Ο Μπαράκ Οµπάµα, µιλώντας για την «κουλτούρα της ακύρωσης» και γενικώς τις αντιδράσεις που κυµαίνονται µεταξύ υπερευαίσθητης επικριτικότητας και  λιθοβολισµού, είπε ότι αυτό δεν είναι ακτιβισµός και δεν οδηγεί πουθενά. Η απάντηση όσων προτιµούν να «ακυρώνουν» όποιον δεν συµφωνεί µε τη συναισθηµατική και ηθική τους ατζέντα ήταν η επιβεβαίωση των όσων είπε. Προτάσσοντας την οξεία διαλεκτική τους ανικανότητα, οι µιλένιαλς είπαν το απαξιωτικό «ok boomer» και συνέχισαν το πρόγραµµά τους (σ.σ.«Boomer»: ο γεννηµένος στο µεταπολεµικό δηµογραφικό Baby Boom µεταξύ 1946 και 1964 που θεωρείται από τους νεότερους υπόλογος σχεδόν για όλα τα δεινά της σύγχρονης ανθρωπότητας).

Το ζήτηµα του cancel culture συζητείται όλο και περισσότερο όσο το φαινόµενο παίρνει µεγαλύτερες διαστάσεις. Στην ουσία, η ιδέα που υπηρετεί η «κουλτούρα της ακύρωσης» είναι ότι όποιος διάσηµος έχει πει ή έχει κάνει οτιδήποτε ρατσιστικό, σεξιστικό, οµοφοβικό και γενικά όχι πολιτικά ορθό, έστω και κατά λάθος, έστω και από σπόντα, έστω κι αν όταν διέπραξε το αµάρτηµα όταν ήταν 12 ετών και κανείς δεν ήξερε καλύτερα, έστω κι αν έκανε κακό χιούµορ, οφείλει να σβηστεί από το χάρτη. Να χάσει φίλους, θαυµαστές, κοινό, χρήµατα και δουλειά για να µάθει να είναι ευαίσθητος απέναντι σε οµάδες ανθρώπων που καταπιέζονται και περιθωριοποιούνται και να πληρωθεί µε το ίδιο νόµισµα, καταλήγοντας ο ίδιος στο περιθώριο, µε πίσσα ηθικής και πούπουλα ανωτερότητας.Παράλληλα, είναι και η κουλτούρα της µη συγχώρεσης. Πολλοί που βρέθηκαν στο στόχαστρο όσων εξοργισµένων απαιτούν το είδος της τιµωρίας που µοιάζει επικίνδυνα µε εκδίκηση (στο όνοµα των αδικηµένων αυτής της ζωής), ζήτησαν δηµόσια συγγνώµη. Αλλοι ειλικρινά επειδή έκαναν ένα κακόγουστο αστείο το 1997 και το µετάνιωσαν, άλλοι αναγκαστικά για να σώσουν την καριέρα τους, άλλοι υποκριτικά για να δείξουν ότι δήθεν έχουν πιάσει το σφυγµό της αφυπνισµένης εποχής – οι προθέσεις δεν έχουν και τόση σηµασία, αφού το αποτέλεσµα είναι ένα. ∆εν πείθουν ότι κατάλαβαν το σφάλµα τους, ενώ τις περισσότερες φορές η συγγνώµη δεν αρκεί και γενικά όποιος έχει καεί στην πυρά για παραδειγµατισµό, ας µην ελπίζει σε επιείκεια. Ρωτήστε τη Lea Michelle του «Glee» που κατηγορείται ότι έκανε τη ζωή του καστ κόλαση, ζήτησε (κάπως µεσοβέζικα) συγγνώµη και µετά το άπειρο κράξιµο που εισέπραξε ΑΦΟΥ ζήτησε συγγνώµη, και ειδικά όταν εξαφανίστηκε η συµπρωταγωνίστριά της Naya Rivera, έσβησε τελείως το λογαριασµό της στο Twitter για να γλιτώσει το online λιντσάρισµα.

Η αστυνοµία των social media (κυρίως του Twitter) είναι το όργανο που αναλαµβάνει να δικάσει και να εκτελέσει την ποινή όποιου έχει το θράσος να γράφει έξω από το περιθώριο που ορίζει η ευαίσθητη γενιά που αγαπά την κουλτούρα της θυµατοποίησης – η οποία εν τω µεταξύ είναι για πολλούς το βασικό φλέγον κοινωνικό ζήτηµα, διότι ως ενήλικες υποτίθεται ότι µαθαίνουµε να ζούµε και µε απόψεις που δεν µας αρέσουν, χωρίς να παθαίνουµε παράκρουση. Το γεγονός ότι το cancel culture βρήκε γόνιµο έδαφος και ιδανικό κλίµα στα social media δεν είναι παράξενο – πού αλλού τόσοι άνθρωποι, µε όχι απαραίτητα τις πιο δηµοφιλείς ή λογικές αντιλήψεις και ευαισθησίες, θα µπορούσαν να έχουν κοινό που τους παίρνει στα σοβαρά;

