Ένα κορίτσι που στέκεται στις στέγες μιας πόλης που πλημμυρίζει κρατώντας ένα νήμα στα χέρια της: αυτή ήταν η αρχική έμπνευση για την Κίκα Χατζοπούλου, συγγραφέα του βιβλίου Νήματα που ενώνουν. Το κορίτσι, η Ιώ, έγινε ντετέκτιβ, το νήμα, οι κλωστές των αρχαίων Μοιρών, η πλημμύρα, οικολογική καταστροφή. Και το βιβλίο; Το βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρώτα στα αγγλικά με τίτλο Threads That Bind το 2023, έχει ήδη μπει στη λίστα των Sunday Times Bestsellers και ήταν υποψήφιο για τα Goodreads Awards στην κατηγορία «Best Young Adult Fantasy».

Ως η πρώτη Ελληνίδα συγγραφέας που δημοσίευσε βιβλίο εμπνευσμένο από την ελληνική μυθολογία στο εξωτερικό, η Χατζοπούλου είναι ένας λαμπερός φάρος για μένα και για όλους εμάς που γεννηθήκαμε στην Ελλάδα και προσπαθούμε να δημοσιευτούμε στο εξωτερικό. Είχα την τιμή να διαβάσω το βιβλίο της στα αγγλικά πριν δημοσιευθεί και ήξερα από την πρώτη σελίδα κιόλας πως ο κόσμος θα το αγαπήσει όσο εγώ. Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη (Νήματα που ενώνουν, σε μετάφραση Βούλας Αυγουστίνου), μίλησα με την Κίκα για το πώς η Ελληνική Μυθολογία παραμένει αιώνια πηγή έμπνευσης.

Πότε συνειδητοποίησες πως το βιβλίο έχει μεγάλη απήχηση;

Είναι πραγματική έκπληξη, καθώς κατά τη διάρκεια όλης της διαδικασίας προτού πουληθεί, άκουγα συχνά ότι το βιβλίο είναι πολύ περίεργο, ότι δεν είναι εμπορικό, ότι δεν υπακούει στο trend της Ελληνικής Μυθολογίας. Ίσως η πιο σοκαριστική στιγμή ήταν όταν έμαθα ότι η μεγαλύτερη αλυσίδα βιβλιοπωλείων στην Αμερική το είχε επιλέξει ως το Εφηβικό Βιβλίο του Μήνα, για να κυκλοφορήσει με ειδική έκδοση και περίοπτη θέση στα 600 καταστήματα που έχουν στο εξωτερικό. Εκεί είπα, για να το επέλεξαν αυτοί, κάτι θα ξέρουν!

Τα τελευταία χρόνια ζούμε μια αναγέννηση των retellings Ελληνικής Μυθολογίας, κυρίως από Αγγλόφωνους συγγραφείς όπως η Madeline Miller. Ως Ελληνίδα, πόσο σε βοήθησε -ή δυσκόλεψε- αυτό το ρεύμα;

Η αλήθεια είναι ότι όταν είχα την πρώτη ιδέα για τα Νήματα που ενώνουν το 2018 και ξεκίνησα να το γράφω το 2019, το ρεύμα των retellings δεν είχε γίνει ακόμα παγκόσμιο, το οποίο το θεωρώ θετικό – έγραψα το βιβλίο χωρίς κανόνες και προσδοκίες. Ωστόσο όταν ήρθε η ώρα να το στείλω σε ατζέντηδες (ως πρώτο βήμα προς την έκδοση στο εξωτερικό), το ρεύμα του retelling είχε απογειωθεί και άκουγα συχνά σχόλια ότι η δική μου ιστορία είναι πολύ περίεργη. Είναι μεγάλη μου τιμή και χαρά που αποδείχθηκε ότι το αναγνωστικό κοινό έχει όρεξη και για αυτές τις περίεργες ιστορίες που γεφυρώνουν την Ελληνική Μυθολογία με άλλα είδη λογοτεχνίας. Πιστεύω ότι αυτό ισχύει για πολλούς άλλους Έλληνες συγγραφείς του φανταστικού που έχουν νέες, πρωτότυπες οπτικές πάνω στους μύθους που ξέρουμε και αγαπάμε.

