Στον κόσμο του ελληνικού σινεμά αλλά και στο τηλεοπτικό τοπίο η Αλεξάνδρα Μπουσίου ξεχωρίζει ως μία από τις πιο δυναμικές παραγωγούς. Από τα τέλη των 00s έχει τη δική της εταιρία παραγωγής και εργάζεται μεταξύ Ελλάδας και Βελγίου. Εδώ και λίγους μήνες όμως, με το «Ήταν ένα ψαρόνι» (εκδόσεις Κλειδάριθμος), η Αλεξάνδρα είναι μία πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας, που γράφει για το παιδί που κάποτε υπήρξε. «Και που είμαι ακόμα», με διορθώνει, κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας ένα ηλιόλουστο πρωινό. «Έκανα παιδί λίγο πριν από τα 40 και αυτό ήταν κάτι που με βοήθησε να ξανασυναντηθώ με την παιδική ηλικία και να συνομιλήσω με τον εαυτό μου για πράγματα που μοιάζουν αυτονόητα, όπως το πρωτόγνωρο συναίσθημα που γεννιέται μαζί με το παιδί όταν γίνεσαι γονιός, αλλά και να αναγνωρίσω συμπεριφορές που πλέον μπορώ να τις κατονομάσω ως τραυματικές».

Γιατί διάλεξες ένα ψαρόνι της υποσαχάριας Aφρικής για ήρωα του πρώτου σου παραμυθιού;

Πρώτον γιατί εκεί ζουν οι καμηλοπαρδάλεις, οπότε αν ένα ψαρόνι θέλει να γίνει οδοντίατρος η Υποσαχάρια Αφρική είναι μονόδρομος. Δεύτερον, γιατί λειτουργούσε κατά τη γνώμη μου ρυθμικά στο κείμενο και δυσκολεύομαι πάρα πολύ να αντισταθώ όταν συμβαίνει αυτό. Θέλω να πω ότι τα ψαρόνια που βοηθάνε καμηλοπαρδάλεις με αυτόν τον τρόπο είναι εκ των πραγμάτων στην Υποσαχάρια Αφρική, αλλά ο λόγος που αναφέρεται στο βιβλίο είναι γιατί έτσι θεώρησα ότι ο διάλογος αποκτά ένα λίγο σουρεαλιστικό ενδιαφέρον. Η Αρκούδα δεν έχει λόγο να πει στον Ασβό ότι το ψαρόνι αυτό είναι της Υποσαχάριας Αφρικής, σε εκείνο το σημείο της ιστορίας – αλλά το λέει. Όπως συχνά κάποιος που μιλάει προσπαθεί να επικυρώσει αυτό που λέει με κάτι αληθινό μεν, ασύνδετο ωστόσο. Αυτό το micro-dosing αυθαιρεσίας με ενδιαφέρει πάντα όταν συνομιλούν δύο πρόσωπα.

Το ψαρόνι σου πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα. Ως παιδί, σου έλεγαν τι μπορείς και τι δεν μπορείς να γίνεις όταν μεγαλώσεις;

Σπούδασα όπερα και κλασική μουσική -με στήριξαν πάρα πολύ οι γονείς μου σε αυτό. Όμως δεν ακολούθησα μία καριέρα στη Λυρική, δεν ήταν άλλωστε τότε η Λυρική αυτή που είναι σήμερα. Σπούδασα παράλληλα και οικονομικά για να κάνω το χατίρι της μητέρας μου. Εργαζόμουν σε χρηματιστηριακή εταιρία, τραγουδούσα σε αναψυκτήριο, έκανα ιδιαίτερα Αγγλικών…Αλλά από την πρώτη μέρα που ασχολήθηκα με το σινεμά, που έκανα την παραγωγή της πρώτης ταινίας, τελείωσαν όλα τα άλλα. Ίσως τελικά έγινα παραγωγός γιατί αυτό ήταν που διεκδίκησα περισσότερο. Θεωρώ ότι έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε ότι μας αρέσει.

