Ο κόσμος ήπιε καλό κρασί στην καραντίνα. Το λέει η Μαρίνα Μπουτάρη. «Ο κόσμος αγόρασε περισσότερο κρασί από το σουπερμάρκετ, γιατί η κατανάλωση γινόταν αποκλειστικά και μόνο στο σπίτι. Δεν έκανε πολλούς πειραματισμούς με ποικιλίες ή παραγωγούς που δεν ήξερε, δεν ήθελε να αφήσει περιθώρια “λάθους”. Ήθελε να πάρει στο σπίτι κάτι που θα το ευχαριστηθεί. Έτσι, επέλεξε γνωστές μάρκες, γεγονός που ευνόησε εμάς τα μεγάλα brands. Παράλληλα, πολλοί καταναλωτές επέλεξαν πιο premium κρασιά, μια τάση που είδαμε διεθνώς σε όλα τα ποτά. Οι λάτρεις της ποικιλίας Μοσχοφίλερο, για παράδειγμα, επέλεξαν και το νέο premium Mοσχοφίλερο Cuvee Speciale. Ήταν το δώρο που έκαναν στον εαυτό τους. Η πολυτέλεια έγινε πιο προσιτή με τον κορωνοϊό». Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να μας ξενίσει η επιστροφή στα «απλά» ποτά στο μπαρ; «Πιθανότατα, αλλά η χαρά μας είναι τόσο μεγάλη που άνοιξε η εστίαση που δεν νομίζω ότι θα έχουμε θέμα!»
Γεννήθηκε και η ίδια μέσα στα αμπέλια και τις μπίζνες. Σχεδόν αναπόδραστο όταν το επώνυμό σου είναι Μπουτάρη. Τον Μάιο του 2019 η πρωτότοκη κόρη του Κωνσταντίνου (και ανιψιά του Γιάννη) επέστρεψε στην οικογενειακή επιχείρηση αναλαμβάνοντας την εμπορική διεύθυνση. Σήμερα παλεύει με τους δαίμονες μιας νέας πρωτόγνωρης παγκόσμιας κρίσης. Οσο πικρός όμως κι αν είναι ο τρύγος εδώ και ένα χρόνο, το επιχειρείν κομίζει χαρές και αισιοδοξία. Tο αμερικανικό «Wine & Spirits» ανέδειξε την Μπουτάρη σε «Οινοποιείο της Χρονιάς» για το 2020, κατατάσσοντάς την σταθερά ανάμεσα στις έξι καλύτερες οινοποιίες του κόσμου.

Φωτογράφος  Bill Georgoussis (D-Tales)

Το management έχει επηρεάσει γενικότερα τη φιλοσοφία ζωής σας;
Πολύ. Είναι δύο κομμάτια που αλληλοτροφοδοτούνται. Αυτή τη στιγμή έχω τη συνολική ευθύνη του τζίρου μας και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, κάτι που θέλει πάνω απ’ όλα ψυχραιμία. Και είναι πολύ εύκολο να τη χάσεις! Ειδικά σε τέτοιους καιρούς -διάλεξα, βλέπετε, να αναλάβω λίγους μήνες πριν σκάσει η πανδημία- και με πάνω από τους μισούς μας πελάτες για τόσο καιρό κλειστούς. Ο κορωνοϊός με έμαθε να διαχειρίζομαι καλύτερα την οποιαδήποτε κρίση. Αν σε δει ο συνεργάτης σου πανικοβλημένο ή να τσιρίζεις, θα δημιουργηθεί πανικός. Εύκολο βέβαια να το λες, δύσκολο να το κάνεις. Αλλά επειδή είναι πλέον πολύ μεγάλη η διάρκεια της κρίσης, έχουν συνηθίσει τα βουνά στα χιόνια.

Δεν χάνετε δηλαδή τον έλεγχο.
Ζεν! ΄Ώρες-ώρες πραγματικά με θαυμάζω. Το ίδιο και στο σπίτι με τα παιδιά μου (σ.σ.: έχει ένα γιο, τον Οδυσσέα, που δίνει Πανελλήνιες, και μια κόρη, την Αλεξάνδρα, στην Α’ Λυκείου). Προσπαθώ να λύνω τις συγκρούσεις χωρίς φωνές, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον. Επιπλέον, επειδή είμαι πολύ ανθρωποκεντρική, προσπαθώ να αποβάλω τον αρνητισμό και να εστιάζω σε θετικές στιγμές που δημιουργώ για μένα και τους άλλους. Δημιουργείται δηλαδή ένα αλισβερίσι ενέργειας που με γεμίζει βενζίνη για να συνεχίσω. Πιστεύω πολύ στην ενέργεια.

