα χέρια του αδερφού τους, Τζιμ.

Ένα όχι και τόσο ασφαλές καταφύγιο

Ο Τζιμ, παρά την ψυχική αστάθειά του έχει παντρευτεί και ανοίξει το δικό του, φαινομενικά φυσιολογικό σπιτικό, με τη σύζυγο και το παιδί του, στο οποίο η Μίμι στέλνει, ανά διαστήματα, τις κόρες της για να αποδράσουν από την ταραγμένη ατμόσφαιρα του πατρικού τους. Όμως η Μίμι δεν ξέρει ότι ο Τζιμ ξυλοφορτώνει τη σύντροφό του και κακοποιεί σεξουαλικά τις δύο ανήλικες αδερφές του, από τη νηπιακή ηλικία τους ακόμα.

«Ο Τζιμ ήταν τόσο καλός με τα κορίτσια, τόσο φιλόξενος και ανεκτικός, που όταν άρχισε να απλώνει το χέρι του πάνω τους, φάνηκε σχεδόν φυσικό» γράφει χαρακτηριστικά ο Kolker, περιγράφοντας μια σκηνή ανατριχιαστικά γνώριμη σε όσους έχουν βιώσει την ενδοοικογενειακή βία: «Τις προσέγγιζε πάντα με τον ίδιο τρόπο. Ήταν πάντα πολύ αργά το βράδυ. Συνήθως είχε μεθύσει, ήταν έπειτα από τη βάρδια του στο μπαρ. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή, η Κάθι [η σύντροφός του] είχε πέσει για ύπνο κι εκείνος ερχόταν στο σαλόνι και ξάπλωνε δίπλα στη Μάργκαρετ στον πράσινο, λουλουδάτο καναπέ όπου κοιμόταν. Η Μάργκαρετ θυμάται τον ήχο που έκαναν οι φυσαλίδες από το ενυδρείο και το πρασινομπλέ δαμασκηνό μοτίβο στον καναπέ (που ήταν δεύτερο χέρι από τη Μίμι) και την ψάθινη κουνιστή καρέκλα που ήταν στραμμένη προς την κουζίνα, και τους δίσκους που ήταν ακουμπισμένοι σε μια σειρά στο πάτωμα ανάμεσα σε τσιμεντόλιθους, και το παράθυρο που έβλεπε στην αυλή και προς μια άλλη μεζονέτα, και τον ήχο του εθνικού ύμνου, που έπαιζε όταν τα τηλεοπτικά κανάλια τελείωναν το πρόγραμμά τους. Διακόρευε τη Μάργκαρετ με τα δάχτυλά του και προσπαθούσε και με το πέος του, αλλά δεν το κατάφερε ποτέ.

»Είχε βάλει στόχο πρώτη φορά τη Μάργκαρετ, σύμφωνα με τις αναμνήσεις της, όταν ήταν κάπου στα πέντε – γύρω στο 1967, μερικά χρόνια πριν από τον πρώτο εγκλεισμό του Ντόναλντ στο Πουέμπλο [ψυχιατρικό ίδρυμα], τότε που εκείνη ξεκίνησε να περνάει πού και πού κάποιο βράδυ στο σπίτι του. Ήταν πολύ μικρή για να αντιληφθεί αυτό που γινόταν ως βίαιη πράξη. Η χειραγώγηση, η προσοχή και η θήρευση αναμείχθηκαν όλα μαζί μέχρι που, δίχως να υπάρχει κάτι ως μέτρο σύγκρισης, αυτό που συνέβαινε θύμιζε λίγο πράξη αγάπης».

«Ήταν πολύ μικρή για να αντιληφθεί αυτό που γινόταν ως βίαιη πράξη. Η χειραγώγηση, η προσοχή και η θήρευση αναμείχθηκαν όλα μαζί μέχρι που, δίχως να υπάρχει κάτι ως μέτρο σύγκρισης, αυτό που συνέβαινε θύμιζε λίγο πράξη αγάπης».

Δεν είναι βίαια όλα τα παιδιά των Γκάλβιν που διαγιγνώσκονται με σχιζοφρένεια. Κάθε ένα έχει εντελώς διαφορετική εξέλιξη. Όμως η συμπεριφορά του Τζιμ σημαδεύει για πάντα τη Μέρι και τη Μάργκαρετ. Μεγαλώνοντας οι αδερφές εξομολογούνται η μία στην άλλη ότι υπήρξαν θύματά του. Όταν τολμούν να συζητήσουν το γεγονός με τη μητέρα τους, ανακαλύπτουν ότι και εκείνη υπήρξε θύμα ενδοοικογενειακής βίας όταν ήταν παιδί, ένα περιστατικό όμως που επέλεξε να απωθήσει – όπως θα έκανε άλλωστε αργότερα και με τη σχιζοφρένεια των γιων της. Τελικά, αποκαλύπτεται ότι και κάποια από τα αγόρια της οικογένειας Γκάλβιν έχουν υποστεί τη σεξουαλική κακοποίηση, στα χέρια ενός ακόμα ανθρώπου υπεράνω υποψίας: ενός ιερέα που στο παρελθόν μπαινόβγαινε ελεύθερα στο σπίτι τους, παριστάνοντας τον πιστό φίλο της Μίμι.