Εκτός από τις Μοίρες και τις Μούσες, που παίζουν σημαντικό ρόλο στην πλοκή του βιβλίου σου, έχεις κάποιον αγαπημένο μύθο;

Πάρα πολλούς! Από τους πιο αγαπημένους μου είναι ο μύθος του Προμηθέα: βρίσκω πολύ συναρπαστική αυτή την ιδέα της μεταλαμπάδευσης της γνώσης, που όμως έχει κόστος μια τρομερή προσωπική θυσία. Συνδυάζει τη φιλοδοξία με τον αλτρουισμό με έναν τρόπο πολύ ενδιαφέροντα.

Στο βιβλίο η Iώ και οι δύο αδελφές της έχουν διαφορετικές ικανότητες που πηγάζουν από την Κλωθώ, τη Λάχεση και την Άτροπο. Ποια ικανότητα από αυτές θα ήθελες να έχεις;
Της Ιώς, που μπορεί όχι μόνο να δει τις κλωστές της μοίρας, αλλά και να τις κόψει. Αλλά δεν θα ήταν μια δύναμη που θα ήθελα πραγματικά – νομίζω ότι αν μπορούσα να δω τις κλωστές που ενώνουν κάθε άνθρωπο με καθετί που αγαπάει σιγά-σιγά θα τρελαινόμουν! Αντ’ αυτής, θα ήθελα μία από τις αγαπημένες μου δυνάμεις στο βιβλίο: των Ονείρων. Ένας βαθύς ύπνος με γλυκά όνειρα ακούγεται ιδανικός!

Μίλησε μας για το χρονικό από το πρώτο draft του βιβλίου, μέχρι την έκδοση του.

Η όλη διαδικασία πήρε τέσσερα χρόνια. Είχα την πρώτη ιδέα το 2018, αλλά την άφησα στην άκρη να “μεστώνει” όσο έγραφα κάτι άλλο. Την έπιασα επίσημα στα χέρια μου το καλοκαίρι του 2019 και όταν την ολοκλήρωσα, την έστειλα σε λογοτεχνικούς ατζέντηδες σε Αμερική κι Αγγλία. Μια ατζέντισσα μου ζήτησε να κάνω κάποιες αλλαγές και να της το ξαναστείλω—αυτό ήταν τον Μάρτιο του 2020, λίγες μέρες πριν το lockdown που άλλαξε την ζωή όλων μας. Εκείνη την περίοδο, δούλευα 10-12 ώρες την ημέρα και είχα εξαντληθεί, οπότε ολοκλήρωσα τις αλλαγές αργά στο τέλος του 2020. Τον Φεβρουάριο του 2021, μου απάντησε η ατζέντισσα ότι της αρέσει πολύ αλλά δεν ασχολείται με την λογοτεχνία του φανταστικού πλέον και με σύστησε με το Michaela Whatnall, ένα άλλο ατζέντη στο ίδιο πρακτορείο, με το οποίο ένιωσα αμέσως ότι θα ταιριάξουμε. Κάναμε τις τελικές διορθώσεις στο βιβλίο και το καλοκαίρι του 2021 το στείλαμε σε εκδότες, όπου έπειτα από αγωνιώδεις μήνες αναμονής, λάβαμε προσφορά από την Penguin. Για τα επόμενα 2 χρόνια, μέχρι το βιβλίο να εκδοθεί τον Ιούνιο του 2023, γίνανε διορθώσεις, επιμέλειες, εξώφυλλα, καμπάνιες μάρκετιγκ, και πολλά άλλα. Επειδή δούλευα για χρόνια στον κόσμο των εκδόσεων και έχω πολλούς φίλους συγγραφείς, ήξερα λίγο πολύ πως θα πάνε τα πράγματα. Αυτό που σίγουρα ήταν μια ευχάριστη ανακάλυψη ήταν πόσο απόλαυσα να δουλεύω με την εκδότρια μου κάνοντας επιμέλεια στο κείμενο.

