Από τη Βιβή Μωραΐτου

«Για κάποιο λόγο πάντοτε θέλω να βρίσκομαι κάπου αλλού», έγραφε το 1945 η γυναίκα που επανεφηύρε εαυτόν τόσες φορές όσες και οι συναρπαστικές ζωές που έζησε. Ποια ήταν αυτή η ασυμβίβαστη και χειραφετημένη γυναίκα;

Σεξουαλικά κακοποιημένο κοριτσάκι, γυμνό μοντέλο του πατέρα της, κατά τύχη cover girl και celebrity. Μαθητευόμενη, ερωμένη και μούσα του Μαν Ρέι και ακούσια σκαπανέας του σουρεαλισμού. Εκουσίως φωτογράφος και αργότερα φωτορεπόρτερ και πολεμική ανταποκρίτρια στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αδέσμευτο και λαμπερό πνεύμα, πρωτοποριακή δημιουργός, στρατιώτης της τέχνης της. Απόμακρη σύντροφος και οδυνηρά λατρεμένη για όσους έζησαν δίπλα της, πιστή φίλη, βυθισμένη στην κατάθλιψη και το αλκοόλ, απούσα μητέρα, αφόρητα παρούσα στο μέγα τραύμα, το παγκόσμιο και προσωπικό.

Η Λι Μίλερ ήταν εκεί σε μερικές από τις σημαντικότερες στιγμές της παγκόσμιας μόδας, τέχνης και ιστορίας του 20ού αιώνα.

Ηταν εκείνη που ανάβοντας κατά λάθος το φως στον σκοτεινό θάλαμο την ώρα που ο Μαν Ρέι εμφάνιζε μια σειρά φωτογραφιών ανακάλυψε μαζί του στο Παρίσι του 1930 την τεχνική του solarisation (γνωστή και ως φαινόμενο Σαμπατιέ), η οποία και αναβάθμισε τη φωτογραφία σε μία από τις καλές τέχνες.

Ηταν εκείνη που την ίδια χρονιά του πόζαρε για τη σειρά «Anatomy», που θεωρείται έως σήμερα αξεπέραστης αισθητικής. Ηταν εκεί όταν οι Γερμανοί βομβάρδιζαν το Λονδίνο και όταν έπεσε η πρώτη ναπάλμ στη μάχη του Σεν Μαλό στη Βρετάνη.

Ηταν εκεί στην ευδαιμονική φρενίτιδα του ελεύθερου Παρισιού τον Αύγουστο του 1944, όπου ξανασυναντήθηκε με τον καλό της φίλο Πάμπλο Πικάσο, ο οποίος κατενθουσιασμένος αναφώνησε μόλις την αντίκρισε με τη στολή της: «Ο πρώτος στρατιώτης συμμαχικών δυνάμεων που βλέπω είσαι εσύ!».

Εκεί όπου απαθανάτισε την Ντίτριχ με το πανωφόρι Schiaparelli, που καταγράφηκε ως το ένδυμα της απελευθέρωσης.

Ηταν εκεί όταν οι αμερικανικές μεραρχίες απελευθέρωσαν το Νταχάου και όταν παραδόθηκε στις φλόγες το Μπέργκχοφ, η εξοχική κατοικία του Χίτλερ στις Βαυαρικές Αλπεις.

Ηταν εκεί όταν εκτελούνταν καταδικασμένος για εγκλήματα πολέμου ο συνεργάτης των ναζί Ούγγρος πρωθυπουργός Λάζλο Μπαρτόσι.

Με έναν μαγικό τρόπο η Λι Μίλερ ήταν πάντα εκεί. Στο επίκεντρο των γεγονότων.

 

Lee Miller Archive

Οι άνεμοι του πολέμου

«Ημουν στο ιδιωτικό διαμέρισμα του Χίτλερ στο Μόναχο όταν ανακοινώθηκε ο θάνατός του».

Η φράση ανήκει στη γυναίκα που σκούπισε επιδεικτικά τη σκόνη του Νταχάου από τα άρβυλά της στο χαλάκι της μπανιέρας του Φίρερ.

Η Λι και ο μέντορας, εραστής και διά βίου φίλος της φωτορεπόρτερ του περιοδικού Life Ντέιβιντ Σέρμαν, παρέα με Αμερικανούς στρατιώτες της 45ης Μεραρχίας, στις 30 Απριλίου του 1945 είχαν ανακαλύψει το διαμέρισμα όπου και τραβήχτηκε η εμβληματική φωτογραφία της Μίλερ στην μπανιέρα.

