Η Αθήνα ήταν σε επιφυλακή για την έλευση του μεγάλου χιονιά όταν η Τζωρτζίνα Λιώση είχε πρεμιέρα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Κατάφερα, με μεγάλη δυσκολία, να δω το «Κάποιος μιλάει μόνος του κρατώντας ένα ποτήρι γάλα» εβδομάδες μετά, ένα ανοιξιάτικο βράδυ με τις ξελογιάστρες νεραντζιές να έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους στους δρόμους της πόλης.

Συνεχώς sold out κάθε Δευτερότριτο, η παράσταση στην οποία η Τζωρτζίνα συμπρωταγωνιστεί και την οποία συν-σκηνοθετεί με τη Νάνσυ Μπούκλη, είναι ένα μικρό κόσμημα από λέξεις (το έργο υπογράφει ο Ευθύμης Φιλίππου), χιούμορ, ζωντάνια, φρεσκάδα και γρήγορους ρυθμούς.

Οι δύο ηθοποιοί, με συγχρονισμό που θυμίζει μπαλαρίνες των Μπολσόι ή ολυμπιονίκες στη συγχρονική κολύμβηση, ζωντανεύουν μια φέτα καθημερινότητας ανάμεσα σε δύο φίλες, κουβέντες των ανθρώπων της διπλανής πόρτας για τα μικρά και τα μεγάλα της ζωής – ένα υπαρξιακό roller coaster που χαίρεσαι να παρακολουθείς.

Τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας, όταν δεν τρέχει πίσω από τα γατάκια της και κάθε είδους ζωάκι που θα βρεθεί στο δρόμο της, η Τζωρτζίνα Λιώση πρωταγωνιστεί στο «Με σιχάθηκα… αλλά και πάλι όχι εντελώς!», μια παράσταση σε κείμενα της Λένας Κιτσοπούλου, με σκηνοθεσία της Κρίστελ Καπερώνη και συμπρωταγωνίστριες τις Νάστια Βραχάτη και Ηρώ Πεκτέση στο Θέατρο Tempus Verum – Εν Αθήναις.

Κι επειδή αυτά δεν ήταν αρκετά, η Τζωρτζίνα φορά και την ιατρική ποδιά για τα γυρίσματα της σειράς «Ο Γιατρός» με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη που θα δούμε το φθινόπωρο στον ALPHA. Της μιλάω σε ένα διάλειμμα από τα γυρίσματα.

Γιατί διαλέξατε το «Κάποιος μιλάει μόνος του κρατώντας ένα ποτήρι γάλα», του Ευθύμη Φιλίππου, για να συστηθείτε στο κοινό ως σκηνοθέτιδες;

Είναι ένα βιβλίο που διάβασα πολλά χρόνια πριν, το 2010, όταν ήμουν ακόμη στη σχολή, σπούδαζα Ψυχολογία, είχα κάνει μόνο μια δουλειά ως ηθοποιός και δεν ήξερα καν αν θα συνεχίσω σε αυτό το επάγγελμα. Αλλά από την πρώτη στιγμή που το διάβασα, σκέφτηκα πως θα ήθελα να κάνω κάτι με αυτό.

Πέρασαν πολλά χρόνια, ήρθε η στιγμή που συναντηθήκαμε και συνεργαστήκαμε με τη Νάνσυ στο «Σκλαβί», στο Θέατρο Πόρτα, κι έπειτα ήρθε το πρώτο lockdown. Σε εκείνη τη φάση και ακριβώς επειδή είχαμε δεθεί και δουλέψει πολύ ωραία με εκείνη την ομάδα, θέλαμε να ξανασυνεργαστούμε. Κάπου λίγο μετά το πρώτο άνοιγμα μίλησα με τη Νάνσυ και διαπιστώσαμε πως, ίσως επειδή όλα ήταν κλειστά, νιώθαμε όλο και πιο έντονη την ανάγκη για δημιουργία, την ανάγκη να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας.

Ήταν ένα συναίσθημα που φούντωνε όλο και περισσότερο. Βρεθήκαμε με τη Νάνσυ για έναν καφέ σε μία από τις πρώτες εξόδους από την καραντίνα και της έδωσα μερικές ποιητικές συλλογές και το αυτό το βιβλίο του Φιλίππου. Το διάβασε και με πήρε αμέσως τηλέφωνο.