Ο υπότιτλος του βιβλίου είναι μία ιστορία θάρρους. Πώς τα πας με αυτές τις έννοιες, θάρρος, αυτοπεποίθηση, διάθεση να πας κόντρα στο ρεύμα, ή να κάνεις κάτι πρώτος…

Όλα αυτά που λες με ενδιαφέρουν πάρα πολύ. Πιστεύω ότι κανείς πρέπει να ρισκάρει πολύ και συχνά, ότι είναι βαρετό να ζεις με αυτά που ξέρεις ήδη, χωρίς περιπέτεια δηλαδή. Ταυτόχρονα η αυτοπεποίθηση είναι νομίζω μονόδρομος. Συχνά συγχέεται με τη μόστρα μίας ψευδαίσθησης μεγαλείου, αλλά είναι νομίζω κάτι πιο βαθύ και πυρηνικό ίσως. Την αντιλαμβάνομαι σαν μία πραγματική αγάπη και συμπαράσταση προς τον εαυτό μας. Νομίζω εκχωρούμε τη συμπαράστασή μας ευκολότερα στους άλλους παρά σε εμάς. Τώρα το να πάει κανείς πραγματικά κόντρα στο ρεύμα είναι μάλλον μεγάλη κουβέντα. Δεν θα τολμούσα δηλαδή να πω ότι με χαρακτηρίζει. Αλλά δεν μένω εκτός μάχης. Αυτό μπορώ να το πω. Κάποτε απέφευγα τη μάχη, τη σύγκρουση – πλέον όχι. Νιώθω ότι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου πέρασε με πολλούς φόβους. Θέλω και η κόρη μου η Μάγια αλλά κι εγώ η ίδια να βιώσουμε αυτό το βιβλίο σαν μία νίκη.

Είναι μία από τις αγαπημένες σου αρετές το να είναι κανείς θαρραλέος;

Ναι, είναι. Και το αγαπημένο μου είδος θαρραλέων είναι οι φοβισμένοι θαρραλέοι. Είναι σπουδαία αρετή το θάρρος γιατί ο φόβος είναι σπουδαίο όχημα. Αν έχεις μόνο φόβο χωρίς θάρρος, είσαι ανάπηρος. Αν όμως φοβάσαι και αναγνωρίζεις ότι ο κόσμος είναι ένα επικίνδυνο μέρος, δεν τον κοιτάς αθώα, το να είσαι θαρραλέος είναι μονόδρομος. Μου αρέσει να αντιμετωπίζω το φόβο μου σαν περιπέτεια.

Πώς ένιωσες όταν το βιβλίο σου συναντήθηκε με το αναγνωστικό του κοινό, τα παιδιά;

Ξαφνικά ήταν λες και δεν ήμουν εγώ η ίδια που είχα πάει το βιβλίο μου σε δύο εκδοτικούς, λες και δεν ήξερα για τη συμφωνία να εκδοθεί, ξέχασα ότι το είχε εικονογραφήσει ο Χρήστος Κούρτογλου, ξέχασα τα πάντα, όλα τα βήματα που με είχαν οδηγήσει ως εκεί. Όταν το είδα στο βιβλιοπωλείο, δεν μπορούσα να καταλάβω πως βρέθηκε εκεί. Το παιδί μέσα μου συγκινείται με όλα αυτά, τα πράγματα των μεγάλων που έχει πετύχει. Στην πρώτη παρουσίαση σε βιβλιοπωλείο, είχα καθίσει στο πάτωμα και άκουγα την Ευδοκία Ρουμελιώτη και τον Νικόλα Χανακούλα που διάβαζαν το βιβλίο λες και δεν το είχα γράψει εγώ.