Η Λι, που είχε μέρες να πλυθεί κανονικά, απολάμβανε νωχελικά το μπάνιο της, ενώ απέξω ένας θυμωμένος υπολοχαγός της μεραρχίας, με το σαπούνι στο χέρι, κοπάναγε την κλειδωμένη πόρτα, θα περιέγραφε αργότερα ο Σέρμαν, ο οποίος απαθανάτισε τη στιγμή.

Το μήνυμα που μεταφέρει η εικόνα ενέχει την παταγώδη πτώση του Γ’ Ράιχ, την όλο ειρωνεία απαξίωση του ηγέτη του, αλλά, πρωτίστως, διάχυτο το αίσθημα του θριάμβου. Σύμφωνα με τον γιο και βιογράφο της Αντονι Πένροουζ, είναι σαν να «λέει ότι εκείνη είναι η θριαμβεύτρια».

Κι όμως, η ατρόμητη Μίλερ, η οποία με τη χειροκίνητης μανιβέλας Rolleiflex κάμερά της κατέγραψε στη Νορμανδία πληγωμένους πεζοναύτες που συμμετείχαν στην Απόβαση και τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, γλίτωσε από τα γερμανικά πυρά, παραφύλαξε κρυμμένη πλάι σε ελεύθερους σκοπευτές, βρέθηκε να τη σημαδεύουν οι κάννες Ρώσων στρατιωτών στα σύνορα της Ουγγαρίας και είχε χαρακτηρίσει τις εμπειρίες της αυτές «περιπέτειες για καλό σινεμά», δεν ξαναμίλησε ποτέ για τον πόλεμο.

Κατέστρεψε μάλιστα κάποια αρνητικά κρίνοντας πως δεν χρειαζόταν να δει άλλος όσα αντίκρισε η ίδια στο Νταχάου και το Μπούχενβαλντ.

Αυτές οι… κινηματογραφικές περιπέτειες θα την καταδίκαζαν σε πολλά χρόνια κατάθλιψης και εθισμού στο αλκοόλ και τα χάπια.

Το μοναδικό ιστορικό αρχείο που δημιούργησε ακολουθώντας τις Αμερικανικές Δυνάμεις κατορθώνοντας να πάρει διαπίστευση, όταν οι γυναίκες ανταποκρίτριες απαγορευόταν να βρίσκονται στο μέτωπο, έμεινε κλεισμένο σε μπαούλα στη σοφίτα της αγροτικής κατοικίας Φάρλι στο Ανατολικό Σάσεξ στην Αγγλία, όπου ανακαλύφθηκε μετά τον θάνατό της από τον γιο της.

Στη δεκαετία 1938-1948, τη σημαντικότερη της ζωής της, εστιάζει η ταινία «Lee» με πρωταγωνίστρια και παραγωγό την Κέιτ Γουίνσλετ και σκηνοθέτιδα την Ελεν Κούρας, η οποία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα τον Σεπτέμβριο στο Toronto International Film Festival (TIFF) και είναι βασισμένη στο βιβλίο του Αντονι Πένροουζ «The Lives of Lee Miller» (1995).

Ηταν η ίδια γυναίκα που, προτού αποσυρθεί στη βρετανική εξοχή με την οικογένειά της ετοιμάζοντας γκουρμέ γεύματα για τους διάσημους καλλιτέχνες φίλους της, είχε προλάβει να ταξιδέψει στον κόσμο και να ζήσει στα άκρα.

Κι όμως, δεν θεώρησε ποτέ ότι είχε πετύχει κάτι σπουδαίο, πέρα από το ότι είχε τελικά κατορθώσει να απεξαρτηθεί από το αλκοόλ. Αλλά στην πραγματικότητα το μετατραυματικό στρες την ταλαιπωρούσε από την παιδική της κιόλας ηλικία.

Στο κυβιστικό πορτρέτο «Lee Miller à l’ Arlésienne», ο Πικάσο έχει τοποθετήσει στο στήθος της έναν μετρονόμο, δηλώνοντας έτσι ότι η καρδιά της ήταν απλά μια μηχανή που χτυπούσε ρυθμικά. Ότι παρέμενε ψυχρή και απόμακρη. Δεν ήταν μόνο ζήτημα ιδιοσυγκρασίας, αφού οι σχέσεις της Μίλερ με το αντίθετο φύλο ήταν επιεικώς επεισοδιακές παιδιόθεν.

