Τι να γράψεις πια, η επικαιρότητα σε εξαντλεί. Μαθαίνεις ότι μια γυναίκα δολοφονήθηκε από τον πρώην σύντροφό της, σφαγιάστηκε είναι η αλήθεια και μάλιστα μπροστά στα σκαλιά ενός αστυνομικού τμήματος.

Άλλη μία, είπε μια φίλη. Όχι δεν είναι άλλη μία, ποτέ δεν είναι άλλη μία. Είναι πάντα η πρώτη, κάθε φορά είναι μια καινούρια δολοφονία, και σε αυτή την περίπτωση είναι μια δολοφονία που ενώ μπορούσε να αποτραπεί, δεν αποτράπηκε.

Η δολοφονία του κοριτσιού με το γιορταστικό όνομα Κυριακή, μπροστά στα σκαλιά του αστυνομικού τμήματος των Αγίων Αναργύρων, δίπλα στο κουβούκλιο του φρουρού, έχει ξεσηκώσει τεράστια οργή, καθώς υπάρχουν πολλές επιβαρυντικές λεπτομέρειες, σχετικά με τα λάθη και τις παραλείψεις των αστυνομικών που χειρίστηκαν το περιστατικό, που με τη σειρά τους προκαλούν μια διάχυτη ανασφάλεια.

Η σφαγιασμένη από το χέρι του πρώην συντρόφου της Κυριακή, για να μην εγγραφεί στη μαύρη μοίρα των κοριτσιών που τα δολοφονούν οι πρώην ή οι νυν σύντροφοι, αφού έκανε τα πάντα σωστά. Και κυρίως έγκαιρα. Μόλις είδε τον πρώην αγαπημένο της, αφηνιασμένο να τριγυρνάει έξω από το σπίτι της, γνωρίζοντας τον βίαιο χαρακτήρα του, τράβηξε για το αστυνομικό τμήμα και μάλιστα όχι μόνη, αλλά συνοδευόμενη από έναν φίλο. Ανέβηκε τα σκαλιά μέχρι τον πρώτο όροφο όπου αγρυπνούσε η, επιφορτισμένη με το καθήκον της προστασίας της, αξιωματικός υπηρεσίας.

Ποια δικαιολογία να βρούμε για το ότι άφησαν την Κυριακή να βγει στο δρόμο, προκειμένου η ίδια τηλεφωνικά να αναζητήσει περιπολικό καλώντας στη γραμμή της άμεσης δράσης;

Ήταν μια νέα γυναίκα μόλις εικοσιδύο ετών, αλώβητη να υποθέσουμε από τα χαστούκια της ζωής. Σε αυτήν απευθύνθηκε η Κυριακή που είχε ξυλοκοπηθεί, βιαστεί, κακοποιηθεί στο παρελθόν από τον άντρα που την καταδίωκε. Η νέα γυναίκα, αστυνομικός έφερε το θέμα σε μια άλλη γυναίκα, έμπειρη αστυνομικό, επόπτρια που αγρυπνούσε μαζί της στο ίδιο αστυνομικό τμήμα. Η Κυριακή ζήτησε περιπολικό να την μεταφέρει στο σπίτι της με ασφάλεια, επειδή φοβόταν ότι ο άντρας θα της έκανε κακό. Οι δυο γυναίκες της είπαν ότι δεν υπήρχε περιπολικό να την μεταφέρει, ενώ όπως μάθαμε στην συνέχεια από δημοσιογραφική έρευνα, περιπολικό υπήρχε, όπως υπήρχε και οδηγός περιπολικού επιφορτισμένος με το καθήκον να μεταφέρει την επόπτρια για όπου χρειαστεί.

Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι οι γυναίκες αστυνομικοί δεν μπορούσαν να διαθέσουν το μοναδικό περιπολικό και να δικαιολογήσουμε την άρνησή τους, ποια δικαιολογία να βρούμε για το ότι άφησαν την Κυριακή να βγει στο δρόμο, προκειμένου η ίδια τηλεφωνικά να αναζητήσει περιπολικό καλώντας στη γραμμή της άμεσης δράσης;

Η Κυριακή βγαίνοντας στο δρόμο γνωρίζοντας ότι κινδυνεύει κάλεσε πράγματι την άμεση δράση. Η άμεση δράση δια στόματος τηλεφωνητή υπηρεσίας, απάντησε στην κλήση της αλλά αρνήθηκε και αυτός να της παραχωρήσει το περιπολικό για το οποίο η ίδια εκλιπαρούσε, πετώντας της και την εξυπνακίστικη ατάκα «το περιπολικό δεν είναι ταξί», επειδή προφανώς δεν έφτανε που της αρνήθηκε έπρεπε να την ειρωνευτεί κιόλας.

