Οταν ήμουν 20 ήθελα να είμαι το κορίτσι του Κιάνου Ριβς. Είχε τα σωστά χρώματα (σκούρα μαλλιά και λευκό δέρμα), το σωστό ύψος (1,86) και το τέλειο όνομα (ποια δεν θέλει το όνομα του αγοριού της να σημαίνει «δροσερό αεράκι πάνω από τα βουνά» στα χαβανέζικα;)

Σε ένα από τα εκατοντάδες χιλιάδες βίντεο πρόσφατης παραγωγής που μπορείς να παρακολουθήσεις στο Ιντερνετ με πρωταγωνιστή τον ίδιο, εκείνος, ενώ παίζει με κουτάβια στο πάτωμα ενός στούντιο, απαντάει στην ερώτηση «πώς καταφέρνεις να είσαι τόσο προσγειωμένος;» «Η βαρύτητα με κρατάει στη γη», λέει και ξέρεις ότι δεν είναι εξυπνάκιας, αλλά ένας τύπος που απλώς απαντά σε κάθε είδους ερώτηση, απλοϊκή ή βαθιά φιλοσοφημένη με αφοπλιστική ειλικρίνεια και δηλώνοντας το προφανές χωρίς διάθεση εντυπωσιασμού. Κάτι ανάλογο είπε και στην εκπομπή του Στίβεν Κολμπέρ, όταν ρωτήθηκε τι πιστεύει ότι συμβαίνει όταν πεθαίνουμε.«Πιστεύω ότι λείπουμε αφόρητα σε όσους μας αγαπούν». Οταν ήμουν 20, ήξερα να διαλέγω άνδρες.

Με τον Κιάνου μεγαλώσαμε μαζί. Είμαστε, εξάλλου, σχεδόν συνομήλικοι. Σήμερα έχω δει όλες τις ταινίες του, μερικές περισσότερο από μία φορές, αλλά η πρώτη που τον θυμάμαι να ξεχωρίζει ήταν οι συγκλονιστικές για την εποχή (1988) «Επικίνδυνες σχέσεις» του Στίβεν Φρίαρς (αν δεν έχετε διαβάσει το ομότιτλο βιβλίο του Σοντερλό ντε Λακλό, ξεκινήστε). Το έργο διαδραματίζεται στις αρχές του 19ου αιώνα και ο Κιάνου, με την κινεζική καταγωγή του πιο φανερή από ποτέ να τον κάνει να ξεχωρίζει σαν εξωτικό λουλούδι με κοστούμι και περούκα εποχής, απονέμει θεία δίκη στο τέλος του, φανερώνοντας την αληθινή φύση της Μαρκησίας ντε Μερτέιγ στον κόσμο.

Ο έρωτας ήρθε το 1991, όταν πρωταγωνιστούσε στην ταινία «Στην κόψη του κύματος». Τον θυμάμαι με την ολόσωμη μαύρη φόρμα του σερφ να βγαίνει από τη θάλασσα στο ηλιοβασίλεμα κρατώντας μια κοκκινωπή σανίδα και «ψαρεύοντας» για πληροφορίες τη Λόρι Πέτι.

Βλέπετε, ο Κιάνου έπαιζε τον μυστικό αστυνομικό Τζόνι Γιούτα πλάι στον Μπόντι, τον Ρομπέν των κυμάτων για τους Καλιφορνέζους σέρφερ, που είχε το πρόσωπο του Πάτρικ Σουέιζι. Το ενδιαφέρον μου διατηρήθηκε αμείωτο στο «Δικό μου Αϊντάχο», την ταινία-σταθμό του Γκας Βαν Σαντ με τον Ρίβερ Φοίνιξ, καλύτερό του φίλο στην πραγματικότητα και έναν από τους πολλούς ανθρώπους που ο Κιάνου θα έχανε, πρόωρα, από δίπλα του στη διάρκεια της ζωής του.

Ακολούθησαν ταινίες με σπουδαίους σκηνοθέτες όπως ο Φράνσις Φορντ Κόπολα («Δράκουλας», 1992), ο Κένεθ Μπράνα («Πολύ κακό για το τίποτα», 1993) και ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι («Ο μικρός Βούδας», 1993). Την ίδια εποχή ο Κιάνου παίζει μπάσο στους Dog Star (πάντα ήθελα να τα έχω με τον μπασίστα ενός συγκροτήματος), αλλά είναι ο πρωταγωνιστικός ρόλος σε μία περιπέτεια με μια ιδέα από ρομάντζο, το «Speed» (1994), που έστεψε τον Κιάνου βασιλιά τόσο στο box office όσο και στις καρδιές του κοινού: όλα τα αγόρια θέλουν να του μοιάσουν και όλες οι φίλες μου με κοροϊδεύουν που μου αρέσει τόσο αυτός ο ηθοποιός και μάλιστα κάθε φορά που παίζει τον ήρωα-αστυνομικό. Εμένα δεν με πειράζει. Ούτε που τα έχει με τη συμπρωταγωνίστριά του στην ταινία, τη Σάντρα Μπούλοκ, με πειράζει. Αυτό είναι το καλό με τα κατά φαντασίαν αγόρια.