Lee Miller Archive

Ο άγγελος και οι δαίμονες

Στα 7 της χρόνια η μικρή Ελίζαμπεθ, που γεννήθηκε το 1907 και μεγάλωνε στο Πουκίπσι της Νέας Υόρκης, στη διάρκεια μιας σύντομης ασθένειας της μητέρας της φιλοξενήθηκε στο Μπρούκλιν, σε σπίτι οικογενειακών φίλων.

Το ζευγάρι είχε ένα γιο που υπηρετούσε στο Ναυτικό αλλά εκείνες τις μέρες ήταν σε άδεια. Οι λεπτομέρειες παραμένουν άγνωστες, αλλά το κοριτσάκι όχι μόνο έπεσε θύμα βιασμού, αλλά ο νεαρός ναύτης του μετέδωσε και γονόρροια υποχρεώνοντάς το σε επίπονες θεραπείες που κράτησαν πολλά χρόνια.

Ταυτόχρονα, η εμμονή του ερασιτέχνη φωτογράφου πατέρα της Θίοντορ να φωτογραφίζει την κόρη του γυμνή σε όλη της την παιδική ηλικία και κατά τη διάρκεια της εφηβείας της σε προκλητικές πόζες επικαλούμενος καλλιτεχνικούς πειραματισμούς προφανώς και δεν ήταν η ενδεδειγμένη πατρική συμπεριφορά.

Η ατίθαση Λι θα αποβαλλόταν από κάθε καλό σχολείο της περιοχής. Στα 18 της, τον Μάιο του 1925, θα έφευγε για το Παρίσι για να σπουδάσει φωτισμό, ενδυματολογία και σκηνογραφία, αλλά το 1926 ο πατέρας της θα την υποχρέωνε να επιστρέψει στην Αμερική.

Πήγε στο κολέγιο ελευθέρων σπουδών Vassar στο Πουκίπσι για να διδαχθεί πειραματικό θέατρο από τη φημισμένη παραγωγό, συγγραφέα και σκηνοθέτιδα Χέιλι Φλάναγκαν μόνο για να διαπιστώσει ότι το θέατρο δεν ήταν το είδος της τέχνης που την εξίταρε.

Σύντομα μετακόμισε στην πόλη της Νέας Υόρκης για να παρακολουθήσει μαθήματα σχεδίου και ζωγραφικής στο Art Students League.

Ωσπου μια μέρα του 1927, χαμένη στις σκέψεις της, η 20χρονη Λι αφηρημένη θα διασχίσει ένα δρόμο του Μανχάταν χωρίς να προσέξει το αυτοκίνητο που ερχόταν καταπάνω της. Ο άνδρας που την τράβηξε πίσω την τελευταία στιγμή σώζοντάς την ήταν ο εκδότης Κοντέ Ναστ.

Με το που αντίκρισε την πανέμορφη και στυλάτη νεαρή με το παριζιάνικο μπομπ καρέ και το κατακόκκινο κραγιόν αυτομάτως αποφάσισε πως είχε ανακαλύψει το επόμενο εξώφυλλο για το περιοδικό του. Στις 15 Μαρτίου του 1927 το πρόσωπο της Λι Μίλερ βρισκόταν στο εξώφυλλο της Vogue με την υπογραφή του περίφημου Γάλλου εικονογράφου Ζορζ Λεπάπ.

Ηταν ζήτημα εβδομάδων να βρεθεί στα κοσμικά πάρτυ της Νέας Υόρκης, δίπλα στον Τσάπλιν, στον Γκέρσουιν και τους Βάντερμπιλτ και να ποζάρει με τουαλέτες Lanvin, Lelong και Chanel για τους μεγαλύτερους φωτογράφους μόδας της εποχής.

Την πολιορκούν οι πάντες και γυρίζει στα τζαζ κλαμπ κάθε βράδυ με διαφορετικό συνοδό. Γοητεύεται πρόσκαιρα, αλλά δεν είναι ικανοποιημένη. Δεν ήταν αυτό που ζητούσε. Αργότερα, αναπολώντας εκείνο τον καιρό στη Νέα Υόρκη θα έλεγε: «Εμοιαζα με άγγελο, αλλά μέσα μου ήμουν ένας δαίμονας».

