Στο Marie Claire Μαΐου συζητήσαμε με αρχάριες και έμπειρες μαμάδες για το τι σημαίνει μητρότητα στον καιρό της πανδημίας. Οι μητέρες που έως σήμερα είχαν χτίσει  την ταυτότητά τους μέσα από τη διάδραση με τον έξω κόσμο -την καριέρα, τις σχέσεις, τον κοινωνικό κύκλο- είδαν τη ρουτίνα τους να κλονίζεται τους μήνες τoυ lockdown και της νέας γονεϊκότητας που απαιτεί σχολείο στο σπίτι και συμβίωση με τα παιδιά ολόκληρη την ημέρα. Πόσο μοναχικό είναι να γεννάς ένα μωρό τη χρονιά που δεν μπορεί να σε επισκεφτεί και να σε βοηθήσει κανείς; Τι σημαίνει να είσαι γονιός την εποχή της τηλεργασίας, της τηλεκπαίδευσης, της αποστείρωσης και της ατέρμονης «ημέρας της μαρμότας»; Τι κάνεις με τα παιδιά δημοτικού που είναι κολλημένα στις οθόνες; Πώς είναι να ζεις με εφήβους που περνούν τη δυσκολότερη φάση τους κλεισμένοι μέσα; Και πώς μπορείς να κρατήσεις τα λογικά σου και την καριέρα σου ασφαλή μετά από έναν και παραπάνω χρόνο πανδημίας και εγκλεισμού;

 

Η content director Λίζα Kαρανασοπούλου με την Έμμυ

Φωτογραφίες: William Faithful

Γέννησα πριν από ένα χρόνο ακριβώς, με συνοδό το σύντροφό μου και κανένα επισκεπτήριο. Το τετραήμερο που περάσαμε μόνοι μας με το μωρό στο δωμάτιο του Ιασώ ήταν έντονο, με καβγάδες για το ποιος ξέρει να θηλάζει καλύτερα (εγώ είχα το στήθος, αυτός όμως πάντα έχει τη μέθοδο), αλλά και κάπως ιδανικό: οι συγγενείς, οι φίλοι και ο έξω κόσμος γενικότερα μπορούσαν να περιμένουν.
Και αυτό ακριβώς έκαναν, μια και οι φορές που οι γονείς μου κράτησαν την Εμμυ ώστε να χαρούμε εμείς δειλά-δειλά την εστίαση μετριούνται στα δάχτυλα, ενώ τα γενέθλιά της λογικά θα εορταστούν σε πολύ στενό κύκλο – ίσως τόσο στενό όσο στο δωμάτιο του μαιευτηρίου τότε.
Το στρες ήταν απρόσμενα μεγάλο, όχι γιατί θα ήθελα τη μαμά ή την αδελφή μου να μου δείξουν τα πρακτικά τού πώς κρατάς στη ζωή ένα μωρό, οι προτάσεις τους ήταν σαν να ανήκαν σε άλλη εποχή έτσι κι αλλιώς. Η ζωή μου, όμως, άλλαξε μετά από 40 εγωιστικά, ξέγνοιαστα χρόνια. Ακόμα και η πανδημία φάνταζε μικρή σε σχέση με αυτή τη σκέψη, που με κυνηγάει συχνά ακόμα και τώρα: κι αν δεν καταφέρω να περνάω καλά ως γονιός; Παρ’ όλα αυτά, σίγουρα η πανδημία δεν βοήθησε, από την άποψη ότι δυσκολεύει το κάθε διάλειμμα από τη νέα οικογενειακή κατάσταση.
Τη ζωή μου ως μητέρα δεν τη φαντάστηκα ποτέ: η Εμμυ αποφάσισε να έρθει όταν πλέον είχα διαγράψει αυτό το σενάριο και απλά ακολούθησα, αρνούμενη να διαβάσω βιβλία για την εγκυμοσύνη ή τη μητρότητα και έχοντας πίστη στο ότι θα το περάσω και αυτό αβίαστα, όπως τα περισσότερα πράγματα. Λέω με κάθε ευκαιρία και σε όποιον ρωτήσει κάτι έστω και ελάχιστα σχετικό πως δεν έγινε έτσι: η σχέση με το σύντροφό μου που, στα ματιά μου τουλάχιστον, δοκιμάστηκε όσο ποτέ, η τεράστια αγάπη για το μωρό που αργούσε να έρθει, η μοναξιά ακόμα κι όταν ήμουν με έναν άλλον άνθρωπο 24 ώρες το 24ώρο και, ναι, ίσως υποσυνείδητα, η ξαφνική απώλεια τόσων συνανθρώπων έκαναν τους πρώτους μήνες από τους πιο σκοτεινούς που έχω βιώσει.

