Η καλλιτεχνική διευθύντρια της Στέγης και μέλος πλέον του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Ωνάση, Αφροδίτη Παναγιωτάκου, γιορτάζει τα 15 χρόνια του καλλιτεχνικού οργανισμού που άλλαξε τον πολιτιστικό χαρακτήρα της Ελλάδας και μιλάει για τη μαγεία της κοινότητας, για την αγάπη και τις προκλήσεις μιας γεμάτης διαδρομής από τα Γιάννενα ως τη Νέα Υόρκη.
«Eγώ θέλω το μαζί». Σε αυτή τη φράση θα συνόψιζα την κουβέντα μας, μια κουβέντα που μοιράστηκε σε δύο τόπους και χρόνους: ένα χαλαρό ηλιοβασίλεμα στο σπίτι της και ένα πολυάσχολο πρωινό στο γραφείο της. Μία θάλασσα από έργα τέχνης, Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών κοσμούν τοίχους, γραφεία, τραπέζια, κάθε επιφάνεια σε όλους τους ορόφους που στεγάζουν τα γραφεία της Στέγης στην οδό Γαλαξία – ταιριαστό όνομα, αφού, όπως λέει η Αφροδίτη, «Galaxy is the limit». Ανοίγουμε ένα μπουκάλι μεσκάλ και ξεκινάμε.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ: SPIROS POROS FASHION DIRECTOR: ELINA SYGGAREOS

Βασίλης Παπαγεωργίου, Sunbed I, II, III & V, 2024, άποψη εγκατάστασης, διαστάσεις μεταβλητές, ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη και των γκαλερί Callirrhoë, Athens & UNA Milano / Piacenza.

Ήρθα εδώ να μιλήσουμε για ένα 15χρονο, τη Στέγη. Θέλεις όμως να μου μιλήσεις πρώτα για τον 15χρονο εαυτό σου; Τι θυμάσαι από εκείνο το κορίτσι, τι κρατάς ακόμη;

Νομίζω πως διατηρώ μια δημιουργική ανησυχία. Μεγάλωσα σε σπίτι όπου η τεμπελιά ήταν το μεγαλύτερο αμάρτημα· δεν επιτρεπόταν ούτε να κοιμηθείς λίγο παραπάνω. Έχω εκπαιδευτεί να παράγω, δεν έμαθα τι ωραίο πράγμα είναι το «άραγμα». Καθώς περνούν τα χρόνια, όμως, συστήνω την τεμπελιά, πλέκω το εγκώμιο της απραξίας. Μπορεί να είναι μία ψευδαίσθηση ότι όσο κινείσαι, παραμένεις νέος. Αλλά θεωρώ την παύση αρχή της δημιουργίας. Θέλει ηρεμία η ενδοσκόπηση. Και παρέα η ανάλυση της ζωής. Ωστόσο, παραμένω εργασιομανής μέχρι νεωτέρας. Στα 15, πέρα από μια οικογένεια που μου έλεγε πως δεν πρέπει να εφησυχάζω, αυτό που με διαμόρφωσε ήταν η ανάγκη να φύγω, να γνωρίσω τον κόσμο. Δεν έβλεπα την ώρα να ταξιδέψω, να δω πώς ζουν άλλοι άνθρωποι. Η γοητεία της περιπέτειας είναι ό,τι πιο γοητευτικό για μένα. Αυτή η δίψα με χαρακτήρισε και την έχω ακόμα.

Αντίστοιχα, τι διαμορφώνει τη Στέγη 15 χρόνια πριν, όταν γεννιέται;

Περιέργεια, όρεξη, τόλμη. Να μη βαριόμαστε και να μην είμαστε βαρετοί. Να παράγουμε εκπλήξεις και ωραίους αιφνιδιασμούς. Να στεκόμαστε δίπλα στους καλλιτέχνες και να τους υποστηρίζουμε με όλες μας τις δυνάμεις. Αυτό πάνω απ’ όλα. Να μιλήσουμε σε διεθνές επίπεδο για τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό. Να χτίσουμε γέφυρες με τον υπόλοιπο πλανήτη. Έχω τη φοβερή τύχη, για την οποία πάλεψα, να επιλέγω συνεργάτες. Αυτό είναι το προνόμιο της ηγεσίας, να διαλέγεις τους ανθρώπους με τους οποίους συνυπάρχεις, συμβιώνεις, συγκατοικείς, μοιράζεσαι. Στο γραφείο μου, όπως βλέπεις, έχω μόνο καναπέ, δεν υπάρχει γραφείο και καρέκλα από πίσω. Για να καθόμαστε τριγύρω να αναλύουμε, να γελάμε, να διαφωνούμε, να τρώμε και να πίνουμε. Και να δουλεύουμε. Γιατί δουλεύουμε όλοι πολύ. Εγώ θέλω το «μαζί». Ξέρω, αυτό το «εγώ» μπροστά από το «μαζί» είναι λίγο παράδοξο, αλλά αυτή είναι η επιθυμία μου.

