Η Νάντια Δρακούλα γράφει. Μυθιστορήματα, σενάρια, θεατρικά. Γεννήθηκε στην Αθήνα στη γειτονιά της Νέας Σμύρνης. Σπούδασε νομική, δημοσιογραφία και θέατρο, ενώ πλέον διανύει δυναμική πορεία στο χώρο της παραγωγής στα οπτικοακουστικά μέσα. Το θεατρικό έργο της «Το σχοινάκι», με θέμα τον εκφοβισμό στο σχολείο, ανέβηκε το 2017 στη Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της «Κάμπινγκ – Τρία παιδιά και ένας σκύλος κατακτούν ένα νησί» (εκδ. Πατάκη). Η ίδια, όπως κι εμείς στο περιοδικό, θεωρεί πως συχνά τα βιβλία δεν είναι μόνο για μικρούς ή μόνο για μεγάλους. Όχι τυχαία, στο νέο, απολαυστικό μυθιστόρημά της, «Σούπερ Γκρανόλα», πρωταγωνιστούν τέσσερις γιαγιάδες που παραμένουν – παρά την ηλικία τους – τα κορίτσια που ήταν κάποτε.

Οι πρωταγωνίστριες του «Σούπερ Γκρανόλα», είναι τέσσερις γιαγιάδες. Από τι υλικά τις έπλασες; Ποια είναι η σχέση σου με την τρίτη ηλικία;

Η Ελισσώ, η Αλκυόνη, η Πέρσα και η Ουρανία είναι τέσσερις γυναίκες που διανύουν την τρίτη φάση της ζωή τους… αυτό που λέμε τρίτη ηλικία λοιπόν. Πώς ορίζουμε τη γιαγιά σήμερα; Η λέξη  μας παραπέμπει ενίοτε στην ύπαρξη εγγονιών, στην ηλικία ή στην εμφάνιση. Η αλήθεια είναι ότι προβληματίστηκα με τον ορισμό της «γιαγιάς» καθώς σήμερα τα ηλικιακά όρια έχουν μετατοπιστεί και οι γυναίκες λειτουργικά αλλά και εμφανισιακά, αν θέλεις, διαφέρουν από τις δικές μας γιαγιάδες. Κάποιες δεν θέλουν καν να τις αποκαλείς έτσι… Οπότε τα υλικά που λες είναι υλικά γυναικών που θαυμάζω ασχέτως ηλικίας. Γυναίκες με ιδιαίτερο ταμπεραμέντο που έχουν ζήσει τη ζωή τους κατά βούληση, γυναίκες που υπερασπίζονται τις επιλογές τους, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους, γυναίκες υπερ-ήρωες, μαγικές… Αγαπώ ιδιαίτερα τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας και θαυμάζω εκείνους που δεν έχουν παραιτηθεί και βρίσκουν νόημα στη ζωή τους μέσα από ανατροφοδοτούμενους στόχους.

Φωτογραφία: Νίκος Κατσαρός

 

Αισθάνεσαι ότι υπάρχει μία ανοιχτή γέφυρα ανάμεσα στην παιδική και την τρίτη ηλικία, πως οι νέοι άνθρωποι γενικότερα, τα βρίσκουν πιο εύκολα με τους παπούδες και τις γιαγάδες παρά με τους γονείς τους και ότι οι μεσήλικες χρειάζεται καμιά φορά να πληρώσουν διόδια για να τη διασχίσουν προς κάθε κατεύθυνση;

Ε ναι, φυσικά. Είναι η αρχή και το τέλος. Τα παιδιά διψούν να μάθουν τα πάντα, χαίρονται με μικρά πράγματα, απολαμβάνουν το «τώρα» της ζωής και φυσικά έχουν τεράστια ανάγκη από την αγάπη και τη φροντίδα των ενηλίκων που θα τους δώσουν κατευθύνσεις και εργαλεία για να ερμηνεύσουν τα πράγματα και να βρουν το δικό τους σκοπό. Πιστεύω ότι έτσι πρέπει να είναι μια ευτυχής συνθήκη και για έναν ηλικιωμένο άνθρωπο. Να έχει καθημερινούς στόχους και ανθρώπους δίπλα του να τον αγαπούν και να τον προσέχουν. Συμφωνώ, εν μέρει με τα «διόδια», γιατί τα παιδιά όντως επικοινωνούν περισσότερο με το συναίσθημα τους, πάρα με τη λογική διεργασία που μεταφράζεται και σε χάσμα γενεών αν θέλεις. Δεν κρίνουν και κατακρίνουν. Πάνε σε αυτόν που τους δείχνει αγάπη, τους κάνει τα χατίρια, τους δείχνει προσοχή. Είναι επίσης πιο ξεκούραστα από τους μεσήλικες, μην το ξεχνάμε αυτό. Από την άλλη, όμως, βλέπω ότι από τα τριανταπέντε και μετά ερχόμαστε πιο κοντά στους γονείς μας γιατί τους πονάμε και κατανοούμε καλύτερα τις αδυναμίες τους για τις οποίες τους κατηγορούσαμε ή δεν τους καταλαβαίναμε καθώς συνειδητοποιούμε και τις δικές μας.

