Κέρδισε το προσωνύμιο «η γυναίκα που μπορεί να σε κάνει γνωστό εν μία νυκτί» και συνδέθηκε με κάποιες από τις πιο λαμπερές προσωπικότητες των τεχνών, της πολιτικής και του θεάματος. Μεταξύ άλλων, ανέδειξε σε σελέμπριτι των σημερινό Αμερικάνο πρόεδρο Ντόναλτ Τραμπ, εμπόδισε το ειδύλλιο της Ελίζαμπεθ Τέιλορ με τον Αριστοτέλη Ωνάση και σχεδόν απαρνήθηκε τη στενή φίλη της Τζάκι Κένεντι, εξαιτίας του γάμου της με «αυτό τον Έλληνα», όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί.

Λίγους μήνες πριν τον θάνατο της, ο επιστήθιος φίλος της Τομ Χανκς επισκέφτηκε το πολυτελές διαμέρισμά της στην Park Avenue. Σκοπός της επίσκεψης του γνωστού ηθοποιού ήταν να διαπιστώσει αν η φίλη του είχε βολευτεί το νέο υπολογιστή που της είχε δωρίσει. Με έκπληξη ανακάλυψε ότι ο υπολογιστής όχι μόνο είχε προ πολλού αποθηκευτεί σε μία ντουλάπα, αλλά ότι η αγαπημένη της γραφομηχανή -πεντηκονταετίας και βάλε- βρισκόταν, όπως πάντα στο πάτωμα, μαζί με σκόρπιες σημειώσεις και λευκές σελίδες. Η Λιζ Σμιθ, άλλωστε, εδώ και δύο δεκαετίες αρνιόταν πεισματικά να επωφεληθεί από την τεχνολογία. Δεν λάμβανε ηλεκτρονικά μηνύματα, απαντούσε μόνο σε τηλέφωνικές προσκλήσεις, αλλά δεν είχε ούτε καν γραφείο. Από το 1949 που σχολίαζε, καυτηρίαζε, αποδομούσε ή πρόβαλε τους απανταχού σελέμπριτις, έγραφε στην άνεση του καναπέ της ή ξαπλωμένη στο πάτωμα του σπιτιού της. Ήταν μία συνήθεια που διατήρησε μέχρι τα 94 της χρόνια, όταν και έφυγε από τη ζωή, παίρνοντας μαζί της μία εποχή που είχε έτσι κι αλλιώς περάσει ανεπιστρεπτί.

Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της σε μία γειτονιά του Μανχάταν, όπου εκτός από τη θέα του Σέντραλ Παρκ και τις ακριβές μπουτίκ της Λεωφόρου Λέξινγκτον, συναντά κανείς καθωσπρέπει συζύγους πλουσίων ανδρών. Η Λιζ Σμιθ τις απεχθανόταν σχολιάζοντας τα υεπερεκτιμημένα ιδιωτικά σχολεία των παιδιών τους, την εμμονή τους με την εντατική γυμναστική και της εξαντλητική δίαιτα. «Δεν τρώνε καν! Ούτε μαρούλι, ούτε ντομάτα,παρά μόνο νερό Εβιάν με λεμόνι», σχολίαζε καυστικά, παρά το γεγονός ότι αυτές αποτελούσαν το φανατικότερο κοινό της.