Η τεράστια αγάπη ήρθε προφανώς. Μετά τους πέντε μήνες, όταν η Εμμυ ήταν στο απόγειο της γλυκύτητας (αν και αυτή ποτέ δεν έλειψε: αν κάτι με κράτησε μακριά από την απόλυτη δυστυχία νομίζω πως ήταν το ίδιο το μωρό μου, το πιο χαρούμενο, το πιο αστείο) και όταν πλέον είχα επιστρέψει στη δουλειά και είχαμε προσλάβει νταντά για να την προσέχει.Μπορεί να μου λείπει να φοράω ωραία ρούχα (ή απλώς ρούχα), να πηγαίνω να πάρω καφέ χαιρετώντας κόσμο και μετά να κάθομαι στο γραφείο μου, αλλά νιώθω επίσης πως ανήκω σε μια πολύ μικρή και πολύ προνομιούχα ομάδα ανθρώπων: δουλεύω από το σπίτι και μπορώ να θαυμάζω την Εμμυ την ώρα που παίζει με την νταντά της, καθώς εγώ κάνω κλήσεις με συναδέλφους. Αναγνωρίζω πως δεν περνάνε πολλοί γονείς την καραντίνα έτσι και είμαι ευγνώμων κάθε μέρα.
Παρόλο που δεν είχαμε έτοιμο ένα δίκτυο από ξαδέλφια και play dates, ακόμα κι εμείς παραδεχόμαστε πως η καραντίνα δεν βοηθάει στην κοινωνικότητα. Και ενώ η δική μας είναι χαμένη υπόθεση, αυτή της Εμμυς τώρα χτίζεται, οπότε την ενθαρρύνουμε να χαιρετάει τους γείτονες και να χαμογελάει σε όλους ανεξαιρέτως.
Και τώρα, ένα χρόνο μετά, μπορώ να πω ότι η βόλτα που επιτρέπεται στη γειτονιά είναι πια αγαπημένη στιγμή: εκείνη δείχνει σκυλάκια και βγάζει χαριτωμένους ήχους, εγώ φουσκώνω από περηφάνια και περιμένω να βγάλουμε μια μέρα τις μάσκες, να της γνωρίσουμε τον κόσμο και να περάσουμε τελικά καλά.

 

Η μουσικός Νάνσυ Συμεωνίδου με τον Άλεξ

 