Τι σε γοήτευσε σε αυτό το έργο; Το πλαίσιό του μοιάζει πολύ απλό: δύο άνθρωποι κουβεντιάζουν σε ένα καφενείο, πίνοντας και τρώγοντας γλυκά!

Αυτό ακριβώς συμβαίνει και ήξερα ότι θέλω να ασχοληθώ με το έργο από την πρώτη φορά που το διάβασα. Ήμουν πολύ σίγουρη για το πώς θέλω να το ανεβάσω γιατί με συνεπήρε με το χιούμορ του από την πρώτη στιγμή που το διάβασα. Μοιραστήκαμε τους ρόλους με τη Νάνσυ ακριβώς όπως προέκυψαν από την πρώτη ανάγνωση. Έγιναν όλα αβίαστα.

Στο έργο, μέσα από καθημερινά και ανούσια πράγματα λέγονται και κάποια πολύ σοβαρά και άλλα πολύ πιο σκοτεινά, κάποιες πολύ ανθρώπινες ανησυχίες. Λέω σε μια στιγμή τη φράση «Δεν με παίρνει πια τηλέφωνο ή αδερφή μου» ή μιλάω για την «πίκρα του after shave όποτε φιλούσα το μάγουλο του πατέρα μου». Κι επειδή το χιούμορ συνδέεται με μια ξεκάθαρη ευθεία με την ευφυΐα, θεωρώ ότι αυτό είναι ένα από τα πιο έξυπνα κείμενα που έχω διαβάσει. Μου ταιριάζει πολύ αυτός ο μηχανισμός.

Στις πιο δύσκολες στιγμές μου δεν θυμάμαι να αντέχω ανθρώπους που με χαϊδεύουν στον ώμο και μου λένε ότι όλα θα πάνε καλά. Πάντα με βοηθούσε το να αστειευτώ με την κατάσταση γιατί μόνο κάπως έτσι εξομαλύνω το τέρας που έχω απέναντί μου, διαχειρίζομαι το φόβο, το σκοτάδι, φέρνω ό,τι κι αν είναι αυτό που με απειλεί στα ανθρώπινα μέτρα.

Φωτογράφος: Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος (D-Tales)

Με τη Νάνσυ Μπούκλη τι θα έλεγες ότι σε συνδέει;

Μας συνδέουν οι διαφορές μας. Είμαστε καλές σε διαφορετικά πράγματα κι αυτό μας πήγαινε συνεχώς μπροστά. Σίγουρα η Νάνσυ έχει πράγματα που θαυμάζω κι εγώ δεν τα έχω καλλιεργήσει σε τέτοιο βαθμό που να τα θεωρώ προτεραιότητες. Είναι πολύ πρακτικός άνθρωπος, άμεσος. Δεν νομίζω να είναι τυχαίο ότι ονειρευόμουν το έργο από το 2010, αλλά κατάφερα να το κάνω με τη Νάνσυ. Όλα αυτά τα χρόνια μιλούσα γι’ αυτό σε όποιον έβρισκα, το χάριζα, το δάνειζα και δεν το έπαιρνα ποτέ πίσω, το αγόραζα και το έκανα δώρο ξανά και ξανά.

Έχουμε ξαναδεί σκηνοθετικά δίδυμα, αλλά σπάνια να παίζουν και να σκηνοθετούν τους εαυτούς τους. Έχετε θαυμαστό συγχρονισμό. Πώς το πετύχατε;

Είναι μία από τις σπάνιες φορές στη ζωή μου που ένιωσα τόση σιγουριά, ότι είμαστε απόλυτα συγχρονισμένες και ξέρουμε τι κάνουμε. Επενδύσαμε το χρόνο των προβών στη μεταξύ μας επικοινωνία και βέβαια στο να ξέρουμε πολύ καλά τα λόγια μας. Τις προάλλες είπα στη Νάνσυ «σήμερα, κάποια στιγμή που ένιωσα να κουράζομαι, είπα δεν θα πάρω τα μάτια μου από πάνω σου», και η Νάνσυ μού απάντησε πως έχει νιώσει το ίδιο. Μας σώζει η μεταξύ μας επικοινωνία.

