Η Ιταλίδα με την Ελληνίδα μαμά είναι ένα αυθεντικό παιδί του Νότου, ανάμεσα σε δύο γλώσσες, δύο κινηματογραφικές ηπείρους, δύο ζωές. Τέσσερις δεκαετίες μετά την πρώτη της ταινία και το βραβείο Volpi στο Φεστιβάλ Βενετίας («Storia d’amore». 1986), η Γκολίνο δεν νοιάζεται πια για το τι θα πουν οι άλλοι και χωράει μόνο σε ένα καλούπι, το δικό της, κάτι που απέδειξε περίτρανα στην εμφάνισή της στο Marie Claire Power Trip. H Βαλέρια, αλέγκρα και γεμάτη αφοπλιστική ειλικρίνεια, είναι ένας ζωντανός θρύλος του ευρωπαϊκού σινεμά.

Από τον «Άνθρωπο της Βροχής» και τις μεγάλες χολιγουντιανές παραγωγές μέχρι τους πιο απαιτητικούς ρόλους του ευρωπαϊκού και ανεξάρτητου σινεμά, η Γκολίνο χάραξε και ακολούθησε τη δική της διαδρομή, μια διαδρομή που της έφερε ένα ακόμη βραβείο Volpi, το 2015, για την ταινία «Per amor vostro».

Τα τελευταία χρόνια, όμως, η Ιταλοελληνίδα σταρ δεν αρκείται στο να ζωντανεύει ηρωίδες σε ιστορίες άλλων. Διαλέγει εκείνη τις ιστορίες που θέλει να διηγηθεί. Περνά πίσω από την κάμερα, ανοίγοντας μια δύσκολη, πολιτική συζήτηση για την ευθανασία και σημειώνει θρίαμβο με την «Τέχνη της χαράς», τηλεοπτική μεταφορά του ομότιτλου εμβληματικού μυθιστορήματος της Γκολιάρντα Σαπιέντσα. Παράλληλα, συνεχίζει να παίζει (την είδαμε σχετικά πρόσφατα στον δεύτερο κύκλο του «The Morning Show») με την ίδια ενέργεια που είχε στα είκοσί της.

Αυτή τη νεανική ενέργεια, ένα μείγμα αποφασιστικότητας και ανεμελιάς έφερε και στην Αθήνα, μια πόλη στην οποία μεγάλωσε και επιστρέφει συχνά, αυτή τη φορά ως καλεσμένη στο 7ο Marie Claire Power Trip. Χαμογελαστή και ετοιμόλογη, μια γυναίκα που ξέρει τι θέλει, γοήτευσε το κοινό με την ειλικρίνεια και το μπρίο της, μιλώντας με άνεση σε τρεις γλώσσες (ελληνικά, αγγλικά και ιταλικά) για την ομορφιά και την ασχήμια του Νότου που μας διαμορφώνουν χωρίς να το καταλαβαίνουμε, το φόβο και το θάρρος που χρειάστηκε για να στραφεί στη σκηνοθεσία, το θάνατο ως πολιτικό ζήτημα, τη μητρότητα πέρα από ηθικολογικά στερεότυπα, αλλά και για τη μοναδική δύναμη του κινηματογράφου να αλλάξει τα πράγματα.

Αυτό το διπλό «ανήκειν» -η ιταλική και η ελληνική πλευρά σου- πώς σε διαμόρφωσε ως καλλιτέχνιδα και ως ηθοποιό;

Νομίζω πως σίγουρα μας διαμορφώνει το από πού ερχόμαστε και πού έχουμε ζήσει τα πρώτα χρόνια της ζωής μας· τι έχουν δει τα μάτια μας, τι έχουν ακούσει τα αυτιά μας, ποιες γλώσσες μιλάμε, τι ομορφιά υπάρχει γύρω μας. Εμείς, στον Νότο, και στην Ιταλία και στην Ελλάδα, ζούμε μέσα σε μια τρομερή ομορφιά, έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ σε αυτήν, που καμιά φορά δεν τη βλέπουμε. Ζούμε μέσα σε τοπία, σε πόλεις, σε φως, σε θάλασσες, σε αρχιτεκτονική που είναι αδιανόητα όμορφα. Αλλά δεν είναι μόνο η ομορφιά. Είναι και η ασχήμια του Νότου, που είναι κι αυτή δική μας, έχει ένα παρελθόν, μια ιστορία, μια ποίηση. Ακόμα κι όταν τα πράγματα είναι χαοτικά, αυτό το χάος έχει κάτι ζωντανό, ανθρώπινο. Αυτό το χάος και αυτή η ομορφιά μαζί, η Ελλάδα και η Ιταλία, σίγουρα με έχουν επηρεάσει βαθιά. Είμαι περήφανη που είμαι παιδί αυτού του Νότου.