Με την έλευση του TikTok και του BookTok βλέπουμε μια στροφή από τους εκδότες προς τα social media και παράλληλα μια πίεση προς τους συγγραφείς να δημιουργούν ανάλογο περιεχόμενο, κάτι που κανείς δεν θα απαιτούσε από συγγραφείς μερικές δεκαετίες πριν. Πόσο απολαμβάνεις ή σε κουράζει το παιχνίδι των social media;

Δεν έχω βιώσει η ίδια τέτοια πίεση, αλλά γνωρίζω συγγραφείς που οι εκδόσεις τους το συνιστούν απαραιτήτως. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι η μεγαλύτερη φαν των social media, ειδικά δημιουργός, αλλά εκτιμώ πολύ το πώς σε συνδέει με τους αναγνώστες σου με έναν τρόπο που εμείς δεν είχαμε ως παιδιά και έφηβοι. Σίγουρα μπορεί να φέρει αναγνώστες και πωλήσεις (η αγοραστική δύναμη του Tiktok είναι απίστευτη), αλλά πρέπει να σιγουρευτείς εσύ ως δημιουργός ότι είναι ένα μέρος που απολαμβάνεις να ξοδεύεις τον χρόνο σου – απαιτεί πολύ χρόνο για να το κάνεις στο επίπεδο που θα σου αποφέρει κέρδη. Προσωπικά, συνήθως θα επιλέξω να ξοδέψω αυτό τον χρόνο γράφοντας ή διαβάζοντας!

Ο πατέρας σου, Γιώργος Χατζόπουλος, είναι επίσης βραβευμένος συγγραφέας παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας. Τι ρόλο έπαιξε αυτό στη δική σου σχέση με τα βιβλία ως αναγνώστρια και συγγραφέας;

Μικρότερη πάντα απαντούσα με πάθος ότι όχι, εγώ ήθελα να γίνω συγγραφέας πρώτα, απλά ο πατέρας μου τα κατάφερε νωρίτερα! Δεν ισχύει πραγματικά όμως: παρόλο που όταν ήμουν παιδί δεν ήξερα πόσο επιθυμούσε να γίνει συγγραφέας, ήταν πάντα εμφανές ότι αγαπούσε τη λογοτεχνία. Κάθε Σάββατο βρισκόμασταν στον Ιανό στην Αριστοτέλους για καινούρια βιβλία, κάθε Κυριακή στο σινεμά – οι ιστορίες ήταν μεγάλο κομμάτι της ανατροφής μου. Από το Δημοτικό ξεκίνησα να γράφω ιστορίες, από τα 15 ολόκληρα βιβλία, από τα 19 άρχισα να ψάχνω πώς μπορεί κανείς να εκδοθεί στο εξωτερικό. Και τώρα που τα έχω καταφέρει, είναι υπέροχο να έχω ένα γονιό που όχι μόνο στηρίζει αυτή την ανορθόδοξη καλλιτεχνική καριέρα, αλλά μπορεί κιόλας να κάτσει και να μιλήσει μαζί μου εκτενώς για ήρωες και πλοκές και κοσμοπλασίες.

Μιλώντας για εφηβική λογοτεχνία: η κατηγορία Young Adult (για αναγνώστες από 12-18 ετών) έχουν αλλάξει πολύ από τότε που ήμασταν εμείς παιδιά. Οι ιστορίες έχουν γίνει πιο πολύπλοκες, ενίοτε πιο “πικάντικες” και συχνά δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν, όσον αφορά το επίπεδο της πρόζας και τα κοινωνικά θέματα με τα οποία καταπιάνονται, από βιβλία “για ενήλικες”. Τι ήταν αυτό που σε έκανε να κινηθείς προς το χώρο της εφηβικής λογοτεχνίας με τα Νήματα που Ενώνουν; Βλέπεις τον εαυτό σου να μένει σε αυτή την ηλικιακή κατηγορία με τα επόμενα βιβλία σου;

Παραδόξως, για μερικούς μήνες της ζωής του, το βιβλίο ήταν ενήλικο. Πάντα ακροβατούσε ανάμεσα στην εφηβική και ενήλικη λογοτεχνία, ειδικά στον τρόπο που επέλεξα να χτίσω την μυθοπλασία: βουτώντας τον αναγνώστη στα βαθιά από την αρχή με την εμπιστοσύνη ότι θα τα βγάλει πέρα. Όταν ήρθε η ώρα να αποφασίσουμε με το ατζέντη μου αν θα το στείλουμε σε εκδότες εφηβικού ή ενήλικου βιβλίου, επέλεξα το εφηβικό. Είναι η πρώτη μου λογοτεχνική αγάπη, αλλά είναι και η ουσία του βιβλίου: μια ιστορία ενηλικίωσης και επανεξέτασης του τι σημαίνει αφοσίωση και αδερφικότητα και ηθική. Δεν το έχω μετανιώσει ούτε στιγμή: οι νεαροί αναγνώστες ερωτεύονται την ανάγνωση λόγω των παιδικών κι εφηβικών βιβλίων και θεωρώ τιμή μου να γράφω γι’ αυτούς. Φυσικά όμως έχω σχέδια και για επέκταση και σε άλλες ηλικίες!