Ανήκετε στην πέμπτη γενιά Μπουτάρη. Πώς διατηρούνται οι ισορροπίες σε μια οικογενειακή επιχείρηση;
Με προσοχή! (γελάει) Δεν είναι απλό. Γιατί εκεί το συναίσθημα υπερισχύει. Όλες οι μεριές έχουν μια άλλη άνεση μεταξύ τους, η οποία επηρεάζει το πώς συνδιαλέγονται, επιδρώντας ακόμα και στο πώς εισπράττονται κρίσιμες επαγγελματικές αποφάσεις. Σημασία έχει να ξεκινάς με μια ισορροπημένη ανθρώπινη σχέση – εμείς το έχουμε αυτό. Αν αυτή απουσιάζει και παρεισφρήσουν ανταγωνισμοί, βεντέτες και πολλά άλλα που βλέπεις συχνά σε οικογενειακές επιχειρήσεις, τότε είναι ακόμα πιο δύσκολα.

Και καλά να τα πηγαίνεις, αδύνατον η επαγγελματική σχέση να μείνει «αδιάβροχη».
Ναι, ακόμα και οι καλές οικογενειακές σχέσεις δυστυχώς επηρεάζονται. Στις δε μεγαλύτερες γενιές το μοντέλο διοίκησης ήταν συνήθως πιο αυταρχικό. Σε αυτό ή είσαι δεκτικός ή δεν είσαι. Όπως και να ’χει, κάπως γράφει μέσα σου, σε άλλους πιο βαθιά, σε άλλους λιγότερο, εξαρτάται τι άνθρωπος είσαι. Είναι σημαντικό να υπάρχει προσοχή και ευγένεια ώστε να κρατιούνται οι ισορροπίες. Και να προσπαθείς, όσο είναι εφικτό, να φέρεσαι σαν να συνομιλείς με ένα άλλο στέλεχος και όχι π.χ. με τον αδελφό ή τον παππού σου. Εγώ δεν το έχω ακόμα καταφέρει, αν και είμαι καλύτερα απ’ ό,τι στο παρελθόν. Όπως φαντάζεστε, ο κορωνοϊός δυσκόλεψε τα πράγματα…

Γιατί, αύξησε τις εντάσεις;
Ναι, αύξησε το στρες. Ψάχνεις επομένως τρόπους να το διαχειριστείς, να μην το αφήσεις να επηρεάσει τη σχέση, που για μένα έχει προτεραιότητα. Ένιωσα μεγάλη τιμή και ευθύνη όταν μου πρότεινε ο πατέρας μου να επιστρέψω στην Μπουτάρη και να αναλάβω αυτόν τον ρόλο. Του είπα όμως: «Θέλω να συμφωνήσουμε στο πώς θα διαχειριζόμαστε τις αποφάσεις όταν διαφωνούμε».

Τι ασκεί μεγαλύτερη πίεση πάνω σας, οι προσδοκίες των ξένων, οι προσδοκίες των οικείων ή μια εσωτερική πίεση να ανταποκριθείτε στην ιστορία και το όνομα; 
Επειδή είμαι όπως είμαι -μεταξύ άλλων, τελειομανής- ισχύει το τελευταίο: η δική μου προσδοκία. Παλιότερα ήταν διαφορετικά. Με επηρέαζε δηλαδή και το τι θα πει η οικογένεια, τι θα πει ο πατέρας μου, το αν θα γίνω αποδεκτή. Γενικά πώς θα το δουν οι άλλοι. Τώρα έχω φτάσει σε ένα επίπεδο που δουλεύω πιο πολύ για μένα. Για τη δική μου προσδοκία. Εγώ επωμίστηκα αυτό το challenge και το ζητούμενο είναι να φανώ αντάξια στον εαυτό μου. Δεν με νοιάζει τι θα πει ο κόσμος. Εννοείται ότι και η έξωθεν πίεση υφίσταται και όντως έχω διάφορους τριγύρω που με παρακολουθούν περιμένοντας να γλιστρήσω… (γελάει)

Ουσιαστικά επιστρέψατε στην οικογενειακή εταιρεία.
Ναι. Πριν παραιτηθώ είχα δουλέψει για την Μπουτάρη 18 ολόκληρα χρόνια. Από τα 21 μου. Πήγα δηλαδή κατευθείαν μόλις επέστρεψα με δύο πτυχία -Οργανωσιακή Διοίκηση & Συμπεριφορά και Αστική Ανάπτυξη- από το Πανεπιστήμιο Μπράουν των ΗΠΑ.

