Από την Τίνα Μανδηλαρά

Ο θάνατος που ήρθε ήσυχα, αν και εντελώς ξαφνικά για τη Ζωή Λάσκαρη, ήταν ενδεχομένως αυτός που θα ταίριαζε σε μια σταρ που έμεινε δραστήρια και ενεργή μέχρι τέλους. Eφυγε όπως ακριβώς θα ήθελε: «Θέλω να πεθάνω ήσυχα. Ούτε επικήδεια φλας, ούτε µετά θάνατον ύµνους, ούτε χειροκροτήµατα, ούτε ετεροχρονισµένες φιλίες από ανθρώπους που όσο ζούσα, ξέρεις, ούτε να τους χέσω», έλεγε με τη γνωστή τολμηρή ευθυκρισία της σε πρόσφατη συνέντευξη, αφού αν κάτι μισούσε, αυτό ήταν η υποκρισία. Και έτσι κι έγινε: πέθανε στον ύπνο της, στο εξοχικό της στο Πόρτο Ράφτη, μια ήσυχη καλοκαιρινή νύχτα -ήταν άνθρωπος που λάτρευε τον ήλιο ανάμεσα στα άφθονα λουλούδια της και τους ανθρώπους που αγαπούσε.

Η κόρη της Μάρθα και ο άνδρας της ήταν εκείνοι που έπρεπε να έρθουν αντιμέτωποι με το θλιβερό γεγονός της αποχώρησης της γυναίκας που δεν το έβαζε ποτέ κάτω – ούτε καν μπροστά στον θάνατο. Τα προβλήματα υγείας που είχε παρουσιάσει σχετικά πρόσφατα ήταν απλώς η αφορμή για παραπάνω εξορμήσεις – και παρότι ο γιατρός της δεν ήταν σύμφωνος, εκείνη αποφάσισε, μόλις λίγο καιρό πριν, για τις ανάγκες τηλεοπτικής εκπομπής να ταξιδέψει στη μακρινή Ιορδανία. Το «όλα ή τίποτα» θα μπορούσε, άλλωστε, να είναι το μότο που θα περιέγραφε σε δυο λέξεις τη ζωή της ή απλώς το εμβληματικό σύνθημα που έφερε τη Ζωίτσα στην πρώτη γραμμή της διασημότητας με το καλημέρα.

πό τότε που ο Φίνος την ξεχώρισε ανάμεσα σε τόσα όμορφα κορίτσια αντιλαμβανόμενος με ένα μόλις βλέμμα ότι η δεσποινίς Κουρούκλη είναι ένα πλάσμα ξεχωριστό. Ηταν επίσης αυτό το απόλυτο «όλα ή τίποτα» που την έκανε να μη συμβιβάζεται ούτε με τα εμπόδια, ούτε με τους κινδύνους, αφού αγάπησε μέχρι πάθους τους άνδρες και όλα της τα ελαττώματα δίνοντας πάντα προτεραιότητα στην αγάπη και την ελευθερία. Οταν όλοι κατηγορούσαν τις τολμηρές εμφανίσεις της, εκείνη φρόντιζε να γίνει παραπάνω προκλητική και όχι να κρυφτεί κάτω από τον μανδύα της σεμνότητας, ενώ όταν όλοι ψιθύριζαν για τα προβλήματα που είχε η κόρη της με τα ναρκωτικά εκείνη βγήκε στην τηλεόραση για να τα αποκαλύψει. Ολα στη ζωή της Λάσκαρη γίνονταν όχι με τον εμφατικό κρότο ενός σκανδάλου, αλλά με αυτή την εσωτερική ανάγκη που την έκανε να είναι είναι αυτή που θα επιβληθεί στον κοινωνικό περίγυρο και όχι το αντίστροφο: θαρραλέα και ντόμπρα μέχρι κεραίας. Αυτά ήταν άλλωστε τα δυνατά της όπλα στον δύσκολο αγώνα της επιβίωσης, όταν αυτό το ανυπότακτο πλάσμα με τη χροιά του αιλουροειδούς και το βήμα του ελαφιού αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τη ζούγκλα της δύσκολης νεοελληνικής πραγματικότητας – και αργότερα της ανταγωνιστικής σόουμπιζ.

