Ο έφηβος Τομ Χανκς ήταν ψηλός, λιπόσαρκος, με ατίθασα μαλλιά. Και πάντα ετοιμόλογος. Hταν και σπασικλάκι, φυτό, εντελώς άμπαλος ή έστω αδέξιος με τα κορίτσια. Αλλά και ονειροπόλος. Hδη από τα 16 του χρόνια φαντασιωνόταν τον εαυτό του ηθοποιό.

Δεν προσδοκούσε βέβαια την εμφάνιση, μα ούτε και τις δάφνες ή πολύ περισσότερο τις γυναίκες που είθισται να ακολουθούν σαν πιστά σκυλιά τους ζεν πρεμιέ. Του αρκούσε να ζήσει το πολύ προσωπικό του αμερικάνικο όνειρο, να ενσαρκώσει το αγόρι της διπλανής πόρτας που θα μάθαιναν πολύ περισσότεροι από τους γείτονές του, να αποκτήσει μια Porsche και να γίνει τόσο γνωστός ώστε να μπορεί να προσφωνεί τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ με το χαϊδευτικό όνομα Μπομπ.

Φυσικά, τα κατάφερε όλα. Και ακόμα περισσότερα. Πολύ περισσότερα. Μόνο που στα χρόνια της ωριμότητάς του αντικατέστησε τη μικροαστική ονείρωξη της Porsche με τα ταπεινότερα σε αίγλη αλλά αξιόπιστα αυτοκίνητα της Volkswagen.

Ολα τα παραπάνω εξέφραζε σχεδόν με αφέλεια σε επιστολή που είχε αποστείλει ως ρομαντικός 16χρονος μαθητής του γυμνασίου Skyline High και φανατικό μέλος της θεατρικής ομάδας του σχολείου στον σκηνοθέτη Τζορτζ Ρόι Χιλ. Και τα ανακάλεσε στη μνήμη του για χάρη της βιογραφίας του με τίτλο «The World According to Tom Hanks: The Life, the Obsessions, the Good Deeds of America’s Most Decent Guy» (μτφ. «Ο κόσμος σύμφωνα με τον Τομ Χανκς: Η ζωή, οι εμμονές, οι αγαθοεργίες του πιο τίμιου Αμερικανού»), την οποία συνέγραψε ο Γκάβιν Εντουαρντς, συγγραφέας, μεταξύ άλλων ευπώλητων βιβλίων, της βιογραφίας του Μπιλ Μάρεϊ.

Στο 368 σελίδων βιβλίο που κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο Hachette ο Εντουαρντς έχει χωρίσει τη ζωή του Τομ Χανκς σε κεφάλαια, ή μάλλον έχει δημιουργήσει δέκα εντολές, εκείνες που ο ίδιος ο 62χρονος ηθοποιός προκρίνει ως τα διδάγματα που πήρε από την αναπάντεχα περιπετειώδη ζωή του. Φυσικά δεν τα θεωρεί θέσφατα, αλλά περισσότερο συμβουλές ενός παναμερικανικού πατέρα προς τα παιδιά του.

Μπορεί ο Χανκς για τους Αμερικανούς να προσωποποιεί στον απόλυτο βαθμό τον «εθνικό μπαμπάκα» -διόλου τυχαίο, άλλωστε, είναι το γεγονός ότι συχνά πυκνά φιγουράρει ως φαβορί των Δημοκρατικών για την ανακατάληψη του Λευκού Οίκου- ή να έχει εντυπωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο ως ένας καλός και αγαθός εργάτης της βιομηχανίας του θεάματος που δουλεύει ακάματα και ακατάπαυστα, ωστόσο η ζωή του -τόσο τα παιδικά όσο και τα ενήλικα χρόνια- πόρρω απέχει από αυτό που έχει κανείς στον νου του ως ρόδινο ή πολύ περισσότερο ως ιδεατό.

Ο καλός στρατιώτης Τομ

Στην πραγματικότητα, η ζωή του Τομ Χανκς από τα σπάργανα ακόμα ξεκίνησε να εκτυλίσσεται σαν ένα πρώτης τάξεως road movie, από εκείνα που έκαναν ανέκαθεν το φιλοθέαμον κοινό να καταναλώνει τα ποπ κορν με τη σέσουλα. «Ημουν μόλις 5 ετών όταν αρχίσαμε να μετακινούμαστε από πόλη σε πόλη. Ενιωθα μόνος, σαν να ήμουν εγκαταλειμμένος στο σκοτάδι», αφηγείται στον Εντουαρντς, ο οποίος παραλληλίζει τις αναμνήσεις του ηθοποιού με ηλεκτρόνια που διαγράφουν τη δική τους ακούραστη τροχιά με ψυχαναγκαστική ακρίβεια στον εγκέφαλό του.

Ο Χανκς δεν ήταν ούτε ο πρώτος, ούτε ο βενιαμίν της οικογένειας. Εχει μια μεγαλύτερη αδελφή, έναν μεγαλύτερο και έναν μικρότερο αδελφό. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι παιδιόθεν κατατρύχεται από το σύνδρομο του μεσαίου παιδιού, εκείνου που περνά σχεδόν απαρατήρητο.