Από τη Στέγη ακούσαμε πριν από λίγα χρόνια ένα από τα ωραιότερα συνθήματα: Η αγάπη κάνει την οικογένεια.

Η ενασχόλησή μας με τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι μέρος του ποιοι είμαστε. Η αγάπη κάνει την οικογένεια. Αν δεν υπάρχει αγάπη, δεν είναι οικογένεια. Είναι κάτι άλλο. Η Στέγη δεν είναι απλώς πολιτιστικός οργανισμός. Ποτέ δεν ήταν. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ένας τρόπος σκέψης που θέλει να εμπνεύσει έναν ανθρωπιστικό και ανθρώπινο τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα. Αν έπρεπε να τη χαρακτηρίσω, θα έλεγα πως είναι καταλύτης: προκαλεί χημικές αντιδράσεις, επιταχύνει τη διαδικασία των εξελίξεων. Η Στέγη είναι κοινότητα. Μια κοινότητα ανθρώπων που μπορεί να μη συμφωνούν για το αν μια παράσταση είναι καλή ή όχι, αλλά μοιράζονται ένα κοινό αξιακό σύστημα. Και το αξιακό, για μένα, είναι κάτι πολύ σοβαρό, κάτι που περνάει και μέσα από την αισθητική.

Το ότι αυτή τη στιγμή δεν χρειάζεται να συστηθούμε, ότι βγαίνουμε εκεί έξω και επιθυμούν οι οργανισμοί και οι καλλιτέχνες να συμπράξουμε σε κάτι, για μένα, σε εθνικό επίπεδο, είναι πολύ σπουδαίο.

Είναι άδικο, αλλά αν πρέπει να ξεχωρίσεις στιγμές μέσα στη δεκαπενταετία, ποιες θα διαλέξεις;

Τα πιο ωραία και βαθιά σημάδια προκύπτουν πίσω από τη σκηνή και συνιστούν πιο προσωπικές στιγμές. Συνδέονται με τις ώρες του σχεδιασμού, των προβών, των ατελείωτων μηνυμάτων μεταξύ μας. Σεντόνια μηνυμάτων σε άκυρες ώρες. Αυτή είναι η επαγγελματική μου αυτοβιογραφία, τελικά. Εμείς δεν είμαστε ο πολιτιστικός οργανισμός των «παραγωγών», είμαστε των καλλιτεχνών. Ξεκινάς από τη διαδικασία: «Δώσ’μας διαδικασία και πάρε μας την ψυχή». Δίνουμε χρόνο, χώρο και χρήματα στον δημιουργό για να κάνει αυτό που επιθυμεί – κι εμείς δίπλα του. Η Δημάδη, ο Τζάθας, η Καπράλου (σ.σ. δραματουργός και curators της Στέγης)… αυτοί οι άνθρωποι είναι στις πρόβες. Δεν βλέπουν την παράσταση στην πρεμιέρα. Για εμάς το process είναι πάνω από το product. Το product θα υπάρξει και θα τελειώσει· η διαδικασία συνεχίζεται, σε πάει αλλού κάθε φορά και χτίζει σχέσεις που ξαναγεννούν έργα. Στιγμές που θυμάμαι: τα «Πλάσματα», οι «Όρνιθες», η «Καθαρή Πόλη», η «Κοκκινοσκουφίτσα», το «Elenit» του Ευριπίδη Λασκαρίδη, οι παραστάσεις χορού του Χρήστου Παπαδόπουλου, του Δημήτρη Παπαϊωάννου (βλέπεις, μιλώ πολύ για Έλληνες γιατί μαζί τους ζούμε πιο έντονα τη διαδικασία), ο Μάριο Μπανούσι, το Fast Forward Festival, όταν είδα το «Φιλί» του Ηλία Παπαηλιάκη στην Πλατεία Αυδή…

Υπάρχουν παραστάσεις και έργα που ήξερες ότι ρισκάρεις τη στιγμή που τα διάλεγες;

Συνέχεια. Γι’ αυτό ζούμε. Είναι μεγάλη ευκολία η ασφάλεια. Και μεγάλη παγίδα. Ξέρεις τι δώρο είναι η αδρεναλίνη στη δουλειά σου; Μεγάλο. Και στην τελική, άντε και δεν βγήκε μία παράσταση όπως έπρεπε. Όπως θα θέλαμε. Θα συμβεί και αυτό. Όχι συχνά. Αλλά, θα συμβεί. Και θα έχουν δαπανηθεί χρήματα και χρόνος. Αλλά για εμάς η τέχνη δεν είναι επένδυση με σκοπό το κέρδος. Και το ρίσκο γίνεται ευθύνη όταν λες ότι θέλεις να επενδύσεις στο ταλέντο, την ευφυΐα, τη φαντασία. Μπορεί, παρά τη σκληρή δουλειά, να μην προκύψει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Πίστεψέ με, όμως, δεν έγινε και κάτι τρομερό. Και το λέω και ως κοινό που έχει τύχει να δω πράγματα που δεν μου άρεσαν. Δεν πειράζει. Δεν είναι και το τέλος του κόσμου. Αυτό λέμε και στους καλλιτέχνες. Καλύτερα να ρισκάρουν και να μη βγει, παρά να παίξουν στα σίγουρα και να μην εξελιχθούν οι ίδιοι, να μην ταραχτεί λιγάκι η ψυχή μας.

