Οι μεγάλες του αγάπες, ωστόσο, υπήρξαν το θέατρο αλλά και το Αγιον Ορος, όπου έβρισκε καταφύγιο για ησυχία και περισυλλογή,

Ο Δημήτρης Παρθένης ήταν πρωτοπόρος σε όλα του. Κινούνταν μέσα στη showbiz και την τέχνη αλλά δεν έκανε κοσμική ζωή. Απέφευγε τις συνάξεις και τα πάρτυ. Δεν του άρεσε να μιλά για τον εαυτό του, αφήνοντας τη δουλειά του να το κάνει.

Δεκαετία 1960 στη Στοά Αρσακείου: ένα νεαρό αγόρι με μακριά μαλλιά πουλάει δερμάτινα είδη, χαρτοφύλακες, ζώνες και πορτοφόλια σε κατάστημα από το οποίο προμηθεύονται τέτοιου είδους αξεσουάρ, κυρίως, οι δικηγόροι. Η λιγνή φιγούρα του τον κάνει να ξεχωρίζει, όπως και το επικοινωνιακό του χάρισμα. Είναι μόλις 17 ετών και διαθέτει εμπορικό DNA.

Σκηνή δεύτερη με λίγα χρόνια διαφορά: ο κομψός νεαρός, με τις ροκ απόψεις και το bohemian style κατεβαίνει φουριόζος τα σκαλιά του θεάτρου τέχνης. Δείχνει νευρικός και ανυπόμονος. Ρωτάει πού μπορεί να βρει τον «δάσκαλο». Η συνάντησή του με τον Κάρολο Κουν θα αποδειχτεί μοιραία. Ο Δημήτρης Παρθένης, παρόλο που δεν θα ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Θέατρο Τέχνης, δεν θα ξεπεράσει ποτέ την αγάπη του για το θέατρο. Ακόμη και όταν άγγιξε το όνειρό του και έγινε το μεγάλο αστέρι της ελληνικής μόδας, βλέποντας το brand Parthenis να ταξιδεύει στα πέρατα της οικουμένης, ο Κάρολος Κουν ήταν για πάντα ο μέντοράς του. Μεταξύ τους θα αναπτυχθεί μια ζεστή φιλία που τον οδήγησε και στο κατώφλι άλλων σημαντικών ανθρώπων, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Σταύρος Ξαρχάκος.

Bιοπάλη και  ερωτας

Η σκληρή πραγματικότητα και η ανάγκη για επιβίωση αποδεικνύονται για τον διψασμένο νεαρό πιο ισχυρές από οποιοδήποτε όνειρο. Γιος εμπόρων που τα έφερναν δύσκολα βόλτα (η μητέρα του ήταν από τα Μέγαρα και ο πατέρας του από το Γαρδίκι Τρικάλων) αναγκάζεται να συνεχίσει να πουλά δερμάτινα για να βοηθήσει την οικογένεια αλλά και τον εαυτό του.

Μέχρι που το 1967 σε ένα ταξίδι του στην Αίγινα συναντά τη γυναίκα-σταθμό στη ζωή του, τη Χρυσάνθη Ασκητή, μετανάστρια από τη Γερμανία. Θα νιώσει αμέσως τα βέλη του έρωτα να τον διαπερνούν και για χάρη της θα μεταναστεύσει για περίπου έναν χρόνο στη Γερμανία. Η Γερμανία, όμως, έπεσε βαριά στον Παρθένη που κουβαλούσε πάντα στην ψυχή του γερή δόση από Ελλάδα. Ο ίδιος είχε παραδεχτεί στους πιο δικούς του: «Τον πρώτο χρόνο της σχέσης αλληλογραφούσαμε αλλά τελικά δεν ήθελα να βρίσκομαι μακριά της. Δεν το άντεχα! Την ακολούθησα στη Γερμανία, όπου εργάστηκα ως γραφίστας».

Δημήτρης και Χρυσάνθη επιστρέφουν στην Ελλάδα και με τα χρήματα που έχουν μαζέψει ανοίγουν το πρώτο τους κατάστημα στη Χαριλάου Τρικούπη, όπου πωλούν ρούχα και δερμάτινα είδη που στην αρχή προμηθεύονται από τρίτους. Τα πλεκτά παραμένουν η μεγάλη τους αδυναμία. Θα ακολουθήσει γάμος στον Αγιο Δημήτριο, στους Αμπελοκήπους, και πολλή -μα πάρα πολλή- δημιουργία.