Πώς επιβίωσαν οι γυναίκες

Η Μέρι διαχειρίζεται εντελώς διαφορετικά από τη Μάργκαρετ το παρελθόν τους. Ενώ η Μάργκαρετ απομακρύνεται από τους γονείς και τα αδέρφια της, η Μέρι ακολουθεί τα χνάρια της μητέρας τους, η οποία συνεχίζει να φροντίζει, ακούραστη και με αυτοθυσία, τα ασθενή παιδιά της μέχρι που, καθηλωμένη στο κρεβάτι από ένα εγκεφαλικό, δεν μπορεί πλέον να φροντίσει ούτε τον εαυτό της. Παρ’ όλα αυτά, και η «προσκολλημένη» Μέρι και η «ανεξάρτητη» Μάργκαρετ πετυχαίνουν μακροπρόθεσμα, με τη βοήθεια των ειδικών ψυχικής υγείας, να εμπιστευτούν ξανά τους ανθρώπους και να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια, στην οποία προσπαθούν να αποφύγουν τα λάθη των γονιών τους.

Άλλωστε την εποχή που γίνονται μητέρες οι ίδιες, οι συνθήκες είναι πλέον αρκετά διαφορετικές. Τα στόματα των θυμάτων της ενδοοικογενειακής βίας έχουν αρχίσει να ανοίγουν και οι ψυχικές ασθένειες να απαλλάσσονται από το κοινωνικό στίγμα και την ντροπή. Κάποιος, διαβάζοντας το «Οι γυναίκες που επιβίωσαν», θα αναρωτηθεί πώς θα είχαν εξελιχθεί τα γεγονότα αν συνέβαιναν στις μέρες μας. Ενδεχομένως η οικογένεια Γκάλβιν να μετρούσε λιγότερα θύματα κακοποίησης, λιγότερα ψυχικά τραύματα, περισσότερους επιζήσαντες, και να είχε μια καλύτερη πρόγνωση για τα σχιζοφρενή παιδιά της.

Η αλήθεια είναι ότι στα περίπου πενήντα χρόνια που μεσολάβησαν από τη διάγνωση του Ντόναλντ μέχρι σήμερα η πρόοδος στην κατανόηση της σχιζοφρένειας υπήρξε εξαιρετικά αργή – όχι αυτή που είχαν ελπίσει οι επιστήμονες. Τουλάχιστον όμως, μελετώντας το γενετικό υλικού των Γκάλβιν, καθώς και άλλων οικογενειών με επιβαρυμένο ιστορικό, αναγνώρισαν «ένοχα» γονίδια, που μας έφεραν πιο κοντά στο στόχο της οριστικής ίασης της τρομακτικής αυτής πάθησης.

Αλλά το πιο θετικό μήνυμα της ιστορίας είναι ότι μόλις τα παιδιά της Μέρι παρουσιάζουν κάποια προβλήματα συμπεριφοράς εκείνη, σε αντίθεση με τη μητέρα της, που είχε εθελοτυφλήσει για καταστροφικά μεγάλο χρονικό διάστημα, απευθύνεται αμέσως στους γιατρούς, με αποτέλεσμα και τα δύο έχουν πολύ καλή εξέλιξη. Μάλιστα η κόρη της, Κέιτ, μεγαλώνοντας καταπιάνεται με την επιστημονική έρευνα, με το όνειρο να λύσει το ιατρικό αίνιγμα που έχει στοιχειώσει το οικογενειακό παρελθόν της. Πλέον δεν κρύβουμε τις ψυχικές νόσους κάτω από το χαλί, αλλά έχουμε αρχίσει να τις αντιμετωπίζουμε κατά μέτωπο με όπλο τον επιστημονικό ορθολογισμό. Κι αυτό αρκεί για να αισιοδοξούμε ότι στο μέλλον δεν θα υπάρξει ξανά άλλη οικογένεια όπως οι Γκάλβιν.


Για το βιβλίο

Ο Ντον και η Μίμι Γκάλβιν φαίνονταν ζευγάρι-πρότυπο. Εκείνος διακεκριμένος στρατιωτικός, εκείνη καλλιεργημένη, αφοσιωμένη σύζυγος-μητέρα, ενσάρκωναν τον λαμπρό αμερικανικό αιώνα. Ο κόσμος τους έδειχνε τέλειος. Όμως μερικά χρόνια αργότερα, έχοντας αποκτήσει δώδεκα παιδιά, η εικόνα άρχισε να ξεθωριάζει. Ύστερα ήρθε η σφοδρή ανατροπή: Έξι γιοι της οικογένειας Γκάλβιν, ο ένας μετά τον άλλον, παρουσιάζουν ψυχωσική, βίαιη συμπεριφορά. Οι γονείς, τρομοκρατημένοι, αγνοούν την πραγματικότητα. Μέχρι που η τραγωδία, μια διπλή ανθρωποκτονία, τους αναγκάζει να δουν. Η σχιζοφρένεια χτυπά και σπάει την πόρτα του ειδυλλιακού σπιτιού τους. Τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο.

Ο Robert Kolker (Ρόμπερτ Κόλκερ) είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Το βιβλίο του «Οι γυναίκες που επιβίωσαν», εκτός των άλλων, ήταν ανάμεσα στα 10 καλύτερα βιβλία της χρονιάς στην Washington Post, στην Wall Street Journal και πρώτο στη λίστα του People. Το βιβλίο του «Lost Girls» (2013) μπήκε στη λίστα των ευπώλητων και στον κατάλογο με τα 100 καλύτερα βιβλία της χρονιάς των New York Times και βρέθηκε ανάμεσα στα 10 καλύτερα βιβλία της χρονιάς του περιοδικού Publishers Weekly.

Το βιβλίο «Οι γυναίκες που επιβίωσαν: Η οικογένεια που έζησε 50 χρόνια σχιζοφρένειας και άλλαξε ό,τι γνωρίζουμε για αυτή» κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση του Βαγγέλη Προβιά.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below