Λέο!» ακούγεται η ζεστή, βαθιά κοντράλτο φωνή της, το «βιολοντσέλο» όπως την αποκαλούσε ο Μάνος Χατζιδάκις. Απευθύνεται στο λευκό Πορσελέν με τα κρεμαστά αυτιά – το υιοθέτησε επί COVID από κάτι γείτονες. Χωρίς να μετακινείται από τη θέση της στον καναπέ, σε μια μεζονέτα συνειδητά προσδεδεμένη στα 70s, η Μαρία Φαραντούρη ενορχηστρώνει με γενναιοδωρία τα πάντα: σκυλιά και γατιά που μπαινοβγαίνουν, το team του Μarie Claire που έχει έρθει για τη φωτογράφηση, τον γιo της Στέφανο που έχει έρθει για επίσκεψη, τα τηλέφωνα που χτυπούν, τον σύζυγό της Τηλέμαχο Χυτήρη που σερβίρει καφέ και φρουί γλασέ κουμκουάτ από την πατρίδα του, την Κέρκυρα. Γοητεύεται κανείς από το πώς αυτή, η ιέρεια του Μίκη Θεοδωράκη, η «Μαρία Κάλλας του λαού», η κορυφαία ερμηνεύτρια που έχει μοιραστεί τη σκηνή με τη Μερσέντες Σόσα και τη Ζιλιέτ Γκρεκό, παραμένει τόσο προσηνής αλλά και τόσο προσγειωμένη στο παρόν.

Κυρία Φαραντούρη, το τραγούδι περνάει κρίση σήμερα;

Ολες οι τέχνες. Παρότι έχουμε π.χ. σπουδαίους θιάσους, από ασφάλεια όλοι πάμε στο κλασικό θέατρο. Είτε στο δικό μας, την αρχαία τραγωδία δηλαδή, είτε στα μεγάλα ξένα κλασικά έργα. Δεν γράφεται τίποτα καινούριο που να εκφράζει την κρίση αξιών που βιώνουμε. Οι διεκδικήσεις που γίνονταν μέσα από έναν αγώνα στο παρελθόν δεν υπάρχουν πια. Ζούμε σε μια πολύ περίεργη και αβέβαιη εποχή. Τώρα και με την Τεχνητή Νοημοσύνη, μιλάμε για τρομακτικές αλλαγές.

Πώς επιδρά αυτό πάνω στη μουσική;

Ασφαλώς και στη μουσική τα ερεθίσματα είναι διαφορετικά. Ωστόσο, πάντα θα υπάρχει ο γνήσιος μουσικός που θα βάλει το μυαλό, την έμπνευση, τη γνώση του μαζί με το ταλέντο για να βγάλει κάτι. Εγώ δεν τα ισοπεδώνω, σε όλα τα είδη μπορείς να δεις παραδείγματα που ξεχωρίζουν. Ακόμα και στη ραπ, π.χ., θα δεις ευαισθησία από έναν νέο άνθρωπο που εκφράζει την οργή του (δεν θα πω το ίδιο για την τραπ που είναι ένα χυδαίο, μπρουτάλ πράγμα που συχνά υποκινεί σε βία). Η διαφορά είναι ότι σήμερα ένα έργο δεν έχει την ίδια απήχηση που είχε σ’ εμάς τότε. Γιατί δεν υπάρχουν δισκογραφικές εταιρείες, δεν υπάρχουν όλα αυτά που βοηθούσαν το τραγούδι.

To «καταφύγιό» της (από το 1979) είναι γεμάτο βιβλία, πορτρέτα της, μουσική και σουβενίρ από τη ζωή και την καριέρα της.