Ο πατέρας του Μπαντ Χανκς ήταν μάλλον αρχέτυπο πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη. Το όνειρό του ήταν να γίνει συγγραφέας, όμως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατέληξε σεφ. Σε ένα εστιατόριο γνώρισε εκείνη που έμοιαζε τότε τουλάχιστον με τη γυναίκα της ζωής του, η οποία εργαζόταν ως σερβιτόρα. Επειτα από 12 χρόνια κοινού βίου αποφάσισαν να πάρουν διαζύγιο το 1962.

Ο Αμερικανός ηθοποιός χαρακτηρίζει χαριτολογώντας τους γονείς του πρωτοπόρους των διαζυγίων στην Πολιτεία της Καλιφόρνια. Τα τρία πρώτα παιδιά -μαζί και ο 5χρονος τότε Χανκς- ακολούθησαν τον πατέρα τους, ενώ η μητέρα, λόγω οικονομικών δυσκολιών, ανέλαβε τον μικρότερο γιο Τζίμι, που ήταν τότε μόλις ενός έτους.

Το μόνο που θυμάται από τα παιδικά του χρόνια ο Χανκς είναι η σαφώς μα μονότονα διατυπωμένη πατρική εντολή να μαζέψει τα απαραίτητα, να μπει στο οικογενειακό στέισον βάγκον και να προσαρμοστεί στη ζωή σε μια καινούρια πόλη. Για ένα διάστημα η φαμίλια Χανκς στρατοπέδευσε στη Νεβάδα. Το διαζύγιο των γονιών του μόλις που είχε εκδοθεί. Μόλις τέσσερις ημέρες μετά την επισημοποίηση του χωρισμού, ο Μπαντ Χανκς παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του. Αυτό κι αν είναι κεκτημένη ταχύτητα! Παρά τα πολλά και πυκνά γεγονότα που περνούσαν μπρος από τα παιδικά μάτια του, ο Τομ Χανκς δηλώνει σε κάθε τόνο ότι δεν νιώθει πληγωμένος ή τραυματισμένος. Τουναντίον, μάλλον ευτυχής είναι αφού τα εξαντλητικά ωράρια αλλά και οι έρωτες του πατέρα του, ο οποίος πραγματοποίησε αργότερα και τρίτο γάμο με Κινέζα σερβιτόρα, προσέφεραν σε εκείνον και τα αδέλφια του μια σχεδόν ανήκουστη για παιδιά αυτονομία και ανεξαρτησία. Αυτό φυσικά δεν ερμηνεύτηκε ποτέ από τα αδέλφια Χανκς ως λευκή επιταγή για ασυδοσία. «Δεν κάψαμε ποτέ το σπίτι», ομολογεί με περηφάνια ο ηθοποιός. «Αυτή ήταν η συμβουλή που μας έδινε ο πατέρας μας. Και την τηρούσαμε».

Εκείνα τα προεφηβικά χρόνια πρότυπο και μάλλον μέντοράς του υπήρξε η δασκάλα του, αφού λέει ότι ακολουθούσε με ευλάβεια τις διδαχές της. Ξύπνημα στις 7.30 το πρωί, κατάκλιση στις 8.30 και στο ενδιάμεσο μαθήματα και μερικές ώρες ελεύθερου χρόνου. Αυτές ήταν καθοριστικές για την εξέλιξη του Χανκς. Πώς τις περνούσε; Μα μπροστά στην τηλεόραση καταναλώνοντας λαίμαργα σειρές της εποχής -ειδικά το «Star Trek»-, αλλά και ντοκιμαντέρ του Ζακ Ιβ Κουστό.

Βέβαια, στην πραγματικότητα ο ίδιος προκρίνει ως κομβικής σημασίας για τη διαμόρφωσή του δύο εμπειρίες που βίωσε όντας έφηβος μαθητής γυμνασίου. Το ένα ήταν η ανάγνωση του βιβλίου «Ο Φύλακας στη Σίκαλη», το δεύτερο η εμβληματική ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος». Εξάλλου το Διάστημα (εντάξει, και το μπέιζμπολ στο οποίο είχε χαρακτηριστικά κακές επιδόσεις) ασκούσε πάντοτε -και εξακολουθεί να ασκεί- μια αναπόδραστη γοητεία στον 62χρονο πια ηθοποιό. Είναι ενδεικτικό ότι παρακολούθησε το για πολλούς magnum opus του Κιούμπρικ ούτε μία, ούτε δύο, αλλά 22 φορές.