Φωτογραφία: Νίκος Κουστένης

Εσύ, ένας άνθρωπος της εικόνας (αναφέρομαι στην ιδιότητά σου της παραγωγού), στράφηκες στις λέξεις. Τι σε οδήγησε σε αυτές;

Το ότι διαβάζω πολύ μάλλον. Αλλά το παιδικό βιβλίο έχει συνήθως το προνόμιο να εξαρτάται πολύ από την εικόνα. Χωρίς τον Χρήστο Κούρτογλου, τον εικονογράφο του βιβλίου, αυτό το «ψαρόνι» δεν θα υπήρχε.

Ομολογείς την παντοδυναμία τους; Σε έναν φανταστικό πόλεμο εικόνων και λέξεων, ποιος νομίζεις ότι θα κέρδιζε;

Τι ωραία ερώτηση! Προβοκατόρικα ίσως θα σου απαντήσω ότι οτιδήποτε συνομιλεί πρώτα με τις αισθήσεις αντί για το μυαλό, θα νικάει πάντα για μένα. Οπότε σε αυτόν τον πόλεμο θα νικούσαν οι εικόνες. Όπως όμως και σε έναν αντίστοιχο πόλεμο των αισθήσεων, απόλυτες νικήτριες θα ήταν οι μυρωδιές.

Ποιο είναι το πρώτο παραμύθι που θυμάσαι;

Θυμάμαι τον παππού μου τον Τάσο, ξαπλωμένο δίπλα μου να μου διαβάζει ένα βιβλίο με παραδοσιακά Ελληνικά παραμύθια. Δυστυχώς δεν το έχω, αλλά θυμάμαι ότι ήταν αρκετά σκοτεινό, με ελάχιστες εικόνες, φονικά, αυτοκτονίες και άλλα τέτοια κατά τα φαινόμενα τρομακτικά που όμως τα έβρισκα τρομερά γοητευτικά. Πολλά χρόνια μετά μου το θύμισε αμυδρά το «Γκιακ», του Δημοσθένη Παπαμάρκου – που είναι αριστούργημα βέβαια.

Ποια είναι η σχέση σου με το διάβασμα;

Διαβάζω πολύ και λιγότερο από ότι θα ήθελα. Εδώ και καιρό κολυμπάω ανάμεσα σε βιβλία κβαντικής μηχανικής και διηγήματα του Χούλιο Κορτάσαρ. Εκεί με βρίσκεις.

Φωτογραφία: Νίκος Κουστένης

Σου αρέσουν οι φανταστικές ιστορίες;

Είμαι οπαδός του «όσα συμβαίνουν στη φαντασία, είναι αλήθεια».

Χρειάζεσαι αυτό που διαβάζεις να έχει ένα δίδαγμα, να συμβάλει σε κάτι; (Σε τι;)

Ιδανικά χρειάζομαι αυτό που διαβάζω να μου προκαλεί κάτι που δεν καταλαβαίνω τί είναι. Ακόμα και αν καταλαβαίνω αυτό που διαβάζω, θέλω ένα μέρος του να το πιάνουν μόνο οι κεραίες μου. Όχι εγώ.

Άλλαξες ο τρόπος που βλέπεις τα παραμύθια από τότε που έγινες μαμά; Τα είδες μέσα από ένα διδακτικό πρίσμα;

Στη Μάγια, την κόρη μου, διαβάζουμε καθημερινά από όταν γεννήθηκε. Και η αλήθεια είναι ότι ακόμα και αν υπάρχει δίδαγμα στην ιστορία, δεν της το υπογραμμίζουμε. Είμαστε και οι δύο πολύ βέβαιοι ότι το δίδαγμα που ενδεχομένως αντιλαμβανόμαστε εμείς, είναι ελλιπές μπροστά στο φάσμα της πληροφορίας που μπορεί η Μάγια να αντλήσει από μία ιστορία. Έχουμε επίγνωση δηλαδή ότι προσπαθώντας ίσως να τη βοηθήσουμε, θα περιορίσουμε αυτό που μπορεί εκείνη να αντιληφθεί.

Θα ξαναγράψεις;

Ναι, ναι. Θα ξαναγράψω.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below