Ο γιος μου ήρθε στον κόσμο μας την πρώτη μέρα της άνοιξης και την πρώτη μέρα της αυστηρής καραντίνας: στις 21 Μαρτίου του 2020.
Δεν είχα αντιληφθεί τις εξελίξεις στον έξω κόσμο. Πλημμυρισμένη από ευτυχία, δεν έδινα σημασία σε οτιδήποτε άλλο γύρω μου. Περίμενα αυτό το πλάσμα χρόνια και το μεγαλύτερο όνειρό μου είχε επιτέλους πραγματοποιηθεί. Δεν θα άφηνα τίποτα να μου το χαλάσει!
Στο μαιευτήριο με επισκέφτηκε μόνο η μητέρα μου, η οποία μπήκε για δέκα λεπτά ίσα για να δει το μωρό και εμένα.
Το lockdown ήταν αυστηρό, αλλά δεν με ενόχλησε. Απόλαυσα κάθε δευτερόλεπτο γνωριμίας με το θεόσταλτο δώρο μου. Αργότερα άρχισα να αντιλαμβάνομαι την έλλειψη βοήθειας από τους δικούς μου ανθρώπους, καθώς ο σύντροφός μου εργαζόταν και ήμουν μόνη: καθαριότητα, μαγείρεμα, η περιποίηση μωρού… Το ξενύχτι με εξαντλούσε.
Τα χειρότερα ήρθαν όταν ο σύντροφός μου, ο οποίος κατάγεται από την Καραϊβική, σταμάτησε να εργάζεται όταν έληξε η άδεια παραμονής του στη χώρα. Τα πάντα έκλεισαν και δεν λειτουργεί τίποτα ακόμα μέχρι και σήμερα για τη διευθέτηση των εγγράφων ή την ανανέωσή τους. Μας παρέπεμψαν σε ένα λογαριασμό Skype ο οποίος ποτέ δεν απαντάει.
Έτσι αποφάσισα να επιστρέψω στις μουσικές μου δραστηριότητες ως τραγουδίστρια για να συνδράμω οικονομικά. Τα πράγματα πήραν για λίγο μια θετική πορεία μέχρι την απόφαση να κλείνουν οι χώροι εστίασης στις 12 τα μεσάνυχτα. Ακυρώθηκαν οι εμφανίσεις μας και λίγο μετά έκλεισαν τα πάντα: ο κλάδος μοιάζει να έχει βγει εντελώς από το χάρτη.

 

Όμως δεν έπαθα κατάθλιψη χάρη στη θετική στάση του συντρόφου μου και την απεριόριστη βοήθεια που λαμβάνω καθημερινά από εκείνον. Και φυσικά, χάρη στο μικρό μου άγγελο που μ’ ένα του βλέμμα διώχνει κάθε ίχνος άγχους ή φόβου. Είναι ο φορτιστής μου, η χαρά της ζωής μου.
Πλέον βρίσκουμε περιστασιακούς τρόπους με άλλες δραστηριότητες για να επιβιώνουμε. Ονειρευόμαστε ένα όμορφο αύριο για τον μικρό μας Αλεξ και για κάθε παιδί σε αυτόν τον κόσμο. Ποτέ δεν χάνουμε την πίστη μας και τη θετική σκέψη, οι οποίες είναι πηγή ενέργειας. Χορεύουμε καθημερινά στο σπίτι, τραγουδάμε και απολαμβάνουμε βόλτες στη θάλασσα όταν το επιτρέπουν οι συνθήκες καθώς έχουμε την ευλογία να ζούμε κοντά σε αυτή.
Σε αυτούς τους δύσβατους καιρούς ενθαρρύνω κάθε μητέρα να μην αφιερώνει πάνω από 10 λεπτά τη μέρα στις ειδήσεις,να μη χάνει δευτερόλεπτο από τις ιερές και πολύτιμες στιγμές με το μωρό της. Γιατί αυτές τις στιγμές τις ζούμε μόνο μία φορά.

 