Ένας από τους προβληματισμούς που διαπερνά τις σελίδες της «Σούπερ Γκρανόλα» είναι η απόδοση  δικαιοσύνης.  Τι μαθαίνουν οι γιαγιάδες σου στα παιδιά για το σωστό και το λάθος;

Πράγματι αυτό κυριαρχεί στην ιστορία μας και έχει διαβαθμίσεις. Γιατί για τον καθένα διαφέρει η αίσθηση δικαίου σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Στη «Σούπερ Γκρανόλα» οι ηρωίδες αναλαμβάνουν δράση ενάντια στη γειτόνισσα που ρίχνει τα σκουπίδια της από το μπαλκόνι μέχρι εκείνους που τρομοκρατούν πρόσφυγες, και ενάντια σε αυτούς που βάζουν φόλες σε ζώα, μέχρι αυτούς που περνάνε με κόκκινο. Στήνουν μια συμμορία, αποκτούν δυνάμεις υπερ-ήρωα και σταδιακά επεκτείνονται από τα προσωπικά τους θέματα σε ζωτικά καθημερινά προβλήματα των κατοίκων της πόλης. Δεν θα έλεγα, όμως, ότι επιδιώκω να μάθουν τα παιδιά τι είναι το σωστό και τι λάθος, γιατί θα ήταν ένα ηθικοδιδακτικό βιβλίο και μακριά από μένα κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό άλλωστε οι …Σούπερ Γκρανόλες έχουν και βασικά ελαττώματα και την πατάνε όταν αποκτούν την υπερδύναμη καθώς αυτοπαγιδεύονται στη διάκριση του σωστού και του λάθους. Κάποιες φορές τα πράγματα δεν είναι άσπρο-μαύρο, είναι πολύ πιο σύνθετα και υποκειμενικά. Αυτό όμως που μετράει, για μένα, είναι η συνέπεια στις ιδέες μας και η δράση, ο καθένας με τον τρόπο που μπορεί και τις δυνάμεις του. Αυτό, αν θέλεις, είναι μια σκέψη που θα ήθελα να περάσει στα παιδιά, ναι.

Υπάρχει κι ένα τόσο δα στοιχείο μαγικού ρεαλισμού ή όπως αλλιώς θέλεις να ονομάσεις το ζήτημα της απόκτησης υπερδυνάμεων. Γιατί πιστεύεις ότι έχουμε τόση ανάγκη από υπερήρωες; Εσύ ποια δύναμη θα διάλεγες να έχεις;

Τώρα που το λες, αν και δεν το είχα σκεφτεί πριν, φαίνεται ότι τα χρόνια που έχω περάσει διαβάζοντας λατινική λογοτεχνία έχουν γράψει στο υποσυνείδητο… Σίγουρα ισχύει σε μεγάλο βαθμό, γιατί στη «Σούπερ Γκρανόλα» ο αναγνώστης «ζει» μέσα σε γειτονιές του κέντρου της Αθήνας που σίγουρα αναγνωρίζουμε, αλλά από την άλλη οι ηρωίδες της διπλανής πόρτας δρουν με τρόπο μυστηριώδη και υπερφυσικό. Βασικά έχουμε ανάγκη από πρότυπα και από μαγεία. Τα πρότυπα σε εμπνέουν, η μαγεία σου δίνει ελπίδα και αναχαιτίζει την αίσθηση της ματαιότητας. Ζούμε σε μια εποχή που κυριαρχεί ο φόβος απέναντι σε αστάθμητους παράγοντες και η έλλειψη ουσιαστικών κινήτρων και ιδεολογιών. Δεν είμαστε μόνο σώμα που θέλει να τραφεί, να επιβιώσει, είμαστε πνεύμα και ψυχή. Αυτά πώς θα τραφούν αν δεν αναφέρονται σε κάτι; Είναι δύσκολο να αποφασίσεις ποιες θα είναι οι μαγικές σου δυνάμεις, αν έπρεπε να διαλέξω μια, θα ήθελα να μπορώ να γίνομαι αόρατη. Είμαι φύσει περίεργος άνθρωπος. Θα ήθελα να μπορώ να βρίσκομαι, να παρατηρώ, να μαθαίνω και να επεμβαίνω περνώντας απαρατήρητη. Για παράδειγμα σε ένα υπουργικό συμβούλιο, έχω περιέργεια πώς παίρνουν τις αποφάσεις και πώς (και αν) στέκονται ηθικά απέναντί τους. Αν αυτό βέβαια γίνει πολύ «απογοητευτικό» θα επιλέξω να διακτινίζομαι… (γέλια)

Η Νάντια Δρακούλα σε αποστολή για τα γυρίσματα ντοκυμαντέρ στη Ματέρα της Ιταλίας

 

Η αληθινή πρωταγωνίστρια του βιβλίου είναι η Αθήνα. Ποια είναι η σχέση σου με την πόλη, ποιες γειτονιές αγαπάς πιο πολύ και γιατί; Τι θα απαντούσες σε αρκετούς που τη χαρακτηρίζουν άσχημη πόλη ή και τριτοκοσμική;

