Από τη Βιβή Μωραΐτου

«Την επόμενη φορά που θα δω τον Τρούμαν Καπότε θα τον φτύσω κατάμουτρα»! Πώς κατάφερε ο λατρεμένος έμπιστος της κοσμικής Νέας Υόρκης να εξοργίσει την Γκλόρια Βάντερμπιλτ και να κάνει τον κύκλο των βαθύπλουτων «Κύκνων» να του γυρίσει για πάντα την πλάτη; Γιατί άραγε ο συγγραφέας πρόδωσε τόσο φρικτά την αλλοτινή μούσα του Μπέιμπ Πέιλι;

Το βιβλίο του Λόρενς Λίμερ Capote’s Women: A True Story of Love, Betrayal and a Swan Song for an Era (εκδ. G.P. Putnam’s Sons)

Ο δεύτερος κύκλος της τηλεοπτικής σειράς «Feud» (Έχθρα) του Ράιαν Μέρφι τιτλοφορείται «Capote vs. The Swans». Βασισμένη στο best seller του Λόρενς Λίμερ, Capote’s Women -με την Μπέιμπ Πέιλι στο εξώφυλλο- ασχολείται με την επιτομή της προδοσίας που συγκλόνισε το Μανχάταν. Το 1975 δημοσιεύτηκε στο τεύχος Νοεμβρίου του περιοδικού Esquire ένα preview του Answered Prayers (Οταν οι προσευχές εισακούονται), πολυαναμενόμενου βιβλίου του Τρούμαν Καπότε (στη σειρά τον υποδύεται ο Τομ Χολάντερ). Το κεφάλαιο είχε τίτλο «La Côte Basque 1965», όπως λεγόταν το ρεστοράν-ναός της γαλλικής κουζίνας και της ελίτ της πόλης και ολόκληρου του πλανήτη. Αυτές οι λίγες χιλιάδες λέξεις από το δημιουργό του Πρόγευμα στο Τίφανις (1958) και του Εν Ψυχρώ (1966) προξένησαν τσουνάμι στην επιφανειακά αρυτίδωτη λίμνη των «Κύκνων», όπως είχε καθιερωθεί να ονομάζονται οι κομψές κοσμικές κυρίες που μέχρι εκείνη τη μέρα θεωρούσαν τον συγγραφέα στενό φίλο τους. Το κύμα παρέσυρε αναρίθμητα μέλη των glitterati του Άπερ Ιστ Σάιντ, βγάζοντας στον αφρό όσα ήθελαν να μείνουν για πάντα βυθισμένα στα θολά νερά της λήθης.

H Μπέιμπ Πέιλι (σύζυγος του Γουίλιαμ) πλάι στην πισίνα. Ο σύζυγός της βγάζει τη φωτογραφία στο εξοχικό τους, στο Ράουντ Χιλ της Τζαμάικα, το 1959, Getty Images, Slim Aarons

Πρόσεχε τι (προσ)εύχεσαι!

Ο Καπότε είχε ανακοινώσει από το 1966 πως έγραφε το Answered Prayers, προεξοφλώντας ότι επρόκειτο για το αριστούργημά του, ένα magnum opus το οποίο δούλευε από το 1958, φιλοδοξώντας το βιβλίο να κάνει για τη Νέα Υόρκη ό,τι έκανε το Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο του Προυστ για το Παρίσι του 19ου αιώνα. Για το μυθιστόρημα του αιώνα, που αφορούσε μια παρέα από πάμπλουτες και εκλεπτυσμένες γυναίκες, είχε εισπράξει αξιοσημείωτες προκαταβολές. Μάταια ο εκδότης του περίμενε σχεδόν δύο δεκαετίες για τον πρώτο τόμο της τριλογίας που ο συγγραφέας είχε αρχίσει να αποκαλεί προφητικά επιθανάτιο έργο του. Αν και οι ηρωίδες του ήταν φανταστικές, κανείς δεν αμφέβαλλε πως βασίζονταν στην περίφημη παρέα των Κύκνων, που ο «Τρου», όπως τον αποκαλούσαν, συναναστρεφόταν ήδη από τα 50s. Εκείνο που δεν περίμενε κανείς ήταν να φωτογραφίζει με τόση ευκρίνεια τις Swans, μεταφέροντας σκοτεινά μυστικά της ιδιωτικής τους ζωής αναμεμειγμένα με καυστικά σχόλια για την εμφάνιση και τις συνήθειές τους. Τις σκιαγραφεί ρηχές, ανόητες, εγκλωβισμένες στην εικόνα τους και σε τοξικούς γάμους, ανταγωνιστικές, δολοπλόκες και βυθισμένες στην ανία του αμύθητου πλούτου τους, στη σαμπάνια και τα ηρεμιστικά. Υστερα από αυτό, ο Καπότε έγινε για τους Κύκνους ένας «Ιούδας με τουίντ».