Σε όλη την συνομιλία ακούμε την Κυριακή με συγκροτημένο λόγο και μεγάλη ανάγκη. Προσπερνάει την ειρωνεία του αστυνομικού-τηλεφωνητή, δέχεται το ελάχιστο που της δίνει, δηλαδή ένα περιπολικό να κινηθεί προς την κατοικία της χωρίς αυτήν, και αρχίζει να ρωτάει τον αστυνομικό-τηλεφωνητή για την ώρα άφιξης του περιπολικού, όπου ακούμε τον αστυνομικό-τηλεφωνητή να παίζει την κολοκυθιά, απαντώντας της «Δεν γνωρίζω σε πόση ώρα».

Η Κυριακή κυνηγημένη από το φόβο της, μπροστά στην ανάγκη της για λίγη ασφάλεια δεν στέκεται σε τούτη την ασάφεια, αν και προκλητική. Του απαντάει «Ωραία. Κι εγώ τι πρέπει να κάνω; Να περιμένω στο τμήμα ή να ξεκινήσω να πηγαίνω προς το σπίτι;».

Η Κυριακή δολοφονείται, σε ανοιχτή γραμμή με την άμεση δράση, μπροστά στο κουβούκλιο του αστυνομικού φρουρού, τρία μέτρα από τα σκαλιά του αστυνομικού τμήματος.

Σε αυτή την ερώτηση, όπου ζητάει σαφείς οδηγίες από τον άνθρωπο που είναι επιφορτισμένος με την ασφάλειά της, δεν παίρνει καμιά απάντηση. Αντίθετα αρχίζει να δέχεται ερωτήσεις, τις οποίες, υποθέτω, είχε δεχθεί λίγα λεπτά νωρίτερα και μέσα στο αστυνομικό τμήμα, ερωτήσεις του τύπου, έχετε κάνει μήνυση, και τι ακριβώς θέλετε να γράψω, «Βρίσκεστε στο αστυνομικό τμήμα να γράψω;…». Ο αστυνομικός ρωτάει την πολίτη τι να γράψει, στην πραγματικότητα δεν ξέρει τι να κάνει, ούτε σε πόση ώρα να στείλει περιπολικό.

Ύστερα από λίγα λεπτά, κι ενώ οι διευκρινιστικές ερωτήσεις του αστυνομικού-τηλεφωνητή βρίσκονται σε εξέλιξη, η Κυριακή δολοφονείται, σε ανοιχτή γραμμή με την άμεση δράση, μπροστά στο κουβούκλιο του αστυνομικού φρουρού, τρία μέτρα από τα σκαλιά του αστυνομικού τμήματος.

Δολοφονείται, ενόσω μια χούφτα αναρμοδιοαρμόδιων χειρίζονται ακόμα την υπόθεσή της, παίζοντας στην πραγματικότητα καθυστέρηση, πετώντας την υπόθεση ο πρώτος στον δεύτερο κι ο δεύτερος στον τρίτο, ποντάροντας γενικώς στο ότι κάποιος κάπου σε όλη αυτή την αλυσίδα του «σε παραπέμπω» κάτι θα κάνει κι η υπόθεση θα τσουλήσει και θα φύγει μαζί με τη νύχτα της βάρδιας, χωρίς δύσκολες αποφάσεις, και πρωτοβουλίες ζόρικες με περιπολικά που δεν περισσεύουν και κορίτσια που όλο πάνε και μπλέκουν.

Κι έτσι σφαγιάζεται η Κυριακή, με τις κραυγές της να σκίζουν τη νύχτα, τις συνειδήσεις και τα παράθυρα υπηρεσίας όλων αυτών, που το πρωτόκολλο γίνεται ασπίδα προστασίας τους, κι όχι μέσον για την δημόσια ασφάλεια.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below