Σε μια εποχή όπου η Ελλάδα αναζητά καλύτερο ντύσιμο, κατασκευάζουν τα πρώτα τους ρούχα τα οποία και πωλούν στο γνωστό για την εποχή κατάστημα «Brigitte». Οι απόψεις τους περί μόδας βρίσκουν πολλούς αποδέκτες, οι κυρίες ανεβάζουν τους τζίρους και κάπως έτσι ανοίγουν κατάστημα στο Σύνταγμα και έπειτα σε αγαπημένες πιάτσες της υψηλής κοινωνίας όπως το Κολωνάκι. Λάτρης του ενδυματολογικού μινιμανισμού, θεωρήθηκε από τα πρώτα του σχεδιαστικά βήματα ένα ελεύθερο πνεύμα που πρόβαλλε το δημιουργικό του όραμα μέσα από άνετες σιλουέτες και φιλικά προς το σώμα υφάσματα όπως το βαμβάκι. Τίμησε τη μονοχρωμία και την άνεση στο ρούχο, δημιουργώντας ένα ισχυρό ελληνικό brand που αναπτύχθηκε σε διεθνές επίπεδο. Σε χρόνο ρεκόρ γίνεται ένα από τα πρώτα ονόματα της ελληνικής μόδας και μετρά 18 καταστήματα στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και αυτό της Μυκόνου, την οποία αγαπούσε από παιδί. Οι παλαιότεροι τον θυμούνται να απολαμβάνει τον ήλιο των Κυκλάδων και να περιφέρεται στα στενά δρομάκια του Νησιού των Ανέμων, τα καλοκαίρια παρέα με τη θρυλική και άκρως κοσμική Αννα Βέλτσου. Οταν άνοιξε το κατάστημα δίπλα στους Μύλους απέκτησε και διεθνή πελατεία. Ηταν η εποχή όπου ο Παρθένης έκανε προσωπικότητες όπως η Τζάκι Κένεντι, η θλιμμένη πριγκίπισσα Σοράγια ακόμη και ο Τζιανφράνκο Φερέ να φορούν δικές του εμπνεύσεις. Εμπνεύσεις άνετες, μοδάτες και με στυλ που απέπνεαν Ελλάδα. Με το κομμάτι της κατασκευής ασχολείται κυρίως η γυναίκα του, ενώ εκείνος με τις γραμμές της κάθε κολεξιόν, τις βιτρίνες των μπουτίκ και την επιχειρηματική προώθηση.

Λόγω του φιζίκ του -λιγνή φιγούρα, ασκητικά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο- αλλά και των εμπνεύσεών του γίνεται γρήγορα ο απόλυτος σταρ της μόδας. Ο ίδιος βέβαια μέχρι το τέλος της ζωής του προτίμησε να παραμείνει αντιστάρ. Το μέγεθος της επιτυχίας του φάνηκε και από την ομώνυμη μπουτίκ του στην οδό Νίκης, στο Σύνταγμα, έναν υπερμεγέθη χώρο που προέκυψε από την ένωση όχι ενός, ούτε δύο αλλά τεσσάρων καταστημάτων!

Τα ονόματα που ανακάλυψε 

Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 ο Παρθένης είναι ο άνθρωπος που ελέγχει όλο το παιχνίδι στην εγχώρια μόδα. Εκείνος που ανακαλύπτει ταλέντα και τα βοηθά να κάνουν καριέρα. Ο σχεδιαστής μόδας Βασίλης Ζούλιας μπήκε στον χώρο της μόδας όταν εργάστηκε για πρώτη φορά σε κατάστημά του. Κάποιο πρωινό του χτύπησε την πόρτα, του είπε ότι τον θαυμάζει και ότι θέλει να πιάσει δουλειά και ο Δημήτρης Παρθένης τον προσέλαβε και ας ήταν τότε ο Ζούλιας μόνο 16 ετών. Ανακάλυψη του ίδιου σχεδιαστή υπήρξε ο γνωστός Κύριος Κρίτων αλλά και ο Θανάσης Λάλας, ο οποίος την ημέρα της κηδείας εκμυστηρεύτηκε σε δικούς του ανθρώπους ότι «αν δεν υπήρχε αυτός ο άνθρωπος, πιθανότατα να μην είχα κάνει καριέρα»!

Ο Δημήτρης Παρθένης ήταν πρωτοπόρος σε όλα του. Κινούνταν μέσα στη showbiz και την τέχνη αλλά δεν έκανε κοσμική ζωή. Απέφευγε τις συνάξεις και τα πάρτυ. Δεν του άρεσε να μιλά για τον εαυτό του, αφήνοντας την δουλειά του να το κάνει.