Την επόμενη χρονιά ο Κιάνου διαλέγει να πρωταγωνιστήσει στην κινηματογραφική μεταφορά ενός από τα αγαπημένα μου βιβλία, την κυβερνοπάνκ νουβέλα του Γουίλιαμ Γκίμπσον, «Τζόνι Μνιμόνικ», όπου κρατά τον ομώνυμο ρόλο. Η ταινία είναι μάλλον μέτρια, αλλά ο Κιάνου δείχνει για τι είναι ικανός και προετοιμάζει το έδαφος για την επόμενη κίνησή του, μία κίνηση ματ που θα τον βάλει στο πάνθεον των κινηματογραφικών ηρώων. Ο Νίο στο «The Matrix» των αδερφών Γουατσόφσκι είναι ο Μεσσίας της ψηφιακής εποχής, το αρχέτυπο του επαναστάτη, του ήρωα κατά λάθος που αγνοεί το πεπρωμένο του μέχρι που έρχεται η ώρα να σώσει τον κόσμο και μάλιστα να το κάνει φορώντας ίσως το πιο cool κοστούμι που είδαμε ποτέ στο σινεμά. Οι σχεδιαστές αποθέωσαν, όχι άδικα, το «The Matrix» στην πασαρέλα στα χρόνια που ακολούθησαν (οι μπότες, τα γυαλιά, εκείνη η καμπαρντίνα).

Με τον Κιάνου συνεχίσαμε να μεγαλώνουμε μαζί, μετά το «The Matrix» όμως η σχέση μας πέρασε κρίση, δηλαδή εγώ τον έβλεπα να γυρίζει τη μία ταινία μετά την άλλη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας των 00s, ανάμεσά τους το εξαιρετικό «A Scanner Darkly» (βασισμένο στη νουβέλα του Φίλιπ Κ. Ντικ και ναι, ο Κιάνου πάλι παίζει τον αστυνομικό) και δύο ακόμη «Matrix». Η σπίθα του έρωτα είχε χαθεί.Εν τω μεταξύ, στην αληθινή ζωή, ο ηθοποιός ζει το ένα δράμα μετά το άλλο. Από την πρώτη ανάσα που πήρε όταν γεννήθηκε, στις 2 Σεπτεμβρίου 1964 στη Βηρυτό, η ζωή του δεν ήταν εύκολη. Ο γεωλόγος μπαμπάς του, γεννημένος στη Χαβάη με βρετανικές, πορτογαλικές και κινεζικές ρίζες, άφησε την Αγγλίδα χορεύτρια μαμά του όταν ο Κιάνου ήταν 3. Εκείνη μεγάλωσε τον γιο της μόνη της στη Χαβάη, στην Αυστραλία, στη Νέα Υόρκη και τον Καναδά – μέχρι σήμερα μάλιστα ο ηθοποιός διατηρεί την καναδική του υπηκοότητα. Δεν του ήταν εύκολο να αλλάζει σχολεία, καθώς ήταν και δυσλεκτικός και στα 17 παράτησε το σχολείο για να γίνει ηθοποιός. Κι ενώ στην καριέρα του στάθηκε τυχερός με σπουδαίες συνεργασίες ήδη στο κατώφλι των 20, στα 23 του έχασε τον καλύτερό του φίλο, τον Ρίβερ Φοίνιξ, από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Τη χρονιά όπου όλος ο πλανήτης μιλά για το «Matrix» και ο Κιάνου γυρίζει τα δύο σίκουελ, η τότε κοπέλα του Τζένιφερ Σάιμ γεννάει, νεκρό, το κοριτσάκι τους. Χωρίζουν λίγους μήνες μετά και το 2001, εκείνη, που υποφέρει από κατάθλιψη, σκοτώνεται σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Ο Κιάνου, που σπάνια μιλάει για την προσωπική του ζωή, σχολίασε πέντε χρόνια μετά «Η θλίψη μπορεί να αλλάζει σχήμα, αλλά δεν τελειώνει ποτέ. Οι άνθρωποι έχουν τη λανθασμένη εντύπωση ότι μπορείς να την αντιμετωπίσεις και να πεις “πάει, πέρασε, είμαι καλύτερα”. Κάνουν λάθος. Οταν οι άνθρωποι που αγαπάς χάνονται, μένεις μόνος». Και αυτό έκανε. Εκτοτε, δεν έμεινε σε καμία σχέση για καιρό, ούτε θέλησε ποτέ ξανά να αποκτήσει παιδιά.

