Μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο με μουσική, αν και όχι απαραίτητα κλασική: από λαϊκή και παραδοσιακή μέχρι όπερα. Ήταν μόλις τεσσάρων όταν έτυχε να ακούσει στην τηλεόραση μια ελληνική ορχήστρα που κίνησε το ενδιαφέρον της, ιδιαίτερα ο ήχος του βιολιού. «Ο πατέρας μου και η μητέρα μου δεν ήταν σίγουροι αν θα μπορούσα να αρχίσω να το μαθαίνω σε τόσο μικρή ηλικία». Έτσι, προτού τη γράψουν σε ωδείο, ζήτησαν τη συμβουλή της νηπιαγωγού της, η οποία ήταν θετική.

Αυτά ήταν τα πρώτα βήματα της Κατερίνας Χατζηνικολάου σε μια μεγάλη καλλιτεχνική διαδρομή γεμάτη με διεθνή βραβεία (σε διαγωνισμούς όπως οι Golden Classical Music Awards, London International Music Competition, eMuse International Music Competition, Thöne International Competition), συναυλίες σε εμβληματικούς χώρους (π.χ. Philharmonie Cologne, Carnegie Hall, Tonhalle Düsseldorf, Βασιλικό Θέατρο Θεσσαλονίκης) και συμπράξεις με κορυφαίες ορχήστρες (Γερμανική Συμφωνική Ορχήστρα του Βερολίνου, Philharmonie Südwestfalen, Neues Rheinisches Kammerorchester Köln κ.λπ.). Τα τελευταία δύο χρόνια είναι η πρώτη γυναίκα μόνιμη εξάρχουσα (πρώτο βιολί, κοντσερτίνο) στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, μετά την αντίστοιχη εμπειρία της σε γερμανικές ορχήστρες (Duisburger Philharmoniker, Deutsche Oper am Rhein). Διδάσκει, επίσης, στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του ΕΚΠΑ.

Πέρα από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει κάθε βιολιστής υψηλού επιπέδου, η Κατερίνα χρειάστηκε να αγωνιστεί ακόμα περισσότερο, ενάντια στις διακρίσεις που αντιμετώπισε ως γυναίκα και Ελληνίδα στο εξωτερικό. Στα πέντε χρόνια της εγκατέλειψε με τους γονείς της τη Γοργόπη, το χωριό του Κιλκίς με το οποίο είχε συνδέσει τις πρώτες αναμνήσεις της, για να μεταναστεύσουν οικογενειακώς στη Γερμανία, όπου είχαν βρεθεί μετανάστες και οι παππούδες της. Εκεί πέρασε σχεδόν όλη της τη ζωή, «σε μια χώρα όπου ήμουν και αισθανόμουν ξένη» όπως λέει σήμερα στο Marie Claire, μέχρι πριν από δύο χρόνια, που επέστρεψε στην Ελλάδα.

Στα πέντε χρόνια της εγκατέλειψε με τους γονείς της τη Γοργόπη, το χωριό του Κιλκίς με το οποίο είχε συνδέσει τις πρώτες αναμνήσεις της, για να μεταναστεύσουν οικογενειακώς στη Γερμανία, όπου είχαν βρεθεί μετανάστες και οι παππούδες της. Εκεί πέρασε σχεδόν όλη της τη ζωή, «σε μια χώρα όπου ήμουν και αισθανόμουν ξένη», μέχρι πριν από δύο χρόνια, που επέστρεψε στην Ελλάδα.

Από την άλλη, στη Γερμανία, «που υποστηρίζει τον πολιτισμό και την κλασική μουσική», έλαβε υποτροφίες και κορυφαία μουσική παιδεία, ιδιαίτερα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπου είχε στη διάθεσή της πανεπιστήμια «υψηλού επιπέδου, με τους καλύτερους καθηγητές από όλο τον κόσμο». Ανάμεσα στους δασκάλους της ξεχωρίζει την Αμερικανίδα Monique Mead και τον Ρώσο Alexander Kramarov «με τον οποίο δουλέψαμε πάρα πολύ την τεχνική μου. Βασικά, μου έδωσε όλα τα εργαλεία που χρειαζόμουν ως μουσικός».

Ακόμα όμως και μετά τη μαθητεία με τον Kramarov, «ένιωθα ότι κάτι έλειπε μέσα μου. Είχα φτάσει σε σημείο να λέω, “ωραία, ξέρω να κρατάω δοξάρι, να κρατάω το βιολί, να παίζω καθαρά, να παράγω έναν καλό ήχο», αλλά αναρωτιόταν τι της έλειπε για να ολοκληρώσει ως καλλιτέχνις την εικόνα της, «αν ολοκληρώνεται, γιατί είναι ένας δρόμος που δεν έχει ποτέ τέλος – πάντα μπορείς να φτάσεις πιο μακριά, πιο ψηλά». Σε εκείνη τη φάση της ζωής της, στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας, ευτύχησε να έχει ως καθηγήτρια την Αριάδνη Δασκαλάκη. «Ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμουν. Πλέον δεν πήγαινα στα μαθήματα με μια ερώτηση που μου απαντούσε ο καθηγητής. Έπρεπε να ψάξω εγώ τις απαντήσεις, να βρω τον δικό μου δρόμο ως μουσικός. Η κυρία Δασκαλάκη μού έδωσε αυτή την ελευθερία».