Ο Τρούμαν Καπότε χαλαρώνει διαβάζοντας και καπνιζοντας στο φορτωμένο με πράγματα διαμέρισμά του στο Μπρούκλιν Χάιτς της Νέας Υόρκης, το 1958, Getty Images

Το παιδί-θαύμα της αμερικανικής λογοτεχνίας γεννήθηκε στη Νέα Ορλεάνη το 1924, από μια έφηβη βασίλισσα της ομορφιάς και μεγάλωνε με διάφορους συγγενείς στη Μονρόβιλ της Αλαμπάμα, προτού μετακομίσει με τη μητέρα του στη Νέα Υόρκη το 1932 και υιοθετηθεί από τον Κουβανό επιχειρηματία δεύτερο σύζυγό της Τζότζεφ Γκαρσία Καπότε. Ο Τρούμαν θα δοξάσει το όνομα του θετού πατέρα του αφού θα γίνει ένας βραβευμένος με δύο Edgar Awards συγγραφέας και αδρά αμειβόμενος celebrity σεναριογράφος και κάτοχος βραβείου Εmmy. Ομοφυλόφιλος χωρίς να το κρύβει, ήταν ένας γελωτοποιός για τα μάτια των συζύγων των Κύκνων και στην πραγματικότητα το ευφυές, χαϊδεμένο παιδί των φινετσάτων socialites. Μικροκαμωμένος, με την κωμικά διαπεραστική φωνή του, την έκδηλη θηλυπρέπεια και τις χαρακτηριστικές κινήσεις των δακτύλων του, έγινε η χαριτωμένη «ζαχαρωτή ταραντούλα» τους. Τον καλούσαν παντού! Στα μεσημεριανά τους γεύματα στο «La Côte Basque 1965», στα δείπνα στα πολυτελή διαμερίσματά τους στο Απερ Ιστ Σάιντ, στα μυθικά πάρτυ τους, στα μεγαλειώδη εξοχικά τους από τα Χάμπτονς ως τις Μπαχάμες και τη Γαλλική Ριβιέρα, στις πριβέ κρουαζιέρες με τα γιοτ τους στη Μεσόγειο.

Ο Γουίλιαμ και η Μπέιμπ Πέιλι έξω από το θρυλικό εστιατόριο «La Cote Basque 1965», στο Μανχάταν, Getty Images

 

Το επόμαχο δημοσίευμα με το ομώνθμο εστιατόριο κεφάλαιο του βιβλίου του Καπότε που εξέθετε την καλή κοινωνία της Νέας Υόρκης και τις φίλες του.

Τον στενό πυρήνα των Κύκνων απάρτιζαν εκτός από την Γκλόρια Γκίνες (το γένος Φον Φίρστενμπεργκ), η ηθοποιός και it-girl Νάνσυ «Σλιμ» Κιθ, η κόρη τραπεζίτη και σύζυγος του πρώτου εξαδέλφου του Τσόρτσιλ, Σ.Ζ. Γκεστ, η αδερφή της Τζάκι Κένεντι, πριγκίπισσα Λι Ραντζιβίλ, η αριστοκράτισσα σύζυγος του ιδιοκτήτη της FΙΑΤ Μαρέλα Ανιέλι, η νύφη του Τσόρτσιλ και αργότερα πρέσβειρα των ΗΠΑ στο Παρίσι, Πάμελα Χάριμαν και, στην κορυφή, η ωραιότερη γυναίκα του 20ού αιώνα, όπως αποκαλούσαν τη σύζυγο-τρόπαιο του ιδρυτή του CBS, Μπάρμπαρα «Μπέιμπ» Πέιλι, την οποία υποδύεται στο «Feud» η Ναόμι Γουότς. Δεν υπήρχε απιστία, έκτρωση, ειδύλλιο, καβγάς, διαζύγιο, φήμη, κουτσομπολιό και μυστικό ικανό να προξενήσει μέγα σκάνδαλο στο jet set, που δεν μάθαινε ο Τρου από πρώτο χέρι μέσω των Κύκνων. Μόνο η Σ.Ζ. Γκεστ είχε την προνοητικότητα να παραμείνει επιφυλακτική σε σχέση με τα προσωπικά της. «Αντί για ψυχολόγο είχα τον Τρούμαν», θα έλεγε αργότερα η Μαρέλα Ανιέλι. Αλλά καμιά δεν τον εμπιστευόταν τυφλά και δεν του άνοιγε την καρδιά της περισσότερο από την Μπέιμπ Πέιλι.