Το αγοροκόριτσο που έγινε βασίλισσα της ομορφιάς

Ορφανή από πατέρα τον οποίο, όπως έλεγε, τον σκότωσαν όταν ήταν βρέφος οι αντάρτες και από μητέρα που την έχασε σε ηλικία επτά ετών, έμαθε να κάνει εκείνη τις επιλογές της ζωής της. Μεγάλωσε στην αρκετά πιο φιλελεύθερη και κοσμοπολίτικη Θεσσαλονίκη την οποία όργωνε με το μικρό της ποδηλατάκι, ένα δυναμικό τότε αγοροκόριτσο που έκανε αποκλειστικά παρέα με αγόρια, «γιατί μόνο με αυτά είχα πράγματα να πω». Περιορισμένη ασφυκτικά στο περιβάλλον των καλογραιών ως εσωτερική, έψαχνε να βρει τον δρόμο σαν εκείνες τις ηρωίδες του Μπαλζάκ, που θα την οδηγούσε στη μεγάλη πόλη. Από τότε ονειρευόταν μεγάλους ρόλους, φανταχτερά φορέματα και μια ζωή φωταγωγημένη που καμία σχέση δεν θα είχε με τα σκοτάδια της παιδικής της ηλικίας. Η λάμψη θα έρθει σύντομα όταν πολύχρωμα πετράδια θα στολίσουν την κορόνα της Σταρ Ελλάς, που θα κερδίσει το 1959. Ετσι, η Ζωή Κουρούκλη θα προσγειωθεί από τη χτυπημένη από τη φτώχεια Ελλάδα, μόλις 16 ετών, στην Αμερική.

Ζευγάρι στη σκηνή και στη ζωή με τον Τόλη Βοσκόπουλο

Ο λόγος ήταν ο διεθνής διαγωνισμός ομορφιάς, επειδή όμως δεν είχε κηδεμόνα να τη συνοδεύσει φρόντισε να εξαφανιστεί. Και καθώς μάθαινε γρήγορα τις ξένες γλώσσες, μετά τα γαλλικά τα οποία μιλούσε εξαιρετικά, πολύ σύντομα βρέθηκε να μιλάει και αγγλικά, που τη βοήθησαν να κλείσει την πρώτη της δουλειά και μάλιστα στο Λος Αντζελες! Επρόκειτο για ένα τηλεοπτικό διαφημιστικό σποτ για μια μάρκα τσιγάρων τα οποία κάπνιζε πάντα αρειμανίως μέχρι τέλους. Ο κόσμος της διαφήμισης της φάνηκε ιδιαίτερα γοητευτικός τότε και έσπευσε να παρακολουθήσει ειδικά μαθήματα φτάνοντας μάλιστα στα πρόθυρα να κλείσει ένα καλό συμβόλαιο με την 20th Century Fox. Παράλληλα δούλεψε και ως μοντέλο και έμαθε τις τεχνικές της προώθησης του εαυτού στη δύσκολη βιομηχανία του θεάματος. Η καρδιά της όμως χτυπούσε στην Ελλάδα.
Οταν χρόνια αργότερα θα ξαναβρεθεί στην Αμερική, θα μιλήσει στον τότε σύντροφό της Τόλη Βοσκόπουλο με τα καλύτερα λόγια για τις πρώτες της μέρες στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ. Αυτός ήταν άλλωστε ο τελευταίος που είχε αναγκαστεί να κάνει ένα τεράστιο ταξίδι με το πλοίο για να τη βρει, καθώς δεν άντεχε τα αεροπλάνα, αποδεικνύοντας τον μεγάλο έρωτά του. Αργότερα ο Τόλης θα αναγκαστεί να ναυλώσει ολόκληρο αεροπλάνο για να λύσει μια μεταξύ τους παρεξήγηση, πετώντας αυθημερόν στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη, όπου εμφανιζόταν ο ίδιος τότε σε νυχτερινό κέντρο, και ξανά πίσω. Ετσι ήταν πάντα η Ζωή: της άρεσε για χάρη της να κάνουν τρέλες οι άνδρες και να της αποδεικνύουν την αγάπη τους με κάθε τρόπο. Ακόμα και ο πιο σοβαρός, o Αλέξανδρος Λυκουρέζος, ήταν έτοιμος να κάνει τα πάντα για τη γυναίκα του ετοιμάζοντάς της διάφορες εκπλήξεις. Πέρα από πετυχημένος δικηγόρος ήταν κυρίως και πρώτα από όλα ο Λυκουρέζος της Ζωής, αφού, όπως γράφει και η τελευταία σελίδα του βιβλίου «Δικηγορικό γραφείο Λυκουρέζου»: «Ο Λυκουρέζος της Ζωής ύστερα από τριάντα τέσσερα χρόνια γάμου, όταν βλέπει στο κινητό του τον αριθμό του δικού της, το πρόσωπό του φωτίζεται και το σώμα του πετάγεται από την καρέκλα ασυναίσθητα, χωρίς να το καταλαβαίνει ο ίδιος, διακόπτοντας χωρίς δεύτερη σκέψη οτιδήποτε άλλο κάνει, για να της φωνάξει “Αγάπη μου! Λατρεία μου! Ψυχή μου!” και να της μιλήσει με τον τρόπο με τον οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έμαθαν ποτέ να μιλούν στον έρωτά τους».

