Προσπαθώ να μιλήσω για τη σχέση της Μαρίας και του Φάνη, του ζευγαριού της ταινίας μυθοπλασίας «Νέα Ήπειρος», αλλά δεν βρίσκω τις λέξεις – κάπως σαν να καλούμαι να περιγράψω ένα φυσικό φαινόμενο σε κάποιο άγνωστο, παράλληλο σύμπαν. Η Μαρία Αρζόγλου, που υποδύεται την ομώνυμη ηρωίδα, παρακολουθεί με υπομονή τις απόπειρές μου προτού σχολιάσει ότι αυτή είναι μια επιτυχία του νέου φιλμ μεγάλου μήκους του πολυβραβευμένου σκηνοθέτη Παντελή Παγουλάτου («Ιωάννα σ’ αγαπώ», «Όνειρα γλυκά»), ότι «κάθε ένας που το βλέπει λέει κάτι διαφορετικό».

Είναι μια ευκολία, μια τεμπελιά αν θέλετε, του μυαλού, όχι μόνο του θεατή αλλά ακόμα και κάποιων δημιουργών που επιχειρούν να κάνουν τέχνη, θέλοντας να περιγράψει καταστάσεις και χαρακτήρες να καταφεύγει σε υπεραπλουστευτικούς προσδιορισμούς και κατηγοριοποιήσεις, με κίνδυνο το πρόσωπο που μας παραδίδει στην οθόνη να είναι σχεδιασμένο με αδρές γραμμές σαν καρικατούρα. Όμως οι ήρωες στη «Νέα Ήπειρο» είναι τρισδιάστατοι, από σάρκα και οστά, κι αυτό είναι που την κάνει, μεταξύ άλλων, μια ασυνήθιστα ρεαλιστική κινηματογραφική εμπειρία, σαν να παρακολουθούμε από μια τρύπα στον χωροχρόνο ό,τι εκτυλίσσεται σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, ο οποίος όμως στην πραγματικότητα βρίσκεται δίπλα μας, της Ομόνοιας, όπου ζουν η Μαρία και ο Φάνης (Χάρης Φραγκούλης) σε ένα παλιό διαμέρισμα με θέα τον ακάλυπτο.

Photo: Ξένια Τσιλοχρήστου

Ο Φάνης διακινεί κλοπιμαία. Η Μαρία κάνει περιστασιακές δουλειές κυρίως κομπαρσιλίκια. Θεωρεί «καλή ευκαιρία» τη δουλειά που βρίσκει σε ένα escape room, μέσω της Μίνας (Θεοδώρα Τζήμου), ιδιοκτήτριας κομπαρσάδικου και μάνατζερ εκδιδόμενων κοριτσιών. Εκεί την πολιορκεί ο ιδιοκτήτης του escape, ο Άρης (Όθωνας Μεταξάς). Η Μίνα, έχοντας ψύχωση με τον Φάνη, του προτείνει συνεργασία για να σώσει το γραφείο της από χρεοκοπία. Ο Φάνης ανταποκρίνεται. Σκαρφίζεται μάλιστα την ιδέα παραγωγής πορνοταινιών, στις οποίες θα πρωταγωνιστεί ο ίδιος, με κορίτσια που ψαρεύει απ’ το Instagram. Με συνεργό έναν πιτσιρικά κολλητό του, τον Λουκά (Νίκος Αντωνακόπουλος), βάζει μπρος το σχέδιο. Τα δίνει όλα, όμως τα πράγματα δεν πηγαίνουν ακριβώς όπως τα υπολογίζει.

Μια ασυνήθιστη κινηματογραφική εμπειρία, σαν να παρακολουθούμε από μια τρύπα στον χωροχρόνο ό,τι εκτυλίσσεται σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, ο οποίος όμως στην πραγματικότητα βρίσκεται δίπλα μας, της Ομόνοιας, όπου ζουν η Μαρία και ο Φάνης (Χάρης Φραγκούλης) σε ένα παλιό διαμέρισμα με θέα τον ακάλυπτο.