Είχαν γνωριστεί τον Ιανουάριο του 1955 στο ιδιωτικό τζετ των Πέιλι από ένα λάθος. Οταν ο παντοδύναμος πρόεδρος του CBS Γουίλιαμ (Μπιλ) Πέιλι άκουσε πως στην πτήση θα επέβαινε και ο Τρούμαν, περίμενε τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ. Αντ’ αυτού βρέθηκε στο τζετ και στη ζωή του χρυσού ζευγαριού της Νέας Υόρκης ο Καπότε. Ο Μπιλ και η Μπέιμπ, έχοντας κατακτήσει το Εβερεστ του κοινωνικού στάτους, ήταν σκόπιμα απρόσιτοι. Μόνο οι πολύ στενοί τους φίλοι τούς έβρισκαν στο τηλέφωνο και άπαντες άλλοι όφειλαν να στείλουν επιστολή, που τις περισσότερες φορές έμενε αναπάντητη. Σε αυτό το απροσπέλαστο περιβάλλον παρεισέφρησε ο Τρούμαν. Για τα επόμενα 20 χρόνια θα γινόταν για την Μπέιμπ ο πρωινός καφές, το lunch date, το μαξιλάρι και το βραδινό της χάπι για κοιμηθεί, ο καλεσμένος της για το Σαββατοκύριακο, ο ψυχαναλυτής και κόλακάς της.

Ο Τρούμαν Καπότε και η Γκλόρια Γκίνες παρακολουθούν στο Μαϊάμι τον αγώνα μποξ ανάμεσα στον Σόνι Λίστον και τον Μοχάμεντ Άλι, στις 25 Φεβρουαρίου του 1964, Getty Images.

Το ελάττωμα της τελειότητας

«Οταν την αντίκρισα πρώτη φορά σκέφτηκα ότι δεν είχα δει ποτέ κανέναν πιο τέλειο: η κορμοστασιά της, η στάση του κεφαλιού της, η κίνησή της», έλεγε ξέπνοος για εκείνη. Η κόρη του πρωτοπόρου νευροχειρουργού Χάρβεϊ Κάσινγκ και μικρότερη από τα πέντε παιδιά του -εξ ου και το Μπέιμπ- είχε υπάρξει πολύφερνη ντεμπιτάντ μαζί με τις δύο αδελφές της -το περιβόητο τρίο των αδελφών Κάσινγκ. Είχε εργαστεί ως διευθύντρια μόδας στην αμερικανική Vogue για μία δεκαετία, εντρυφώντας στη μόδα και καλλιεργώντας το απαράμιλλο προσωπικό στυλ της πλάι στη φίλη της Νταϊάνα Βρίλαντ. Έγινε fashion icon. Ηταν σταθερά στις λίστες των best dressed, ενώ το Time την κατέταξε ως τη δεύτερη πιο καλοντυμένη του κόσμου το 1958. Συμπεριλαμβανόταν στην International Best Dressed List Hall of Fame για 14 συναπτά έτη ως super dresser. Συνέθετε outfits συναρπαστικής αυθεντικότητας. Δεν φορούσε απλά την τελευταία λέξη της μόδας, αλλά την προσάρμοζε στην εικόνα της. Τα ρούχα του σχεδιαστή που φορούσε εξαφανίζονταν αμέσως από τα μαγαζιά, ενώ δημιουργούσε τάσεις. Οπως ένα ζεστό μεσημέρι, που καθ’ οδόν για το εστιατόριο «La Grenouille» έβγαλε το φουλάρι της και το έδεσε στο λουρί της τσάντας της. Κάποιος παπαράτσο την παραμόνευε ως συνήθως. Σε λίγες μέρες, πρώτα οι Νεοϋορκέζες κι έπειτα ολόκληρη η Αμερική έκανε το ίδιο με το φουλάρι. «Ο,τι φορούσε, το φορούσε με τρόπο αξέχαστο», είχε πει ο Οσκαρ Ντε Λα Ρέντα. «Ποτέ δεν συνειδητοποιούσες τι φορούσε. Πρόσεχες την Μπέιμπ και τίποτα άλλο», είχε πει ο Μπιλ Μπλας.