Ζούμε την εποχή της παντοκρατορίας του εύκολου στο τραγούδι;

Είναι η μπίζνα της νύχτας που, ενώ είχε υποχωρήσει κάποια χρόνια, ξαναβγαίνει στην επιφάνεια. Και είναι πιο εφήμερα τα τραγούδια, αν και, επιμένω, γίνονται και ωραίες δουλειές. Απλά για το κέρδος δίνουν προτεραιότητα στο εφήμερο. Αυτό που επιδιώκεται στο τραγούδι στα νυχτερινά κέντρα κ.τ.λ. είναι να φτιαχτεί κάτι ρηχό. Για να φύγει γρήγορα και να έρθει το επόμενο. Οπότε εκείνοι που υπηρετούν αυτό το είδος του τραγουδιού είναι αναγκασμένοι να ακολουθούν.

Αλήθεια, οι άνθρωποι τραγουδούν σήμερα; 

Νομίζω ότι δεν έχουν χρόνο πια. Το τραγούδι ήταν κάποτε ένας μοναδικός, αν όχι ο μόνος, τρόπος να ψυχαγωγηθεί ο κόσμος. Είχε μαζί του μια ψυχική επαφή. Εδινε την ψυχή του όταν τραγουδούσε π.χ. ένα συλλογικό τραγούδι στην ταβέρνα, αλλά και όταν ερωτευόταν, όταν πονούσε, όταν διαμαρτυρόταν. Οχι, δεν τραγουδάνε οι άνθρωποι όπως παλιά. Γυρίζουν από το πρωί έως το βράδυ στη δουλειά, τα παιδιά από εδώ και από εκεί, χάνονται οι προσωπικές σχέσεις. Οι κοινωνικές ανισότητες δημιουργούν προβλήματα και μέσα στην οικογένεια. Γι’ αυτό άλλωστε βλέπουμε αυτή την τεράστια κρίση. Τη βία ακόμα και από μικρά παιδιά. Το ξύλο στα σχολεία.

Μήπως και παλαιότερα δεν υπήρχε μπούλινγκ απέναντι στους πιο αδύναμους;

Στην εποχή μου, όχι. Πάρτε εμένα που είχα την πολιομυελίτιδα. Δεν γινόταν καν υπαινιγμός! Τίποτα! Ποτέ! Το συνήθιζαν ότι μπορεί να υπάρχουν και παιδιά που να μη βλέπουν, να μην ακούν καλά ή που να έχουν, όπως εγώ, μια μικρή ανισορροπία στο περπάτημα.

Πιστεύετε ότι για όλη αυτή τη βία ευθύνεται ο εσωτερικευμένος φόβος των τελευταίων ετών;

Περισσότερο ευθύνεται η κακοποίηση που βιώνουν οι άνθρωποι μέσα στο σπίτι τους. Τα προβλήματα στα ζευγάρια, είναι γεγονός, επιδεινώθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Αυτό το κλείσιμο ήταν συγκλονιστικό! Αλλά δεν είναι η αιτία. Μια μερίδα ανδρών φοβούνται ότι χάνουν το κύρος τους και ζητούν να επιβληθούν μέσω της βίας. Και για τις γυναικοκτονίες είναι πολλοί οι λόγοι, κοινωνικοί, οικονομικοί αλλά και αισθητικοί – όλα αυτά τα εγκλήματα από τα οποία βρίθει η βιομηχανία του θεάματος. Παρότι η γυναίκα απελευθερώθηκε και κατέκτησε με τους αγώνες της αρκετά δικαιώματα, βλέπουμε αυτή την κατάσταση και δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε: ποια είναι τελικά σήμερα η θέση της γυναίκας;

Εξουσιάζει τα συναισθήματά της; Εξουσιάζει το σώμα της; Τον εαυτό της; Θέτω το ερώτημα, χωρίς να μπορώ να το απαντήσω.