Με τον γνωστό δικηγόρο Αλέξανδρο Λυκουρέζο ήταν παντρεμένη από το 1976

Η Ζωή Λάσκαρη τον είχε επισκεφτεί για μια δική της υπόθεση στο γραφείο του το 1976 και αυτό ήταν. Παντρεύτηκαν στο Μετόχι του Πανάγιου Τάφου, μακριά από τα φλας των περίεργων και κυρίως των δημοσιογράφων που έδειχναν να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το ξαφνικό τότε ειδύλλιο. Στον γάμο παρόντες ήταν μόνο η μητέρα, ο αδελφός και ο κουμπάρος Λευτέρης Παπαδόπουλος, καθώς και η κόρη της Μάρθα. Μέσα σε τρεις μήνες από τη γνωριμία τους, οι δυο τους βρέθηκαν παντρεμένοι, δεμένοι με μεγάλη αγάπη, γνωρίζοντας ευτυχείς στιγμές αλλά και αντιξοότητες, τριβές και δυσκολίες, που άντεξαν μέχρι τον θάνατο. Οπως είχε δηλώσει ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος σε παλαιότερη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει μαζί με τη Ζωή Λάσκαρη στο «ΘΕΜΑ»: “«Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πληροφορήθηκε τη βραδινή μας έξοδο, κοινός φίλος και στη συνέχεια κουμπάρος μας. Μετά το δείπνο στην παραδοσιακή ταβέρνα του Ζαφείρη στην Πλάκα, δεν πέρασε πολύ καιρός και της ζήτησα να γίνει γυναίκα μου». Αλλά και εκείνη πάντα αναγνώριζε στον άνδρα της τη μεγάλη αγάπη και την αντοχή ενός πολύχρονου κοινού βίου: «Η αγάπη είναι το μυστικό.

Η συντροφικότητα. Το νοιάξιμο. Αυτό ήθελα πάντα. Και να συνειδητοποιούν πως είμαι η Ζωή, είτε στο σπίτι μου, είτε στο πλατό, είτε στις δημόσιες εμφανίσεις μου», έλεγε η ίδια για τον άνδρα της. «Δεν μπορώ να είμαι πολλές Ζωές μαζί. Δεν είναι του χαρακτήρα μου. Πριν από τον Αλέξανδρο, οι περισσότεροι άνδρες με αντιμετώπιζαν σαν τη Ρίτα Χέιγουορθ: κοιμόντουσαν με τη Λάσκαρη και ξυπνούσαν με τη Ζωή. Εχω ερωτευτεί μέχρι θανάτου. Εχω πέσει στα πατώματα, έχω φάει κλοτσιές, έχω φάει κέρατο. Γιατί ερωτεύονταν τη Λάσκαρη και όχι τη Ζωή. Ξυπνούσαν και έλεγαν “τι σταρ είναι αυτή να μαγειρεύει, να πλένει και να φροντίζει το σπίτι;”. Γιατί ήθελαν να με βλέπουν όπως με είχαν στο μυαλό τους. Ενώ εγώ ήθελα να με βλέπουν όπως είμαι».

Με τις κόρες της Μάρθα και Μαρία-Ελένη υπήρξε στοργική και υπερπροστατευτική

Ελεύθερη, ανένταχτη και τολμηρή

 

Και ήταν όντως ένας έρωτας μεγάλος, αλλά κυρίως ένας έρωτας που δεν της στέρησε ποτέ την προσωπική της ελευθερία. Η ίδια στις στενές της παρέες έλεγε ότι ήταν πάντα «κλασική Τοξοτίνα», γεννημένη στις 12 Δεκέμβρη, λάτρης των αστρολογικών εξηγήσεων και στενή φίλη με τον Κώστα Λεφάκη. Οι μεταφυσικές εξηγήσεις δεν έλειπαν από τις ατελείωτες ιστορίες που της άρεσε να αφηγείται -ήταν πάντοτε μοναδική, όπως λένε οι Αμερικανοί story tellers-, όπως και η βαθιά της πίστη στον Θεό. «Εγώ δεν χρειάζομαι ψυχαναλυτή, αφού έχω από μικρή πνευματικό», συνήθιζε να λέει έτοιμη να αρπαχτεί μόνο για οτιδήποτε αφορούσε τα θέματα της πίστης της. Χριστιανή που θεωρούσε, ωστόσο, ότι η θρησκεία μάλλον είναι εσωτερικό ζήτημα και καμία σχέση δεν έχει με την ηθικολογία ή τη σοβαροφάνεια την οποία μίσησε από μικρή.

Δεν πτοήθηκε ούτε όταν όλοι επικαλούνταν τους νόμους των ασέμνων για να απαγορέψουν σκηνές από ταινίες της ή να καλύψουν τις αποκαλυπτικές για τη δεκαετία του ’60 αφίσες.