Υπάρχουν περιπτώσεις που το cancel culture ήταν κάτι παραπάνω από απαραίτητο και η «ακύρωση» πέρα για πέρα δικαιολογηµένη – όπως όταν η Roseanne αποκάλεσε «πίθηκο» µια µαύρη γυναίκα, µε αποτέλεσµα να εξοργιστεί η κοινή γνώµη και η ίδια να χάσει τη δουλειά της, ή στην περίπτωση του R. Kelly που κατηγορείται για σεξουαλικά αδικήµατα. Ως αρχή, δεν είναι καθόλου κακός ένας µηχανισµός που δίνει τη δυνατότητα στους αδύναµους και ανίσχυρους να φέρουν τους πλούσιους, διάσηµους και ισχυρούς προ των ευθυνών τους όταν κάνουν ή λένε κάτι ουσιαστικά προσβλητικό.Στην πράξη όµως, η ευκολία του λαϊκού δικαστηρίου φτάνει ταχύτατα στην τελείως υποκειµενική υπερβολή να θέλουµε να εξουδετερώσουµε όποιον δεν πηγαίνει πάσο µε την προσωπική µας κοσµοθεωρία.Η λίστα µε τους «ακυρωµένους» διάσηµους είναι τεράστια και πολύ συχνά κωµική. Η Taylor Swift ακυρώθηκε επειδή τσακώθηκε µε την Κιµ Καρντάσιαν, ο Kanye West ακυρώνεται ανά διαστήµατα για πολλούς και διαφόρους λόγους, ποπ σταρ ακυρώνονται επειδή χτενίζουν τα µαλλιά τους µε cornrows ή φοράνε κιµονό (το έθνικ µετονοµάστηκε πρόσφατα σε πολιτισµική υποκλοπή), ο Jimmy Fallon ακυρώθηκε επειδή πριν από 20 χρόνια σε ένα σκετς είχε κάνει blackface, η Lana Del Ray επειδή όταν την κατηγόρησαν ότι οι στίχοι της δεν ενδυναµώνουν τις γυναίκες είχε το θράσος να ψελλίσει ότι αυτά δεν τα λένε π.χ. στη Niki Minaj ή την Cardi B που οι στίχοι τους δεν είναι ακριβώς φεµινιστικοί (και δεν έπρεπε, επειδή όπως είπε το δικαστήριο, είναι λευκή και εκείνες όχι).Πρόσφατα ακυρώθηκε ο Vince Vaughn επειδή σε έναν αγώνα football έκανε χειραψία µε τον Ντόναλντ και τη Μελάνια Τραµπ, σε περίπτωση που κάποιος ακόµα δεν έχει καταλάβει πώς µια αρχικά όχι κακή ιδέα µετατρέπεται σε ανεξέλεγκτο κυνήγι µαγισσών που κάνουν χειραψίες µε πολιτικούς που δεν µας αρέσουν.  Εν τω µεταξύ, κανείς από τους διάσηµους που πέφτουν στην κακή πλευρά του cancel culture δεν ακυρώνεται ουσιαστικά. Πλην µερικών πραγµατικά προσβλητικών περιπτώσεων, η οργή στο Internet δεν αφορά την οικουµένη, αλλά ανθρώπους στο Internet που θα ήταν ούτως ή άλλως θυµωµένοι.Ναι, κάποιοι εξοργίστηκαν που η Scarlett Johansson δήλωσε πρόθυµη να παίξει ρόλους ανεξαρτήτως φύλου και φυλής, αλλά, όχι, δεν θα γραφτεί και στο ταµείο ανεργίας.

Πρόσφατα, 150 πρόσωπα δηµοσίευσαν επιστολή που καταδικάζει το public shaming και το cancel culture και αναφέρεται στον περιορισµό της ελευθερίας του λόγου που γίνεται όλο και πιο αυστηρός. Ανάµεσά τους, οι Noam Chomsky, Margaret Atwood, Salman Rushdie, Gloria Steinem, Jeffrey Eugenides και η J. K. Rowling, που αυτή την εποχή βρίσκεται στη δίνη του κυκλώνα ως τρανσοφοβική, αρχικά επειδή σχολίασε ότι τους «ανθρώπους µε έµµηνο ρύση», που έγραψε κάποιος, «παλιά τους λέγαµε απλώς γυναίκες».

Ο διάλογος µεταξύ όσων πιστεύουν στην κουλτούρα της ακύρωσης και όσων στέκονται απέναντί της έχει φουντώσει.«Μάθετε να δέχεστε κριτική», λένε οι πρώτοι.Και η κριτική είναι αναγκαία, µόνο που δεν είναι το ζητούµενο όσων ζητούν την «ακύρωση» – το µποϊκοτάζ, η µαύρη λίστα και η επαγγελµατική καταστροφή των παραβατών είναι.«Ο καθένας είναι ελεύθερος να εκφράζει την άποψή του», είναι το αντεπιχείρηµα, που όµως δεν καλύπτει απόψεις που πλησιάζουν επικίνδυνα τη ρητορική του µίσους.Κάπου στη µέση βρίσκεται η πολιτισµένη ελευθερία του λόγου, όλα τα άλλα είναι απλώς νερό στο µύλο της online οργής, που ούτως ή άλλως δουλεύει στο µάξιµουµ.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below