Το βιβλίο αυτό που έπεσε στα χέρια μου πρόσφατα, με το παλιομοδίτικο γαλάζιο εξώφυλλο έχει τίτλο Much Ado About Loving, ο οποίος είναι σίγουρα πιασάρικος, οτιδήποτε έχει να κάνει με παράφραση οποιουδήποτε πράγματος έχει γράψει ο Σαίξπηρ είναι πιασάρικο, όμως ο λόγος που εγώ τσίμπησα αμέσως ήταν επειδή διάβασα τη λέξη Γκάτσμπι στον υπότιτλο.

Όπα, για να πιάνεις στο στόμα σου τον Φιτζέραλντ μάλλον δεν είσαι βιβλίο αυτοβοήθειας, σκέφτηκα, και μετά έγραψα ένα e-mail στη συγγραφέα. Τη δημοσιογράφο Μάουρα Κέλι την ήξερα ήδη ως μπλόγκερ από τη στήλη της «A year of living flirtatiously» στο site του αμερικανικού Marie Claire, όπου έκανε ακριβώς αυτό: έγραφε τι έκανε το προηγούμενο βράδυ με κάθε απίθανο τύπο που γνώριζε στα μπαρ ή στο match.com. Επίσης είχε μια κάπως μεγαλύτερη στιγμή δημοσιότητας όταν ένα αμφιλεγόμενο σχόλιό της για το sitcom του CBS Mike & Molly με τους παχύσαρκους πρωταγωνιστές έκανε το γύρο του ίντερνετ και ξεσήκωσε comments μίσους από κάθε πιθανή οργάνωση για τα δικαιώματα των ευτραφών.

Τον καιρό που βιοποριζόταν ως συντάκτρια σχέσεων ή ξυπνούσε σε λάθος κρεβατοκάμαρες έτυχε να πάρει συνέντευξη και από έναν τύπο που λεγόταν Τζακ Μάρνινχαμ, νέο καθηγητή πανεπιστημίου και συγγραφέα βιβλίων όπως το Beowulf on the Beach: What to Love and What to Skip in Literature’s 50 Greatest Hits ή το παρόμοιας κατηγορίας Classic Nasty: A Rollicking Guide to Hot Sex in Great Books, From the Iliad to the Corrections. Κατά τα λεγόμενα της Μάουρα ο Τζακ ήταν ένας σπάνιος συνδυασμός βιβλιοφάγου και ομορφόπαιδου με εκτυφλωτικό χαμόγελο και «αρκετή γοητεία για να ρίξει ένα στρατό αμαζόνων». Και σαν να μην έφτανε αυτό, μπορούσε να απαγγείλλει με ενοχλητική άνεση αποσπάσματα από τον Προυστ ή να σου πετάξει στο φτερό ένα παράδειγμα από τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας -δικαιολογημένα, αφού είχε περάσει ένα σεβαστό μέρος της ζωής του κορφολογώντας την παγκόσμια σοφία (πτυχίο Φιλοσοφίας και Σημειολογίας, διδακτορικό στη Λογοτεχνία).

Από τότε έγιναν φίλοι και ο Τζακ άκουγε με ενδιαφέρον και κατανόηση κάθε καινούργια ιστορία ραντεβού που είχε να του διηγηθεί η Μάουρα, όπως εκείνη με τον επιστήμονα που είχε πλούσια, πυκνά μαλλιά σε κάθε φωτογραφία του στο facebook αλλά όταν εμφανίστηκε στο εστιατόριο ήταν πιο φαλακρός και από το Γκραν Κάνιον ενώ επίσης παρήγγειλε με φυσικότητα μία μπανάνα για κυρίως πιάτο. Ύστερα από ένα πάρτι όπου είχε ντυθεί πραγματικά πολύ σέξι αλλά δεν κατάφερε να σταυρώσει κουβέντα με κάποιο νορμάλ αρσενικό, παραπονέθηκε στον Τζακ: «Τι έχουν τέλος πάντων κάποιες γυναίκες που βλέπεις ότι χωρίς να είναι απαραίτητα καλλονές και χωρίς να προσπαθήσουν καθόλου γοητεύουν κάθε άνδρα στο δωμάτιο;» Εκείνος, αντί να την παρηγορήσει, πλησίασε στη βιβλιοθήκη του και έβγαλε ένα βαρύ σκονισμένο τόμο από το πάνω ράφι: «Ορίστε, πάρε. Ο χαρακτήρας της Νατάσα από το Πόλεμος και Ειρήνη θα σου δείξει πώς να γίνεις αυτό που λες».