Δεν μεγάλωσα σε μια βιομηχανία που ενθαρρύνει τις γυναίκες να σκηνοθετούν. Χρειάστηκε χρόνος, εμπειρία, και μια εσωτερική δουλειά για να τολμήσω.

Έχεις πάρει πολύ γενναίες αποφάσεις, οι επιλογές συνεργασιών δεν έγιναν με κριτήριο την ασφάλεια. Έχεις μια καριέρα και στο αμερικανικό και στο ευρωπαϊκό σινεμά – κάτι όχι πολύ συνηθισμένο. Θα έλεγες ότι το ευρωπαϊκό σινεμά έχει περισσότερο βάθος και ίσως περισσότερη «ψυχή» από το αμερικανικό;

Οι Αμερικανοί έχουν κάνει σπουδαίο σινεμά. Ίσως λιγότερο τις τελευταίες δεκαετίες, κατά τη γνώμη μου, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν καταπληκτικές ταινίες. Έχουν δημιουργήσει ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του κινηματογράφου. Εμείς, οι Ευρωπαίοι, κάνουμε ένα αλλιώτικο σινεμά. Έχει να κάνει και με το ότι έχουμε λιγότερα μέσα. Στην Ευρώπη, η ιδέα του auteur cinema -του σινεμά του δημιουργού- είναι ακόμα ζωντανή. Η υπογραφή του σκηνοθέτη είναι πολύ σημαντική. Στα μεγάλα αμερικανικά στούντιο παραγωγής τα πράγματα είναι πιο βιομηχανικά. Στην τηλεόραση, για παράδειγμα, ο σεναριογράφος έχει τεράστια σημασία. Ο σκηνοθέτης, βέβαια, παραμένει σημαντικός, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο όπως στην Ευρώπη. Εγώ προσπαθώ να μην μπαίνω σε σχήματα του τύπου «εμείς έχουμε ψυχή, αυτοί όχι». Υπάρχει σπουδαίο, βαθύ σινεμά και στις δύο πλευρές. Είναι διαφορετικά οικοσυστήματα.

Κάποτε είχες πει: «Είναι ωραίο να είσαι ηθοποιός, αλλά ο άνθρωπος που παίρνει όλες τις αποφάσεις είναι ο σκηνοθέτης». Αυτό ήταν που σε οδήγησε τελικά πίσω από την κάμερα;

Ναι, αλλά μου πήρε πάρα πολλά χρόνια. Ήμουν ηθοποιός από τα 16 μου. Αγαπάω τη δουλειά μου, αγαπάω βαθιά την ηθοποιία και εξακολουθώ να νιώθω ηθοποιός. Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να πάρω το θάρρος να πω: «Τώρα θα σκηνοθετήσω». Δεν είχε να κάνει μόνο με το αν ξέρω τη δουλειά – ήξερα ότι έχω γούστο, ότι καταλαβαίνω το σινεμά. Είχε να κάνει με την αυτοπεποίθηση, με το πώς βλέπω τον εαυτό μου. Νομίζω πως έχει άμεση σχέση με το ότι είμαι γυναίκα. Δεν το συνειδητοποίησα τότε, αλλά τώρα το καταλαβαίνω. Φοβόμουν ότι «δεν θα είμαι αρκετή». Ότι δεν θα έχω το δικαίωμα να σταθώ στη θέση του σκηνοθέτη. Δεν μεγάλωσα σε μια βιομηχανία που ενθαρρύνει τις γυναίκες να σκηνοθετούν. Χρειάστηκε χρόνος, εμπειρία, και μια εσωτερική δουλειά για να τολμήσω.