Παρόλο που έχουμε εδώ και καιρό πολλές γυναίκες που ασχολούνται με τη σκηνοθεσία, πόσο εύκολος και ανοιχτός είναι αυτός ο δρόμος;

Εμείς με τη Νάνσυ είμαστε μια περίπτωση όπου όλα πήγαν καλά, όλα λειτούργησαν, ο Μίλτος Σωτηριάδης στο Θέατρο του Νέου Κόσμου μάς εμπιστεύτηκε. Αλλά μόνο και μόνο που παρατηρώ ότι μας ρωτάνε συχνά φέτος και για τις δύο παραστάσεις «πώς είναι που είστε μόνο γυναίκες;», αυτό δείχνει πως είναι αξιοπερίεργο. Ενώ αυτή δεν είναι μια ερώτηση που θα κάνουν σε ένα έργο όπου συναντά κανείς μόνο άνδρες.

Επιβιώνουν λοιπόν τα στερεότυπα στο θέατρο.

Σίγουρα ναι. Το θέατρο θα έπρεπε να είναι ένας χώρος ελευθερίας και ως επί το πλείστον είναι. Αλλά παντού υπάρχουν σκιές, ακόμη και σε έναν πανέμορφο κήπο, τα δέντρα και τα λουλούδια θα δημιουργήσουν σκιερά σημεία. Δεν είμαστε ακόμη στο σημείο να κοιτάζουμε το ελληνικό θέατρο σαν έναν όμορφο κήπο, αλλά εγώ παλεύω γι’ αυτό, για ένα χώρο απόλυτης ελευθερίας. Όταν μόλις πέρυσι μπήκαν σε παράσταση και τη διέκοψαν επειδή δεν τους άρεσε κάτι που ακουγόταν επί σκηνής, έχουμε πολύ δρόμο ακόμη μπροστά μας.

Πολλές γυναίκες μαζεμένες έχει και η παράσταση «Με σιχάθηκα… αλλά και πάλι όχι εντελώς!», που καταπιάνεται με το λεπτό ζήτημα της ψυχικής υγείας. Είναι μια παράσταση για την η αόρατη ασθένεια της εποχής μας;Είναι μια παράσταση που νομιμοποιεί το να μην είσαι καλά. Σου λέει ότι δεν πρέπει να φοβάσαι να παραδεχτείς ότι χρειάζεσαι βοήθεια, ψυχίατρο, ψυχολόγο, ψυχοθεραπευτή. Ζούμε σε μια χώρα όπου οι ψυχικές ασθένειες είναι ταμπού. Είναι αδιαπραγμάτευτο γεγονός ότι αν έχεις σπάσει κάτι ή υποφέρει το σώμα σου, όλοι σου λένε να πας στο γιατρό, ενώ αν πονάει η ψυχή σου σού λένε «πάμε μια βόλτα να ξεσκάσεις» ή «ας δούμε μια κωμωδία».

 Δεν υπάρχει γνώση, ενημέρωση ή εκπαίδευση σε σχέση με τις ψυχικές ασθένειες, ενώ από την άλλη βαφτίζουμε την παραμικρή στεναχώρια κατάθλιψη ή το γεγονός ότι δεν μπορούμε να φύγουμε από το σπίτι αν δεν έχουμε στρώσει το κρεβάτι μας OCD. Είναι οι όψεις του ίδιου νομίσματος. Στην παράστασή μας μιλάμε για τρεις γυναίκες που πάσχουν από κατάθλιψη, με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό στάδιο. Θα μπορούσε να είναι και ο ίδιος άνθρωπος σε τρεις διαφορετικές φάσεις.

Εσύ ποια υποδύεσαι;

Τον «Κατάθλα», μια περίπτωση ανθρώπου που είναι διαγνωσμένος με κατάθλιψη, παίρνει χάπια και παρακολουθείται από γιατρό. Η Αγνή Χιώτη και ο Σταμάτης Μπάκνης μάς βοήθησαν να φτιάξουμε ένα ενιαίο έργο από τους τρεις μονολόγους της Λένας Κιτσοπούλου. Μιλάμε για τρία κείμενα που ακουμπούν σε πολλά σημεία μεταξύ τους, οπότε και αυτές οι γυναίκες αλληλεπιδρούν.

Φωτογράφος: Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος (D-Tales).

