Η Λίνα Ζαρκαδούλα, γνωστή από τις σκηνοθεσίες της στο θέατρο («Υπό το μηδέν», «Βασιλική», «Η εποχή του κυνηγιού», μεταξύ άλλων), γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Σκηνογραφία και Σκηνοθεσία. Τα Παγοπέδιλα, η πρώτη της συλλογή διηγημάτων κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες από τις εκδόσεις ενύπνιο και μας εντυπωσίασε από την πρώτη αράδα.

Το έργο στο εξώφυλλο είναι ένα δικό σου κολάζ κι αυτό με έκανε να αναρωτηθώ πόσο επηρέασαν οι σπουδές σου στη σκηνογραφία τον τρόπο που προσέγγισες τη συγγραφή.
Σαφώς η σκηνογραφία και η ενδυματολογία προάγουν τη δημιουργική σκέψη. Λόγω εξοικείωσης, βλέπω μέσα στο μυαλό μου πεντακάθαρα και με κάθε λεπτομέρεια τον σκηνικό χώρο μέσα στον οποίο εκτυλίσσεται μια δράση, αλλά και τα ενδύματα των ηρώων μου, προτού καν γράψω την πρώτη φράση.
Η σύνθεση, τα υλικά, τα χρώματα, το φως, η κλίμακα, η προοπτική, η σχέση σωμάτων και αντικειμένων, η χρήση της σκηνής ή του παρασκηνίου με βοηθούν να μεταφέρω την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία θέλω να κινούνται οι ήρωες μου, ακόμα κι όταν δεν αποτυπώνονται άμεσα στο χαρτί.
Καμία επιλογή δεν είναι τυχαία. Φερ’ ειπείν, η ηρωίδα ενός διηγήματός μου φοράει ένα πουλόβερ που δεν είναι ούτε κόκκινο ούτε απλό μπλε, είναι ένα πουλόβερ μπλε ελεκτρίκ. Θεωρώ επίσης ότι στις «Ανέγγιχτες» υπάρχει διάχυτο το υποβλητικό στοιχείο μιας απόκοσμης, κάπως μπαρόκ, σκηνογραφίας. Υπό αυτή την έννοια, οι σπουδές μου επηρεάζουν αναμφίβολα το συγγραφικό μου αποτύπωμα.

Πως γράφεις, με τι μέσο, με τι πρόγραμμα, υπάρχει ιεροτελεστία, σου αρέσει να παιδεύεσαι με τις λέξεις ή βγαίνουν όλα σαν αυτόματη γραφή;
Αγαπώ το μολύβι ή το πενάκι όταν γράφω στο ημερολόγιό μου. Το μεγαλύτερος μέρος των διηγημάτων μου, όμως, γράφεται στον υπολογιστή. Ωστόσο, όταν είμαι εκτός σπιτιού, έχω σχεδόν πάντα μαζί μου κάποιο τετράδιο για να καταγράψω μια ιδέα. Έχει τύχει, βέβαια, να σημειώσω φράσεις ακόμα και στο πίσω μέρος μιας απόδειξης ή ενός εισιτηρίου!
Στην αρχή δεν είχα κάποιο πρόγραμμα ή ιεροτελεστία. Σίγουρα με βοηθούσε πολύ η ησυχία, οπότε συνήθιζα να γράφω αργά το βράδυ. Κατόπιν καθιέρωσα το πολύ πρωινό ξύπνημα. Είμαι μάλλον από αυτούς που παιδεύονται με τις λέξεις. Ελάχιστα κομμάτια προέκυψαν σαν αυτόματη γραφή, αλλά ακόμα και αυτά δεν παρέμειναν όπως πρωτοαποτυπώθηκαν.

Η σχέση σου με το θέατρο σε βάζει σε πειρασμό να δώσεις στους ήρωες των διηγημάτων σου κάτι παραπάνω από φωνή, να τους ανεβάσεις στο σανίδι;
Καταρχάς­­­­­, οι ήρωές μου (ή κάποιοι εξ αυτών) έχουν ήδη κάτι παραπάνω από φωνή. Έχουν εικόνα μέσα από το κολάζ, το οποίο ήταν το πρώτο όχημα που χρησιμοποίησα για να διατηρήσω πάλλουσα και ανθηρή τη δημιουργικότητά μου εκτός θεατρικού σύμπαντος. Το κολάζ και το γράψιμο για μια περίοδο κινήθηκαν παράλληλα. Υπήρξαν κολάζ που με οδήγησαν σε συγκεκριμένες ιστορίες, όπως στις «Ανέγγιχτες» και στην «Εργάτρια των δακρύων» ή ιστορίες που με οδήγησαν σε κολάζ όπως συνέβη με την «Παιδική χαρά» και τα «Παγοπέδιλα». Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω, μάλιστα, τον εκδότη μου, Στάθη Ιντζέ, που αποδέχτηκε αμέσως κι ευχαρίστως την πρότασή μου να γίνει εξώφυλλο του βιβλίου το ομώνυμο κολάζ της συλλογής.
Αν και διακρίνω σε κάποια διηγήματα έντονο θεατρικό ενδιαφέρον, κάποια άλλα μπορώ να τα φανταστώ μόνο μέσα από έναν κινηματογραφικό φακό. Δεν ξέρω αν στο μέλλον θα μπω στον πειρασμό, σε αυτή τη φάση, πάντως, ό,τι ήθελα να πω το είπα μέσα από τη συγγραφή.