Πιστεύω ότι ο κινηματογράφος εξακολουθεί να έχει την ευθύνη να ανοίγει συζητήσεις για δύσκολα θέματα και να συμβάλλει στο να αλλάξει κάτι. Ίσως αυτό είναι η τελευταία μεγάλη δύναμη που του έχει απομείνει: ότι μπορεί να σου αλλάξει γνώμη.

Τι αλλάζει όταν μια γυναίκα κάθεται στην καρέκλα του σκηνοθέτη; Πιστεύεις ότι οι άνθρωποι την ακούν και την εμπιστεύονται όσο έναν άντρα;

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση γιατί η αλήθεια είναι ότι πρέπει να δουλέψεις πολύ πιο σκληρά για να σε ακούσουν. Πρέπει να βρεις μια γλώσσα που να είναι δική σου, αλλά και να φτάνει στον άλλον. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό να δουλεύεις με καλούς συνεργάτες -άντρες και γυναίκες- στους οποίους έχεις εμπιστοσύνη. Ο σκηνοθέτης, αν έχει μία δύναμη, είναι να ακούει πραγματικά και να χρησιμοποιεί τα ταλέντα των άλλων. Εγώ είμαι πολύ ανοιχτή στις ιδέες των συνεργατών μου. Ξέρω ότι οι απόψεις, η τεχνική, η τέχνη των άλλων μπορεί να γίνει η δύναμή μου. Δεν φοβάμαι να πω «αυτό που λες είναι καλύτερο από αυτό που σκεφτόμουν εγώ». Η δουλειά βγαίνει καλύτερη έτσι. Ταυτόχρονα, όμως, ακριβώς επειδή είσαι ήπια και θέλεις να ακούσεις, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να σε θεωρήσουν αδύναμη, ανασφαλή. Κι όμως, για μένα, το να ακούς είναι το αντίθετο της αδυναμίας. Είναι η πιο δημιουργική μορφή εξουσίας.

Εμείς, στον Νότο, και στην Ιταλία και στην Ελλάδα, ζούμε μέσα σε μια τρομερή ομορφιά, έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ σε αυτήν, που καμιά φορά δεν τη βλέπουμε.

Στη δεύτερη ταινία που σκηνοθέτησες, το «Euforia», ασχολείσαι με την ευθανασία. Πώς οδηγήθηκες σε αυτό το τόσο δύσκολο θέμα;

Νομίζω ότι το έκανα για πολλούς λόγους. Νομικά, ως πολίτης, με απασχολούσε βαθιά το ζήτημα της ευθανασίας. Η πρώτη μου ταινία, το «Μέλι» (2013), ήταν μια ταινία για την υποβοηθούμενη αυτοκτονία. Τότε, όλοι ήταν αντίθετοι με την ιδέα, για ευνόητους λόγους, πίστευαν πως δεν θα είναι αρκετά εμπορική. Στην Ιταλία, όπως και στην Ελλάδα, η ευθανασία δεν είναι νόμιμη. Κι όμως, μιλάμε για μια πραγματικότητα που υπάρχει. Όλο οι άνθρωποι που δούλεψαν μαζί μου ήταν απολύτως σύμφωνοι με την ιδέα, ότι αξίζει να μιλήσουμε γι’ αυτό – όχι μόνο συναισθηματικά, αλλά και πολιτικά. Ο θάνατος, ως θέμα, με ελκύει πολύ καλλιτεχνικά.

Γιατί;