Εσείς τάσσεστε υπέρ του δικαιώματος των ομόφυλων ζευγαριών στο γάμο;

Δεν το συζητώ! Και αυτό όχι επειδή προέκυψε τώρα. Εμείς πάντοτε το πιστεύαμε. Εγώ είμαι πολίτης του κόσμου! Από δεκαέξι χρόνων γυρίζω την υφήλιο. Και βλέπω πως λειτουργούν οι κοινωνίες. Εδώ πάντοτε ερχόμαστε πιο πίσω, σε πολλά θέματα έχουμε έναν συντηρητισμό στην Ελλάδα, χρειάζεται περισσότερος χρόνος. Στον καλλιτεχνικό κόσμο που είναι πιο ανεκτικός δεν κοιτούσαμε τη σεξουαλική ταυτότητα του καθενός. Ηταν ο χαρακτήρας που μετρούσε, το ταλέντο. Ομως έξω από αυτόν τον κόσμο οι άνθρωποι ήταν πολύ μαζεμένοι, δεν μπορούσαν να εκφράσουν αυτό που είναι. Αυτά έχουν ξεπεραστεί, αν και όχι εντελώς. Είδατε τώρα στις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις ότι ο κόσμος έχει αρχίσει να αλλάζει. Θα χαρώ αν καταφέρουμε ως Πολιτεία να ξεπεράσουμε, να μεταρρυθμίσουμε, να προχωρήσουμε. Δεν μπορεί άλλες χώρες να έχουν λύσει τέτοια θέματα και εμείς να ζούμε στον Μεσαίωνα -τρόπος του λέγειν- και να σκεφτόμαστε πώς και τι.

Εσείς η ίδια ήσασταν αρκετά μπροστά από την εποχή σας. Πρώτα κάνατε το γιο σας, τον Στέφανο, και μετά παντρευτήκατε, έτσι δεν είναι; 

Ναι. Ηταν μια άποψη. Οτι η συντροφικότητα, το να βρεις τον άνθρωπό σου, είναι το σημαντικότερο. Απλά μπαίνοντας στην ελληνική κοινωνία αναγκάζεσαι να συμβιβαστείς.

Το σχέδιο δηλαδή ήταν να μην παντρευτείτε καθόλου;

Κάπως έτσι… Να κάνουμε ένα σύμφωνο γάμου… Μετά όμως πήγαμε στο δημαρχείο και κάναμε πολιτικό γάμο. Μόλις ξεκινούσε τότε αυτό. Εμείς το θεωρούσαμε κάτι διεκπεραιωτικό, άντε να υπογράψουμε, να τελειώνουμε. Η ουσία ήταν στη σχέση μας και στο πώς την αντιμετωπίζαμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι θέλω να πάω κόντρα σε εκείνους που επιθυμούν όλο το τελετουργικό. Για πολλούς είναι η μεγαλύτερη στιγμή της ζωής τους. Αν και η νέα γενιά δεν παντρεύεται ή το καθυστερεί.

Εχετε καταφέρει κάτι παράδοξο για μια καλλιτέχνιδα αυτού του μεγέθους: έναν μακροχρόνιο γάμο. Τι τον κράτησε; 

Από μικρή είχα εκπαιδευτεί στο να είμαι ελεύθερη και να μην αντιμετωπίζω το γάμο σαν φυλακή. Το ίδιο πίστευε και ο άντρας μου, ο Τηλέμαχος Χυτήρης (σ.σ.: ο πολιτικός και ποιητής). Συμφωνήσαμε ο καθένας να απολαμβάνει τα ενδιαφέροντά του, τα πλαίσια ελευθερίας του, τους δικούς του φίλους. Βεβαίως, έχουμε και κοινούς φίλους και συναντιόμαστε και χαιρόμαστε… Ποτέ όμως δεν θα παρέμβει ο ένας στον προσωπικό χρόνο του άλλου. Ο Τηλέμαχος π.χ. θέλει να γράφει, να μελετάει… Και εκείνος επίσης δεν παρεμβαίνει στα δικά μου, αν και φυσικά ζητάω τη γνώμη του σε διάφορα θέματα. Περάσαμε και τις κρίσεις μας. Σκεφτείτε ότι είμαστε μαζί από το 1968, όταν πήγα στη Φλωρεντία για συναυλίες. Παντρευτήκαμε όταν γέννησα τον γιο μου, πριν από 39 χρόνια.

Είστε δηλαδή μαζί 56 χρόνια! Θα λέγατε ότι σήμερα υπάρχει ευκολία στο να εγκαταλείψεις μια σχέση; Παλαιότερα γινόταν μεγαλύτερη προσπάθεια;

Και υποχωρήσεις πολλές. Στα χρόνια μου η γυναίκα δεν είχε ακόμα ανοίξει τα φτερά της.