Σε μερικές από τις ιστορίες σου πρωταγωνιστεί ο σουρεαλισμός, σε άλλες υποβόσκει. Τι σε οδήγησε προς τα εκεί;
Καθημερινά, όλοι μας, λίγο έως πολύ, καταστέλλουμε, απωθούμε, κοντρολάρουμε σκέψεις, αισθήματα, ένστικτα, ούτως ώστε να είμαστε αποδεκτοί από την κοινωνία. Στη ζωή μου αισθάνομαι μάλλον κατακερματισμένη και ανελεύθερη. Καταφεύγω στο διάβασμα, στη ζωγραφική, στο κολάζ, στο γράψιμο ή, παλιότερα, στο πλάσιμο μιας θεατρικής παράστασης, για να βρω την απολεσθείσα μου ελευθερία και να γεφυρώσω τ’ αγεφύρωτα. Για να κάνω τη ζωή πιο υποφερτή. Σε αυτό το πλαίσιο, η φαντασία μου δουλεύει ερήμην μου. Ο σουρεαλισμός είναι απλώς ένας παραπόταμός της που δεν έχω ιδέα πού θα με ξεβράσει κάθε φορά.

Photo: ΓιάννηςΒασταρδής / Digital retouching: Μαρία Παναγιωτονάκου

Εξερευνείς τη γυναικεία σεξουαλικότητα με έναν τρόπο που έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Αλληγορίες, συμβολισμοί, μεταφορές, περάσματα από την παιδική ηλικία και τον κόσμο των ονείρων. Είναι δύσκολο να γράφει κανείς για το σεξ, θα έλεγες ότι οι γυναίκες το προσεγγίζουμε διαφορετικά από τους άνδρες ακόμη και όταν το περιγράφουμε;
Ο Φρόιντ αναφερόταν στη γυναικεία σεξουαλικότητα ως η «σκοτεινή ήπειρος». Ο άνθρωπος είναι ον ερωτικό. Είτε ως «καροτάκι» στη διαδικασία αναπαραγωγής είτε ως «απόλαυση για την απόλαυση», το σεξ είναι αυτό που φέρνει δύο ανθρώπινα πλάσματα σε μια στενή επαφή. «Οπως σε ξέρει το φιλί», μας λέει ο ποιητής, «κανένας δεν σε ξέρει».
Πράγματι, θα δυσκολευόμουν αρκετά αν η πρόθεσή μου ήταν να γράψω για το σεξ. Αυτό που με ενδιέφερε, όμως, ήταν η ρίζα της επιθυμίας και μετέπειτα το σεξ ως μονοπάτι αυτογνωσίας. Επίσης, με απασχολούσε πολύ έντονα το σώμα – δεν είναι αυτονόητο ότι μας ανήκει και του ανήκουμε.
Το θέμα του φύλου είναι, νομίζω, παρωχημένο πια, ένας διαχωρισμός ανύπαρκτος. Ο Ντελέζ λέει ότι δεν υπάρχουν ένα ή δύο φύλα, αλλά τόσα όσα και οι άνθρωποι. Η αναζήτηση της απόλαυσης είναι κοινή και πανανθρώπινη, η διαφοροποίηση έγκειται στην «πλοήγησή» μας στη magna carta της σεξουαλικότητας. Κι αυτό έχει να κάνει με τη μοναδικότητα του καθενός, όχι με το φύλο του.

Τι θα έλεγες σε κάποιον που σκέφτεται να μπει στην περιπέτεια της γραφής;
Θα μνημονεύσω τον Δάντη και την επιγραφή στην είσοδο της κολάσεως: «Αφήστε κάθε ελπίδα, εσείς που μπαίνετε».
Η συγγραφή είναι μια πολυδιάστατη μυστηριακή σκακιέρα. Παίζεται με λέξεις και με σιωπή. Κάθε λέξη είναι και ένα κλειδί – μπορεί να περάσουν από τα χέρια σου αρμαθιές ολόκληρες μέχρι βρεθεί το κατάλληλο, αυτό δηλαδή που θα σου αποκαλύψει τη μαγική ισορροπία μιας φράσης. Η αναμέτρησή σου με τη σιωπή είναι μια εξίσου αδυσώπητη μάχη.
Η θητεία μου στο θέατρο με έχει οπλίσει με μια άνευ όρων υπομονή και επιμονή, που μου φάνηκαν ιδιαίτερα χρήσιμες στη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Αλλά πρωτίστως απαιτείται η ακατασίγαστη ανάγκη να αφηγηθείς μια ιστορία. Τώρα από πού πηγάζει η ανάγκη αυτή; Αλλες φορές από τα ανεκπλήρωτα, άλλες από τις πλάνες μας, τι σημασία έχει; Μην περιμένετε να σας καλωσορίσουν, απλώς εισέλθετε.

Σε κάθε σπίτι, θέλω να πιστεύω, υπάρχει ένα ράφι με αγαπημένα βιβλία. Ποια θα βρούμε στο δικό σου;
Εχω μια άρνηση με τον όρο «αγαπημένο» στις τέχνες και στα γράμματα, όπως επίσης δεν διαχωρίζω τους δημιουργούς -τους συγγραφείς εν προκειμένω- σε μείζονες και ελάσσονες. Προστρέχω σε κάθε βιβλίο με μια διαφορετική ανάγκη. Θεωρώ ότι τα βιβλία που υπάρχουν στη βιβλιοθήκη μου επιτελούν το καθένα κι έναν διαφορετικό, αλλά εξίσου ιερό σκοπό.
Άλλη απόλαυση θα αντλήσω από τον Βιζυηνό, άλλη από τον Προυστ. Αλλιώς με συγκινεί ο Πόε κι αλλιώς ο Καρούζος. Με διαφορετικό τρόπο «περιπλανιέμαι» στα έργα του Ντοστογιέφσκι και του Μπέκετ απ’ ό,τι σ’ εκείνα του Παπαδιαμάντη. Κάθε συγγραφέας με ακουμπά με τον δικό του τρόπο.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below