Δραματουργικά, είναι ακόμη ένα τρομερά δυνατό θέμα, ακριβώς επειδή είναι ταμπού. Η σχέση μας με τον θάνατο έχει αλλάξει πολύ. Παλιά ήταν κομμάτι της καθημερινότητας. Τώρα γίνεται κάτι που το συζητάμε όλο και λιγότερο. Ταυτόχρονα, βλέπουμε το θάνατο παντού: στον κινηματογράφο, στις σειρές, στις ειδήσεις. Παρακολουθούμε βίαιους θανάτους, σχεδόν θεαματικούς. Έχουμε συνηθίσει να τον κοιτάμε σαν θέαμα, να βλέπουμε ανθρώπους να πεθαίνουν συνεχώς στη μεγάλη οθόνη. Αλλά όταν έρθει η ώρα να μιλήσουμε για το ότι είναι μέρος της ζωής μας, τότε ξαφνικά γίνεται ταμπού. Γίνεται κάτι τρομερά προσωπικό, πολύ τρυφερό, εύθραυστο. Αυτό ακριβώς με ενδιαφέρει καλλιτεχνικά. Μιλάμε συνεχώς γι’ αυτόν, αλλά ταυτόχρονα τον αρνούμαστε. Πάλεψα πολύ για να γίνει εκείνη η ταινία, το «Μέλι». Γιατί πιστεύω ότι ο κινηματογράφος εξακολουθεί να έχει την ευθύνη να ανοίγει συζητήσεις για δύσκολα θέματα και να συμβάλλει στο να αλλάξει κάτι. Ίσως αυτό είναι η τελευταία μεγάλη δύναμη που του έχει απομείνει: ότι μπορεί να σου αλλάξει γνώμη.

Θα μείνω λίγο ακόμη στο θάνατο, αλλά για να ελαφρύνω την κουβέντα. Έχω ακούσει από πολλούς ηθοποιούς να λένε ότι θέλουν να παίξουν μια σκηνή θανάτου. Εσύ, έχεις γυρίσει πολλές;

Ναι, έχω γυρίσει πολλές σκηνές θανάτου όλα αυτά τα χρόνια. Κάποιες, νομίζω, βγήκαν πολύ καλές, κάποιες άλλες λιγότερο. Δεν είναι ποτέ εύκολο. Έχω σκηνές θανάτου τόσο στο «Euforia» όσο και στο «Daughter of Mine». Κάθε φορά είναι μια καινούρια, λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην αλήθεια και στο δράμα.

Προτιμώ να θέτω ερωτήσεις, να αφήνω τον θεατή με αμφιβολίες. Να δείχνω τις αντιφάσεις, όχι να τις σβήνω. Όταν θέτεις το ερώτημα, αναγκάζεις τον θεατή να απαντήσει μόνος του. Κι αυτό είναι μια πολύ δυνατή μορφή επικοινωνίας.

Η ταινία «Daughter of Mine» ασχολείται με τους δεσμούς της οικογένειας, αλλά και τη μητρότητα, το γεγονός ότι μπορεί να είναι ταυτόχρονα τρυφερή και σκληρή, γεμάτη αντιφάσεις, αμφισημίες. Τι σε τράβηξε σε αυτό το θέμα;

Η μητρότητα -ως ιδέα, όχι μόνο ως βίωμα- είναι γεμάτη κλισέ. Εγώ δεν είμαι μητέρα, αλλά με απασχολεί πολύ η εικόνα της «καλής» και της «κακής» μητέρας, το «σωστό» και το «λάθος», το τι «πρέπει» να νιώθει μια γυναίκα, τι σημαίνει να είσαι φυσική μητέρα ή όχι. Όλα αυτά έχουν ειπωθεί άπειρες φορές, μερικές φορές εξαιρετικά. Αλλά στον κυρίαρχο λόγο -στην τηλεόραση, στα μελοδράματα, στον ρητορικό, συναισθηματικό λόγο- αυτά τα θεμελιώδη ηθικά ζητήματα συχνά αντιμετωπίζονται με έναν τρόπο ηθικολογικό. Η ηθική και η ηθικολογία είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Ως σκηνοθέτρια και ως ηθοποιός, δεν αγαπώ τις έτοιμες απαντήσεις. Δεν μου αρέσει να λέω στους ανθρώπους: «Έτσι πρέπει να νιώθεις». Προτιμώ να θέτω ερωτήσεις, να αφήνω τον θεατή με αμφιβολίες. Να δείχνω τις αντιφάσεις, όχι να τις σβήνω. Αυτό είναι πολύ πιο ενδιαφέρον για μένα. Όταν θέτεις το ερώτημα, αναγκάζεις τον θεατή να απαντήσει μόνος του. Κι αυτό είναι μια πολύ δυνατή μορφή επικοινωνίας.