Η εικόνα που διαμόρφωσε μέσα από τις ταινίες της ήταν αυτή μιας δυναμικής και μοιραίας γυναίκας, ενώ αποτελούσε το κρυφό απωθημένο των ανδρών

Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό με την κυκλοφορία της αφίσας από την ταινία «Εγωισμός» το 1964, όπου πρωταγωνιστούσε με τον ήδη διάσημο στο εξωτερικό Σπύρο Φωκά, με τους δυο τους να βρίσκονται σε θερμή περίπτυξη στο κρεβάτι. Η Αστυνομία έσπευσε να σκεπάσει τα γυμνά σώματα της αφίσας ξεσηκώνοντας, ωστόσο, τους θεατές που μίλησαν για ξεκάθαρη λογοκρισία. Εννοείται πως η πάντοτε θαρραλέα Λάσκαρη δεν πτοήθηκε φροντίζοντας, όπως έκανε πάντα, να προκαλέσει ακόμα περισσότερο τους αστυνομικούς:
φωτογραφήθηκε στο μπάνιο του σπιτιού της, μέσα στις σαπουνάδες, για λογαριασμό της εφημερίδας «Εμπρός», η οποία την τίμησε με το πρωτοσέλιδό της γράφοντας με τεράστια γράμματα «Ανατομία ενός κοινωνικού φαινομένου και… της Ζωής Λάσκαρη!». Το αποτέλεσμα ήταν οι εισπράξεις της ταινίας να εκτοξευτούν στα ύψη, όπως έγινε και με άλλες ταινίες που θεωρήθηκαν τότε προκλητικές λόγω της παρουσίας της Ζωής Λάσκαρη.

Δύο χρόνια αργότερα θα γυρνούσε την εξίσου ρηξικέλευθη «Στεφανία», ενώ ο πρώτος της πρωταγωνιστικός ρόλος ήταν στον «Κατήφορο», όταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη είχε αρνηθεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο ως ιδιαίτερα τολμηρό. Είναι η εποχή που η Κουρούκλη αλλάζει το επώνυμο της σε Λάσκαρη ξέροντας ότι την περιμένει μια μεγάλη καριέρα. Ωστόσο, το τολμηρό του θέματος δεν επιτρέπει στον Φίνο να δείξει στη νεαρή πρωταγωνίστρια σκηνές από την ταινία ή έστω να της μαρτυρήσει ποιες θα κρατήσει και ποιες όχι. Είναι, όμως, τέτοια η ανάγκη της νεαρής Ζωής να δει τις σκηνές που παραμονεύει και μπαίνει βράδυ στο στούντιο παρασύροντας κάποιον από το προσωπικό στην παρανομία. Οπως γράφει σχετικά και ο Μαρίνος Κουσουμίδης στη βιογραφία της Λάσκαρη, «Στην παρανομία να γίνει μια ειδική προβολή της ταινίας με μοναδικό θεατή του εαυτού της τον εαυτό της».

Τολμηρή σκηνή με τον Αλέκο Αλεξανδράκη στην ταινία «Δάκρυα για την Ηλέκτρα»

Από τον Βουτσινά στον Μουτσινά
Αλλά τέτοια ήταν πάντα η Ζωίτσα, η απόλυτη κυρίαρχος του εαυτού της και των ορίων της, αφού αποφάσιζε από πολύ μικρή για το σωστό και το απρεπές, το δίκαιο και το άδικο. Είχε καλλιεργήσει ιδιαίτερα αντανακλαστικά στο να κρίνει τους ανθρώπους. Σε παλιότερη συζήτηση που είχαμε μαζί της στο αγαπημένο της στέκι, το γαλλικό εστιατόριο «L’Aubreuvoir», μας είχε εξομολογηθεί ότι το ένστικτό της δεν έκανε λάθη σε ποιους ανθρώπους αφήνει να την πλησιάσουν περισσότερο και ποιους όχι. Και παρότι είχε πληγωθεί πολύ στη ζωή της από γνωστούς, δεν ένιωθε διαψευσμένη από αυτό. Η καθαρότητα της ψυχής ήταν για αυτήν αιτούμενο όποιον και αν συναναστρεφόταν. Φρόντιζε μάλιστα να επισκέπτεται το καμαρίνι της δυόμισι ώρες πριν από κάθε παράσταση για να μιλήσει με τους συνεργάτες της και να πιει την αγαπημένη της βότκα -με μια φέτα λεμόνι- για να χαλαρώσει, ενώ δεν αρνιόταν να παραμείνει άλλες δύο ώρες για να υπογράψει αυτόγραφα μετά το τέλος. Κυρίες από όλα τα μέρη της Ελλάδας, ερωτοχτυπημένοι μαζί της άνδρες μέχρι και σε μεγάλη ηλικία, αλλά και ανήλικα που ακόμα μεγαλώνουν με τις ταινίες της κατέκλυζαν το καμαρίνι της κρατώντας παλιές αλλά και σύγχρονες φωτογραφίες της. Αλλωστε τα τελευταία χρόνια φρόντιζε να ανεβάζει στο θέατρο όχι τόσο έργα κλασικά όσο νέων δημιουργών και φίλων όπως ο Νίκος Μουτσινάς. Κανείς όμως, η αλήθεια είναι, δεν κατάφερε να αντικαταστήσει στην καρδιά της τον χώρο που κατείχε ο Βουτσινάς με ένα μόλις σύμφωνο να χωρίζει την έντονη παρουσία τους στη ζωή της.

