Το τελευταίο show της Chanel στη Couture week, ήταν αφιερωμένο στη παιδική ηλικία της ιδρύτριας του οίκου, Gabrielle Chanel, της γυναίκας που έφερε την επανάσταση στη μόδα και κατάφερε χάρη στο ανατρεπτικό της πνεύμα να γίνει μια από τις διασημότερες σχεδιάστριες μόδας του 20υ αιώνα.

Το σκηνικό του show θύμιζε το κήπο του ορφανοτροφείου Aubazine, το μοναστήρι που η Coco Chanel μεγάλωσε με τις αδέλφές της στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά τον θάνατο της μητέρας της.

Όλη η collection απέπνεε ένα συντηρητισμό και παράλληλα μια φινέτσα, με τα tweed ταγιέρ, τις μονοχρωμίες και τα έντονα μοτίβα να κυριαρχούν στη συλλογή SS20 – τα signature ρούχα του οίκου.

Η Gabrielle Chanel γενήθηκε 1883 στη Γαλλία και πήρε το όνοµά της από τη νοσοκόµα που την έφερε στη ζωή. Η µητέρα της, Jeanne Devolle, πέθανε από φυµατίωση όταν αυτή ήταν σε µικρή ακόµη ηλικία, ενώ ο πατέρας της, ένας πλανόδιος πωλητής, εγκατέλειψε την οικογένειά του, επειδή τον εμπόδιζε να κάνει τη ζωή που επιθυμούσε. Έτσι,  τα κορίτσια Chasnel, όπως ήταν το πραγματικό επώνυμο της Chanel, βρήκαν στο ορφανοτροφείο, Aubazine, στη κεντρική Γαλλία το σπίτι που τους έλειπε.

Ελάχιστα είναι γνωστά για την παιδική ηλικία της Chanel, καθώς η ίδια είχε μιλήσει πολύ λίγο γι’ αυτό το θέμα. Από πολύ μικρή ηλικία ήρθε για πρώτη φορά αντιμέτωπη με την προδοσία του πατέρα της και τη μοναξιά της στο Aubazine, κάτι που θα την συντρόφευε σε όλη τη ζωή της. “Αν υπάρχει μια λέξη μεταξύ όλων, που τα χείλη της δεν ξεστομούσαν ποτέ, ήταν η λέξη ορφανοτροφείο, μία τρομακτική λέξη που την ακολουθούσε μέχρι το θάνατό της, χωρίς ποτέ να χάσει τη μολυσματικότητα της”, λέει η Edmonde Charles-Roux στη διάσημη βιογραφία της Coco Chanel, L’Irrégulière.

Δεν είχε διανοηθεί όταν έμπαινε σε αυτό το γκρίζο μοναστήρι πως εκεί θα περάσει 7 χρόνια από τη ζωή της, που θα ήταν τα πιο αποφασιστικά για τη δημιουργία του μοναδικού στυλ της. Αυτό που θα έκανε επανάσταση στη μόδα.

Τα χρόνια στο ορφανοτροφείο

Το αυστηρό ίδρυμα στην πόλη Corrèze, στο οποίο μεταφέρθηκε στα 11 της χρόνια με τις αδερφές της, είχε μια αποστειρωμένη ατμόσφαιρα γεμάτη συντηρητισμό, θρησκευτικό προσηλυτισμό και αδιαπέραστη μοναξιά.

Η παιδική της ηλικία μύριζε λιβάνι, γιασεμί, λεβάντα, ρόδα και ο κήπος του καθολικού ορφανοτροφείου έμοιαζε βγαλμένο από παραμύθι. Η Chanel ονειρευόταν συχνά την ζωή της μακριά από εκεί, καθώς της φαίνονταν αέναα μονότονα. Σύμφωνα με το βιβλίο, “Η Δεσποινίς Coco και το άρωμα του έρωτα”, Το Aubazine, ήταν αρκετά μακριά από το δρόμο προς το Παρίσι, μην τυχόν και της μπουν ιδέες να το σκάσει. Εκείνη λαχταρούσε να φτάσει η ώρα που θα ήταν πια αρκετά μεγάλη, ώστε να φύγει από το μοναστήρι και να μπορέσει να ζήσει ανεξάρτητη.

Η απώλεια της μητέρας της είχε αφήσει μεγάλο ψυχολογικό τραύμα στη μικρή τότε Gabrielle. Παρόλο που ήταν μαζί με τις αδελφές της, η ίδια “ήταν κατάμονη, περνούσε δια πυρός και σιδήρου και υφίστατο τιμωρίες. Της έλειπε τόσο πολύ η μητέρα της , ώστε καμία φορά η νοσταλγία για την ασφάλεια, που ένιωθε δίπλα της, τής προκαλούσε ζάλη.” αναφέρεται στο βιβλίο.

Η καθημερινότητα στο Aubazine

Η τότε άσημη, αλλά καλλιτεχνικά πλούσια Γαλλίδα σχεδιάστρια, είχε συμβιβαστεί με τη μονοτονία και την αποπνικτική ατμόσφαιρα του τόπου κατοικίας της, αφού η καθημερινότητά της δεν είχε κανένα ενδιαφέρον και καμία προοπτική εξέλιξης. Η ίδια είχε βρει καταφύγιο στη βιβλιοθήκη και στο πλυσταριό του γαλλικού ιδρύματος –  η Gabrielle συνήθιζε να πλένει καθημερινά “τα χοντρά λευκά σεντόνια, να τα μπαλώνει και να τα στοιβάζει, γι’ αυτό και τα υπόλοιπα ορφανά κορίτσια την κοίταζαν με στοργή”. 

Η πρώτη καλλιτεχνική επαφή 

Το περίεργο όμως, ήταν πως η ίδια κοίταζε πάντα με αγάπη τα παιδικά της χρόνια. Ίσως επειδή εκεί έμαθε να ράβει. Στο Aubazine ανακάλυψε το ταλέντο της στο ράψιμο που ήταν συνώνυμο με την ανεξαρτησία της – “Πιθανόν το κλειδί της ελευθερίας της να ήταν η βελόνα του ραψίματος”- αναφέρεται στο βιβλίο. Στο ίδρυμα θηλέων επικροτούσαν την ενασχόληση των κοριτσιών με τα οικιακά – πράγμα καθόλου πρωτάκουστο για τη δεκαετία του 1910. “Όποια ήξερε να ράβει και είχε επιμονή, ίσως να πήγαινε στο Παρίσι και να έπιανε δουλειά σε κάποιον μεγάλο οίκο μόδας”, αναφέρει η συγγραφέας του βιβλίου Michelle Marli.

Αυτός ο τόπος, που έμοιαζε με φρούριο, με τα ψηλά πέτρινα τείχη και τον επιβλητικό κήπο, κατάφερε να δώσει στη Chanel το “όνειρο” της ελευθερίας, της τέχνης και της έμπνευσής της. Από τη πρώτη στιγμή, που έπιασε τη βελόνα και άκουσε τις λέξεις “οίκος μόδας”, κάτι σκίρτισε μέσα της, χωρίς να ξέρει το λόγο. Από κει κι έπειτα ότι αντίκρυζε στο μοναστήρι μετατρεπόταν σε έμπνευση – τα ψηφιδωτά σε ημικύκλιο σχήμα, ενέμπνευσαν την Chanel για το σήμα της επωνυμίας της.

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below