Θα συνεχίσεις στο δρόμο της σκηνοθεσίας;

Όταν εμφανιστεί ξανά ένα έργο που θα θεωρήσω αδιαπραγμάτευτο το να μην το κάνω εγώ. Όταν ξανασυναντηθώ με ένα κείμενο που να θέλω να το αφηγηθώ και μέσα από τα μάτια του σκηνοθέτη.

Πώς κατάφερες να ξεφύγεις από την παγίδα της τυποποίησης;

Επιλέγοντας η ίδια τα κείμενα που θα παίξω. Με έχει δυσκολέψει η ερμηνευτική ηλικία των ρόλων μου. Μπορεί δηλαδή να μοιάζω μικρή, αλλά όταν μιλάω, όχι τόσο. Να με φωνάζουν για ρόλους τριαντάρας, αλλά όταν δοκιμάζουμε το ρόλο να μη μοιάζω τελικά. Γι’ αυτό και φέτος έκανα δύο θεατρικές δουλειές με φίλους, με ανθρώπους με τους οποίους επιλέξαμε τα κείμενα, δουλέψαμε σε φιλικό πλαίσιο και επιλέξαμε να δοκιμαστούμε σε κάτι άλλο από αυτό που συνήθως μας πρότειναν.

Μου αρέσει που χρησιμοποιείς πρώτο πληθυντικό, μιλάς άλλωστε για ανθρώπους με τους οποίους ανήκετε στην ίδια γενιά. Πώς θα περιέγραφες τη γενιά σου;

Η δική μου γενιά είναι ως επί το πλείστον μεγάλα μωρά όπως εγώ. Μεγαλώναμε σε ένα κλίμα αισιοδοξίας που όμως κάπου στην πορεία διαλύθηκε και έγιναν όλα πιο δύσκολα, επί δύο.

Είμαι σίγουρη πως αυτό μπορεί να το πει και η γιαγιά και η μητέρα μου, αλλά και οι σημερινοί εικοσάρηδες. Στη γενιά μου, πάντως, στην πιο παραγωγική μας ηλικία ήρθε μια οικονομική κρίση, έκλεισαν θέατρα, μετά ήρθε η πανδημία. Είναι λες και μας φόρτωσαν βαρίδια στις τσέπες μας κι εμείς προσπαθούμε όχι απλώς να περπατήσουμε, αλλά να ξεφορτωνόμαστε σιγά-σιγά και ένα-ένα τα εμπόδια.

Για την απαξίωση του επαγγέλματός σου από την Πολιτεία, τι σκέφτεσαι;

Νομίζω πως συσπειρωθήκαμε ηχηρά, αντιδράσαμε, αλλά μπορούμε κι άλλο. Προσπαθήσαμε πολύ να ακουστούμε, να ακουστεί η αδικία που ζούμε, αυτό που συμβαίνει με την υποβίβαση του πτυχίου μας σε απολυτήριο Λυκείου, αλλά ενώ γίνεται ο κακός χαμός στους δρόμους, είναι ζήτημα αν θα το πάρει είδηση ο πολύς κόσμος αυτό, ίσως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αφού, για παράδειγμα, η είδηση απουσίαζε από τα τηλεοπτικά δελτία. Είμαστε ενωμένοι οι καλλιτέχνες απέναντι στο πρόβλημα, δεν υπάρχει άλλος δρόμος για μένα.

Το πρόβλημα υπήρχε ήδη, με ένα πτυχίο δραματικής σχολής δεν μπορούσες, για παράδειγμα, να κάνεις μεταπτυχιακό όλα αυτά τα χρόνια. Αλλά η υποβάθμιση αυτού του πτυχίου τώρα παγιώνεται. Βλέπω μια αγνωμοσύνη συνδυασμένη με επιμονή από μέρους της Πολιτείας, μια αμετακίνητη στάση που φαίνεται να μην προσβάλλεται με τίποτα. Πρέπει να διεκδικήσουμε το αυτονόητο, το δικαίωμα να ανοιγοκλείνουμε τα μάτια μας, να αναπνέουμε.

 

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο τεύχος 405, Απρίλιος 2023. Επιμέλεια: Κωνσταντίνα Λειβαδίτη Makeup & hair: Ρένος Πολίτης (@dtales_creativeagency)

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below