Βασίλης Παπαγεωργίου, Sunbed I, II, III & V, 2024, άποψη εγκατάστασης, διαστάσεις μεταβλητές, ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη και των γκαλερί Callirrhoë, Athens & UNA Milano / Piacenza.

Ποια ήταν μία απόφαση που σε γέμισε φόβο;

Φόβο, καμμία. Άγχος, ναι. Η πρώτη φορά που ανέλαβα την παραγωγή, στους «Όρνιθες». Είπα: Πιστεύω ότι πρέπει να το κάνουμε αυτό και πρέπει να το κάνουμε έτσι. Φοβήθηκα γιατί ήταν η πρώτη φορά που είχα εγώ την ευθύνη. Ήθελα πολύ να κάνουμε μια παραγωγή που θα ήταν ανοιχτή στους πολλούς, με πολύ υψηλό επίπεδο. Είπα, εφόσον μιλάμε για δημοκρατία και υψηλή αισθητική, να μιλήσουμε και συναισθηματικά. Γιατί εμένα μ’ αρέσει πολύ το συναίσθημα. Τώρα που μιλάω για την παράσταση, στα μάτια μου εμφανίζεται το μπαλόνι των «Ορνίθων» στην Επίδαυρο. Και στη Νέα Υόρκη. Και στη Χιλή. Με επιβεβαίωσε και με το παραπάνω.

Και η στιγμή που είπες «εδώ κάτι γίνεται, ξεκινάει η Στέγη να φέρνει καινούρια πράγματα, πιο παταγώδη, πιο ρηξικέλευθα»;

Όταν είδα το «Σιγά μη φοβηθώ» στην όψη της Στέγης. Εκεί είπα: εδώ κάνουμε κάτι παραπάνω από τέχνη και πολιτισμό, κάνουμε μια παρέμβαση. Έχει να κάνει με όλα. Είναι ο Παύλος Φύσσας, αλλά και όλα όσα πρέπει να μας απασχολούν και να παλεύουμε για αυτά. Αν με ρωτήσεις τι θα ήθελα να φωνάξουν το κοινό της Στέγης, οι καλλιτέχνες και οι εργαζόμενοι της Στέγης, θα σου έλεγα αυτή τη φράση: «Σιγά μη φοβηθώ». Όχι «σιγά να μην κλάψω» – θα κλάψω πολύ. Αλλά δεν θα φοβηθώ.

Μου αρέσει να είμαι η κόλλα μεταξύ ανθρώπων, τρελαίνομαι να συνδέω ανθρώπους μεταξύ τους.

Για ποια πράγματα που κατάφερες ως καλλιτεχνική διευθύντρια είσαι περισσότερο περήφανη;

Το πρώτο πράγμα για το οποίο είμαι περήφανη είναι η ομάδα μου. Το δεύτερο είναι η δυνατότητα που έχουμε δώσει σε καλλιτέχνες να κάνουν αυτό που επιθυμούν. Και, βεβαίως, το κοινό μας. Σε ένα άλλο επίπεδο μου βγαίνει και το πολιτικό: ήμασταν «the underdog» στην αρχή στη διεθνή σκηνή. Δεν έχει σημασία αν είσαι Ωνάσης ή αν είσαι Στέγη· σε διεθνές περιβάλλον είσαι «η Ελλάδα», «The Greeks». Το ότι αυτή τη στιγμή δεν χρειάζεται να συστηθούμε, ότι βγαίνουμε εκεί έξω και επιθυμούν οι οργανισμοί και οι καλλιτέχνες να συμπράξουμε σε κάτι, για μένα, σε εθνικό επίπεδο, είναι πολύ σπουδαίο.