Για τη Μαρία Αρζόγλου, η εξερεύνηση του κόσμου της ηρωίδας της ξεκίνησε όταν ανέλαβε τον ρόλο, τον πρώτο της κινηματογραφικό. «Εκεί που κάναμε τα γυρίσματα, στην οδό Γερανίου, ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι, στο περιθώριο, σαν αόρατοι – αυτοί που βρίσκονται δίπλα μας αλλά δεν τους βλέπουμε. Οπότε το ότι κάναμε εκεί πρόβες ήταν αρκετό για να αρχίσω με τον ρόλο. Παρατηρούσα γύρω μου και φανταζόμουν τι σημαίνει πραγματικά να μην υπάρχει τόπος για σένα – αυτό το βιώνουμε όλοι υπαρξιακά, αυτοί οι χαρακτήρες και κοινωνικά. Η ταινία ήταν για μένα μια πρόκληση, όχι μόνο ερμηνευτικά αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο ζω, τον τρόπο να βλέπω».

Photo: Ξένια Τσιλοχρήστου

«Δεν είναι η επιβίωση το θέμα των ηρώων της ταινίας, να βγάλουν απλώς ένα μεροκάματο. Θέλουν να ανέλθουν κοινωνικά. Να ξεφύγουν από το βρόμικο κέντρο της Αθήνας όπου η ζωή τούς φύτεψε. Χωρίς εφόδια, γίνονται αρπακτικά ανάμεσα σε αρπακτικά. Χωρίς ηθικές αναστολές. Πορνό η κοινωνία, πορνό και αυτοί. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Καθώς τα περιθώρια στενεύουν, πνίγονται από θυμό. Φορούν τον ρόλο του “κακού”, αλλά σιγά τους γκάγκστερ! Κάτι “ψευτοπίστολα” κυκλοφορούν, αστεία ποσά διακινούνται. Ψωνισμένοι λούμπεν είναι, που σουλατσάρουν ανάμεσα σε Ομόνοια και Μοναστηράκι» γράφει στο σημείωμά του ο σκηνοθέτης, ο οποίος προσθέτει: «Πάνω από όλα, όμως, πρόκειται για ένα εκρηκτικό love story. Αν υπήρχε ένας μικροαστικός περίγυρος ασφαλείας, οι ήρωες μπορεί και να τα κατάφερναν. Ταιριάζουν σε όλα. Τα κορμιά τους, τα γούστα τους. Το οικονομικό/κοινωνικό background, όμως, είναι καταλυτικό. Για να βγουν από το αδιέξοδο, κλέβουν, πουλιούνται, καίγονται… Δεν τους κρίνω, ακούω την ιστορία τους».

«Αυτοί οι ήρωες ζουν μέσα στο αναπόφευκτα βίαιο περιβάλλον του περιθωρίου, έχουν μόνο ο ένας τον άλλον και την ανάγκη τους να υπάρξουν. Αυτή θέλει να γίνει πρωταγωνίστρια και πάει σε κομπαρσάδικα, αυτός φοράει ακριβά γυαλιά και κυκλοφορεί στην Ομόνοια. Προσπαθούν πάντα να σπάσουν κάθε συνθήκη που τους περιορίζει, κάνουν ότι μπορούν, παίζουν έντονα, κάνουν πλάκα – δηλαδή η σκηνή όπου η Μαρία πετάει από το παράθυρο τα πράγματα του Φάνη είναι σαν μια ταινία στην οποία θα ήθελαν να είναι πρωταγωνιστές» σχολιάζει η Μαρία Αρζόγλου.

«Αυτοί οι ήρωες ζουν μέσα στο αναπόφευκτα βίαιο περιβάλλον του περιθωρίου, έχουν μόνο ο ένας τον άλλον και την ανάγκη τους να υπάρξουν. Αυτή θέλει να γίνει πρωταγωνίστρια και πάει σε κομπαρσάδικα, αυτός φοράει ακριβά γυαλιά και κυκλοφορεί στην Ομόνοια. Προσπαθούν πάντα να σπάσουν κάθε συνθήκη που τους περιορίζει».