Με την κόρη της Μαρία-Ελένη επί σκηνής στην παράσταση «Νύφη κουράγιο»

Με την κόρη της Μαρία-Ελένη επί σκηνής στην παράσταση «Νύφη κουράγιο»

Ο αείμνηστος Ανδρέας Βουτσινάς είναι εκείνος που την απελευθέρωσε πάνω στο σανίδι και την έκανε να μη φοβάται την έκθεση, να έχει βαθιά εμπιστοσύνη όχι μόνο στην ερμηνεία της αλλά και στον ρόλο της ως θιασάρχη. Την έκανε να τολμά, κάτι που ωστόσο έκανε πάντα, από μικρή. «Σπάσ’ τα!» της φώναζε όταν, έπειτα από έντονη διαφωνία τους, εκείνη είχε σπάσει ένα βάζο στο καμαρίνι ανεβάζοντας πάντα υψηλά τον πήχη των έντονων διεκδικήσεων που έπρεπε να προβάλει στη ζωή και την τέχνη της. Μαζί του απογειώθηκε ερμηνευτικά – βρήκε κατά κάποιον τρόπο τον θεατρικό εαυτό της. Μαζί με τον Βουτσινά γύρισαν τον κόσμο, γνώρισαν σπουδαίες προσωπικότητες, έκαναν γνωριμίες. Βέβαια το τέλος της συνεργασίας τους ήταν εξίσου επεισοδιακό όπως και η συνεργασία τους: η πάντα τολμηρή Ζωή αρνήθηκε να εμφανιστεί γυμνή στη σκηνή, όταν εκείνος της το ζήτησε επιτακτικά, γιατί είχε περάσει πια την ηλικία που μπορούσε να δεχτεί κάτι τέτοιο για τον εαυτό της.

Εννοείται όχι από σεμνοτυφία, λέξη άγνωστη στο λεξιλόγιό της, αλλά από το εσωτερικό μέτρο που της υπαγόρευε το σωστό και το λάθος. Παρότι είχε τολμήσει να κάνει το βήμα και να φωτογραφηθεί γυμνή για το περιοδικό «Playboy» μόλις έκλεισε τα 40 -μια ηλικία απαγορευτική για οποιαδήποτε γυναίκα να δείχνει το σώμα της γυμνό-, τώρα δεν δεχόταν ότι η περίπτωση ήταν ενδεδειγμένη. Προτίμησε έτσι τα αέρινα φορέματα αντί για το γυμνό, μια γυναίκα που η αλήθεια είναι το τίμησε με τον πιο όμορφο και ακομπλεξάριστο τρόπο διεγείροντας πάντα τις ανδρικές φαντασιώσεις. Το «Playboy» πέτυχε το 1985 ρεκόρ πωλήσεων, που δεν ξεπεράστηκε ποτέ στις κυκλοφορίες του περιοδικού, ενώ οι φωτογραφίες της γυμνής Λάσκαρη πάνω στα αρχαία στη Δήλο είναι σίγουρο ότι συνόδευαν πολλά μοναχικά βράδια στα ανδρικά δωμάτια.
Αν η Αλίκη Βουγιουκλάκη ήταν η τρυφερή ενζενί που ήθελε ο καθένας για σύντροφο του και η Τζένη Καρέζη η δυναμική πρωταγωνίστρια με το απαράμιλλο ταμπεραμέντο, η Ζωή Λάσκαρη ήταν απλώς το απόλυτο θηλυκό. Η σέξι ιέρεια με την αστραφτερή χρυσόσκονη να περιβάλει κάθε εμφάνισή της.

 

Το φιλί της επιτυχίας με την Αννα Βίσση

Οι άνδρες της ζωής της

Ηταν νομοτελειακά η γυναίκα που θα γινόταν αφίσα την οποία θα καρφίτσωναν τα αγόρια -αυτή και καμία άλλη- σε διάφορα σημεία του τοίχου τους. Ακόμα και οι Γάλλοι, όταν την είδαν στο κόκκινο χαλί των Καννών, το 1967, να εμφανίζεται με το περίφημο διάφανο φόρεμα για την ταινία «Οι θαλασσιές οι χάντρες», έμειναν έκθαμβοι με τη γοητευτική Ελληνίδα. Μια εικόνα επιβλητική και απόλυτα σέξι, εντελώς διαφορετική από τις φωτογραφίες του γάμου της με τον Πέτρο Κουτουμάνο, λίγους μόλις μήνες αργότερα, ο οποίος δεν μπόρεσε ποτέ να δεχτεί την ανάγκη της γυναίκας του για έκθεση – ή μάλλον για την ερωτική της επαφή με τον φακό. Ο γάμος τους βέβαια θα αφήσει εποχή και η ίδια θα παραδεχτεί ότι στο πρόσωπο του πολύ μεγαλύτερου συζύγου της θα βρει το υποκατάστατο του πατέρα – χαρακτηριστική η προτίμησή της στους μεγαλύτερους άνδρες.