Από αριστερά: Νάνσι «Σλιμ» Κιθ (η Νάνσι Χοκς, πρώην σύζυγος του σκηνοθέτη Χάουαρντ Χοκς), μιλάει με την editor Νταϊάνα Βρίλαντ (1903-1989) και τον σύζυγό της Ριντ στο πρωτοχρονιάτικο πάρτι της Κίτι Μίλερ στη Λεωφόρο Παρκ της Νέας Υόρκης, το 1952, Getty Images

 

«Η κυρία Π. είχε μόνον ένα ελάττωμα: ήταν τέλεια. Εκτός αυτού ήταν τέλεια», είχε γράψει ο Τρούμαν στο σημειωματάριό του για την υπέρκομψη και αξεπέραστα γοητευτική Μπέιμπ, με την πορσελάνινη επιδερμίδα, τα σπινθηροβόλα μάτια, τα λεπτά χαρακτηριστικά, το μακρύ λαιμό και τα ελαφίσια άκρα που την έκαναν να θυμίζει πίνακα του Μοντιλιάνι. Ηταν η επιτομή της Αμερικανίδας. Το πρότυπο. Εγινε η γκουρού του: επί της ετικέτας της High Society, ώστε να στέκεται όπως άρμοζε όπου τον καλούσαν, επί του στυλ, της τέχνης και της εσωτερικής διακόσμησης, ώστε να μη μοιάζει πια ένα λαϊκό αγόρι του Νότου. Εγινε ο δάσκαλός της επί των γραμμάτων και της λογοτεχνίας. Μιλούσαν για την παιδική τους ηλικία και τις δυναστικές μητέρες τους: της Μπέιμπ, που έντυνε τις κόρες της με μόνο στόχο ζωής έναν πλούσιο γαμπρό, και εκείνη του Τρούμαν, που πάσχιζε να τον απαλλάξει από την ομοφυλοφιλία. Η Μπέιμπ τού έλεγε κυριολεκτικά τα πάντα, συμπεριλαμβανομένων των πιο ντροπιαστικών μυστικών του χωρίς σεξ γάμου της. Του εκμυστηρευόταν τα φλερτ και τα one night stands της, τις απιστίες (που την πλήγωναν βαθιά), του γοητευτικού γυναικά συζύγου της, Μπιλ, την αγωνία της να είναι άψογη για εκείνον 24 ώρες το 24ωρο και 365 ημέρες το χρόνο, βιτρίνα του ίδιου και της τάξης τους, υποδειγματική οικοδέσποινα και σύζυγος που προλάβαινε την παραμικρή επιθυμία του επικριτικού Πέιλι, τις ενοχές της για το πόσο ψυχρή και απόμακρη μητέρα ήταν για τα παιδιά της -δύο από τον Μπιλ και δύο από τον πρώτο της γάμο με τον αριστοκράτη κούρο Στάνλεϊ Γκράφτον Μόρτιμερ Τζούνιορ. Εδειχνε άψογη, αλλά κατά βάθος ήταν πολύ δυστυχισμένη.