Είμαι παιδί του νότου, έχω μεγαλώσει κοντά στη θάλασσα και αγαπώ τη Νέα Σμύρνη και το Παλαιό Φάληρο πολύ. Όμως έχω ζήσει αρκετά χρόνια στους πρόποδες του Λυκαβηττού και είναι μια περιοχή που μου πάει γι’ αυτό και επανέρχομαι. Συνήθως επιλέγω το κέντρο για να βγαίνω και να βλέπω κόσμο, απολαμβάνω την περιοχή της Ακρόπολης, το Μετς, το Κουκάκι, το Παγκράτι, γειτονιές που έχουν κρατήσει την αστική τους φυσιογνωμία και έχουν το δικό τους χρώμα, με τα μαγαζάκια τους, με την κουλτούρα, τις μουσικές, τη φρεσκάδα τους. Η Αθήνα τριτοκοσμική; Κοίτα, έχω ζήσει σε πόλεις της Ευρώπης και στη Νέα Υόρκη, ζώντας και τα εκεί καλά και κακά τους, ακόμα και των αντικειμενικά όμορφων πόλεων. Το λέω αυτό γιατί πρέπει να έχουμε μέτρα σύγκρισης για τα πράγματα. Σίγουρα είναι μια πόλη που της λείπει το πράσινο, μια αρχιτεκτονική προσέγγιση με ομοιογένεια και βασικά μια σκληρή πόλη, ειδικά απέναντι στους πιο ανήμπορους. Είναι όμως και μια πόλη με εξαιρετική γεωγραφική θέση, με ένα ανάγλυφο με λόφους και βουνά που σπάνια βρίσκεις σε πόλη, με ένα μαγικό παραλιακό μέτωπο, με ένα πολύ όμορφο ιστορικό κέντρο, μια πόλη ζωντανή και πολυσυλλεκτική που σίγουρα έχει πράγματα να κάνεις και να γνωρίσεις διαρκώς. Και αυτά δεν είναι χαρακτηριστικά δεδομένα για τις πόλεις του κόσμου.

Στο βιβλίο υπάρχει πολλή μουσική που τη συνοδεύουν οι απαραίτητες υποσημειώσεις. Είχες πρόθεση να φέρεις τους νεαρούς αναγνώστες σου σε μουσικά ακούσματα άλλων δεκαετιών; Εσύ πως έμαθες τους μουσικούς και τα τραγούδια που αγαπάς σήμερα;

Η μουσική είναι από πολύ μικρή ηλικία κυρίαρχη στη ζωή μου. Είναι η χαρά μου, η συντροφιά μου στη δουλειά, η επικοινωνία μου με τους φίλους μου, στήριγμα στα δύσκολα, είναι ο χορός που λατρεύω. Είναι μεγάλη φίλη η μουσική, αλήθεια. Οπότε έχω διαλέξει μουσικές αναφορές από ροκ των ’70s,  μέχρι ηλεκτρονικά και ποπ των ’90s και του σήμερα. Οι μουσικές που συνοδεύουν κάποιες σκηνές του βιβλίου τους δίνουν αφενός ένα ρυθμό και μια κινηματογραφική αίσθηση και αφετέρου μέσα από τις υποσημειώσεις μπορεί ένα παιδί να ψάξει και να μάθει, όπως έκανα και εγώ. Ως λάτρης της μουσικής δεν θα μπορούσα να μην έχω ανθρώπους δίπλα μου που ασχολούνται με τη μουσική και με έχουν επηρεάσει, αλλά φυσικά είναι και προσωπικό ψάξιμο, διάβασμα και εμπειρίες από φεστιβάλ, συναυλίες, πάρτι… Aκούω πολύ ραδιόφωνο και έχω κάνει η ίδια εκπομπές, είναι ένας τρόπος ζωής.

Γιατί διάλεξες να γράφεις για παιδιά; Είναι πιο αθώοι αναγνώστες, αλλά και πιο δύσκολοι, ίσως.

Καθόλου αθώοι δεν είναι… Είναι διαολεμένα έξυπνοι και παρατηρητικοί αναγνώστες και δίνουν νόημα στα πράγματα που μπορεί να μην έχει περάσει καν από το μυαλό του συγγραφέα. Προτιμώ να λέω ότι γράφω για αναγνώστες που κρατούν ζωντανή την παιδική ερμηνεία και διάσταση του κόσμου τους. Γι’ αυτό τα βιβλία μου διαβάζονται και από ενήλικες. Σε κάποια κριτική έγραψαν ότι η «Σούπερ Γκρανόλα» είναι ένα διηλικιακό page-turner…  Αν και δεν μου αρέσουν τα κουτάκια αυτό το συγκεκριμένο είναι απελευθερωτικό και ευφάνταστο. Γι’ αυτό γράφω επικοινωνώντας με τα παιδιά…

Φωτογραφία: Νίκος Κατσαρός

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below