Να προσθέσω στα σπουδαία ότι σας «εχθρεύεται» ο Τραμπ;

Είναι θέμα αξιακού συστήματος. Δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε στην ίδια πλευρά της Ιστορίας. Εννοείται ότι θα κάτσω να συζητήσω με ανθρώπους που τον έχουν ψηφίσει (όχι για να τους αλλάξω γνώμη – πολλοί είναι τσιμεντωμένοι), αλλά για να ειπωθούν πέντε πράγματα, να κλονιστούν κάποιες βεβαιότητες. Έχουμε πολύ ισχυρή παρουσία στην Αμερική. Και υπήρξε το δίλημμα «τι κάνουμε τώρα;». Και μάλιστα τώρα μετακομίσαμε. Φύγαμε, μετά από 50 χρόνια, από το Olympic Tower και είμαστε στο Σόχο. Εκεί όπου έπρεπε να είμαστε: σε κανονική γειτονιά, με υπέροχα γραφεία, υπέροχο χώρο, μαζί με στούντιο καλλιτεχνών, δίπλα σε μπαρ, στο Village. Ένας όροφος γραφεία και ένας όροφος όπου μπορούμε να δείχνουμε projects – τούβλινος τοίχος, εξωτερικές σκάλες -όπως μάθαμε τη Νέα Υόρκη από τις ταινίες. Σκάλες διαφυγής. Πολύτιμες.

Διαφυγή από πού;

Απ’ όπου κι αν βρίσκεσαι – και κυρίως από εκεί που νομίζεις ότι είσαι ασφαλής ή που είσαι πράγματι ασφαλής. Πάντα πρέπει να έχεις τρόπο διαφυγής. Στα εστιατόρια κάθομαι με την πλάτη στον τοίχο και θέλω να βλέπω έξοδο. Να βλέπω ποιος μπαίνει, να έχω καλυμμένα τα νώτα μου και, αν χρειαστεί, να ξέρω από πού μπορώ να φύγω. Σαμουράι, κατάλαβες (σ.σ.: αναφορά στην ταινία του Ζαν-Πιερ Μελβίλ με τον Αλέν Ντελόν). Για μένα η διαφυγή σχετίζεται με την ελευθερία. Και πάνω από την ελευθερία, τίποτα: ελευθερία να είσαι, να αγαπάς, να μην είσαι, να διαλέγεις.

Με ποια κριτήρια διαλέγεις με ποιους θα συνεργαστείς; Σε τι θα δώσεις πράσινο φως;

Αυτό που μας αρέσει, αυτό είναι το κριτήριο, πάντα μέσα στο πλαίσιο της ελευθερίας και της ευθύνης. Εκεί που έχει να κάνει με τον Έλληνα φορολογούμενο, στην παιδεία, την υγεία, το Ίδρυμα Ωνάση κάνει αυτό που πρέπει, ακολουθεί αυτό που ορίζουν η πολιτεία και η κοινωνία. Αλλά στη Στέγη έχουμε το δικαίωμα και την υποχρέωση του ρίσκου, το δικαίωμα να κάνουμε αυτό που μας αρέσει και που κρίνουμε ότι αξίζει να παρουσιαστεί, να ειπωθεί. Ακούγεται εγωιστικό; Δεν ξέρω. Αλλά, δεν είναι.

Το πρώτο πράγμα για το οποίο είμαι περήφανη είναι η ομάδα μου. Το δεύτερο είναι η δυνατότητα που έχουμε δώσει σε καλλιτέχνες να κάνουν αυτό που επιθυμούν. Και, βεβαίως, το κοινό μας.

Έχει τύχει ποτέ στη Στέγη να ανέβει κάτι που δεν σου αρέσει;

Έχει τύχει να έρθει κάτι που δεν άρεσε σε εμένα, αλλά άρεσε στον Δημήτρη Θεοδωρόπουλο (σ.σ. executive director), τον άνθρωπο-κλειδί για όλο τον οργανισμό και για μένα την ίδια. Ή στον Πρόδρομο Τσιαβό (σ.σ. head of digital). Δεν είμαι ο τύπος που θα πει, δεν μου αρέσει, κόψ’ το. Θα πω, εμένα δεν μου αρέσει, αλλά αφού το πιστεύετε εσείς…. Και όχι, δεν είναι παραχώρηση· καταλαβαίνω ότι έχει θέση. Μετά από 15 χρόνια, φυσικά και μπορούμε να βρούμε τέτοια παραδείγματα. Υπάρχουν επίσης παραδείγματα που άρεσαν σε μένα και δεν άρεσαν στα παιδιά. Λειτουργώ με κάτι που δεν είναι ακριβώς ένστικτο, είναι κάτι «μετά το ένστικτο». Και η ομάδα μου (τα λέω «παιδιά» μόνο τρυφερά) το αναγνωρίζει αυτό: ότι διακρίνω κάτι πριν φανεί. Αυτό το έχω καλλιτεχνικά – δεν μιλάω σε επίπεδο ανθρώπινων σχέσεων· εκεί τα έχω κάνει μαντάρα: να λατρεύω τον άλλον και μετά να είναι σκάρτος, ή να νομίζω ότι είναι σκάρτος και να βγαίνει φανταστικός. Αλλά σε καλλιτεχνικό επίπεδο, το βλέπω πριν ακόμη το καταλάβει κι ο ίδιος ο δημιουργός. Μου αρέσει να είμαι η κόλλα μεταξύ ανθρώπων, τρελαίνομαι να συνδέω ανθρώπους μεταξύ τους. Γι’ αυτό και τα τραπέζια στο σπίτι μου είναι όπως είναι: κανείς δεν ξέρει ποιος άλλος θα είναι, κανείς δεν ξέρει τι είναι ο διπλανός του. Το σπίτι μου είναι πολύ ανοιχτό, συνέχεια. Ο κόσμος έρχεται, τρώει και φεύγει με τάπερ. Έτσι είναι η οικογένειά μου. Παίρνω χαρά όταν βρίσκω τα λόγια που χρειάζεται να ακούσει κάποιος για να έρθει πιο κοντά στον εαυτό του, για να κάνει αυτό που μπορεί κι ας μη το ξέρει.