H Σ.Ζ. Γκεστ με εντυπωσιακό καφτάνι στο σπίτι της το 1967, Getty Images

Αδελφές ψυχές

Η συγγραφέας Κάρολ Πρίσαντ, στις αναμνήσεις της από το καλοκαίρι του 1957 όταν πέρασε, φοιτήτρια ακόμα, ενάμιση μήνα ως γκουβερνάντα στην παραλίμνια φάρμα Κιλούνα των Πέιλι στο Νιου Χάμσαϊρ, σημειώνει πως αντιλήφθηκε μόνο όταν έφτασε εκεί ο Καπότε ότι η ευγενέστατη Μπέιμπ, που δεν ύψωνε ποτέ σε κανέναν τη φωνή της, προσποιούνταν μέσα στην αυτοκρατορική τελειότητά της. «Εκείνος την έκανε πραγματικά ευτυχισμένη. (…) Οντως αγαπούσε την Μπέιμπ. Και τον αγαπούσε κι εκείνη. Ανθησε με τον Τρου παρόντα. Ηταν ένα ζευγάρι φιλενάδες που μοιράζονταν πιθανώς σιχαμένα αλλά πολύ αστεία μυστικά. Οποιοσδήποτε άλλος -παιδιά, σκυλιά, ακόμα και ο Πέιλι- ήταν παντελώς αποκλεισμένος, καθώς, από το πρωί έως το βράδυ, ψιθύριζαν και γελούσαν μαζί ή χόρευαν με ένα ποτό στο χέρι στο καθιστικό χαχανίζοντας σαν παιδάκια. Σοκαρίστηκα λίγο βλέποντας τη βασίλισσα να στροβιλίζεται με το γελωτοποιό της αυλής της. Εκείνος είχε κάτι κακεντρεχές. Κάτι δυσάρεστο. Αλλά η Μπέιμπ τον λάτρευε και όταν ο Τρου έφυγε, παρά τις αφίξεις φίλων όπως η Σλιμ Κιθ και ο παραγωγός Λέιλαντ Χέιγουορντ, η λάμψη της ξεθώριαζε».

H Λι Ραντζιβίλ και ο Τρούμαν Καπότε περπατούν μαζί στο Μανχάταν το 1968, Getty Images.

Η Μπέιμπ ήταν πολύ προσεκτική με τις συναναστροφές της. Αναγνωρίζοντας το ρίσκο μιας διαρροής, που δυνάμει θα στρεφόταν ενάντια στο σύζυγό της, δεν εμπιστευόταν κανέναν. Ο Τρου ήταν η εξαίρεση. Θορυβημένη η Σλιμ Κιθ τής έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας ότι έσφαλε και πως ο Καπότε αργά ή γρήγορα θα την εξέθετε. «Δεν θα έκανε σε μένα κάτι τέτοιο», επέμενε η Μπέιμπ. «Η φιλία μας είναι βαθιά και μας δένει». Είχαν τεράστια αδυναμία ο ένας στον άλλον και σχεδόν τηλεπαθητική αλληλοκατανόηση. «Αν υποπτευόμουν ότι ένιωθε λυπημένη για κάτι, όποια εποχή του χρόνου κι αν ήταν, της έστελνα χωρίς σημείωμα lilies of the valley (σ.σ.: ανθεμίδες, σύμβολο της επιστροφής της ευτυχίας). Κι εκείνη έκανε για μένα το ίδιο», έλεγε ο Καπότε. Δεν χρειάζονταν σημείωμα. Μιλούσαν τη δική τους μυστική γλώσσα. Εκείνη πάλι έλεγε πως αν υπήρχε κάποιος στον κόσμο που θα μπορούσε πραγματικά να την πληγώσει αυτός ήταν ο Τρούμαν. Και τα κατάφερε!

H Γκλόρια Γκίνες στους Waldorf Towers στη Νέα Υόρκη, στις 4 Δεκεμβρίου του 1961, Getty Images

Σελίδες που σκοτώνουν

Το καλοκαίρι του 1975, όταν ο Καπότε έδειξε το κείμενο του La Côte Basque 1965 στον βιογράφο του Τζέραλντ Κλαρκ, εκείνος δεν ενθουσιάστηκε. Κατάλαβε ότι επρόκειτο για παράθεση συμβάντων από τη ζωή των Κύκνων, υπογραμμίζοντας ότι οι ίδιες θα αναγνώριζαν αμέσως τον εαυτό τους. Και δεν θα χαίρονταν. Καθόλου! «Μπαααα, είναι πολύ χαζές. Δεν πρόκειται να το καταλάβουν», απάντησε ο Τρούμαν. Σύμφωνα με τον συγγραφέα Τζον Νόουλς, ο Καπότε νόμιζε ότι οι κυρίες της ελίτ θα τον αντιμετώπιζαν σαν σκανταλιάρικο παιδί και θα τον καλούσαν ξανά στο σκάφος τους. Δήλωσε στο talk show του Ντικ Κάβετ ότι «κανείς δεν θα ενοχληθεί μαζί μου στο ελάχιστο, εκτός κι αν μείνει εκτός βιβλίου».