Οι συχνές εμφανίσεις της στο σινεμά θα βρουν αντίθετο τον μάλλον πατριαρχικό σύζυγό της, ο οποίος θα συγκρούεται συχνά μαζί της για τον τρόπο ζωής της. Αρκετά πιο εσωστρεφής, δεν του αρέσουν οι νυχτερινές εμφανίσεις και αντιπαθεί σφόδρα τους διάφορους συμπρωταγωνιστές. Ενδεχομένως να μην είχε άδικο, αφού στο πρόσωπο του Τόλη Βοσκόπουλου θα βρει μερικά χρόνια αργότερα, το 1971, τον μεγάλο έρωτα. Στις 5 Φλεβάρη του ίδιου χρόνου η Ζωή Λάσκαρη θα εγκαταλείψει τη συζυγική εστία κρατώντας από το χέρι τ η μικρή Μάρθα και δύο βαλίτσες. Ο άνδρας της επέμενε ότι δεν μπορούσε με τίποτα να δεχτεί πως η γυναίκα του δεν σταμάτησε να παίζει ακόμα και όταν ήταν έγκυος αλλά και να ξενυχτάει. Πράγματα εντελώς αδιανόητα για έναν σύζυγο, αλλά όχι για μια σταρ που επιζητά το αδιανόητο, ειδικά όταν τα πάντα ή οι πάντες έμοιαζαν να είναι κόντρα. Το έκανε παντού στον κινηματογράφο και στην προσωπική της ζωή. Πήγαινε κόντρα στον Γιάννη Δαλιανίδη, ο οποίος επέμενε πως η θέση της είναι στο μουσικό σινεμά, τη συνέχεια του μουσικού, λαϊκού θεάτρου που την έκανε διάσημη. Εκείνη όμως φανταζόταν πιο ποιοτικές, πικάντικες και έξυπνες κομεντί όπως το πολυαγαπημένο της «Ξυπόλυτοι στο Πάρκο» που είχε ερμηνεύσει στο θέατρο το 1977 σε μετάφραση Μάριου Πλωρίτη μαζί με τον ανερχόμενο τότε Βασίλη Τσιβιλίκα.

Τα μιούζικαλ όμως τα αντιπαθούσε. «Σε αγαπάω, σε λατρεύω», έλεγε στον Δαλιανίδη επιμένοντας ότι η θέση της είναι στους δραματικούς ρόλους. Ο σκηνοθέτης ήξερε όμως ότι η Λάσκαρη με το υπέροχο κορμί και το σεξαπίλ που γέμιζε όλη την οθόνη ήταν το βαρύ πυροβολικό του. Με τη Λάσκαρη έκοψε χιλιάδες εισιτήρια, με τη Λάσκαρη κατάφερε να νομιμοποιήσει ένα άγνωστο έως τότε είδος, προσθέτοντάς του την απαραίτητη ανάλαφρη ελληνική νότα. Αν άλλωστε για κάποιαν άξιζε να κόψει κανείς το μουστάκι, αυτή δεν μπορούσε να είναι άλλη από τη Ζωή Λάσκαρη – κι αυτό το ήξερε η ίδια καλά.

Νόνικα Γαληνέα, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Ζωή Λάσκαρη και Αλέκος Αλεξανδράκης
Οι εκρήξεις και οι στιγμές αδυναμίας

Και η προσωπική της ζωή ήταν τότε γεμάτη προβλήματα λόγω των αντιθέσεων με τον Πέτρο Κουτουμάνο, αλλά την κυριαρχούσε και η ανάγκη να κάνει μια παύση στο πολυάσχολο πρόγραμμά της. Κάτι αντίστοιχο θα νιώσει, πολλά χρόνια αργότερα, το 1997, όταν θα δει να επιστρέφουν οι ίδιες εντάσεις και οι άγνωστες έως τότε για εκείνην αυτοκτονικές τάσεις. Αλλωστε η Λάσκαρη, όσο και αν αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ από τους άνδρες και τα παιδιά της, με τα οποία είχε πάντα στενή σχέση, κατά βάθος ήξερε ότι αυτή και μόνο αυτή μπορούσε να προστατέψει τον εαυτό της. Περισσότερο ίσως και από τη φίλη της Αλίκη Βουγιουκλάκη, η οποία είχε συμβιβαστεί, ειδικά τα τελευταία χρόνια, με την εσωτερική της μοναξιά, ήταν αυτό το παράξενο μοναχικό στοιχείο που έκανε τη Ζωή Λάσκαρη να ταυτιστεί με κορυφαίες ηρωίδες του θεάτρου. Ισως γι’ αυτό και να συνέπασχε με όλες τις γυναίκες που βρίσκονταν στη δίνη του κυκλώνα, μέχρι και με τη Δήμητρα Λιάνη που δέχτηκε διάφορες επιθέσεις τη δεκαετία του ’90. Η Λάσκαρη ήταν ίσως η μόνη που είχε σπεύσει να την προασπιστεί ομολογώντας πως για εκείνην το γεγονός ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε πρόβες για το νεύμα που θα της έκανε κατά την περίφημη κάθοδο από το αεροπλάνο τον έκανε ακόμα πιο μάγκα.