Θέλω να μιλήσουμε για τη σειρά «L’arte della gioia» (Η τέχνη της χαράς) που βασίστηκε στο ομότιτλο βιβλίο της Γκολιάρντα Σαπιέντζα και γνώρισε τεράστια επιτυχία στην Ιταλία. Με έναν τρόπο σε οδήγησε στην ίδια τη Σαπιέντζα!

Η Γκολιάρντα Σαπιέντζα είναι μια συγγραφέας που θαυμάζω βαθιά. Έγραψε, μεταξύ άλλων, αυτό το μυθιστόρημα, «L’arte della gioia», που σήμερα θεωρείται cult αριστούργημα. Η αναγνώριση, όμως, ήρθε μετά τον θάνατό της. Πέρασα πέντε χρόνια από τη ζωή μου σκηνοθετώντας μια μίνι σειρά έξι επεισοδίων που βασίστηκε σε αυτό, πήγε στις Κάννες και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Όταν τελείωσα, μετά από αυτά τα πέντε χρόνια που ζούσα σχεδόν μέσα στο κεφάλι της, ήρθε ο Μάριο Μαρτόνε και μου ζήτησε να υποδυθώ την ίδια την Γκολιάρντα σε μια ταινία. Δηλαδή, αφού προσπάθησα πρώτα να σκεφτώ σαν εκείνη, να γράψω και να σκηνοθετήσω με βάση τη φωνή της, μετά κλήθηκα να γίνω η ίδια μπροστά στην κάμερα. Είναι λες και με καταδιώκει το φάντασμά της, σαν να μου λέει από εκεί πάνω: «Όχι, δεν θα με ξεφορτωθείς τόσο εύκολα». Ο τίτλος της ταινίας είναι «Fuori» και συμπρωταγωνιστώ με δύο καταπληκτικές, χαρισματικές νέες ηθοποιούς, τη Ματίλντα Ντε Αντζελις και την Ελοντί. Είμαστε οι τρεις μας μέσα σε ένα σκηνικό μεγάλης έντασης και πάθους. Είναι η ιστορία μιας γυναίκας που θέλει να ορίσει η ίδια τη ζωή της, το σώμα της και τη μοίρα της. Αυτό, για μένα, είναι κάτι βαθιά πολιτικό.

Κάθε φορά που οι γυναίκες μιλούν για την ανεξαρτησία τους, το ζήτημα είναι πολιτικό. Στην ταινία που σου χάρισε το δεύτερο βραβείο Volpi, «Per Amor Vostro», η ηρωίδα σου, μια γυναίκα που έχει θυσιάσει τα πάντα για τους άλλους, λέει: «Ήμουν ήσυχη μια ζωή. Τώρα θα κάνω φασαρία». Γιατί αξίζει να κάνουμε φασαρία σήμερα;

Από τη φασαρία πάντα βγαίνει κάτι. Πρέπει να κάνουμε φασαρία για να αλλάξουν τα πράγματα. Αλλιώς, αν είμαστε ήσυχοι και καθόμαστε στη θέση μας, τίποτα δεν κινείται. Δεν είμαι ιδιαίτερα επαναστατική με τη στερεοτυπική έννοια. Ζω και δουλεύω μέσα στο σύστημα. Αλλά πιστεύω ότι μπορείς και οφείλεις να λες όσα πιστεύεις, να υπερασπίζεσαι ό,τι θεωρείς σωστό. Η φασαρία δεν σημαίνει απαραίτητα να τα κάψεις όλα. Σημαίνει να μη συνηθίσεις την αδικία. Να μην πεις «τι να γίνει, έτσι είναι τα πράγματα». Να πεις: «Όχι, αυτό δεν μου αρκεί». Δεν θα αλλάξουμε μόνοι μας τον κόσμο. Αλλά αν κάτι μπορεί να αλλάξει, θα αλλάξει επειδή κάποιοι άνθρωποι κάποτε έκαναν φασαρία.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΛΑΝΙΔΗΣ (This Is Not Another Agency*) Fashion Director: ΕΛΙΝΑ ΣΥΓΓΑΡΕΩΣ

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below