H Ναόμι Γουότς ως Μπέιμπ Πέιλι.

Η Μπέιμπ δεν του ξαναμίλησε ποτέ! Ηταν συντετριμμένη και τρομοκρατημένη. Της ήταν αδύνατον να τον συγχωρέσει. «Ο Τρούμαν δεν είχε καταλάβει τι είδος γυναίκας ήταν. Οτι όφειλε να είναι πρωτίστως πιστή στον σύζυγό της και πως ο Τρούμαν θα εξοστρακιζόταν», εξηγεί η φίλη της, Τζιν Στάιν. Ο Καπότε προσπάθησε για μέρες να τη βρει στο τηλέφωνο. Μάταια. Στο τέλος τού απάντησε ο Μπιλ, του οποίου η απιστία με την «κρετίνα προτεστάντισσα παχιά σύζυγο» γερουσιαστή, που άφησε στα λινά σεντόνια «λεκέδες περιόδου στο μέγεθος της Βραζιλίας» κι εκείνον να καθαρίζει απελπισμένος πρoτού η Μπέιμπ επιστρέψει στη συζυγική κλίνη αναφερόταν λεπτομερώς στο δημοσίευμα. «Μην μπαίνεις στον κόπο Τρούμαν», του είπε ψυχρά ο Πέιλι. «Η γυναίκα μου είναι πολύ άρρωστη». Η Μπέιμπ, που από το χέρι της δεν έλειπε ποτέ η μακριά πίπα του τσιγάρου, είχε διαγνωστεί από τον Ιανουάριο του 1974 με καρκίνο του πνεύμονα. Ο Μπιλ της αφοσιώθηκε ολόψυχα, κάνοντας ό,τι περνούσε από το χέρι του για να την κρατήσει στη ζωή. Η Μπέιμπ απεβίωσε στις 6 Ιουλίου του 1978, στα 63 της, και ο Καπότε δεν καλέστηκε καν στην κηδεία. Περίπου το ίδιο διάστημα άρχισε να πνίγει την πίκρα της απόρριψης στο ποτό και την κοκαΐνη, καταλήγοντας περίγελος της Νέας Υόρκης, καθώς κατέρρεε ακόμα και στα πεζοδρόμια. Εκτός ελέγχου, αυτοκτονούσε αργά με αγγελόσκονη και φρενήρη διασκέδαση, ενώ το μόνο που ευχόταν ήταν να μπορούσε να έβγαινε για μεσημεριανό με την Μπέιμπ Πέιλι, σύμφωνα με τον συνεργάτη του στο περιοδικό Interview Μπομπ Κολατσέλο.

Η Κλοέ Σεβινί και ο Τομ Χολάντερ στα γυρίσματα του «Feud: Capote vs. The Swans» στο ξενοδοχείο «Nomad» στις 2 Φεβρουαρίου 2023, στη Νέα Υόρκη, Getty Images

«Τι περίμεναν; Είμαι συγγραφέας και χρησιμοποιώ τα πάντα», φέρεται να λέει. «Ολοι αυτοί οι άνθρωποι πίστεψαν ότι ήμουν εκεί απλώς για να τους διασκεδάζω;». Έφταιγε η έπαρσή του; Ο μνησίκακος χαρακτήρας του; Η βαθιά αντιπάθειά του για την κάστα των αμύθητα πλούσιων, που διαφαίνεται στο Μοχάβε, το πρώτο κομμάτι από το Answered Prayers, που είχε βγει στο Esquire τον Ιούνιο του 1975. «Είτε θα το “σκοτώσω” είτε θα με σκοτώσει», είχε πει ο έκπτωτος λογοτέχνης για το βιβλίο που πριν τον σκοτώσει στα 59 του το 1984 είχε προλάβει να εκτελέσει εν ψυχρώ τις φιλίες του και εκδόθηκε ημιτελές τρία χρόνια μετά το θάνατό του.

 

* Το «Capote vs. The Swans», δεύτερος κύκλος της σειράς «Feud» (Εχθρα) του Ράιαν Μέρφι, προβάλλεται στο FX από τις 31 Ιανουαρίου και στο Hulu από 1η Φεβρουαρίου 2024.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below