Η Κατερίνα παρομοιάζει μια μουσική εκτέλεση με τη ζωγραφική. «Μπορεί να έχεις μπροστά σου μια μεγάλη παλέτα αλλά πρέπει να μάθεις να ζωγραφίζεις με τα δικά σου χρώματα και τις δικές σου φόρμες». Το βιολί έγινε το δικό της μέσο έκφρασης και δημιουργίας. Με μεγάλη δίψα για μάθηση από μικρό κορίτσι, δεν σταμάτησε ποτέ να αναρωτιέται: «Τι άλλο θα μπορούσα να δημιουργήσω με αυτό τον ήχο και αυτές τις τέσσερις χορδές; Γιατί κάθε όργανο έχει τους περιορισμούς του».

Το βιολί έγινε, επίσης, η σταθερή συντροφιά της. «Μεγαλώνεις, κατά κάποιον τρόπο, μαζί με το μουσικό όργανό σου. Είναι μια σχέση που διαρκώς αλλάζει, σαν ένας φύλακας άγγελος που όποτε τον χρειαστείς βρίσκεται δίπλα σου».

«Μεγαλώνεις, κατά κάποιον τρόπο, μαζί με το μουσικό όργανό σου. Είναι μια σχέση που διαρκώς αλλάζει, σαν ένας φύλακας άγγελος που όποτε τον χρειαστείς βρίσκεται δίπλα σου».

Τη δύναμη της μουσικής ένιωσε, ως ερμηνεύτρια και ακροάτρια, με έναν διαφορετικό τρόπο στις συναυλίες που έδωσε ως φοιτήτρια στο Ντίσελντορφ και υπότροφος του International Yehudi Menuhin Foundation σε φυλακές, παιδιατρικά νοσοκομεία, γηροκομεία. «Το International Yehudi Menuhin Foundation, με το μήνυμα “η μουσική θα έρθει στους ανθρώπους που την έχουν ανάγκη”, οργάνωνε συναυλίες σε χώρους εκτός από τις αίθουσες όπου έχεις συνηθίσει να ακούς κλασική μουσική». Όταν παίζεις μουσική σε ένα νοσοκομείο δεν ζεις βέβαια τη «συγκλονιστική εμπειρία» του να βγαίνεις σε μια σκηνή και «να έχεις όλα τα φώτα πάνω σου και τρεις χιλιάδες ανθρώπους μπροστά σου να σε χειροκροτούν». Μπορεί να σε παρακολουθούν «μόνο πέντε, δέκα άτομα, αλλά να διψάνε να σε ακούσουν, να έχουν ανάγκη αυτή τη μουσική». Στα γηροκομεία, «πολλοί αισθάνονται μοναξιά. Μόνο και μόνο που έρχεσαι ως μουσικός και παίζεις μια όμορφη μελωδία, σκέφτονται τα παλιά τους χρόνια. Η μουσική σε ταξιδεύει και σε κάνει να αισθάνεσαι πράγματα που ίσως έχεις ξεχάσει ότι μπορείς να αισθανθείς». Στις φυλακές, οι κρατούμενοι είναι «σαν να ρουφάν σαν σφουγγάρι ό,τι τους δίνεις. Συνήθως κάθονται και πάρα πολύ κοντά, λόγω στενότητας του χώρου, και αισθάνεσαι ως μουσικός τις αντιδράσεις τους». Στα παιδιατρικά νοσοκομεία και ιδρύματα, τα παιδιά θα αντιδράσουν αυθόρμητα, αφιλτράριστα, «θα χασμουρηθούν όταν βαριούνται και όταν τους αρέσει κάτι θα ενθουσιαστούν τόσο, που θα αρχίσουν να φωνάζουν». Εμπειρίες ανεκτίμητες, που θα ήθελε να μεταφέρει και σε ελληνικές δομές. Τη ρωτάω αν υπάρχουν σχετικά σχέδια και απαντά θετικά, «αλλά χρειάζονται χρόνο μέχρι να πραγματοποιηθούν».

Ακόμα και η μαγεία της μουσικής, ωστόσο, δεν αρκεί για να εξαλείψει τις διακρίσεις. Όταν η Κατερίνα άρχισε να συμμετέχει σε ακροάσεις στη Γερμανία για τη θέση του κοντσερτίνο, διαπίστωσε ότι έπρεπε να προσπαθήσει περισσότερο μόνο και μόνο γιατί είναι γυναίκα. «Το επίσημο μήνυμα, στη Γερμανία, στην Ελλάδα και παγκοσμίως, είναι το awareness. Αλλά δυστυχώς ακόμα κυριαρχεί, ειδικά στον χώρο της κλασικής μουσικής, ένας συντηρητισμός που συνδέει συγκεκριμένα στερεότυπα με φύλα». Ακόμα και η Φιλαρμονική του Βερολίνου μόλις πριν από δύο χρόνια, στα 180 χρόνια της ιστορίας της, επέλεξε για πρώτη φορά γυναίκα κοντσερτίνο.