Με τη Χίλαρι Κλίντον

Η Λιζ Σμιθ ήταν η μακροβιότερη αρθρογράφος παγκοσμίως. Πολύ περισσότερο, όμως, ήταν η γυναίκα που επί δεκαετίες σμίλεψε την αμερικάνικη ελίτ και τους σελέμπριτις που αυτή παρήγαγε. Εξάλλου, υπήρξε μία εποχή, κατά τη διάρκεια της οποίας για να γίνει κάποιος όνομα έπρεπε να τον συμπεριλάβει η Λιζ στη στήλη της στην εφημερίδα Daily News, μετέπειτα στη Newsday και τέλος στην New York Post. “Έχω δεχτεί αμέτρητες ανθοδέσμες, υπέροχα δώρα και ακόμα πιο υπεροχες κάρτες από επίδοξους ηθοποιούς, γοητευτικούς πλέιμ μπόι και πολλούς άλλους που ζητούσαν μία αναφορά, μία αράδα με το όνομά τους”. Αυτή ήταν, άλλωστε, που επί δεκαετίες αποτέλεσε τη γέφυρα μεταξύ των αναγνωστικού κοινού και όλων εκείνων που αυτό επιθυμούσε διακαώς να φέρει κοντά του, να κατασπαράξει κάθε λεπτομέρεια της ζωής τους.

Η ίδια παρομοίαζε το κουτσομπολιό με την αρχαία ελληνική τραγωδία, της οποίας ήταν φανατική αναγνώστρια. «Είναι μία συναισθηματική βαλβίδα απελευθέρωσης που μας επιτρέπει να εκφράζουμε μία γκάμα ανθρώπινων ενστίκτων, όπως είναι ο φθόνος, ο θυμός, η συμπόνια – και να βρούμε παρηγοριά στα δεινά των άλλων ανθρώπων».

Με τον Ντόναλτ Τραμπ. Στο διαζύγιό του με την Ιβάνκα, η Λιζ τάχθηκε μαζί της και φέρεται να είπε την ατάκα “Don’t get mad, get even”.

Η Σμιθ, παρά την ταπεινή καταγωγή της, την έλλειψη “προστάτη” (“δεν ξάπλωσα ποτέ με κανέναν που δεν ήθελα”) και την εμμονή της με τη Νέα Υόρκη που συνοδευόταν από μία αδικαιολόγητη άρνηση να επισκέπτεται το Λος Άντζελες, υπερέβη την επιρροή και την φήμη των συναδέλφων της. Οι εντυπωσιακές διασυνδέσεις της και τα καυτά κουτσομπολιά που σέρβιρε καθημερινά δεν της αρκούσαν. Άρχισε να πειραματίζεται, προωθώντας στη βιομηχανία του θεάματος δικούς της φίλους και ευνοούμενους. Το αποτέλεσμα ήταν στη δεκαετία του ’80 να κερδίσει το προσωνύμιο «η γυναίκα που μπορεί να σε κάνει γνωστό εν μία νυκτί». «Έχω πολλούς υπόψιν μου που δεν θα τους ένοιαζε αν η Λιζ σκότωνε κάποιον αρκεί να ανέφερε τα ονόματά τους στην στήλη της», είχε πει κάποτε ένας μεγαλοεκδότης. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Ντόναλντ Τραμπ, πολύ πριν ασχοληθεί με την πολιτική ή ακόμα καταπιαστεί με τα δημοφιλή ριάλιτί του. Τότε, ήταν απλά ένας νέος, φιλόδοξος και πλούσιος γόνος που επιθυμούσε διακαώς να χρησιμοποιήσει την περιουσία του για να γίνει αναγνωρίσιμος.

Μετά από πολυετή φιλία μαζί της που συμπεριελάμβανε ταξίδια και δείπνα ανά τον κόσμο, η Λίζ “τον πρόδωσε”, όταν συνασπίστηκε με τη σύζυγό του Ιβάνα στο διαζύγιό τους. Εξάλλου, αποτελεί κοινό μυστικό ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να εξασφαλίσει η πρώην σύζυγος τη δυσθεώρητη διατροφή που τελικά κατέκτησε. Λέγεται, μάλιστα, ότι η κοσμικογράφος ήταν η εμπνεύστρια της φράσης που εισήλθε και εδραιώθηκε για τα καλά στην αργκό της ποπ κουλτούρας: τη θρυλική «dont get mad, get even».