Μια γυναίκα ξέρει μόνο…

Και μπορεί η τέχνη να διεύρυνε το μυαλό του, να του δημιούργησε προσδοκίες και το όνειρο της υποκριτικής, ωστόσο δεν τον λύτρωσε από τη μοναξιά που είχε γίνει η σκιά του. Δεν ήταν αποσυνάγωγος ή μοναχικός. Ισα-ίσα που, όπως λέει, ήταν το ακριβώς αντίθετο του πατέρα του: «Εκείνος ήταν καλός στις χειρωνακτικές δουλειές, εγώ στον λόγο». Ατακαδόρος και πνευματώδης, ο Χανκς μπορούσε να γίνει η ψυχή του πάρτυ. Μόνο που τα κορίτσια δεν έδιναν δεκάρα γι’ αυτόν τον έξυπνο μεν, ξερακιανό δε τύπο. «Ημουν η απόλυτη αποτυχία με τις γυναίκες», αφηγείται στο βιβλίο.

Ο Θεός, ή πιο σωστά η Εκκλησία, έγινε ένα πρώτης τάξεως καταφύγιο, του έδωσε την αίσθηση ότι κοινωνούσε και επικοινωνούσε με άλλους ανθρώπους. «Ημουν 14 ετών και στ’ αλήθεια χρειαζόμουν κάτι. Οχι απλώς να πιστέψω κάπου. Αποζητούσα την αποδοχή που θα κατατρόπωνε τη μοναξιά που είχα μάθει να νιώθω έως τότε. Ηθελα κάπου να ανήκω. Ημουν νέος, φοβισμένος και ο κόσμος είχε γαμηθεί».

Την αληθινή ανακούφιση, ωστόσο, θα την έβρισκε περίπου μια δεκαπενταετία μετά και αφού πρώτα έκανε έναν αποτυχημένο γάμο με τη συνάδελφό του Σαμάνθα Λιούις, από τον οποίο όμως απέκτησε δύο παιδιά και μπόλικες νευρώσεις. Η ελληνικής καταγωγής Ρίτα Γουίλσον έμελλε να γίνει τα πάντα για εκείνον: και σύζυγος, και ερωμένη, και ψυχοθεραπεύτρια, και φυσικά μητέρα δύο ακόμα παιδιών του. Την ιαματική δράση της ηθοποιού στην ταλαιπωρημένη ψυχοσύνθεση και την τσακισμένη σεξουαλική δράση του ο Χανκς την περιγράφει με τόλμη στον Εντουαρντς. «Επί χρόνια δεν είχα την παραμικρή σεξουαλική αυτοπεποίθηση, για χρόνια ήμουν μόνος», λέει, ενώ σε άλλο σημείο της αφήγησής του αναφέρει με περίσσια γλαφυρότητα: «Ενιωθα ότι καταρρέω».

Τι μαγικό είχε η Γουίλσον, με την οποία γνωρίστηκαν το 1981 στα γυρίσματα της σειράς «Bosom Buddies» και παντρεύτηκαν επτά χρόνια μετά, αφού ο Χανκς βαφτίστηκε ορθόδοξος χριστιανός, και τον θεράπευσε; Την άδολη αγάπη που του προσέφερε, την κατανόηση, τη φροντίδα και τη συντροφικότητα. Πλέον ο δις βραβευμένος με Οσκαρ ηθοποιός νιώθει τόσο καλά με το σώμα και τον εαυτό του, ώστε μπορεί με υπερηφάνεια να δηλώνει ότι απολαμβάνει να κυκλοφορεί γυμνός όχι μόνο στην κατοικία του, αλλά και στα ξενοδοχεία στα οποία συχνά πυκνά καταλύει.

Τι είναι αυτό που τον εξιτάρει; Η αίσθηση της ανωνυμίας αλλά και της δύναμης που του προσφέρει η αδαμιαία περιβολή του. Σε κάθε περίπτωση, η θετική επίδραση της Γουίλσον στη ζωή του αποτυπώνεται και μόνο στο γεγονός ότι σε μία δεκαετία, από τις αρχές των 90s έως το κατώφλι του millennium, ο ηθοποιός μεγαλούργησε κινηματογραφικά και θεμελίωσε αυτό που είναι σήμερα.

Απόγονος του Αβραάμ Λίνκολν από την πλευρά της μητέρας του, ο Τομ Χανκς έζησε δύσκολα αλλά γόνιμα παιδικά χρόνια και είχε μέτριες επιδόσεις στο σχολείο. Γνώρισε τα ινδάλματά του παρακολουθώντας τα από μακριά ως groom στο ξενοδοχείο όπου εργαζόταν για τα προς το ζην, ωστόσο τελικά κατάφερε και ο ίδιος να γίνει ένας από αυτά.

Στο βάθος, βέβαια, παραμένει ένας 62χρονος άνδρας, από εκείνους που δεν είναι πολύ εξοικειωμένοι με τη νέα τεχνολογία και φωνάζουν καμιά φορά νευριασμένοι στον κολλημένο ηλεκτρονικό υπολογιστή τους, όπως έχει μαρτυρήσει ο γιος του Κόλιν. Αλλά έτσι δεν είναι όλοι οι αρχετυπικοί μπαμπάδες; Ακόμα και εκείνοι που κάποια ημέρα η ζωή τους θα μεταφερθεί σε ένα απολαυστικό biopic.

 

 

 

 

 

 

 

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below