Τις δεκαετίες ’70 και ’80 δύο ήταν οι Ελληνες σχεδιαστές με διεθνή καριέρα, ο Γιάννης Τσεκλένης και ο Δημήτρης Παρθένης. Ο πρώτος καθιέρωσε τα χρώματα εμπνευσμένα από την αρχαία Ελλάδα, ενώ ο δεύτερος τις λιτές γραμμές και το λευκό των Κυκλάδων. Μέσω του ατζέντη που αποκτά στo εξωτερικό, το brand Parthenis φτάνει μέχρι τη Νέα Υόρκη. Τα ρούχα του ασκητικού Ελληνα designer μπαίνουν στα ράφια των σημαντικότερων καταστημάτων της αμερικανικής μητρόπολης, ενώ το 1982 οι «New York Times» όχι μόνο φιλοξενούν τις δημιουργίες του στις σελίδες του αλλά και τον αποθεώνουν.

 

Η μπουτίκ στο Λος Αντζελες

Ο Δημήτρης Παρθένης βρίσκεται συνεχώς μέσα σε ένα αεροπλάνο και ταξιδεύει. Από σύμπτωση ανοίγει ένα κατάστημα στις Βρυξέλλες, χάρη σε κάποιους παλιούς φίλους που ξαναβρήκε, ενώ αργότερα, το 1992, αποκτά τη δική του μπουτίκ στη Μέκκα του κινηματογράφου, το Λος Αντζελες. To label Parthenis γίνεται συνώνυμο της επιτυχίας και των υψηλών τζίρων. Η Ελλάδα όμως είναι Ελλάδα και ο Δημήτρης Παρθένης την αγαπά. Προτιμά να περιορίσει τα ταξίδια και να ρίξει το βάρος της δραστηριότητάς του στη χώρα στην οποία διατηρεί πάνω από δέκα καταστήματα. Αλλωστε οι παρέες του, όπως αυτή που έκανε με τον Μίνω Βολανάκη, ήταν εξίσου σημαντικές όσο και τα ρούχα. Με τον γνωστό σκηνοθέτη συζητούσαν για τέχνη και σκάρωναν παραστάσεις. Ο Παρθένης λάτρευε να σχεδιάζει κοστούμια και σκηνικά για το θέατρο. Ο Κουν τον είχε μπολιάσει για τα καλά με αγάπη για την τέχνη.

Οταν η σκυτάλη δόθηκε στην κόρη

Πριν από αρκετά χρόνια Χρυσάνθη Ασκητή και Δημήτρης Παρθένης αποφασίζουν να χωρίσουν τους δρόμους τους. Παρά τον χωρισμό, όμως, θα διατηρήσουν καλές σχέσεις και θα εξακολουθήσουν να είναι μαζί σε επαγγελματικό επίπεδο. Εχουν άλλωστε μια κόρη που αγαπούν και οι δύο.

Η Ορσαλία Παρθένη δεν θέλησε αρχικά να ασχοληθεί με τη μόδα και τη συγκεκριμένη επιχείρηση. Το νέο κορίτσι τελειώνοντας το σχολείο φεύγει για την Αμερική. Πηγαίνει στο Ρόουντ Αϊλαντ, στο Πανεπιστήμιο Μπράουν, να σπουδάσει ιστορικός τέχνης. Οταν είσαι μικρός, ψάχνεις να βρεις ποιος είσαι και να κάνεις κάτι δικό σου. Η ίδια σε παλαιότερη συνέντευξή της μας είχε πει: «Εβαλα τιμές σε ρούχο για πρώτη φορά στα 6 μου χρόνια. Αργότερα δεν ήθελα να ασχοληθώ με τον χώρο της μόδας μάλλον από αντίδραση. Ηθελα να γίνω μαθηματικός ή φυσικός. Είχα μεγάλη κλίση στις θετικές επιστήμες. Κάποια στιγμή μου άρεσε και η δικηγορία. Τελικά πήγα στα 17 μου να σπουδάσω Ιστορία της Τέχνης στη Αμερική γιατί ήθελα να κάνω εμπόριο έργων τέχνης. Μου άρεσε, αλλά τελικά νομίζω ότι αυτό που έψαχνα ήταν η καλλιέργεια της αισθητικής και η επαφή με τις τέχνες. Οι σπουδές μου με βοήθησαν πολύ να εκτιμήσω και να καταλάβω το concept του brand Parthenis, σαν ένα τρίτο μάτι πέρα από τις καταβολές και τα βιώματα. Μόνο όταν καταλάβεις κάτι μπορείς να το ανανεώσεις θετικά και να εξακολουθήσεις να εκφράζεις το πνεύμα του».

