Έχει γράψει τα μοναδικά παιδικά βιβλία στον κόσμο για τον Παρθενώνα και τους δώδεκα θεούς που κυκλοφορούν, στα πορτογαλικά, στη Βραζιλία και στις άλλες πορτογαλόφωνες χώρες – τα οποία διατίθενται από μεγάλα βιβλιοπωλεία και, προσεχώς, θα υπάρχουν και στο πωλητήριο του Μουσείου της Ακρόπολης. Μοιράζει το χρόνο της μεταξύ Ελλάδας και Βραζιλίας και αγαπά πολύ τη χώρα μας, την ελληνική ιστορία και μυθολογία, τη συγγραφή και τα παιδιά.

Αυτά ήταν όλα όσα ήξερα για την Claudia Machado πριν από τη συνέντευξή μας για το Marie Claire, η οποία έκρυβε δύο μεγάλες εκπλήξεις: Πρώτον, η συνέντευξη έγινε στα ελληνικά, τα οποία έμαθε με δική της πρωτοβουλία και μιλάει άπταιστα. Δεύτερον, παρόλο που μου είχε συστηθεί ως «Βραζιλιανο-ελληνίδα», η οικογένειά της έχει 100% βραζιλιάνικες ρίζες. Η Claudia έδωσε εξετάσεις για την ελληνική υπηκοότητα, και την πήρε, μόνο και μόνο από αγάπη για την Ελλάδα. Κι αυτό κάνει την ιστορία της ακόμα πιο συγκινητική.

Από το Ρίο ντε Τζανέιρο στην Αθήνα

Όταν ήταν παιδί και μάθαινε στο σχολείο για τον ελληνικό πολιτισμό – ένα μέρος της βραζιλιάνικης διδακτέας ύλης είναι αφιερωμένο σε αυτόν – δεν μπορούσε καν να φανταστεί ότι μερικά χρόνια αργότερα θα βρισκόταν, εντελώς τυχαία, να ζει εδώ. Ήρθε για πρώτη φορά στην Αθήνα ως φοιτήτρια, απεσταλμένη μιας εφημερίδας με την οποία συνεργαζόταν στο πανεπιστήμιο, αλλά μετά δεν ήθελε να φύγει με τίποτα. Έτσι, «βρήκα κανονική δουλειά, σε μια πολύ μεγάλη εφημερίδα της Βραζιλίας, την Ο Globo, και παρέμεινα εδώ, ως ανταποκρίτρια», θυμάται σήμερα.

Πλέον περνάει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, περίπου οκτώ μήνες, στην Ελλάδα και τους υπόλοιπους στη γενέτειρά της. Έχει σπίτι στο κέντρο της Αθήνας με θέα την Ακρόπολη, και, ενώ δουλεύει σε μια εταιρεία, στον τομέα του Μάρκετινγκ και της Διαφήμισης, παράλληλα ασχολείται με το μεγάλο πάθος της, τη συγγραφή. Παιδικών βιβλίων, κυρίως.

«Καθώς μού άρεσε να κάνω ταξίδια στην Ελλάδα και να διαβάζω γι’ αυτήν, αποφάσισα να μην κρατήσω ό,τι έβλεπα και μάθαινα μόνο για εμένα, αλλά να το μοιραστώ με τη Βραζιλία. Ειδικά με τα παιδιά, που μαθαίνουν στο σχολείο για την ελληνική ιστορία και μυθολογία, αλλά τα πάντα τούς φαίνονται πολύ μακρινά και μαγικά».

«Καθώς μού άρεσε να κάνω ταξίδια στην Ελλάδα και να διαβάζω γι’ αυτήν, αποφάσισα να μην κρατήσω ό,τι έβλεπα και μάθαινα μόνο για εμένα, αλλά να το μοιραστώ με τη Βραζιλία. Ειδικά με τα παιδιά, που μαθαίνουν στο σχολείο για την ελληνική ιστορία και μυθολογία»

Μετά από μακροχρόνια έρευνα και επιλογή ανάμεσα στον τεράστιο όγκο υλικού που είχε συγκεντρώσει, η Claudia ολοκλήρωσε τα πρώτα δύο παιδικά βιβλία στα πορτογαλικά, «No Partenon, com Sofia» («Στον Παρθενώνα, με τη Σοφία») και «Os 12 deuses do Olimpo, com Sofia» («Οι 12 θεοί του Ολύμπου, με τη Σοφία»). Ξεναγός των παιδιών στο νοερό ταξίδι τους στην Ελλάδα έγινε η επινοημένη ηρωίδα της, «Σοφία», το όνομα της οποίας επέλεξε για την ελληνικότητά του και για την έννοια της λέξης.