Η clinical nutritionist Αλεξάνδρα Τσεσμελή με την Έλλη και τον Στέφανο

Φωτογραφίες: William Faithful

H πρώτη και σχεδόν αυτόματη σκέψη που είχα στην ερώτηση τι σημαίνει να είσαι γονιός στην εποχή της πανδημίας ήταν τα παιδιά: ο Στέφανος που ξεκίνησε το σχολείο και αμέσως το σταμάτησε, η Ελλη που έμαθε να κάνει ποδήλατο στο μπαλκόνι μόνη της γιατί δεν έβρισκε τι άλλο να κάνει, αλλά και οι δύο μεγαλύτερες αδελφές των παιδιών, η Νεφέλη στη Γ’ Γυμνασίου μ’ ένα κινητό στο χέρι να μιλά με τις φίλες της και η μικρότερη, η Μάγια μου, η δωδεκάχρονη που ξεκίνησε το γυμνάσιο και δεν έχει προλάβει να γνωρίσει το σχολείο της, τους συμμαθητές και τους καθηγητές της.
Οι επόμενες σκέψεις ήταν για το πώς ο πατέρας των παιδιών, ο Στέλιος, καταφέρνει να είναι ο πιο ψύχραιμος όλων, το πώς άλλαξε η δουλειά μας, παρόλο που ως εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας συνεχίζουμε να πηγαίνουμε στο ιατρείο, έστω και λιγότερες ώρες, το μεταπτυχιακό μου που φέτος (επιτέλους!) θα τελειώσει, και με δυο λόγια εγώ δεν υπήρχα πουθενά σε όλο αυτό το κουβάρι των σκέψεων.
Έχω την εντύπωση ότι το πρώτο lockdown με βρήκε απροετοίμαστη και βρέθηκα ξαφνικά αντιμέτωπη με το χρόνο που έμοιαζε να μην τελειώνει και ταυτόχρονα τις μέρες που περνούσαν τόσο γρήγορα. Το δεύτερο το είδα να έρχεται, πήρα τα μέτρα μου: βιβλία, νέα παπούτσια για τρέξιμο, τις εργασίες του μεταπτυχιακού μου, χρώματα και υλικά χειροτεχνίας για τα παιδιά, αλλά δεν μπόρεσα ποτέ να βρω τη διάθεση για όλα αυτά.

 

Στο τρίτο (αν θεωρήσουμε ότι αυτό δεν είναι η συνέχεια του δεύτερου) νομίζω ότι παραιτήθηκα και απλώς ακόμη ανακαλύπτω τα όρια της αντοχής μου στα συνεχόμενα «μαμά», «πεινάω» και «πάλι έπεσε το Internet», παρόλο που, για να είμαι ειλικρινής, το Internet δεν πέφτει μόνο του – εγώ το κλείνω επίτηδες για να ξεκολλάνε από τις οθόνες.
Για να πω όμως και ένα θετικό, για πρώτη φορά μετά τη βρεφική τους ηλικία, είδα τα παιδιά να μεγαλώνουν: να αλλάζουν, να ωριμάζουν, να κατακτούν νέα πράγματα, το καθένα με διαφορετικό τρόπο, και αυτό ειλικρινά δεν ξέρω αν θα το κατάφερνα με άλλες συνθήκες.
Μέχρι να βγούμε από αυτή την ιστορία, θα κρατήσω τη μέρα που η Έλλη μού είπε πριν πάω για την πρώτη δόση του εμβολίου «μπράβο, μαμά, πήγαινε να κερδίσεις τον κορωνοϊό, είσαι σούπερ ήρωας!». Ίσως τελικά οι πραγματικοί υπερήρωες είναι οι γονείς σε καραντίνα.

 