 

Η επιρροή της στην ποπ κουλτούρα δεν περιορίστηκε, όμως, εκεί. Συμβούλεψε τον Μάρλον Μπράντο να στεριώσει σε μία σχέση για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των κινηματογραφικών στούντιο. Έπινε μία φορά την εβδομάδα τσάι με τη φίλη της Νάνσυ Ρίγκαν στον Λευκό Οίκο και ακολουθούσε κατά πόδας την Τζάκι Κένεντι. Στα ημερολόγια του Άντι Γουόρχολ, που δημοσιεύθηκαν σε μορφή βιβλίου, το όνομά της αναφέρεται δεκάδες φορές. «Η Λιζ έγραψε για ένα νέο ελληνικό εστιατόριο. Αφού το συστήνει πρέπει επειγόντως να το δοκιμάσω», έγραφε ο εκκεντρικός καλλιτέχνης, αποτυπώνοντας την επιρροή που ακούσε ακόμα και στην αβάν- γκαρντ κοινότητα.

Αν και ποτέ δεν έπαψε να έχει ως βάση τη Νέα Υόρκη, η Σμιθ ταξίδεψε ανά τον κόσμο με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Αυτή ήταν που την μύησε στην Ελλάδα, στο ελληνικό φαγητό και στην αγάπη της για την αρχαία Ελλάδα. Την συνόδευσε στο ταξίδι της το 1960, όταν η διάσημη σταρ επισκέφθηκε τη χώρα μας με το νέο σύζυγό της Έντι Φίσερ. Ήταν μαζί της και στις διακοπές της ηθοποιού με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον, αυτή τη φορά με τη θαλαμηγό “Χριστίνα” στη Βενετία, το 1968. Κομβικό ρόλο, όμως, έπαιξε σε ένα ειδύλλιο που ποτέ δεν εξελίχθηκε ή επιβεβαιώθηκε. Όταν ο γάμος της Τέιλορ και του Μπάρτον περνούσε κρίση το 1972, η σταρ είχε θεαθεί πολλές φορές να τρώει μόνη με τον Ωνάση, που επίσης αντιμετώπιζε προβλήματα στον γάμο του με την Τζάκι. Τότε, οι κουτσομπολίστικες στήλες άρχισαν να βοούν για τον υποτιθέμενο έρωτα Τέιλορ-Ωνάση. Η Λιζ Σμιθ ξεκαθάρισε τις φήμες, στάζοντας φαρμάκι μέσω της στήλης της για τον Έλληνα μεγιστάνα. «Η Τέιλορ συμπαθεί τον Ωνάση και αγαπάει τα ακριβά δώρα που της κάνει. Δεν αγαπάει, όμως, τον ίδιο και δεν θα παντρευόταν ποτέ κάποιον με τον οποίο δεν είναι τρελά ερωτευμένη…»

Με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον και την Αμερικανίδα διπλωμάτη Ζαν Κιρκπάτρικ.

Η αντιπάθεια της Σμιθ για τον Ωνάση ήταν παροιμιώδης. Λέγεται, μάλιστα, ότι αυτή αποτέλεσε το εμπόδιο που απέτρεψε το ειδύλλιο της Τέιλορ μαζί του. Την είχε προειδοποιήσει ότι θα χάσει κάθε αξιοπιστία και λάμψη αν μπλέξει μαζί του. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν συμβιβάστηκε ποτέ απόλυτα με τον δεύτερο γάμο της Τζάκι Κένεντι και το γεγονός ότι από πρώτη κυρία βρέθηκε στο πλευρό του «Έλληνα», όπως συνήθιζε να τον αποκαλεί.