Ένα από τα στοιχεία που ξεχωρίζουν στα Νήματα είναι πόσο ζωντανή είναι η μισοβυθισμένη πόλη του Αλάντε. Την περιγράφεις τόσο γλαφυρά, που η ίδια η πόλη γίνεται ένας από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου. Ποια ήταν η έμπνευσή σου; Το Αλάντε μού θύμισε ανά διαστήματα την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα.

Είμαι από αυτούς τους συγγραφείς που θεωρούν ότι η τοποθεσία είναι αντάξια των χαρακτήρων σε ένα βιβλίο. Το Αλάντε είναι στην ουσία μια μισοβυθισμένη Αθήνα, αλλά έχω πασπαλίσει και μερικά στοιχεία από Θεσσαλονίκη και Κέρκυρα. Το αστικό τοπίο μού φαίνεται συναρπαστικό. Ήθελα να φτιάξω μια μοντέρνα πόλη που θα είναι οικεία στον αναγνώστη, αλλά ταυτόχρονα γεμάτη με αλλόκοτα πλάσματα, πλημμυρισμένους δρόμους και νέον πινακίδες.

Στο βιβλίο υπάρχει η αίσθηση πως οι χαρακτήρες βιώνουν τα επακόλουθα και τις επιπτώσεις από κάποιο καταστροφικό συμβάν, που γέμισε την πόλη με τέρατα και πήγε πίσω την τεχνολογική εξέλιξη. Η post-apocalyptic οπτική γωνία είναι κάτι που βλέπουμε συχνά τελευταία, με το άγχος της κλιματικής αλλαγής να χρωματίζει λογοτεχνικά έργα, ταινίες, σειρές κ.λπ. Είναι ένας τρόπος να διατηρήσουμε την ελπίδα για το μέλλον;

Λατρεύω τις μετα-αποκαλυπτικές ιστορίες και τις ταινίες καταστροφής, ίσως γιατί προσφέρουν μια κάθαρση στον θεατή που και ο ίδιος βιώνει κρίσεις και καταστροφές στη ζωή του, είτε μικρές και προσωπικές, είτε μεγάλες και κοινωνικές. Ταυτόχρονα, όμως, πρόκειται για ιστορίες που μιλάνε για σθένος και αντοχή και αναγέννηση. Στο βιβλίο ήθελα να πετύχω μια ισορροπία ανάμεσα στα δύο: οι χαρακτήρες ζουν σε έναν κόσμο που μετά βίας επιβιώνει από μια μαζική οικολογική καταστροφή, αλλά ζουν με κουράγιο και ελπίδα. Πρόσφατα ολοκλήρωσα το δεύτερο και τελευταίο βιβλίο της σειράς, που μιλάει ακόμα περισσότερο γι’ αυτά τα θέματα.

Το δεύτερο βιβλίο στον κόσμο των Νημάτων θα κυκλοφορήσει μέσα στο 2024. Ήξερες ήδη την κατάληξη την ιστορίας από την αρχή; Ή άλλαξαν πράγματα στην πορεία;

Άλλαξαν πολλά πράγματα. Ήξερα από την αρχή ποιος θα είναι ο ‘κακός’ στο πρώτο βιβλίο και ήξερα ποιοι θα είναι οι ‘υποκινητές’ αυτού του κακού στο δεύτερο βιβλίο. Κάποια πράγματα όμως τα ανακάλυψα όσο τα έγραφα—ένα από τα πιο σημαντικά είναι η προφητεία που λένε οι Μούσες στην πρωταγωνίστρια μας, την Ιώ, που μου ήρθε πρώτη φορά όταν κάναμε διορθώσεις με τον ατζέντη μου και που όμως κατέληξε βασικό κομμάτι της διλογίας.