Η δημοσιογράφος Μαρίλη Ευφραιμίδη με την Τζουλιάνα και την Καρολίνα

Φωτογραφίες: William Faithful

«Το να είσαι παιδί και να είσαι σε καραντίνα είναι κουραστικό, πολλές ώρες της μέρας εμείς τα παιδιά βαριόμαστε αρκετά. Υπήρχαν μέρες που δεν ήθελα να κάνω τίποτα και μέρες που δεν είχα να κάνω κάτι, γι’ αυτό πήγαινα να ρωτήσω όποιον υπήρχε μέσα στο σπίτι για να παίξει μαζί μου, αλλά όλοι είχαν δουλειές. Γι’ αυτό έπρεπε ν’ ασχοληθώ με κάτι χωρίς να ενοχλώ τους άλλους. Τότε άρχισα να μαγειρεύω συνέχεια. Το πρωί, το μεσημέρι, το βράδυ. Πάντα μου άρεσε να μαγειρεύω, αλλά αυτή η καραντίνα ήταν μια ευκαιρία να καταλάβω πόσο λατρεύω το να μαγειρεύω. Νομίζω πως οι περισσότεροι ανακάλυψαν κάτι καινούριο για τους εαυτούς τους ή και για τους άλλους». (Τζουλιάνα, 11 ετών, χωρίς λογοκρισία).
Όλοι μάθαμε κάτι καινούριο. Εγώ έμαθα να δουλεύω με το λάπτοπ στο τραπέζι της κουζίνας, την ίδια στιγμή που η Τζουλιάνα κάτι τηγανίζει, η Καρολίνα δοκιμάζει τα καινούρια ρούχα που επιτέλους έφερε ο κούριερ, κι ας μην ξέρει πού θα τα φορέσει και πότε θα ξαναπάει σχολείο, και ο γάτος μπλέκεται στα πόδια μας νιαουρίζοντας για φαγητό. Παλιά νιαούριζε σε όποιον γύριζε στο σπίτι γιατί ήξερε ότι θα τον τάιζε, τώρα απλώς τρώει όλη μέρα.
‘Οταν τελειώσει όλο αυτό, θα μου λείψει αυτή η αίσθηση της «φοιτητικής» χαλαρότητας. Το να ξενυχτάω δουλεύοντας και να μη χρειάζεται να ξυπνήσω το πρωί για τα σχολεία των παιδιών.
Το να μη γυρίζω όλη μέρα με το αυτοκίνητο στις δραστηριότητες και τις ξένες γλώσσες. Να μη χρειάζονται ούτε κομμωτήρια, ούτε ψώνια. Η πολυτέλεια του χρόνου: για να διαβάζουμε τα Μαθηματικά της Β’ Γυμνασίου με τη μεγάλη και να κάνουμε σχέδια διακόσμησης με τη μικρή. Για να ονειρευόμαστε το happy place μας, την Κωνσταντινούπολη, και να λέμε ένα-ένα όλα τα μέρη που θα πάμε όταν μπορέσουμε να ξαναταξιδέψουμε.

Θα μου λείψει αυτή η προσωρινή εκεχειρία. Το lockdown είναι και μία περίοδος χάριτος για τις μαμάδες με κορίτσια στα πρώτα χρόνια της εφηβείας. Δεν έχει «τα κοριτσάκια δεν πηγαίνουν μόνα τους στο mall Σάββατο βράδυ», «τι θα πει το πάρτυ τελειώνει στις 12; Μέχρι χθες έπαιζες με κούκλες». Ισως η εμπειρία του εγκλεισμού αποδειχθεί τραυματική γι’ αυτή τη γενιά των εφήβων, οι μανούλες πάντως κοιμούνται πιο ήσυχες τα βράδια.
Κι ύστερα είναι η πολυτέλεια των αληθινών φίλων. Αναγκαστικά κάνουμε επιλογές. Με ποιον θα μιλήσουμε, με ποιον θα μοιραστούμε, με ποιον θα συνδεθούμε. Η φυσική απόσταση που μας χωρίζει κάνει τις σχέσεις πιο ουσιαστικές. Μόνο με κάποιον που είναι σημαντικός έχει νόημα να ανοίξουμε δίαυλο επικοινωνίας, να συναντηθούμε είτε τηλεφωνικά είτε να τολμήσουμε και από κοντά. Νομίζω πως αυτό μας έμαθε το lockdown. Ή, καλύτερα, μας το θύμισε. Τι αξίζει να κρατήσουμε και τι δεν χρειαζόμαστε καθόλου.

 

Η ραδιοφωνική παραγωγός και DJ Γιώτα Κοτσέτα με τον Κωστή (και τη γάτα τους, τη Σουπιά)