»Για μένα η ταινία διακατέχεται από τρυφερότητα και αγάπη, που έρχεται πάντα μέσω της έλλειψης και της στέρησης – αυτοί οι χαρακτήρες φλέγονται από επιθυμία για να έχουν (λεφτά, μια θέση, δουλειά, φήμη, ένα σπίτι…) – ερήμην τους επιθυμούν να μη στερούνται. Κι έτσι σε όλη τη διάρκεια της ταινίας τούς βλέπεις να κατρακυλούν σε άγνωστα και για αυτούς ρεύματα και να φτάνουν εκεί που φτάνει ο κάθε άνθρωπος όταν κινείται μόνο από την επιθυμία του, να καίγονται». Η αγάπη ανάμεσα στον Φάνη και τη Μαρία λάμπει σαν πολύτιμος λίθος μέσα σε έναν γκρίζο κόσμο βουτηγμένο στην τοξικότητα, το πορνό, τις ουσίες, τον κυνισμό. Παρόλο που δεν την εκφράζουν ίσως όπως εμείς, με λουλούδια και όμορφα λόγια, ακόμα και στις πιο σκληρές σκηνές υπάρχει ένα τρυφερό άγγιγμα. Και στις ερωτικές. «Ολόκληρη η ταινία χρειαζόταν έναν πολύ λεπτό χειρισμό, έπρεπε να κινηθείς με μεγάλη ευαισθησία, τρυφερότητα, ηρεμία, ειδικά για να γυρίσεις αυτές τις σκηνές. Παίζει μεγάλο ρόλο ότι ήμουν με τον Χάρη, δεν θα μπορούσα αλλιώς».

Photo: Ξένια Τσιλοχρήστου

Με τον συμπρωταγωνιστή της είναι μαζί και στη θεατρική ομάδα Kursk, η πιο πρόσφατη δουλειά της οποίας ήταν η «Αφιέρωση» του Μπότο Στράους. «Όλοι στην ομάδα διψούν φοβερά για αυτό που κάνουν και βρίσκονται σε μια διαρκή διαδικασία αναρώτησης, αυτό είναι το πιο σημαντικό» λέει η Μαρία, η οποία ακολουθεί έναν διαφορετικό δρόμο στο θέατρο από τον πατέρα της, Κώστα Αρζόγλου.

Μεγάλωσε με τους γονείς της στη Ραφήνα, «σε ένα φοβερό μέρος, σε ένα δάσος με ξύλινες καλύβες, σαν παραμύθι. Ήρθα στην Αθήνα για να σπουδάσω και έμεινα στο κέντρο – στην αρχή παλευόταν αλλά έξι χρόνια μετά δεν μπορώ άλλο τη φασαρία, οπότε σκέφτομαι να μη μείνω εδώ για πάντα!». Ο πατέρας της την έπαιρνε στο θέατρο από μωρό ακόμα, με το καρότσι, «περνούσα πιο πολύ χρόνο εκεί παρά στο σπίτι. Μετά πήγα σε καλλιτεχνικό σχολείο, στην κατεύθυνση του θεάτρου, οπότε είχα πάντα μια επαφή με αυτό. Ο μπαμπάς μου με συμβούλευσε να μη γίνω ηθοποιός, ήθελε να με αποτρέψει, να πάω στην Αγγλία να σπουδάσω φωτογραφία, αλλά δεν ξέρω κι εγώ πώς το έκανα, ήταν κάπως σαν να μην υπήρχε άλλη επιλογή. Με βοήθησε όμως ο τρόπος που με μεγάλωσε, να έχω υπομονή, που πιστεύω ότι είναι μια από τις μεγαλύτερες αρετές, συνυφασμένη και με το θέατρο».

«Ο μπαμπάς μου με συμβούλευσε να μη γίνω ηθοποιός, ήθελε να με αποτρέψει, να πάω στην Αγγλία να σπουδάσω φωτογραφία, αλλά δεν ξέρω κι εγώ πώς το έκανα, ήταν κάπως σαν να μην υπήρχε άλλη επιλογή. Με βοήθησε όμως ο τρόπος που με μεγάλωσε, να έχω υπομονή, που πιστεύω ότι είναι μια από τις μεγαλύτερες αρετές, συνυφασμένη και με το θέατρο».