Όπως και να έχει, η Σμιθ ασχολήθηκε με όλους τους «rich and famous», αλλά κανείς δεν την απασχόλησε και δεν την ιντρίγκαρε περισσότερο από το κουαρτέτο των πιο “δυνατών, έξυπνων γυναικών που γνώριζε”, όπως τις χαρακτήριζε: την Τζάκι Κένεντι, τη Μαντόνα, την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και φυσικά την πριγκίπισσα Νταϊάνα. Σε αντίθεση με τους συναδέλφους της δεν βασίστηκε ποτέ σε πληροφοριοδότες ή άσπονδους φίλους των διάσημων. Ήταν η ίδια πάντα καλεσμένη στα πάρτι, στις διακοπές και στα σαλέ τους. Είχε την καλύτερη πληροφόρηση και «συγχρόνως μία υπέροχη ζωή γεμάτη ταξίδια και λάμψη».

 

Η καριέρα της, εκτός από διάρκεια, αποδείχτηκε και ιδιαίτερα επικερδής. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 το ετήσιο συμβόλαιο της άγγιζε το ένα εκατομμύριο δολάρια, πρωτοφανές για τα δεδομένα. Για την ακρίβεια 900.000 δολάρια και άλλα 100.000 μπόνους. Τρεις φορές, δηλαδή, περισσότερα από τους ανταγωνιστές της. Η Σμιθ σοκαρίστηκε όταν δεν ανανεώθηκε το συμβόλαιό της το 2009. Η New York Times αφιέρωσε τότε μία σελίδα στην αναπάντεχη αποπομπή της με τον τίτλο «η οικονομική κρίση “έφαγε” την κορυφαία κοσμικογράφοι-κουτσομπόλα της Νέας Υόρκης». Η ίδια παραδέχτηκε ότι όταν απολύθηκε από την εφημερίδα New York Post, που ανήκει στον Ρούπερτ Μέρντοχ, ζήτησε ραντεβού μαζί του, στο οποίο φυσικά εκείνος ανταποκρίθηκε. Είχαν, άλλωστε, στο παρελθόν κάνει στενή παρέα. «Ρούπερτ μπορείς να κάνεις κάτι;» τον ρώτησε. «Ξέρεις αγαπημένη μου Λιζ δεν μπορώ να επέμβω σε θέματα τέτοια». «Φυσικά και μπορείς!», είπε εκείνη γελώντας, παρασύροντας και τον ίδιο σε άκρατα χαχανητά. «Ήπιαμε ουίσκι γελάσαμε και αυτό ήταν. Τα μάζεψα και έφυγα. Ήμουν πολύ ακριβή για τη νέα εποχή των εφημερίδων. Ήμουν δεινόσαυρος», δήλωσε αργότερα. Παρά τα 86 της χρόνια τότε, βρήκε ένα νεότερο συνεργάτη και άρχισε να συνεργάζεται με διάφορες ιστοσελίδες, σε μια εκ των οποίων, μάλιστα, έγινε ιδρυτικό στέλεχος και εν μέρει ιδιοκτήτρια. Συνέχισε να αρθρογραφεί και σε διάφορες τοπικές εφημερίδες.  «Μα γιατί να βγω στη σύνταξη, αφού έτσι κι αλλιώς θα πεθάνω σύντομα», είχε πει λίγους μήνες πριν τον θάνατό της. «Ό,τι και να γίνει πάντως δεν τα πήγα και άσχημα…»

Δεν χωράει αμφιβολία ότι τα πήγε περίφημα η «μεγάλη κυρία της δημοσιογραφίας», όπως την αποκαλούσαν φίλοι και πολέμιοι. Ούτε η ίδια δεν μπορούσε να φανταστεί την εξέλιξή της, όταν είχε φτάσει δεκαετίες νωρίτερα στη Νέα Υόρκη με μία βαλιτσούλα, πέντε δολάρια και ένα χαρτί διαζυγίου. «Δεν γνώριζα τί θα φάω, πού θα μείνω και πώς ακριβώς θα βγάλω το ψωμί μου. Ήμουν, όμως, πεινασμένη. Πάντα πρέπει να είσαι πεινασμένη…»

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below