Ρώσικες κραβατοκάμαρες
Δεν θα ήταν τόσο απλό. Αν και η Μάουρα δεν μπορούσε να αφήσει κάτω το έπος του Τολστόι -παρ’ ότι της είχαν πιαστεί τα χέρια από το βάρος- δεν κατάλαβε τι ακριβώς κάνει στο έργο η Νατάσα. (Γράφει: «Αυτή η ολοζώντανη σαπουνόπερα με τα ερωτικά της τρίγωνα, τις οικογενειακές δυναμικές και τα λάθος ζευγαρώματα αξίζει τη φήμη της ως μια από τις ωραιότερα ειπωμένες ιστορίες στον κόσμο αλλά αν υπήρχε κάτι το ιδιαίτερα αποκαλυπτικό στη συμπεριφορά της ηρωίδας, μάλλον το έχασα. Βασικά ήταν μόνο όμορφη, σωστά; Δεν είναι ότι συνειδητά έκανε κάτι για να γίνει πιο γοητευτική»). Έπρεπε να περάσει άλλο ένα χέρι τα αποσπάσματα που αφορούσαν τη Νατάσα μέχρι να καταλάβει ότι η κρυφή γοητεία της, αυτό που την κάνει αξιαγάπητη, είναι το joie de vivre της, όπως λένε οι Γάλλοι. Όπου και αν βρίσκεται, με όποιον κι αν είναι, η Νατάσα βιώνει τη στιγμή στο φουλ, ρίχνεται εκεί με όλο το θαυμάσιο ενθουσιασμό και τη χαρά της, στοιχεία που κάνουν την προσωπικότητά της να φωτίζει το χώρο σαν δυνατή ηλιαχτίδα. Τραγουδάει, χορεύει και σε μια χαρακτηριστική σκηνή βγαίνει για κυνήγι αλεπούς με ένα μάτσο άνδρες και το διασκεδάζει πιο πολύ και από εκείνους. Ο λόγος που αυτή η κοπέλα αρέσει στα αγόρια, εξηγεί ο Τζακ, το μυστικό της σαγήνης της είναι ότι Ζει. Δεν κάθεται σε μια γωνία μουτρωμένη παίζοντας με την ελιά στο μαρτίνι της.

Δύο χρόνια και αρκετή μελέτη κλασικών αριστουργημάτων αργότερα, η Μάουρα και ο κολλητός της συνυπέγραψαν το Much Ado About Loving, όπου δεν σου προτείνουν απλώς να κάνεις επανάληψη όλο τον Ντίκενς ή να καλύψεις τα κενά σου στον Χέμινγουεϊ αλλά σου υποδεικνύουν συγκεκριμένα πώς να μην επενδύεις συναισθηματικά σε ακατάλληλους για δέσμευση άνδρες χρησιμοποιώντας παραδείγματα από τα λατινικά που έμαθες στο σχολείο. Ας πούμε: η Διδώ θα έπρεπε να έχει διερευνήσει λίγο τους σκοπούς του Αινεία πολύ πριν αρχίσει να σκέφτεται σε ποιον θα μοιάζουν τα παιδιά τους. Τότε θα μάθαινε ότι αυτός ο γοητευτικός ξένος, ο περαστικός ήρωας του Τρωικού πολέμου, δεν επρόκειτο να μείνει για πολύ σπιτωμένος στο βασιλικό της μπουντουάρ στην Καρχηδόνα, αφού είχε από την αρχή ιερή αποστολή να ιδρύσει τη Ρώμη.