Εκείνο που ίσως δεν έχει ακόμα ξεπεραστεί είναι οι ανισότητες στο μεγάλωμα των παιδιών, η εσωτερική πάλη της εργαζόμενης μητέρας. Εσείς ως καλλιτέχνις τη βιώσατε;

Ναι, έντονα. Και ενοχές ασφαλώς. Τα πρώτα χρόνια το έπαιρνα μαζί το παιδί, αλλά, εντάξει, δεν μπορείς και συνέχεια. Και μετά είχα έναν άνθρωπο εδώ, καθότι και ο Τηλέμαχος είχε τη δική του πορεία στην πολιτική… Και ναι, υπήρχαν δυσκολίες. Για μένα ένα διάστημα ήταν απαιτητικό, αλλά σταδιακά προσπάθησα να τα συγκεράσω. Προσέξαμε να είμαστε κοντά του, να του δίνουμε ποιοτικό χρόνο. Ετσι είναι τα πράγματα. Δεν μπορείς ποτέ να πεις ότι όλα είναι ιδανικά.

Ποια φιλοσοφία ζωής θελήσατε να περάσετε στο γιο σας;

Αίσθηση ελευθερίας. Του έδωσα -και ο πατέρας του και εγώ-κατευθύνσεις αλλά ποτέ δεν τον δέσμευσα – «να κάνεις αυτό για μένα, να κάνεις οικογένεια για μένα, σε έχω ανάγκη» κ.τ.λ. Οχι, τον άφησα ελεύθερο. Και έχει απόλυτη συνείδηση της ελευθερίας του. Σήμερα είναι και ο ίδιος μουσικός, της πρωτοποριακής, experimental τζαζ. Με συγκινεί που έγινε ό,τι εκείνος ήθελε.

Η λέξη «καραντίνα» με την οποία οι περισσότεροι εξοικειωθήκαμε πρόσφατα δεν ήταν πρωτόγνωρη για σας, έτσι δεν είναι; 

Ναι, μόνο που όταν τη βίωσα ήμουν πολύ μικρό παιδί, δυόμισι χρόνων, δεν είχα συνείδηση. Το μικρόβιο εκδηλώθηκε με γρίπη, πολύ πυρετό κ.τ.λ. Οταν πέρασε η γρίπη πήγα να περπατήσω και δεν μπορούσα. Το πήραμε εγώ και δύο-τρία άλλα παιδιά στη γειτονιά που δεν προλάβαμε να κάνουμε το εμβόλιο κατά της πολιομυελίτιδας. Ηταν το ‘50-51.

Μνήμες από εκείνη την περίοδο έχετε;

Πολύ λίγες, από το νοσοκομείο. Θυμάμαι ότι δεν άφηναν τους γονείς μου να μπουν μέσα. Με έβλεπαν από ένα παράθυρο και φώναζαν «Μαιρούλα, Μαιρούλα!». Ημουν ένα χρόνο στο Παίδων. Μετά που γύρισα στο σπίτι δεν μιλούσα. Ξέρετε τι σημαίνει να αποχωρίζεσαι δύο χρόνων τους γονείς σου; Σιγά-σιγά με την αγάπη και την αγκαλιά τους άρχισα να μιλάω. Είχα έναν πολύ ευαίσθητο πατερούλη. Κεφαλονίτη. Και όταν ερχόταν από τη δουλειά στο σπίτι μας, στη Νέα Ιωνία, με έπαιρνε στα πόδια του, έπινε το κρασάκι του και μου τραγουδούσε.