«Πρέπει να αποδεικνύεις ότι όντως αξίζεις, όχι μόνο ως ερμηνευτής, γιατί σήμερα πάρα πολλές γυναίκες και άντρες παίζουν σε υψηλό επίπεδο, αλλά και για το αν μπορείς να έχεις μια ηγετική θέση», εξηγεί. «Η θέση του εξάρχοντα είναι ηγετική, είσαι ο κρίκος μεταξύ μαέστρου και ορχήστρας και εκτός από αρτιότητα στο παίξιμο θέλει και άλλα χαρακτηριστικά, ας πούμε να κρατάς ισορροπίες, να κρατάς μια ψυχραιμία και πολλές φορές να αντιδράς άμεσα, δηλαδή θέλει εσωτερική δύναμη. Δεν υπάρχει καμία προετοιμασία γι’ αυτό και νομίζω ότι ακόμα κάποιοι αμφισβητούν ότι μια γυναίκα μπορεί να ανταποκριθεί, μας βλέπουν σαν υπερβολικά συναισθηματικά όντα. Όντως έχουμε το συναισθηματικό κομμάτι μέσα μας, αλλά νομίζω ότι αυτό μας κάνει ακόμα πιο δυνατές».

«Η θέση του εξάρχοντα είναι ηγετική, είσαι ο κρίκος μεταξύ μαέστρου και ορχήστρας και εκτός από αρτιότητα στο παίξιμο θέλει και άλλα χαρακτηριστικά, ας πούμε να κρατάς ισορροπίες, να κρατάς μια ψυχραιμία και πολλές φορές να αντιδράς άμεσα, δηλαδή θέλει εσωτερική δύναμη».

Η Κατερίνα αποφάσισε να επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα, στην Αθήνα, πριν από δύο χρόνια «πρώτα απ’ όλα γιατί έχουμε μια πάρα πολύ όμορφη χώρα. Αλλά το πιο σημαντικό ίσως για μένα ήταν το να έχω γύρω μου ανθρώπους που καταλαβαίνουν την νοοτροπία μου. Μόνο και μόνο που πηγαίνω στο αρτοποιείο να πάρω ψωμί και μου κάνουν μια απλή ερώτηση -“τι κάνεις;”, “πώς πέρασες το Σαββατοκύριακο;”- μού φτάνει. Είναι όμορφο να ξέρεις ότι οι γύρω σου νοιάζονται, ο καθένας με τον τρόπο του φυσικά. Αυτή η επαφή δεν υπάρχει τόσο πολύ σε άλλες χώρες».

Ταυτόχρονα συνεχίζει να ταξιδεύει, και μέσα από τη δουλειά της. Την ημέρα της συνέντευξής μας έχει μπροστά της ένα πλούσιο πρόγραμμα ζωντανών εμφανίσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Μεταξύ άλλων, μια ετερόκλητη αλλά ενδιαφέρουσα συνύπαρξη της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών με τους Septicflesh στο Ηρώδειο (26 και 27/9, η δεύτερη soldout) και μια σόλο ερμηνεία της 15ης του Σοστακόβιτς στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (11/10). Ακολουθούν πολλές συμπράξεις στο Βέλγιο, στη Γερμανία, και μια περιοδεία στην Κίνα.

«Στην Κίνα έχω ήδη πάει τέσσερις-πέντε φορές, είναι πάρα πολύ ωραία εμπειρία» εξηγεί. «Σε σέβονται πάρα πολύ και ως καλλιτέχνη αλλά και επειδή έρχεσαι από μια ευρωπαϊκή χώρα σαν την Ελλάδα. Οι περισσότεροι γνωρίζουν τον πολιτισμό μας, τον Σωκράτη, την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και μέσα από αυτό φαίνεται πως και οι ίδιοι έχουν πολύ μεγάλο πολιτισμό – γιατί για να σέβεσαι έναν άλλο πολιτισμό πρέπει να είσαι ο ίδιος πολιτισμένος. Στην Κίνα βρήκαν τρόπο να συνδυάσουν τον αρχαίο πολιτισμό τους με όλη αυτή την τεχνολογία και τη βιομηχανία που έχουν χτίσει μέσα στον τελευταίο αιώνα, ένα πάρα πολύ καλό παράδειγμα του πώς θα μπορούσε να προχωρήσει και η Ελλάδα».

Απολαύστε την ερμηνεία του «Queen of the Night» του Mozart από την Κατερίνα Χατζηνικολάου:

Info

Περισσότερες πληροφορίες και ειδήσεις για την Κατερίνα Χατζηνικολάου: www.katerinachatzi.de

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below