Για την Claudia, η προβολή της ελληνικής κουλτούρας δεν σταματάει με την ολοκλήρωση της συγγραφής και την κυκλοφορία ενός βιβλίου της. Το δεύτερο, και ίσως σπουδαιότερο, μέρος αρχίζει όταν αυτό χρησιμοποιείται ως διδακτικό υλικό από τους εκπαιδευτικούς και ως υλικό παρουσίασης από την ίδια, τόσο σε ιδιωτικά όσο και σε δημόσια σχολεία.

«Είναι ιδιαίτερα συγκινητικό όταν παρουσιάζω τα βιβλία μου σε δημόσια σχολεία. Στη Βραζιλία πηγαίνουν σε δημόσια σχολεία μόνο τα πολύ φτωχά παιδιά, τα οποία δεν έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν βιβλία από τα βιβλιοπωλεία». Θυμάται χαρακτηριστικά μια παρουσίαση βιβλίου της σε ένα πολύ φτωχό και απομονωμένο σχολείο της Βραζιλίας: «Ήταν ό,τι πιο ωραίο και δύσκολο στη ζωή μου. Για να φτάσει το βιβλίο μου μέχρι εκεί, ταξίδεψε με βάρκα».

Το εξώφυλλο του βιβλίου της «Στον Παρθενώνα, με τη Σοφία»

Πώς αντιδρούν, γενικά, τα παιδιά της Βραζιλίας στα βιβλία σου;

«Ανάμεσα στις πιο παράξενες ερωτήσεις που μου κάνουν είναι αν υπάρχει σήμερα κάτι μοντέρνο στην Ελλάδα – κάποια πιστεύουν ότι έχει μόνο μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους! Η πιο όμορφη αντίδραση είναι όταν, διαβάζοντας τα βιβλία μου, τους γεννιέται η επιθυμία να την επισκεφτούν. Με ρωτούν αν είναι πολύ δύσκολο και ακριβό να ταξιδέψουν στην Ελλάδα».

Η ίδια, πάντως, θα μπορούσε να φανταστεί άνετα τον εαυτό της να ζει μόνιμα εδώ, παρόλο που έχει αφήσει την οικογένειά της πίσω στη Βραζιλία. Ζώντας την Αθήνα καθημερινά, αγάπησε και τη σύγχρονη εκδοχή της: «Μου αρέσει γιατί μπορώ να κυκλοφορήσω άνετα εδώ και γιατί έχει τα πάντα – μουσεία, θέατρα, εστιατόρια, μαγαζιά, παραλίες, βουνά. Γοητεύομαι από τη διακόσμηση των αθηναϊκών καταστημάτων και μπαρ και από το γεγονός ότι τα κτίριά της δεν είναι τόσο ψηλά όσο άλλων πόλεων. Απολαμβάνω να βλέπω το τραμ να περνάει, απολαμβάνω κάθε πλευρά αυτής της μοντέρνας πόλης που έχει ιστορία 2.500 ετών».

«Ανάμεσα στις πιο παράξενες ερωτήσεις που μου κάνουν τα παιδιά στη Βραζιλία είναι αν υπάρχει σήμερα κάτι μοντέρνο στην Ελλάδα – κάποια πιστεύουν ότι έχει μόνο μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους!»

Τι δεν σου αρέσει στην Αθήνα του σήμερα;

«Το να βλέπω τόσο πολλούς ακόμα να καπνίζουν. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει σεβασμός για τις ώρες κοινής ησυχίας – σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές πόλεις και με τη Βραζιλία. Και το ότι για να πας στις περισσότερες παραλίες της πρέπει να πληρώσεις».

Τι θα ήθελες να ξέρουν οι Έλληνες για τη Βραζιλία;

«Γενικά ο κόσμος πιστεύει ακόμα ότι η Βραζιλία είναι η χώρα της σάμπα, του καφέ και του ποδοσφαίρου. Όμως πρώτα απ’ όλα έχει μια φύση που δεν υπάρχει πουθενά αλλού. Θα έλεγα σε κάποιον που ταξιδεύει στη Βραζιλία να μην πάει μόνο στο Ρίο ντε Τζανέιρο, αλλά και στο βορρά και στο νότο της χώρας, σε προορισμούς όπως οι Paraty, Angra dos Reis, Trancoso, Fernando de Noronha και, φυσικά, στους καταρράκτες Foz do Iguacu – που κατά τη γνώμη μου έχουν την ομορφότερη φύση.