Τον κουβαλάτε μέχρι σήμερα αυτόν τον πρώιμο αποχωρισμό;

Το έχω δουλέψει, το έχω αναλύσει με ειδικό. Και ασφαλώς πάντα σε συνοδεύει μία ανασφάλεια. Δεν μπορούσα π.χ. το σκοτάδι. Πάθαινα πανικούς. Αλλά σιγά-σιγά το ξεπέρασα και χάρη σε αυτή την όμορφη συντροφικότητα με τον Τηλέμαχο, αισθάνθηκα μια ασφάλεια. Ακόμα και στις δύσκολες στιγμές. Γιατί, ξέρετε, η πολιομυελίτιδα δεν σε εγκαταλείπει ποτέ.

Ηταν μόνο το μεγάλο σας δώρο, η φωνή, που αντιστάθμιζε το κινητικό πρόβλημα ή υπήρχε και κάτι άλλο που σας βοήθησε να αντεπεξέλθετε; 

Ο χαρακτήρας μου και το πώς με μεγάλωσαν οι γονείς μου. Αλλά κυρίως το πάθος μου με τη μουσική, το οποίο διαφαινόταν από πολύ νωρίς. Από τριών χρόνων παιδάκι που άκουγα ραδιόφωνο και τραγουδούσα. Στο σπίτι η μουσική μας ήταν μπελ κάντο, καντάδες κ.ο.κ., αλλά και η κλασική με συνέπαιρνε. Τα ξαδέλφια, π.χ., μου έφερναν και άκουγα Βέρντι. Ακουγα και θέατρο, π.χ. την εκπομπή «Το θέατρο στο μικρόφωνο» του Αχιλλέα Μαμάκη. Μετά που βγήκα από το νοσοκομείο έτρεχα κι εγώ για παιχνίδι στη γειτονιά. Και μετά που πήγα στο εξωτερικό δεν το σκεφτόμουνα. Οταν είσαι νέα… Ημουν και αδύνατη και είχα βρει ισορροπίες. Σιγά-σιγά όμως, με το χρόνο, έχει δυσκολέψει… Αλλά περπατάω, κάνω φυσιοθεραπεία, γυμναστική. Εχω μάθει να ζω με αυτό. Και είναι τύχη ή ευλογία, δεν ξέρω πώς να το πω, ότι έχω αυτή την αγάπη για τη μουσική και το τραγούδι. Μετά ήταν και το υπέροχο ταξίδι που έκανα με έναν Μίκη Θεοδωράκη. Τόσο ωραίο, τόσο πυκνό, με τις ομορφιές του και τα δύσκολά του, σε γέμιζε και ξεπερνούσες όλα τα άλλα προβλήματα.

Επειτα από αυτό το ταξίδι πώς ζείτε τη σημερινή περίοδο της απομάγευσης;

Μπορώ να συγκρίνω – και είναι μεγάλο το χάσμα. Αλλά δεν θέλω να το αντιμετωπίσω νοσταλγικά. Γιατί θα με σταματήσει από το σήμερα. Και επειδή και τώρα που μεγάλωσα κάπως βοηθήθηκα και η φωνή μου διατηρήθηκε – αν και βεβαίως, με τον χρόνο πάντα αλλάζει…

Ολο αυτό δεν σταμάτησε ποτέ και εκεί διαπιστώνεις ότι δεν έγινα τραγουδίστρια μόνο επειδή βρέθηκε ο Θεοδωράκης και υπήρξε αυτή η σύμπτωση των μεγάλων ταξιδιών και των μεγάλων τραγουδιών. Ηταν μια βαθιά υπαρξιακή ανάγκη μου.

Είπατε στον αποχαιρετισμό σας προς τον Μίκη Θεοδωράκη ότι είχε την τύχη να ζήσει, πριν φύγει, την αθανασία του. Δεν είναι κατάρα να ζεις μετά την αποθέωση;

Η τέχνη του Μίκη είναι φτιαγμένη από γερά υλικά. Τραγουδήσαμε την ελληνική ποίηση σε ολόκληρο τον κόσμο. Τραγουδήσαμε τον παλμό της Ιστορίας. Αυτό που εσείς λέτε «αποθέωση» εγώ το σκέφτομαι σαν μια βαθιά επικοινωνία που είχε το έργο του Μίκη με τον κόσμο. Γι’ αυτό πιστεύω ότι τα τραγούδια μας ταξιδεύουν στο χρόνο και θα κερδίσουν καινούρια ακροατήρια στο μέλλον. Αυτό, λοιπόν, είναι ευλογία για έναν καλλιτέχνη και όχι κατάρα.