Φωτογραφίες: William Faithful

«Φεύγω. Το φαγητό είναι στο ψυγείο. Zεσταίνεις, τρως. Μην ξεχάσεις να βάλεις φαγητό στη Σουπιά. Αν χρειαστείς κάτι, πάρε τηλ. Θα τα πούμε το απόγευμα. Μαμά. Φιλί».
Η ζωή προ καραντίνας (π.κ.) είχε σημειώματα στο ψυγείο, ραντεβού απογευματινά στο σπίτι, πολλά πηγαινέλα, βραδινές προπονήσεις, πίεση και ένα «σοφό» πρόγραμμα -σχεδόν απαραβίαστο- όπου όλα έβρισκαν τον τρόπο και το χρόνο τους. Εννοώ τις ανάγκες μας. Η κοινωνικότητά μας και η απομόνωσή μας. Το διάβασμα και το χαζολόγημα. Το gaming και τα φροντιστήρια. Η κούραση και η ανεμελιά μας. Ολα κατανέμονταν με κάποιον τρόπο μαγικό. Πολλές φορές με γκρίνια και μούτρα και άλλες με χαρές και πανηγύρια.
Η ζωή προ καραντίνας (π.κ.) είχε απαιτήσεις. Να προλάβεις να μαγειρέψεις πριν φύγεις. Να βάλεις κι ένα πλυντήριο κι όσο θα απλώνεις τα ρούχα να μαθαίνεις τα νέα του σχολείου, να τσεκάρεις τα μέιλ, να απαντάς σε ερωτήσεις τύπου «Ρε μαμά, πες μου πώς ήταν η ζωή πριν από την κρίση», να αναρωτιέσαι πώς θα εξελιχθούν τα ωράρια στις εξόδους της καρα-εφηβείας (μπαίνεις στο Λύκειο, μικρέ, του χρόνου…), να σκέφτεσαι τις ισορροπίες και να φωνάζεις για να ακουστείς στο μέσα δωμάτιο: «Κωστή, αύριο το βράδυ δουλεύω “Χοροστάσιο”. Θα πας στη γιαγιά να κοιμηθείς, ε;».
Και μετά ήρθε η πανδημία του COVID-19. Αρχισαν η τηλεργασία και το webex. Κομμένες οι προπονήσεις και οι ενδυναμώσεις, τα πάνω-κάτω, τα μπες-βγες, η επικαιρότητα που είχαμε συνηθίσει. Κομμένη και η γιαγιά και τα «δεν έρχεστε από το σπίτι το Σάββατο, να πιούμε ένα κρασί και να τα πούμε».

Μείναμε σπίτι. Εγώ, ο «μικρός» που πάει Λύκειο πια και η γάτα μας, η Σουπιά. Κανείς δεν αγχώνεται αν έχει φαγητό στο τάσι της. Είμαστε εδώ συνεχώς για ν’ ακούμε τα παράπονά της.
Αυτό που συνέβη, σε εμάς τουλάχιστον, πέραν των παραπανίσιων κιλών, του συνεχούς τσιμπολογήματος και μιας αίσθησης ότι ο καναπές γίνεται η συνέχεια της ύπαρξής μας, είναι ότι άλλαξε μ’ έναν τρόπο η υφή της ζωής μας. Εγινε ρευστή, πιο αργή, οπωσδήποτε δυσκίνητη και κάπως βαρετή. Ο Κωστής την ονομάζει χλαπάτσα.
Δεν υπήρχε λόγος να συναντιόμαστε τα απογεύματα σπίτι, ο χρόνος ήταν απεριόριστος και το κλείσιμο της πόρτας -ο καθένας στο δωμάτιό του ή μπορεί και στον κόσμο του- έγινε συνήθεια (πριν προλάβει να περάσει από το στάδιο της λατρείας). Και το κυριότερο, δεν υπήρχαν πολλές παραστάσεις, εννοώ προσλαμβάνουσες. Και έτσι μειώθηκε και η ένταση σε όλα τα επίπεδα. Κυρίως της επικοινωνίας μας. Για κάποιο λόγο πιστεύω ότι οι περισσότεροι έφηβοι κατάφεραν να το φέρουν στα μέτρα τους όλο αυτό. Μικρές απογευματινές βόλτες, φουλ συζήτηση στις ομαδικές, λίγο μπλιμπλίκι παραπάνω και πρωινό μάθημα με την τσίμπλα στο μάτι. Πάντως, όταν ρωτάω τον Κωστή τι πραγματικά τού έχει λείψει όλο αυτό το διάστημα μου απαντάει: «Να γυρίζω από προπόνηση και να αισθάνομαι διαλυμένο το σώμα μου από την κούραση».
Το θέμα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Marie Claire, Μάιος 2021.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below