Το βιβλίο μιλάει για κάθε είδους ταλαίπωρη, ρομαντική περίπτωση. Όπως για μια νεαρή κοπέλα που τη σνόμπαρε ένα πλουσιόπαιδο επειδή θεωρούσε ότι δεν ήταν της τάξης του. Ή για έναν τύπο που δεν μπορούσε με τίποτα να ξεπεράσει το κόλλημά του με το ωραιότερο κορίτσι της πόλης παρ’ όλο που εκείνo τον είχε γραμμένο στα ακριβά παπούτσια τoυ. Ή ακόμα για μια μάνα που ζήλευε τόσο άρρωστα τη σχέση του γιου της που ήθελε να τον χωρίσει. Και επίσης για ένα ζευγάρι που διατηρούσε για χρόνια σχέση εξ αποστάσεως γράφοντας τεράστια γράμματα ο ένας στον άλλο, παρ’ ότι δεν είχαν καλά-καλά γνωριστεί. Έχετε κι εσείς μια γνωστή που της έχει συμβεί κάτι από τα παραπάνω; Ίσως και να μην έχουν αλλάξει τόσο πολλά στα ζητήματα της καρδιάς στο πέρασμα των αιώνων. Οι ιστορίες που μόλις αναφέραμε είναι από τις υποθέσεις των εξής διαχρονικών μυθιστορημάτων: Περηφάνια και προκατάληψη, Μεγάλες προσδοκίες, Γιοι και εραστές και Έρωτας στα χρόνια της χολέρας αντίστοιχα.
Φλάπερ και φιλόσοφοι
Όταν έγραψα στη Μάουρα, αυτό που εγώ διακαώς ζητούσα να μάθω ήταν το κρυφό νόημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Η δική μου προσωπική λογοτεχνική εμμονή ήταν δόξα τω Θεώ γεμάτη μυθικούς, μεγαλύτερους από τη ζωή έρωτες που σε ό,τι αφορά τα roaring ’20s με είχαν κάνει πιο φαντασιόπληκτη και από τον Όουεν Γουίλσον στο Μεσάνυχτα στο Παρίσι. Εκτός από το σύνδρομο golden age thinking από το οποίο μόνιμα πάσχω (αβάσιμη νοσταλγία για μια εποχή που δεν έχεις ζήσει αλλά θεωρείς καλύτερη από τη δική σου), το μυαλό μου είναι τόσο ονειροπαρμένο από παλιές εικόνες της Γαλλικής Ριβιέρας και του Λονγκ Άιλαντ, τόσο συγκλονισμένο από τις λεπτές αποχρώσεις του σύνθετου γάμου του Ντικ και της Νικόλ στο Τρυφερή είναι η νύχτα ώστε οι προσδοκίες από τις δικές μου σχέσεις να φτάνουν σε εξωπραγματικά επίπεδα.
Φυσικά, δεν είμαι η μόνη. Στην Αμερική κάθε μαθήτρια γυμνασίου αναστενάζει διαβάζοντας τον Υπέροχο Γκάτσμπι (το μυθιστόρημα είναι συχνά υποχρεωτική σχολική ύλη). Λογικό, λέει η Μάουρα: «Πόσο ρομαντικό φαίνεται αλήθεια που ένας τόσο ωραίος άνδρας με όλα εκείνα τα καταπληκτικά πουκάμισά του (πουκάμισα τόσο υπέροχα ώστε μια συγκεκριμένη γυναίκα βάζει τα κλάματα όταν τα βλέπει κρεμασμένα στο δωμάτιό του) και όλη εκείνη τη χάρη του και όλα εκείνα τα λεφτά του έχει εξελιχθεί από φτωχός στρατιώτης σε έναν από τους διασημότερους μεγιστάνες στον κόσμο με μοναδικό στόχο να κερδίσει πίσω την παλιά του αγαπημένη».
Μέχρι σήμερα, αν κάτι μου είχε διδάξει αυτό το έργο στιλιστικής τελειότητας ήταν πως ποτέ κανείς δεν μπορεί να τα έχει όλα, κάτι που ναι μεν προσπαθώ να θυμάμαι κάθε μέρα της ανικανοποίητης φύσης μου αλλά επιλεκτικά ξεχνάω όταν σκέφτομαι ότι αυτά που έκανε ο Τζέι Γκάτσμπι για την Ντέιζι Μπιουκάναν είναι κάπως απίθανο να τα περιμένεις από έναν άνδρα στην αληθινή ζωή (ο πρώην σου με τον οποίο έχεις ανοιχτούς λογαριασμούς επιστρέφει, χτίζει μια βίλα μυθικών διαστάσεων στη γειτονιά σου, δίνει τα πάρτι του αιώνα και σε διεκδικεί με τρέλα -παρεμπιπτόντως, μοιάζει και στον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, όπως στην ταινία).
Για φαντάσου όμως να σου ‘ρθει στ’ αλήθεια ένας τέτοιος τύπος, λέει η φίλη μας. Να μετακομίσει απέναντι από το σπίτι όπου ζεις με τον άνδρα και τα δύο παιδιά σας ενώ έχεις να τον δεις χρόνια. Θα ήταν ρομαντικός ή μήπως θα ήταν stalker; «Σκέψου δύο φορές πριν ζητήσεις διαζύγιο για να το σκάσεις μαζί του διότι, όπως λέει και ο Νικ Κάραγουεϊ, ο αφηγητής του βιβλίου, ο Γκάτσμπι δεν ήταν ερωτευμένος με την Ντέιζι, ήταν ερωτευμένος με μια χίμαιρα που είχε δημιουργήσει, με μια φαντασίωση». Γι’ αυτό και βρήκε κακό τέλος. Η απομυθοποίηση του Γκάτσμπι είναι σε αυτή την περίπτωση κάπως ανακουφιστική (δεν πειράζει που ποτέ δεν θα σου κάτσει τώρα που δεν είναι τέλειος, είναι απλά τρελός), αν και ακόμα παλεύω να συγχωρήσω τη Μάουρα που με έκανε να τον δω σαν ψυχάκια.