Εσείς δεν κινδυνέψατε ποτέ να αυτοκαταστραφείτε μέσα στο μύθο σας;

Είχα από μικρή συνείδηση της αφοσίωσής μου στη μουσική. Ετσι, είχα μια ήσυχη αντιμετώπιση. Είχα φυσικά παρέες, συναντήσεις, τις τέχνες, τα βιβλία, όλα αυτά που δημιουργούν μια ασφάλεια. Ισως να είναι και ο χαρακτήρας μου, ίσως και ο σύνδεσμός μου με τον Τηλέμαχο να συνέβαλαν στο να έχω ισορροπία. Γι’ αυτό δεν «ξέφυγα». Δεν μου ήρθε ξαφνικά, σαν καριέρα, για να το ρίξω π.χ. στα ποτά, στις καταχρήσεις. Εντάξει, ορισμένοι καλλιτέχνες λίγο ξεφεύγουν. Ζει, ξέρετε, περίεργα ο καλλιτέχνης. Και δεν ξέρει συχνά πώς να συγυρίσει, πώς να βολέψει την ταραχή του. Πρέπει να είσαι δυνατός για να αντέξεις.

Από τον Μίκη Θεοδωράκη τι σας λείπει σήμερα σε προσωπικό επίπεδο;

Ασφαλώς τον πρώτο καιρό ήταν η παρουσία του. Τον επισκεπτόμουν συχνά. Οπως επισκέπτεσαι τον πατέρα σου, έναν δικό σου άνθρωπο. Σήμερα τον σκέφτομαι σε κάθε στίχο των τραγουδιών του, όταν, έτσι, «απογειώνομαι». Ακόμα και στην τελευταία δουλειά που κάναμε, την «Οδύσσεια», υπάρχουν τραγούδια που την ώρα που τα ερμηνεύω είναι σαν να τον βλέπω να ανοίγει τα φτερά του -τα χέρια του- και να τραγουδάμε μαζί.

Είναι διαφορετική η Ελλάδα χωρίς τον Μίκη;

Κοιτάξτε, επειδή δεν θέλω ποτέ να λέω υπερβολικά πράγματα, δεν είναι το θέμα ο Μίκης. Η Ελλάδα χρειάζεται τα σύμβολα της εποχής της. Που ποτέ δεν θα μοιάζουν με τα παλιά. Αλλά χρειάζονται μεγάλες ιδέες, μεγάλοι άνθρωποι, μεγάλα ταλέντα. Υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι με ευαισθησία, με ταλέντο, στην ποίηση, στη μουσική… Πάντα γεννιούνται. Ομως η σημερινή εποχή ισοπεδώνει τα πάντα. Υπάρχει πια ένας ατομικισμός. Η προσοχή μας διασπάται από τις ανάγκες της επιβίωσης, αλλά και από τα σόσιαλ μίντια, οι άνθρωποι δεν βγαίνουν να διεκδικήσουν. Και τώρα με την Τεχνητή Νοημοσύνη… Ασφαλώς η τεχνολογία προσφέρει και τρομερές διευκολύνσεις, π.χ. πατάς ένα κουμπί και μπαίνεις σε ένα μουσείο. Τεράστια ελευθερία. Το θέμα είναι πώς την κατευθύνεις.

Αν σας έλεγαν να κρατήσετε ζωντανό μόνο ένα τραγούδι;

Πολλά είναι εκείνα που έχω αγαπήσει. Αυτό που με χαρακτήρισε όμως είναι ο κύκλος των τραγουδιών της «Μπαλάντας του Μαουτχάουζεν». Μπορεί να γράφτηκε για το Ολοκαύτωμα αλλά αφιερώνεται σε όλα τα θύματα του πολέμου.