»Να δουν στην καρδιά της χώρας, που δεν είναι μόνο αυτά που βλέπουν στην τηλεόραση. Για παράδειγμα, δεν είναι “κακοί άνθρωποι” όλοι όσοι ζουν στα γκέτο. Οι περισσότεροι κάτοικοί τους εργάζονται – αν βρίσκεσαι στο Ρίο και κάνεις μια βόλτα προς τα εκεί το βράδυ, θα δεις ότι τα φώτα είναι κλειστά.

»Μια φορά ήμουν με μια παρέα που σύγκρινε τη Βραζιλία με την Τουρκία κι αυτό με στεναχώρησε: δεν έχουν σχέση ούτε η θρησκεία μας ούτε η κυβέρνησή μας – σε λίγες μέρες μάλιστα έχουμε εκλογές. Ο κόσμος πρέπει να γνωρίσει επίσης την κουλτούρα και την ιστορία μας».

«Δεν είναι “κακοί άνθρωποι” όλοι όσοι ζουν στα γκέτο. Οι περισσότεροι κάτοικοί τους εργάζονται – αν βρίσκεσαι στο Ρίο και κάνεις μια βόλτα προς τα εκεί το βράδυ, θα δεις ότι τα φώτα είναι κλειστά».

Από τα ταξίδια σου στην Ελλάδα, τι σε έχει εντυπωσιάσει περισσότερο και ποιες συμβουλές δίνεις στους Βραζιλιάνους που έρχονται εδώ;

«Όπως και στους Έλληνες που ταξιδεύουν στη Βραζιλία, έτσι και στους Βραζιλιάνους που έρχονται εδώ θα έλεγα να μην πάνε μόνο σε πολύ τουριστικούς προορισμούς. Ελλάδα δεν είναι μόνο η Μύκονος, η Σαντορίνη και η Μήλος. Υπάρχουν και άλλα νησιά, όπως οι Μικρές Κυκλάδες, τα νησιά του Ιονίου, τα Επτάνησα, η Κρήτη. Προσωπικά μού αρέσει πολύ και η βόρεια Ελλάδα, η Θεσσαλονίκη, η Χαλκιδική, το Μέτσοβο! Από αρχαιολογικούς χώρους, προτείνω τους Δελφούς, την Αρχαία Ολυμπία, τις Μυκήνες, το Δίον, τη Βεργίνα, την Επίδαυρο».

Το εξώφυλλο του βιβλίου της «Οι 12 θεοί του Ολύμπου, με τη Σοφία»

Πώς προέκυψε η συνεργασία με το Μουσείο της Ακρόπολης;

«Είχε γίνει μια μετάφραση του παιδικού βιβλίου μου για τον Παρθενώνα στα ελληνικά ειδικά για το Μουσείο της Ακρόπολης. Πέρασε από επιτροπή, τους άρεσε, έδωσαν το “ναι” αλλά μετά ήρθε η πανδημία και, ενώ ήταν σε διαδικασία να φέρουν στο πωλητήριο αντίτυπα από την Πορτογαλία, πάγωσαν όλα. Μέχρι τώρα δεν έχουν κανένα βιβλίο στα πορτογαλικά και είναι κρίμα, γιατί υπάρχουν πολλοί τουρίστες από πορτογαλόφωνες χώρες».

Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σου;

«Αυτή τη στιγμή γράφω το τρίτο παιδικό βιβλίο μου. Το σίγουρο είναι ότι θα συνεχίσω να γράφω για την Ελλάδα στα πορτογαλικά. Νιώθω κολακευμένη που, χωρίς καμία υποστήριξη από χορηγούς, έχω καταφέρει να ταξιδέψω την ιστορία της Ελλάδας στην άλλη άκρη του ωκεανού και να την παρουσιάσω και στα λιγότερο προνομιούχα παιδιά, διασχίζοντας με τα βιβλία μου ακόμα και δρόμους της βραζιλιάνικης επαρχίας που δεν έχουν ασφαλτοστρωθεί. Τα βιβλία έχουν φτερά και τα δικά μου γράφτηκαν για να φτάσουν στις πιο μακρινές και απομονωμένες γωνιές της.

»Δεν μπορώ να ζω μόνο από τη συγγραφή παιδικών βιβλίων, αλλά είναι κάτι πολύ σπουδαίο για μένα. Νιώθω σαν να έχω πάρα πολλά δικά μου παιδιά, τους μικρούς αναγνώστες μου».

Info
Τα βιβλία της Claudia Machado πωλούνται online από μεγάλα πορτογαλόφωνα βιβλιοπωλεία, π.χ. το FNAC Πορτογαλίας. Τα παιδικά βιβλία της «No Partenon, com Sofia» και «Os 12 deuses do Olimpo, com Sofia» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Chiado και απευθύνονται σε παιδιά από οκτώ ετών και σε κάθε ηλικία.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below