Ένα από τα νήματα που μας ενώνουν είναι ότι γράφουμε και οι δύο λογοτεχνία στα αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα. Σκεφτόμαστε δηλαδή σε δύο γλώσσες και συχνά δυσκολευόμαστε να βρούμε τις σωστές εκφράσεις και στις δύο. Πως ήταν η δική σου εμπειρία;

Επειδή διαβάζω κυρίως στα αγγλικά και γράφω αποκλειστικά στα αγγλικά τα τελευταία 18 χρόνια, ο τρόπος που χρησιμοποιώ τη γλώσσα στα αγγλικά, ειδικά τη λογοτεχνική γραφή, είναι κλάσης ανώτερη από αυτήν στα ελληνικά. Ωστόσο σίγουρα πρέπει να σκεφτώ ή να ψάξω εκφράσεις και λέξεις, να μελετήσω ιδιωματισμούς, να ερευνήσω τοπία και ιστορικά στοιχεία. Ένα από τα αγαπημένα μου πράγματα είναι να παίζω με την αυστηρή σύνταξη της αγγλικής πρότασης φέρνοντάς την πιο κοντά στην ελεύθερη σύνταξη της ελληνικής.

Στο πολυβραβευμένο της βιβλίο, Babel, η R.F. Kuang λέει ότι «κάθε πράξη μετάφρασης είναι μια πράξη προδοσίας». Πώς είναι να βλέπεις το βιβλίο που έγραψες μεταφρασμένο στη μητρική σου γλώσσα;

Ίσως η προδοσία να είναι πιο αυστηρή λέξη, αλλά σίγουρα υπάρχει μια κάποια μεταστροφή. Οι δύο γλώσσες έχουν διαφορετική σύνταξη, διαφορετική δομή, διαφορετικό μεταφορικό λόγο. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα ποτέ να γράψω η ίδια τα Νήματα στα ελληνικά, καθώς είναι μια γλώσσα που δεν έχω εξασκήσει στον λογοτεχνικό γραπτό λόγο τα τελευταία χρόνια. Ήταν φοβερά ενδιαφέρον να διαβάζω τη μετάφραση της φανταστικής Βούλας Αυγουστίνου. Με εντυπωσίασαν ο τρόπος που απέδωσε την κοσμοπλασία, το συναίσθημα αλλά και το χιούμορ της αφήγησης και πόσο δημιουργική και εφευρετική ήταν η όλη διαδικασία.

Αν μπορούσες να δώσεις μια συμβουλή στους Έλληνες συγγραφείς που έχουν όνειρο να δημοσιευτούν στο εξωτερικό, ποια θα ήταν αυτή;

Πολλή έρευνα! Όχι μόνο για το πώς λειτουργούν τα πράγματα στο εξωτερικό (για παράδειγμα, πρέπει πρώτα να βρεις λογοτεχνικό ατζέντη και μετά εκδότη), αλλά και πώς να κάνεις pitch την ιστορία σου, να ξέρεις πώς μοιάζει και πώς διαφέρει από τις άλλες του είδους της. Και πάνω απ’ όλα, προτείνω ανάγνωση. Είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι η συγγραφή δεν είναι ένα άπιαστο έμφυτο ταλέντο, αλλά κάτι που μαθαίνεται και καλλιεργείται – κι ο πρώτος και καλύτερος τρόπος να το κάνεις αυτό είναι με το να διαβάζεις, ευρέως, με αναλυτική ματιά.

Τι να περιμένουμε στο άμεσο μέλλον από εσένα;

Το επόμενο βήμα είναι το σίκουελ, Καρδιές που χωρίζουν, που κυκλοφορεί στο εξωτερικό τον προσεχή Ιούνιο και στην Ελλάδα το φθινόπωρο. Η ιστορία συνεχίζεται λίγες βδομάδες μετά το τέλος των Νημάτων και βρίσκει την Ιώ σε ένα ταξίδι και μια αναζήτηση της αλήθειας πίσω από τη μοχθηρή συνωμοσία του πρώτου βιβλίου. Περιέχει κάποιες από τις αγαπημένες μου σκηνές δράσης και έρωτα, αλλά και το αγαπημένο μου τέλος που έχω γράψει μέχρι στιγμής!

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below