Η μοναχοκόρη του Δημήτρη Παρθένη, αφού εργάστηκε για κάποιο διάστημα σε περιοδικά της Conde Naste, επέστρεψε στην Ελλάδα και σχετικά νωρίς ανέλαβε τον οίκο αλλά υπό τους δικούς της όρους. Δύο εκρηκτικές προσωπικότητες σε ένα τιμόνι, δύσκολο! Τολμά να πει: «Ανέλαβα την οικογενειακή επιχείρηση στα 24, έκανα κάποιες ανακατατάξεις έστω και με το ζόρι. Είπα “αν θέλετε να κάνω αυτό το πράγμα, θα το κάνω όπως θέλω εγώ”. Ηταν δύσκολο γιατί έπρεπε να αποδείξω πολλά, αλλά νομίζω ότι τα κατάφερα». Η Ορσαλία αποδείχτηκε άξια διάδοχος. Κατά βάθος ο χαμηλών τόνων σχεδιαστής μόδας έβλεπε στο πρόσωπο της κόρης του τη συνέχεια γι’ αυτό και παραδέχεται: «Με τον πατέρα μου υπήρξαμε αγαπημένοι, παρόλο που είχαμε πολλές έντονες στιγμές. Φυσικό, είμαστε και οι δυο εκρηκτικές προσωπικότητες. Συνέχισα με δική μου οπτική στο brand. Moυ έλεγε: “Να ξέρεις ότι είσαι πάντα η καλύτερη”. Το έκανε για να μου τονώσει την αυτοπεποίθηση με σκοπό να μη χαλαρώσω και να προσπαθώ πάντα για το καλύτερο. Οταν παραδέχτηκε τη δουλειά μου, θεώρησα ότι πέτυχα!» Σήμερα, με την Ορσαλία Παρθένη στο δημιουργικό τιμόνι, η ταυτότητα του οίκου παραμένει διαχρονική με κομψή minimal ελληνική αισθητική. Αναβαθμισμένα basic σε υψηλής ποιότητας υφάσματα διανθίζονται με σύγχρονες δημιουργίες προσφέροντας στην καθημερινή γκαρνταρόμπα τις βάσεις για μια εξευγενισμένη και ξεχωριστή εμφάνιση. Με τέσσερα αυτόνομα καταστήματα στην Ελλάδα και ναυαρχίδες εκείνα στη Αθήνα και τη Μύκονο, ο οίκος Parthenis διατηρεί δίκτυο χονδρικής όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Κύπρο, στον Λίβανο, στο Κουβέιτ, στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ τον Φεβρουάριο του 2016 λειτούργησε το pop-up Parthenis Concept Store στη Rivington Street του Ανατολικού Λονδίνου.

 

Το Αγιον Ορος και  ασκητική ζωή 

 

Εδώ και πολλά χρόνια ο Δημήτρης Παρθένης απολάμβανε τη ζωή του με τα εγγόνια του αλλά και ταξίδια στο Αγιον Ορος, στο οποίο έμενε για περισυλλογή αλλά και ουσιαστική κουβέντα με τον πνευματικό του. Οι εποχές των φωτογραφήσεων, των επιδείξεων μόδας αλλά των εκκεντρικών προβολών του οίκου -ας μην ξεχνάμε ότι ήταν ο πρώτος που έκανε δωροθεσία στα περιοδικά προσφέροντας εσώρουχα του brand του- είχαν περάσει πια ανεπιστρεπτί.

Απολάμβανε πια τις παρέες του, τη μουσική από το Τρίτο Πρόγραμμα και περνούσε κάποιες ώρες με τα εγγόνια του αλλά και τη φύση. Περπατούσε στην περιοχή όπου έμενε, τον Λυκαβηττό, και κυκλοφορούσε με κομμάτια ψωμιού στα χέρια για να τρατάρει τα πουλιά στη διαδρομή.

Η ζωή του κινούνταν πάντα μέσα στην τέχνη. Ολο του το σύμπαν ήταν η αισθητική και η ατμόσφαιρα. Τρεφόταν λίγο, μιλούσε με σοφία ζωής και ζούσε ασκητικά. Οταν πριν από λίγα χρόνια ανέβασε μια παράσταση στη Ρωμαϊκή Αγορά ήταν ενθουσιασμένος. Λάτρευε την αρχαία αλλά και σύγχρονη Ελλάδα, που την κουβαλούσε στη σκέψη, στις δημιουργίες και σε όλο του το είναι.

Ο Δημήτρης Παρθένης έφυγε από τη ζωή ξαφνικά την προηγούμενη εβδομάδα, δέκα ημέρες μετά τη διάγνωση της ασθένειάς του, αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό στον χώρο των σημαντικών προσωπικοτήτων της χώρας μας. Μας αποχαιρέτησε αθόρυβα με την ίδια ταπεινότητα που διέγραψε μια ζηλευτή καριέρα από αυτές που αφήνουν άφωνες ακόμη και σιδηρές κυρίες της μόδας όπως η Αννα Γουίντουρ. Το μοναχικό παιδί από τη Νίκαια απέδειξε ότι όταν έχεις όραμα και ταλέντο μπορείς να φτάσεις παντού, να γίνεις φίλος με τον Τζιανφράνκο Φερέ και να αποκτήσεις δική σου μπουτίκ στο Λος Αντζελες.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below