Fast Forward στο καλοκαίρι 2019, όπου ο Κιάνου Ριβς βρίσκεται κάτω από όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, γυρίζει ταινίες, δανείζει τη φωνή και τον παιδικό ενθουσιασμό του στον Ντουκ Καμπούμ (τι όνομα!) στο «Toy Story 4» και ανακοινώνει ότι το 2020 θα είναι ο πρωταγωνιστής του πολυαναμενόμενου role playing video game Cyberpunk 2077. Ο Τζον Γουίκ τού χάρισε μία ανέλπιστη δεύτερη ευκαιρία στο box office, αλλά και στην καρδιά μου. Δεν ήταν δύσκολο. Ολα αυτά τα χρόνια δεν ήταν τόσο οι ταινίες που γύριζε ο λόγος που δεν χάσαμε επαφή όσο ο ίδιος ο Κιάνου. Εκείνο το ατίθασο τσουλούφι που συνεχίζει να πέφτει στο μάτι του. Ο τρόπος που ο φακός τον έχει τσακώσει να τρώει διάφορα είδη street food: Ο Κιάνου όρθιος μασουλάει ένα κομμάτι πίτσα, ο Κιάνου με χάμπουργκερ σε ένα παγκάκι, ο Κιάνου με ένα ποτήρι σαμπάνια στο «Chateau Marmont». (Εντάξει, αυτό στο «Chateau Marmont» δεν είναι street food, αλλά ας το κάνουμε εικόνα).Πρόσφατα έκανε την εμφάνισή της στο Netflix η ρομαντική κωμωδία «Always Be My Maybe». H σκηνοθέτις της ταινίας Νανάτσκα Καν θυμάται το ραντεβού τους για να συζητήσουν το ρόλο του στο εν λόγω ξενοδοχείο.«Μπήκε στην αίθουσα φορώντας ένα μαύρο δερμάτινο τζάκετ και κρατώντας το κράνος του. Ηταν λες και σταμάτησε ο χρόνος. Ηρθε προς το μέρος μας σαν να αιωρείται, χωρίς να πατάει στη γη, ήταν ο ορισμός του σταρ του σινεμά. Ολόκληρο το ξενοδοχείο βυθίστηκε για μια στιγμή στη σιωπή, έσβησαν όλοι οι ήχοι. Ισως ήταν στο κεφάλι μου όλο αυτό, αλλά κάτι έχει η αύρα του. Ηταν απίστευτο». (Νατάσα, ξέρω ακριβώς τι εννοείς).

Ποτέ δεν ξεχνάς κάποιον που έχεις ερωτευτεί όταν ήσουν 20.Το έκανε εύκολο και ο Κιάνου που πήρε το 2014 έναν ήρωα που είναι επαγγελματίας δολοφόνος και τον έκανε τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας. Ο Τζον Γουίκ σκοτώνει ένα σκασμό κακούς αφού εκείνοι του δολοφονούν πρώτοι το κουτάβι που του χάρισε η πρόωρα χαμένη γυναίκα του. «Για μένα η θλίψη του Τζον Γουίκ είναι αληθινή, την έχω νιώσει κι αυτό έκανε την ταινία προσωπική μου υπόθεση», είπε και βρέθηκε πέντε χρόνια μετά να γυρίζει την τρίτη ταινία με τον ίδιο ήρωα, που έχει πάρει πλέον καλτ διαστάσεις σε όλο τον πλανήτη. «Μου αρέσει να δουλεύω με ηθοποιούς, να έρχομαι στο πλατό και να ρωτάμε ο ένας τον άλλον : “Tι σκέφτεσαι, πώς νιώθεις; Ας παίξουμε. Τι θα γίνει μετά; Ποια μορφή θα πάρει, προς τα πού πάει; Πάμε!”».Αυτά τα λέει ο Κιάνου σε ένα βιντεάκι από τον Ιούνιο του 2013 (γιατί προφανώς αυτό κάνω τους τελευταίους μήνες, ψάχνω για δικά του βιντεάκια στο Ιντερνετ). Καμία περιγραφή στο χαρτί δεν θα μπορέσει ποτέ να αποτυπώσει τον ενθουσιασμό του Κιάνου όταν μιλάει για τη δουλειά του, όταν λέει πόσο πολύ αγαπάει το σινεμά, όταν υποδύεται για το «Toy Story 4» τον Καναδό stand man Ντουκ Καμπούμ μπροστά σε ένα μικρόφωνο και μία οθόνη με χαρά μικρού παιδιού. Θα μεγαλώσει άραγε ποτέ ο 54χρονος έφηβος που ετοιμάζεται να πρωταγωνιστήσει στην επιστροφή των κακών παιδιών Μπιλ και Τεντ και των θαυμάσιων περιπετειών τους; Δεν μπορώ να το κάνω εικόνα. Μπορώ όμως να πάρω μαθήματα ζωής από αυτόν τον άνθρωπο που είναι το ζωντανό παράδειγμα πως ό,τι και να φέρει η ζωή προς το μέρος σου, σημασία έχει να συνεχίζεις. Ποιος ξέρει τι σε περιμένει στην επόμενη στροφή; «Τι νιώθεις για το γεγονός ότι μεγαλώνεις;» τον ρώτησαν πρόσφατα. «Θαυμασμό και τρόμο, μόνο αυτό έχω να πω. Θαυμασμό και τρόμο».

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below