Από πού νομίζεις ότι πηγάζει αυτό; Πώς έμαθες να μη φοβάσαι;

Αυτό το πήρα από το σπίτι μου. Στο πατρικό μου δεν εκτιμούσαμε όσους είχαν λεφτά ή εξουσία. Ποτέ. Προτιμούσαμε εκείνους που οι άλλοι θεωρούσαν απόκληρους, ιδιόρρυθμους, εκκεντρικούς. Δεν μεγάλωσα σε σπίτι όπου «πετυχημένος» ήταν αυτός που οδηγούσε ακριβό αυτοκίνητο. Όταν λοιπόν έχεις μεγαλώσει κάπου όπου η αξία ενός ανθρώπου δεν ορίζεται βάσει της «αντικειμενικής» επιτυχίας του, της οικονομικής ή της κοινωνικής του καταξίωσης, σου φαίνονται όλοι οι άνθρωποι προσιτοί. Τον γουστάρεις τον άλλον; Τον γουστάρεις. Όχι; – Όχι. Νομίζω όμως ότι έχω μάθει να είμαι ατρόμητη και χάρη στο Ίδρυμα. Γιατί, προερχόμενη από αυτό το σπίτι, θα ήταν το πιο εύκολο να θεωρώ «φανταστικούς» τους ανθρώπους που είναι αδικημένοι, υπονομευμένοι, αριστεροί, και «εχθρούς» όσους έχουν λεφτά, οικογένεια, όνομα. Τώρα πλέον εντάσσω στη ζωή μου ανθρώπους που θεωρώ ωραίους. Δεν μπορούμε να βάζουμε όλο τον κόσμο κάτω από την ομπρέλα των στερεοτύπων. Δεν σκέφτομαι πλέον ότι είναι υπέροχος όποιος ακούει την ίδια μουσική με μένα. Και θεωρώ ότι το Ίδρυμα με βοήθησε πάρα πολύ να έρθω σε επαφή με μια πολύ μεγάλη ποικιλία ανθρώπων και να σπάσω τα στερεότυπα. Τα στερεότυπα υπάρχουν έτσι κι αλλιώς – δεν λέω ότι καλό είναι να υπάρχουν. Υπάρχουν και, κακά τα ψέματα, προκύπτουν από κάπου. Αλλά δεν μπορούμε να υποκλινόμαστε σ’ αυτά.

Ο κόπος που καλείται να καταβάλει μια γυναίκα για να φτάσει σε μια τέτοια θέση είναι υπερπολλαπλάσιος από αυτόν ενός άνδρα

Τι σχέση έχει το Ίδρυμα Ωνάση με τη Στέγη; Είναι το «παιδάκι» που το βλέπει να μεγαλώνει; Την βλέπει ως αυτόφωτη;

Η Στέγη είναι έφηβη. Το Ίδρυμα ως γονέας, θέλει το παιδί του αυτόνομο, δυνατό, αυτόφωτο, ατρόμητο. Και είναι εκεί για τα δύσκολα. Εμείς, όταν πήραμε αυτή τη δουλειά -και επιστρέφω στο αξιακό και επιμένω στον τρόπο που την πήραμε- στείλαμε το βιογραφικό μας. Θυμάμαι την αρχική ομάδα, τους ανθρώπους με τους οποίους δουλέψαμε πάρα πολύ. Ξεχωρίζω τον Χρήστο Καρρά και την Κάτια Αρφαρά. Όταν πρωτοήρθαμε θεωρούσαμε πως ήμασταν μάλλον από άλλο κόσμο. Νομίζαμε ότι θα κληθούμε να ανταποκριθούμε σε κάτι συντηρητικό. Διαψευσθήκαμε άμεσα και πανηγυρικά. Αλλά ήταν θέμα προέδρου καθαρά: ο Αντώνης Παπαδημητρίου είχε αποφασίσει ότι θα εμπιστευτεί ανθρώπους που θα κάνουν το διαφορετικό. Και θεωρώ ότι το κάναμε.

Μίλησέ μου γι’ αυτά που άκουσες ως «καπετάνιος στο τιμόνι» επειδή ήσουν γυναίκα, πράγματα που δεν θα τα άκουγε ένας άνδρας.