Lee Miller Archive

Ερωτας χωρίς σύνορα

Το 1929 ο δαίμονας με την αγγελική όψη παρατάει τα πάντα και φεύγει ξανά για το Παρίσι θέλοντας να γίνει ζωγράφος. Αντ’ αυτού καταλήγει δίπλα στον Μαν Ρέι και ζει ένα καλλιτεχνικό ειδύλλιο που άφησε ιστορία. Η ζηλόφθονη κτητικότητα και ο χειριστικός χαρακτήρας του Ρέι από τη μια και η ψυχρότητα της Λι σε συνδυασμό με τις φεμινιστικές αντιλήψεις της -έβρισκε άδικη τη σουρεαλιστική θεωρία του «L’ Amour Fou», η οποία επέτρεπε μόνο στους άνδρες να απολαμβάνουν τον ελεύθερο έρωτα- από την άλλη διέλυσαν τη σχέση τους το 1932.

Εκείνη ήδη από το 1930 είχε ανοίξει στην Πόλη του Φωτός δικό της στούντιο και είχε γνωρίσει τον Αιγύπτιο επιχειρηματία Αζίζ Ελουί Μπέι, που θα γινόταν ο πρώτος της σύζυγος.

Μετά τον χωρισμό της από τον Ρέι, η Μίλερ κλείνει το στούντιό της και γυρίζει στη Νέα Υόρκη, όπου ανοίγει νέο. Παρά το ζοφερό οικονομικά τοπίο λόγω του «Κραχ» έχει επιτυχία, καθώς πελάτες όπως το Saks Fifth Avenue και η Elizabeth Arden, αλλά και σύσσωμη η καλή κοινωνία πληρώνουν αδρά για τα πορτρέτα της, καθώς είχε υπάρξει ένα από τα πιο φωτογραφημένα κορίτσια του Μανχάταν.

Οχι για πολύ. Το καλοκαίρι του 1934, μετά το ταξίδι του μέλιτος με τον Αζίζ Ελουί Μπέι στους Καταρράκτες του Νιαγάρα, η νιόπαντρη Λι εγκαταλείπει τις ΗΠΑ και τον ακολουθεί στην Αίγυπτο. Αντίδοτο στους περιορισμούς της αυστηρής κοινωνίας του Καΐρου, οι αποδράσεις της στην έρημο.

Γοητευμένη από το τοπίο, τους βεδουίνους, τα μοναστήρια και τις οάσεις, ξεδίνει τραβώντας εξαιρετικές εικόνες. Το καλοκαίρι του 1937 ο Αζίζ της επιτρέπει να ταξιδέψει στη Γαλλία για να κάνει διακοπές με τους σουρεαλιστές φίλους της.

Εκεί θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τον ζωγράφο Ρόλαντ Πένροουζ. Τα επόμενα δύο χρόνια ταξιδεύουν μαζί στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια.

Οι φωτογραφίες της από την αγροτική Ρουμανία, την Αρχαία Κόρινθο και τους Δελφούς έως την Παραπορτιανή και τη Χώρα της Μυκόνου είναι πραγματικοί πίνακες.

Τελικά, το 1939 αφότου ξεναγεί τον Πένροουζ στην όαση της Σίβα χωρίζει φιλικά με τον Ελουί Μπέι. Το ξέσπασμα του πολέμου θα βρει το ζευγάρι στο Λονδίνο. Θα παντρευτούν το 1947, τη χρονιά που θα γεννηθεί ο γιος τους Αντονι και το 1949 θα μετακομίσουν στη φάρμα στο Σάσεξ.

Σταδιακά εκείνη θα σταματήσει να δουλεύει επαγγελματικά, αλλά όχι και να φωτογραφίζει τους φίλους της. Οι ιδιωτικές στιγμές που έχει απαθανατίσει στα 50s και τα 60s, όταν η αγροικία Φάρλι αποτελούσε κάτι σαν τη Μέκκα για τους Πικάσο, Ρέι, Ερνστ, Δωροθέα Τάνινγκ, Χένρι Μουρ και άλλους, είναι το άλμπουμ μιας εποχής που μοιάζει πιο ξένοιαστη.

Πριν πεθάνει από καρκίνο το 1977, στα 70 της, στην αγκαλιά του Ρόλαντ, η Μίλερ είχε γράψει: «Επαναλαμβάνω σε όλους: Δεν έχασα λεπτό σε όλη μου τη ζωή, αλλά γνωρίζω πια πως αν το ξανάκανα θα ήμουν ακόμα πιο ελεύθερη με τις ιδέες μου, το σώμα μου και τη στοργή μου».  

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below