Δεν θυμάται κάποια συγκεκριμένη παράσταση που να υπήρξε καθοριστική για τη δική της καλλιτεχνική διαδρομή, αλλά στη δραματική σχολή ήταν ένας δάσκαλος, «ο Περικλής Μουστάκης, που έκανε κάτι άλλο από ό,τι είχα δει μέχρι τα 18 χρόνια μου και μου έκανε ένα “κλικ”, μου άνοιξε έναν κόσμο. Από αυτό ουσιαστικά οδηγήθηκα σε ένα σεμινάριο του Χάρη Φραγκούλη, που μετά έγινε παράσταση, η “Αντιγόνη” του Σοφοκλή. Ε, εκεί άρχισαν και τελείωσαν όλα».

Ανάμεσα στη Μαρία και τον μπαμπά της υπάρχει μια διαρκής ανταλλαγή ερεθισμάτων, που εμπνέει και τους δύο να εξελίσσονται. «Εγώ του δίνω στο στικάκι ταινίες που δεν έχει δει και ο μπαμπάς μου αναζητά πάντα τη ρίζα των πραγμάτων, οπότε σε ό,τι κι αν του πω –ας πούμε, θα ανεβάσουμε αυτό το έργο– έχει κάτι να μου δώσει να διαβάσω».

Photo: Ξένια Τσιλοχρήστου

Αισθάνεσαι ότι σε έχουν αντιμετωπίσει ποτέ διαφορετικά επειδή είσαι η κόρη του Κώστα Αρζόγλου;

«Έχω νιώσει ότι κάποιος που δεν με υπολόγιζε άλλαξε συμπεριφορά όταν έμαθε ποιος είναι ο μπαμπάς μου, όχι μόνο γιατί είναι ηθοποιός αλλά και γιατί είναι πολύ αγαπητός και σεβαστός. Νομίζω πάντως ότι ένα τεράστιο θέμα είναι το πώς φέρονται γενικά στους νέους ηθοποιούς και σε θέματα συμπεριφοράς και οικονομικά – πρέπει να πληρώνονται καλύτερα και να τους δίνεται περισσότερος χώρος στις παραγωγές, και στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Όπως και να έχει, ένας νέος ηθοποιός έχει ακόμα την περιέργεια που ένας μεγαλύτερος πρέπει να κάνει κόπο για να διατηρήσει».

Παρακολουθήστε το τρέιλερ της ταινίας «Νέα Ήπειρος»:

Παρακολουθήστε το βίντεο κλιπ του τραγουδιού της ταινίας, «Εσπερινό Φως» του Κ. Βήτα, που ερμηνεύει ο Όθωνας Μεταξάς:

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Παντελής Παγουλάτος. Σενάριο: Παντελής Παγουλάτος, Όθωνας Μεταξάς. Παραγωγός: Νίκος Μουστάκας. Διεύθυνση Φωτογραφίας: Διονύσης Ευθυμιόπουλος. Στίχοι-μουσική: Κ. Βήτα. Ερμηνεία τραγουδιού: Όθωνας Μεταξάς. Σκηνικά-Κοστούμια: Αλεξία Θεοδωράκη. Ήχος: Αντώνης Σαμαράς. Μιξάζ- Sound Design: Κώστας Φυλακτίδης. Μοντάζ: Νίκος Καλλιπολίτης, Λάμπης Χαραλαμπίδης. Cast: Χάρης Φραγκούλης, Μαρία Αρζόγλου, Θεοδώρα Τζήμου, Όθωνας Μεταξάς, Νίκος Αντωνακόπουλος, Χριστίνα Ανδρεάδου, Βίκυ Μαϊντάνογλου, Ιωάννα Κουκουζέλη.

Ευχαριστούμε το Frau Cafe Bar (Φειδίου 6, Αθήνα) για τη φιλοξενία της φωτογράφισης.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below