Δεν είναι απλώς trend της εποχής να μιλάμε για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Αυτό το ζούμε συνεχώς. Και δεν μ’ αρέσει να κλαίγομαι, να λέω, ως γυναίκα υπέφερα. Οχι. Αλλά ο κόπος που καλείται να καταβάλει μια γυναίκα για να φτάσει σε μια τέτοια θέση είναι υπερπολλαπλάσιος από αυτόν ενός άνδρα. Αν η κοινωνία ασχολείται ακόμη με το φύλο; Κατηγορηματικά ναι. Αλλά έχοντας έφηβες κόρες (σ.σ.: τη Γιασμίν και την Ιζαμπέλα, για τις οποίες θα μου πει ότι «η προτεραιότητά τους στη ζωή μου είναι αδιαπραγμάτευτη»), θα το τονίσω εκατό χιλιάδες φορές: όλα έχουν να κάνουν με το πώς μεγαλώνουμε τους γιους μας. Αν θέλουμε αλλαγή, πρέπει να σκεφτούμε πώς μεγαλώνουμε τους γιους μας.

Πώς θα βάλουμε φρένο στην κουλτούρα της πατριαρχίας;

Σε συνεργασία με τους άνδρες. Μαζί. Αναθρέφοντας αλλιώς τα παιδιά μας, προσπαθώντας να ενημερώσουμε και τους γύρω μας. Βλέπεις τις πολιτικές επιλογές σε όλο τον κόσμο, ένα επικίνδυνο τόξο συντηρητισμού που μεγαλώνει, κουβέντες για απαγορεύσεις αμβλώσεων. Για αυτά θα κατηγορήσω τη δική μου γενιά και όσους ψηφίζουν, που εκλέγουν ηγέτες με βαθιά επικίνδυνες συντηρητικές απόψεις. Αυτή η κοινωνία που μιλάει κατά των αμβλώσεων, για ένα «νέο» ηθικό σύστημα όπου χωρούν μόνο οι λευκοί και «ο μετανάστης είναι κακός», ευτυχώς δεν είναι η ελληνική. Αλλά πρέπει να θυμόμαστε πως ό,τι γίνεται εκεί έξω, έρχεται. Έχουμε δουλειά αντίστασης. Γι’ αυτό, για μένα, μια φοβερά σημαντική λέξη τώρα είναι η Ευρώπη. Έχουμε σοβαρή δουλειά να κάνουμε και εμείς οι πολιτιστικοί οργανισμοί στην Ευρώπη. Η Ευρώπη, με όλα της τα προβλήματα και τη γήρανση, νομίζω ότι αυτή τη στιγμή αφυπνίζεται. Το ότι το Παρίσι ανθίζει και το Λονδίνο μαραζώνει κάτι σημαίνει.

Γιατί διαλέγεις αυτές τις δύο πόλεις;

Γιατί το Παρίσι, ως σοβαρή ευρωπαϊκή πόλη, στέκεται και λέει: «Είμαστε εδώ για να συγκεντρώνουμε διαφορετικούς ανθρώπους, να τους αποδεχόμαστε, να τους δίνουμε πεδίο δράσης, να δημιουργούμε, να κινούμαστε στο δημόσιο χώρο, να συνομιλούμε με αγνώστους». Το Λονδίνο, μετά το Brexit, έπαψε να είναι αυτό που ήταν: έγινε αφιλόξενο, φοβισμένο, φοβικό απέναντι στους ξένους. Και όταν γίνεσαι αφιλόξενος προς τον ξένο, παύεις να είσαι πόλη. Γιατί πόλη είναι ο τόπος όπου συναντάς αγνώστους και συνομιλείς με εκείνους που κουβαλούν ιστορίες αλλιώτικες από τη δική σου.