Με την Ευρώπη να διολισθαίνει ολοταχώς προς την Ακροδεξιά, μήπως πρέπει να μιλήσουμε για την ανεπάρκεια της Αριστεράς να ανταποκριθεί στις ανάγκες των καιρών;

Εδώ είναι το πρόβλημα. Εχει πολυδιασπαστεί η Αριστερά. Σε μικρά κόμματα. Σε όλο τον κόσμο. Εδώ μόνο, δείτε πόσα κόμματα υπάρχουν. Είναι για μένα κάτι θλιβερό. Βλέπεις ότι οι αιώνιες αξίες, η δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη κ.τ.λ., χάνουν και αυτές το περιεχόμενό τους. Για μένα πρέπει ο άνθρωπος να διεκδικεί. Για να δίνει καλύτερο περιεχόμενο στη δημοκρατία. Να διεκδικεί, όχι να αποκοιμιέται. Και φαίνεται ότι σήμερα το σύστημα τον έχει αποκοιμίσει. Θα κάτσω με το κινητό μου στο σπίτι, θα γράψω εκεί δύο πράγματα στο Facebook για να βγάλω τον καημό και τον θυμό μου – και αυτό ήταν.

Τραγουδάτε ποτέ για δική σας ευχαρίστηση;

Βέβαια και τραγουδάω, κάνοντας και χιούμορ π.χ. στους φίλους μου. «Πετάω» και ερωτικά τραγούδια ή όταν κάτι με κουράζει και θέλω να αφήσω έναν υπαινιγμό μπορεί να πω το «Ανοιξε, γιατί δεν αντέχω…». Τραγουδάω πολύ βέβαια για τη δουλειά μου. Πάντα έχω τον πιανίστα μου και ασκούμαι, κάνω τις πρόβες μου. Δεν την αφήνω έτσι τη φωνή. Γιατί και η φωνή σε αφήνει.

Σας θλίβει ότι θα υπάρξει μια μέρα που δεν θα είναι αυτή που ήταν;

Οχι, γιατί το φιλοσοφώ. Ολο και πιο συχνά, εκεί που συζητάμε με τον άντρα μου, λέμε: «Ξέρεις, έφυγε ο τάδε…». Και αυτοί οι συνεχείς αποχωρισμοί σε εξοικειώνουν με το ότι έτσι μια μέρα κάτι συμβαίνει και φεύγεις. Aλλά το ξεχνάς και με τη δουλειά σου. Σου δίνει ζωτικότητα το τραγούδι, η σκέψη για το πώς θα υλοποιήσεις μια τραγουδιστική ιδέα, ένα θέμα. Χαίρομαι όταν νέοι άνθρωποι μου φέρνουν τα τραγούδια τους και κάνουμε επιλογές. Ετσι ήρθε και ο συνθέτης Χρήστος Στυλιανού για το «Famagusta» και τα 50 χρόνια από την τραγωδία της Κύπρου. Το «Δεν ξεχνώ» δεν είναι εφήμερο, πιστεύω ότι θα μείνει.

Τελικά, όλα αυτά που κάνουμε είναι για να αντιμετωπίσουμε την αγωνία του θανάτου;

Εμένα δεν με τρομάζει τόσο ο θάνατος όσο η μοναξιά. Πιστεύω ότι αν έρθει κάποτε η στιγμή που δεν θα μπορώ να τραγουδήσω -με την προϋπόθεση ότι θα μου δώσει η ζωή χρόνο- θα βοηθάω νέα παιδιά – θα τα διδάσκω, θα τα στέλνω σε ειδικούς δασκάλους. Αυτό έχω σκεφτεί να κάνω. Και βέβαια, να ακούω πάρα πολλή μουσική. Αυτή με θρέφει.

Στις 14 Μαρτίου, η Μαρία Φαραντούρη θα βρεθεί μαζί με τη Γιώτα Νέγκα ξανά στη σκηνή του «Παλλάς», με «Τραγούδια από τον ελληνικό κινηματογράφο». Ωρα έναρξης: 21.00 

 

Video: Ξένια Τσιλοχρήστου 

Φωτογραφίες: Σπύρος Στεργίου

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below