Αυτό θα το αποκάλυπτε σε φιλικό κύκλο, στο πλαίσιο μιας συζήτησης για τις υπερβάσεις που πρέπει να κάνει κάθε άνδρας για μια γυναίκα, όπως αντίστοιχα θα ομολογούσε πως δεν μπορούσε να δεχτεί κανέναν αρσενικό, από κανέναν πολιτικό χώρο, αν δεν διέθετε προσωπικότητα. Παρότι ανήκε ξεκάθαρα στον χώρο της Δεξιάς, έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία στον Λεωνίδα Κύρκο και είχε εξομολογηθεί πως έδωσε σε αυτόν την ψήφο της στις κρίσιμες εκλογές του ’81, παρότι το προηγούμενο βράδυ κρατούσε τη σημαία της Νέας Δημοκρατίας στην τελευταία προεκλογική συγκέντρωση του Ράλλη. Ετρεφε όμως πάντα μεγάλη, τεράστια αδυναμία στον Κωνσταντίνο Καραμανλή: «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ο σπουδαιότερος Ελληνας πολιτικός του 20ού αιώνα. Οι συζητήσεις μαζί του ήταν απόλαυση. Σε μία από τις συναντήσεις μας μου είχε εξομολογηθεί: “Στέγνωσα την ψυχή μου για να μην έχω αχίλλειο πτέρνα”.

Οι πρώην βασιλείς έρχονται πάντα στις παραστάσεις μου, έχουν μια πολύ καλή σχέση με το θέατρο. Και είναι τιμή για μένα να παρακολουθούν τη δουλειά μου. Αυτή τη στιγμή γίνεται μια γιγάντια προσπάθεια να στηθεί ένα κράτος που ήταν διαλυμένο, ανύπαρκτο. Είμαι εξοργισμένη με την τρόικα. Πολλά από αυτά που ζητούν ή απαιτούν πράγματι έπρεπε να τα είχαμε εφαρμόσει δεκαετίες πριν ώστε να μην έχουμε δώσει το δικαίωμα σε αυτά τα ασήμαντα ανθρωπάκια να μας υποδεικνύουν τι πρέπει να κάνουμε», έλεγε σε συνέντευξή της τα χρόνια της κυβέρνησης Σαμαρά. Είχε μάλιστα δεχτεί και να πολιτευθεί και η ίδια για ένα διάστημα στον Δήμο Αθηναίων, επί εποχής Αβραμόπουλου, αλλά γενικότερα δεν της άρεσε ούτε να ακολουθεί, αλλά ούτε και να δέχεται τις ντιρεκτίβες ενός κόμματος. Είναι αστείο, αλλά τις θερμότερες θεατρικές κριτικές τις είχε δεχτεί από την «Αυγή», ενώ είχε και πολλούς φίλους από τον χώρο της Αριστεράς. Δεν είναι τυχαία η ανάρτηση της Ρένας Δούρου στο Facebook, η οποία έγραψε: «Σε ευχαριστώ για το τσιγάρο και για το τσίπουρο που μοιραστήκαμε. Σε ευχαριστούμε πολύ και για τόσα άλλα». Ηταν και αυτή μία από τις κρυφές και φανερές φίλες και φίλους της, όπως και τόσοι άλλοι αφού, αν κάτι χαρακτήριζε έντονα τη ζωή της Λάσκαρη, ήταν η κοινωνικότητα.