Λίγες μέρες μετά, στέκομαι στον υπαίθριο χώρο του Onassis AiR κάτω από τη Σταγόνα της Νικομάχης Καρακωστάνογλου που ίπταται χαμηλά στον ουρανό του Νέου Κόσμου και σκέφτομαι αν θα καταφέρω να χωρέσω τον ανεμοστρόβιλο Αφροδίτη Παναγιωτάκου σε λέξεις: πού θα βάλω το ιταλικό μελό και τον ελληνικό νταλκά, τη Μοσχολιού και τη Mina, τον Bowie και τους Portishead, τη μελαγχολία της λίμνης στα Γιάννενα και τη χαρά ενός road trip στην έρημο της Αριζόνας, τις αγκαλιές που μοιράζει στους 218 ανθρώπους που δουλεύουν γι’ αυτήν στη Στέγη (ναι, τους ξέρει όλους με το όνομά τους) και τον ενθουσιασμό της για τον κρύσταλλο από χαλαζία που εκπέμπει τη μαγική του ενέργεια στο «Δωμάτιο Δύναμης» στο Ωνάσειο. Είναι Τρίτη πρωί στα γραφεία της Στέγης, εκεί όπου ο Ζωδιακός κύκλος του Γιάννη Τσαρούχη συναντά το Jake and Lola του Γιάννη Βαρελά, τα νέον φώτα του Βασίλη Παπαγεωργίου στο Homage to the dryly grasses IV, τα γλυπτά του Takis, το Τοπίο Νέας Υόρκης της Chryssa. Στο ισόγειο η Ναταλία Μαντά στήνει την εγκατάσταση Healing weapon, τίτλος που θα μπορούσε να συνοψίζει και τον αντίκτυπο της Στέγης. Ανεβαίνω στον τρίτο, περνάω μπροστά από το πιάνο της Μαρίας Κάλλας, που ήρθε από το διαμέρισμα του Ωνάση στο Μόντε Κάρλο τη δεκαετία του ’50, καταπνίγοντας τη διάθεση να αγγίξω τα πλήκτρα. Μπαίνω στο γραφείο της Αφροδίτης, εκεί που συνυπάρχουν αρμονικά έργα του Nick Cave, της Γεωργίας Σαγρή, της Ναταλίας Μελά και του Αποστόλου Γεωργίου με τη φωτογραφία του Ντιέγκο Μαραντόνα να βγαίνει στο γήπεδο της Νάπολης.

Θέλω να μου πεις για το χώρο όπου φωτογραφήθηκες για το Marie Claire. Πώς φτάσατε στο Onassis Ready;

Θέλαμε κι άλλο χώρο για να βλέπουμε καλλιτέχνες, για residencies, για πράγματα που δεν χωρούν σε συμβατικούς χώρους. Ένας βιομηχανικός χώρος πάντα μας άνοιγε την όρεξη. Όταν εντοπίστηκε το κτίριο (αρχικά για αποθήκη), ο πρόεδρος είπε: «Πήγαινε δες το, αν και φοβάμαι ότι άμα το δεις δεν θα γίνει αποθήκη». Και πράγματι, έγινε ζωτικός χώρος για όλους εμάς. Άκουσα από κάποιους ότι είναι μακριά η γειτονιά του Ρέντη. Αλήθεια; Πόσο μακριά ήταν η Συγγρού όταν φτιαχνόταν η Στέγη; Δεν ήταν καν στον πολιτιστικό χάρτη. Το στοίχημα είναι να κινήσεις την περιέργεια με κάτι που αξίζει τον κόπο. Το ζήσαμε ήδη με το Borderline Festival πέρυσι, το ζούμε απογειωμένο φέτος με την έκθεση του Juergen Teller. Αυτό που φαίνεται στις φωτογραφίες είναι περίπου το 1/6 του κτιρίου. Εκεί δουλεύουν οι Artists και Artisans-in-Residence. Κάθε χρόνο είναι περίπου 50, διαλεγμένοι από χιλιάδες αιτήσεις από διάφορες χώρες: ζωγράφοι, filmmakers, fashion artists (δεν θα πω «designers» μόνο), συγγραφείς. Φέτος ήρθε η Rachel Cusk σε residency ως συγγραφέας, αλλά μπορεί να κάνει κι ό,τι άλλο θέλει. Δεν χρειάζεται να είσαι «καλλιτέχνης» με τη στενή έννοια: στα artists studios του Onassis Ready θα βρεις από προγραμματιστές και πολιτικούς επιστήμονες μέχρι performers και ποιητές. Από πέρσι υπάρχει και Technical residency: φωτισμός, projection maping, σκηνικά, παραγωγή. Ολοι οι residents έχουν πρόσβαση παντού: στη Βιβλιοθήκη Ωνάση, στο αρχείο Καβάφη, στο νοσοκομείο – σε όλο το οικοσύστημα, το Onassis Galaxy.

Το Onassis Galaxy είναι ένα ατελείωτο εργοτάξιο;

Έχω μανία με τα εργοτάξια. Δεν μου αρέσει να είναι φτιαγμένο κάτι, μου αρέσει να το βλέπω να φτιάχνεται. Θέλω να νιώθω ότι το Ίδρυμα, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, η Στέγη, είναι όλα ένα διαρκές εργοτάξιο. Βλέπω σκαλωσιά και χαίρομαι, λέω κάτι γίνεται. Η διαδικασία με φτιάχνει περισσότερο από το αποτέλεσμα. Όταν μπαίνει ο κόσμος, εγώ συνήθως έχω αποσυρθεί. Θα με δεις λίγο στην αρχή, μετά κάπου θα κρυφτώ και θα κοιτάζω από απόσταση. Ήδη σκέφτομαι το επόμενο. Δεν έχω κατακτήσει την ανεμελιά του να σταθώ τη στιγμή του χειροκροτήματος και να πω τώρα χαιρόμαστε. Ίσως έρθει αυτή η στιγμή με την ηλικία!