Έχεις γράμμα
Το πιο εφαρμόσιμο ίσως κεφάλαιο του βιβλίου είναι το τι μας μαθαίνει η κλασική λογοτεχνία για τα φλερτ του ίντερνετ. Χρήσιμο ανάγνωσμα εδώ υποτίθεται πως είναι ο Έρωτας στα χρόνια της χολέρας, όπου οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες αγαπιούνται δι’ αλληλογραφίας. Αλληλογραφούν για χρόνια και χρόνια έχοντας δει ο ένας τον άλλο ελάχιστα και μάλιστα ως γνωστόν εκείνη είναι παντρεμένη. Αφού έχουν ερωτευτεί τρελά και παράφορα, σε κάποιο σημείο της ιστορίας η Φερμίνα βλέπει από μακριά τον Φλορεντίνο στην αγορά της πόλης και της φαίνεται αποκρουστικά χλομός, σαν άρρωστος (στην πραγματικότητα αυτό από το οποίο πάσχει είναι ο ανεκπλήρωτος έρωτας). Αν και το ζευγάρι ευτυχεί τελικά στα γεράματα (και φυσικά το έργο του Μάρκες είναι πολλά παραπάνω από ένα απλό love story απωθημένου έρωτα), θα μπορούσε να σου μαθαίνει και αυτό: μη χάνεις πολύτιμο χρόνο ανταλλάσσοντας υπερβολικά πολλά mail με τον τύπο που γνώρισες στα social media. Δώσε του κάπου ραντεβού.

Όλα αυτά με την επιφύλαξη ότι οι μεγαλύτεροι συγγραφείς του κόσμου δεν είναι πάντα οι κατάλληλοι σύμβουλοι σχέσεων. Πάρε παράδειγμα την προσωπική ζωή μιας γυναίκας συγγραφέα, μας θυμίζει η Μάουρα, με την οποία έχουν κατά καιρούς ονειρευτεί δισεκατομμύρια κορίτσια -και αρκετά αγόρια- και η οποία έχει υπάρξει πηγή παρηγοριάς για κάθε πονεμένη single εκεί έξω από το 19ο αιώνα μέχρι την Μπρίτζετ Τζόουνς. Οι ηρωίδες των βιβλίων της ταλαιπωρούνται λίγο στη διαδικασία εύρεσης συζύγου αλλά στο τέλος ανταμείβονται κερδίζοντας κάποιον σαν τον Κόλιν Φερθ και ζουν ευτυχισμένες ever after. Όμως η ίδια η μυθιστοριογράφος δεν παντρεύτηκε ποτέ. Όταν μάλιστα η ανιψιά της ζήτησε τη γνώμη της για έναν υποψήφιο γαμπρό, την προέτρεψε να κάνει το ίδιο: «Μη δεσμευτείς περισσότερο και μη δεχτείς την πρόταση, εκτός αν σου αρέσει στ’ αλήθεια. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να παντρεύεσαι χωρίς αγάπη». Μία από τις ηρωίδες της επαναλαμβάνει σχεδόν τα ίδια λόγια όταν απευθύνεται στην αδελφή της, τη Λίζι, στο Περηφάνια και προκατάληψη. Η συγγραφέας βέβαια ήταν η Τζέιν Όστιν.
Δεν ξέρουμε τι απέγινε η ανιψιά της, πάντως για την ίδια την Όστιν ο Ντάρσι που περίμενε δεν ήρθε ποτέ.Ο Τολστόι, που τόσο πετυχημένα περιγράφει την εκπλήρωση και την ευτυχία, ήταν ένας κακός, ψυχρός σύζυγος για τον οποίο η γυναίκα του γράφει στο ημερολόγιό της: «Του δίνω τόση αγάπη και η καρδιά του είναι από πάγο». Και ο Ντίκενς, που σε κάνει να κλαις με λυγμούς όταν μιλάει για την αφοσίωση, την καλή καρδιά και την οικογενειακή ζεστασιά, παράτησε τη μεσήλικη γυναίκα του με την οποία είχε δέκα παιδιά επειδή ερωτεύτηκε μια 18χρονη

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below