Το φινάλε μιας καθαρόαιμης σταρ


Οι φίλοι της παρέμεναν πιστοί μέχρι τέλους, το ίδιο και οι άνδρες συμπρωταγωνιστές της στους οποίους έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία. Αγαπούσε πολύ τον Κώστα Βουτσά, με τον οποίο έκανε παρέα, ενώ ποτέ δεν έκρυψε την αδυναμία της στον Αλέκο Αλεξανδράκη: «Από παρτενέρ μου ξεχωρίζω ασυζητητί τον Αλέκο Αλεξανδράκη», έλεγε για τον περίφημο γόη συμπρωταγωνιστή της. «Είναι ΤΟ μάλαμα. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Για να μη σου πω ξανά τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τον Αλέκο Αλεξανδράκη και από κει και πέρα όλοι οι άλλοι. Η συνεργασία μαζί του μου είναι αλησμόνητη», έλεγε σε χαρακτηριστική συνομιλία με τον φίλο της Μαρίνο Κουσουμίδη. Ιδανική σχέση διατηρούσε με όλους τους άνδρες που έκανε στενή παρέα, ακόμα και με τους γαμπρούς της, τους άνδρες που παντρεύτηκαν οι κόρες της Μάρθα και Μαρία Ελένη.

Είναι γνωστό ότι λάτρευε τον Βλάσση Μπονάτσο με τον οποίο διατηρούσε στενή φιλία, αλλά και τον Απόστολο Γκλέτσο παρότι ο γάμος του με τη μικρότερη κόρη της Μαρία-Ελένη, όταν εκείνη ήταν 19 και εκείνος 31, έχει μείνει ως ένας από τους πιο σύντομους στην ιστορία της σόουμπιζ. Σε δύο μήνες είχε εκδοθεί το διαζύγιο, ενώ ήταν ακόμα νωπές οι εικόνες από το γαμήλιο γλέντι: οι πυροβολισμοί του γαμπρού με καραμπίνα στον αέρα, τα παθιασμένα φιλιά του ζεύγους, το βαθύ ντεκολτέ της αείμνηστης Μαλβίνας, ο ιδιαίτερα κεφάτος, και ακόμα εν δράσει Γιάννης Δαλιανίδης και ο ιδιαίτερα εύχαρης Μιχάλης Ασλάνης, ο οποίος είχε σχεδιάσει και το απέριττο φόρεμα της νύφης. Οσο για την πεθερά, εκείνη είχε κλέψει για μία ακόμη φορά τις εντυπώσεις με το κατάλευκο κουστούμι της, αφήνοντας και πάλι τη σικάτη σφραγίδα με την οποία ήξερε να συνοδεύει κάθε κίνηση της. «Ηταν η γυναίκα που έμπαινε σε έναν χώρο και τον φώτιζε», είχε ομολογήσει κάποτε ο Αγγελος Διονυσίου, ο οποίος είχε παραδεχτεί πως ήταν ερωτευμένος μαζί της όταν ήταν έφηβος και τη θυμόταν να επισκέπτεται το σπίτι του πατέρα του μαζί με τον Τόλη Βοσκόπουλο.

Ελάχιστοι είχαν μείνει ασυγκίνητοι από την αδιανόητη αύρα μιας γεννημένης σταρ, μιας γυναίκας που δεν υπήρξε ποτέ μικρό κορίτσι, που έμαθε να συγκινεί και να σαγηνεύει. Μεγαλώνοντας απότομα ως έφηβη εστεμμένη της ομορφιάς και ως γυναίκα που δεν ένιωσε ποτέ άσχημα ή σε κόντρα με το φύλο της και την προσωπικότητά της, η Ζωή Λάσκαρη έγινε από νωρίς και για πάντα η Ζωίτσα που όλοι θέλουμε να κρατάμε για πάντα ατσαλάκωτη και εμβληματική ως φαντασίωση και λαμπερή παρουσία στα όνειρά μας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η ίδια αντιπάθησε βαθιά την τηλεόραση, αφού δεν μπορούσε να διανοηθεί να μικρύνει την εικόνα της για χάρη ενός εφήμερου σίριαλ.

Ηθελε η παρουσία της και η προσωπικότητά της να είναι άμεσα συνδεδεμένες με το επιβλητικό σανίδι και τη μεγάλη οθόνη. Δεν ήθελε ποτέ οτιδήποτε μικρό και ατημέλητο, προτιμώντας να παραμένει σταρ σε κάθε σπιθαμή του βίου της, σε κάθε στιγμή της καθημερινότητάς της. Ακόμα και τα τελευταία χρόνια που είχε πια μεγαλώσει φρόντιζε να φτιάχνει η ίδια τα αστραφερά, τεράστια, εντελώς «λασκαρικά» κοσμήματά της και να διακοσμεί τον χώρο της. Ηταν μία από τις τελευταίες καθαρόαιμες σταρ, με όλη τη σημασία της λέξης, η δική μας Τζιν Χάρλοου και Μέριλιν Μονρόε, αυτή που δεν θα φοβόμασταν να στείλουμε σε κάποια άλλη μορφή ζωής στο Διάστημα και να κρατήσουμε ως πολύτιμο θησαυρό μιας άλλης εποχής πιο λαμπερής, πιο εμβληματικής και πιο ανεξίτηλης.

Το ρεπορτάζ δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα το Πρώτο Θέμα την Κυριακή 20 Αυγούστου 2017.

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below