κανένας από αυτούς δεν βρέθηκε εκεί επειδή κάποιος τον τοποθέτησε. Δεν είναι άνθρωποι που είχαν «άκρη» στο Διοικητικό Συμβούλιο, δεν πήραν τον μπαμπά, τη μαμά, τη θεία, τον βουλευτή. Όποιος μπήκε εκεί μέσα έχει μια διαδρομή.

Την περίοδο που εγκαινιαζόταν η έκθεση του Juergen Teller στην Αθήνα, έγινες μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος Ωνάση. Το περίμενες;

Αιφνιδιάστηκα. Δεν υπήρχε πουθενά στον ορίζοντα, δεν ήξερα ότι θα μου γίνει μια τέτοια πρόταση. Θα πήγαινα στο Διοικητικό Συμβούλιο να παρουσιάσω τον προϋπολογισμό της Στέγης και μεσολάβησε η διαδικασία της εκλογής μου. Όταν μίλησα στο συμβούλιο και τους ευχαρίστησα, είπα ότι στη διαδρομή αυτή, που έχει κρατήσει 51 χρόνια, πρέπει να προσθέσω και επτά ώρες. Είναι η διάρκεια της διαδρομής Γιάννενα – Αθήνα με το ΚΤΕΛ. Γιατί όταν ήμουν στη Β’ και Γ’ Λυκείου, κάθε Παρασκευή αμέσως μετά το σχολείο έπαιρνα το λεωφορείο από τα Γιάννενα, έφτανα στον Κηφισό στις 10.30 το βράδυ, κοιμόμουν στο πατρικό του πατέρα μου, όπου δεν ζούσε κανείς πια, και το Σάββατο το πρωί έκανα μάθημα αρμονίας στην Πλάκα με τον Αμαραντίδη γιατί ήθελα να δώσω για Μουσικολογία. Μετά, έπαιρνα ξανά το ΚΤΕΛ και γύριζα στα Γιάννενα το βράδυ. Αυτές οι επτά ώρες έχουν σημασία γιατί η διαδρομή είναι μεγάλη. Κατάλαβες τι γίνεται; Αυτό που μου είπες κάποια στιγμή, ότι τα πρόσωπα της Στέγης μοιάζουν με οικοδεσπότες, ότι τη νιώθουν σαν σπίτι τους, είναι γιατί κανένας από αυτούς δεν βρέθηκε στη Στέγη επειδή κάποιος τον τοποθέτησε. Δεν είναι άνθρωποι που είχαν «άκρη» στο Διοικητικό Συμβούλιο, δεν πήραν τον μπαμπά, τη μαμά, τη θεία, τον βουλευτή. Όποιος μπήκε εκεί έχει μια διαδρομή. Και ό,τι κάνουμε ομαδικά, το παίρνουμε προσωπικά.

Ας κλείσουμε την κουβέντα με μια διαδρομή. Από τη Στέγη μέχρι μερικούς δρόμους πιο κάτω, στη Συγγρού. Τι σας ώθησε να δημιουργήσετε το «Δωμάτιο Δύναμης» στο Ωνάσειο;

Στις ωραίες στιγμές της Στέγης προσθέτω τα έργα τέχνης στο Ωνάσειο: την ανάθεση στον Γιάννη Βαρελά, τα έργα της Αλεξάνδρας Αθανασιάδη και το «Δωμάτιο Δύναμης» της Νικομάχης. Βρίσκεται δίπλα στον χώρο αναμονής. Δημιουργήθηκε ώστε γιατροί, νοσηλευτές, εργαζόμενοι, επισκέπτες και ασθενείς να μπορούν να ανακτήσουν λίγη από τη δύναμη που χρειάζονται, να πάρουν μια ανάσα. Είναι μαγικό δωμάτιο – δεν θέλω να σ’ το περιγράψω, θέλω να πας να το δεις, είναι ανοιχτό συνέχεια. Ταξιδέψαμε ως την Αριζόνα, σε μια τεράστια έκθεση για κρυστάλλους και πολύτιμους λίθους, για να βρούμε τον χαλαζία που έγινε το κεντρικό στοιχείο του έργου, στο κέντρο του δωματίου. Υπάρχει και ηχητικό κομμάτι που επιμελήθηκα με τον Μανώλη Μανουσάκη: ήχοι φύσης σε στιγμές ηρεμίας, επιλεγμένες συχνότητες που βοηθούν να ξεκουράζονται τα αυτιά από το noise fatigue του νοσοκομείου και σβήνουν το βουητό. Η τοποθέτηση έργων μέσα στο νοσοκομείο είμαι μεγάλη ιστορία για εμάς. Σηματοδοτεί πώς βλέπουμε την τέχνη: όχι ως ένα προνόμιο για λίγους, αλλά ως ένα δημοκρατικό αγαθό για όλους.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below