Ήταν επιλογή σας η τότε επιστροφή;
Επιλογή της παράδοσης, της ιστορίας! Αν μου έλεγε κάποιος να επιλέξω, θα έμενα στην Αμερική για να ασχοληθώ με την Αστική Ανάπτυξη που ανθούσε εκείνο τον καιρό. Όμως, η εταιρεία περνούσε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 μια δύσκολη οικονομική φάση και μου ζητήθηκε να έρθω να βοηθήσω. Φυσικά δέχθηκα, χωρίς δεύτερη σκέψη. Όχι ότι αυτό που θα έκανα εγώ θα λειτουργούσε καταλυτικά για να βγούμε από το πρόβλημα. Περισσότερο ήταν το συναισθηματικό σκέλος. Ότι θα ήμουν εκεί να βοηθάω την οικογένεια. Τότε ήταν και ο πατέρας μου και ο θείος μου και ο ξάδελφός μου στην εταιρεία.

Εξ όσων μου λέτε δεν υπήρχε περιθώριο να πείτε «όχι».
Θεωρητικά μπορούσα, πρακτικά δεν μπορούσα. Ξέρετε, είναι και η ηθική με την οποία έχεις μεγαλώσει, είναι και το πώς νιώθεις για τον κλάδο. Θα ήταν ίσως διαφορετικά αν ο κλάδος δεν μου ταίριαζε καθόλου, αν δεν είχε καμία σχέση με αυτό που είχα σπουδάσει. Δεν ήταν όμως. Το κρασί μού αρέσει πολύ ως προϊόν και έχω μεγαλώσει μέσα σε αυτό. Το δε κομμάτι του επιχειρείν το είχα σπουδάσει, σκόπευα να ασχοληθώ με αυτό.

Δεν ήταν η τελευταία σοβαρή κρίση για την εταιρεία.
Είχα πέσει στα πολύ βαθιά από τα 18 μου, να μην πω πιο νωρίς. Επίσης, έχω υπάρξει ιστιοπλόος, πανελληνιονίκης (έχω γυρίσει όλη την Ελλάδα με αγώνες – τουλάχιστον μέχρι την Α’ Λυκείου που μετακομίσαμε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα), συνεπώς έχω μάθει να παλεύω με θάλασσες. Ε, και κάπως το συνηθίζεις, το διαχειρίζεσαι. Τα 18 χρόνια στην εταιρεία έστησα πολλά τμήματα από το μηδέν. Και το 1996 βρέθηκα αντιμέτωπη με μια άλλη μεγάλη δυσκολία, όταν ο πατέρας μου και ο θείος μου αποφάσισαν να διαχωρίσουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.

Τη διάρρηξη των σχέσεων που λέγαμε νωρίτερα. Δύσκολο διάστημα υποθέτω.
Πάρα πολύ δύσκολο. Και εμείς ακόμα τότε δεν είχαμε ούτε τμήμα Δημοσίων Σχέσεων, ούτε γραφείο Τύπου, ούτε φυσικά τμήμα Διαχείρισης Κρίσεων! Και έπρεπε να τα αποκτήσουμε από το μηδέν. Τα τηλεφωνήματα των δημοσιογράφων έπεφταν βροχή, έπρεπε να διαχειριστούμε όλο αυτό το κομμάτι. Μαντέψτε σε ποιον έπεσε ο κλήρος! Ασχολήθηκα τότε με το κομμάτι της εταιρικής επικοινωνίας και στήσαμε το γραφείο Τύπου έτσι ώστε να είναι ομαλή η μετάβαση, να μη βγουν προς τα έξω λάθος μηνύματα. Γιατί δεν υπήρχε λόγος. Δεν υπήρχε έχθρα. Επιχειρηματική απόφαση ήταν.

Δεν ήταν, όμως, απλά ένας στενός συνεργάτης που αποχώρησε… 
Πόνος υπήρχε. Έχθρα δεν υπήρχε. Είναι πολύ διαφορετικό. Για να καταλάβετε, ο ξάδελφός μου ο Στέλιος παρέμεινε για καιρό ακόμη στην Μπουτάρη. Ύστερα τον χρειάστηκε ο πατέρας του. Τι θα έλεγε; «Όχι, δεν έρχομαι να βοηθήσω»;

Φωτογράφος  Bill Georgoussis (D-Tales)

Γενικά το όνομα Μπουτάρη υπήρξε βαρύ για σας;
Για να καταλάβετε πόσο, θυμάμαι να πηγαίνουμε να τρώμε οικογενειακώς Κυριακές μεσημέρι σε ταβέρνα και να λέει ο πατέρας μου σε εμένα και τη Χριστίνα (σ.σ.: η δεύτερη αδελφή της, η τρίτη, η Λένια, δεν είχε ακόμα γεννηθεί): «Κορίτσια, θα παίξουμε σήμερα ένα παιχνίδι. Σηκωθείτε και μετρήστε τα μπουκάλια». Τότε το Lac Des Roches ήταν στο φόρτε του. «’Οσα πιο πολλά Lac Des Roches μετρήσετε, τόσα πιο πολλά δώρα θα μπορώ να σας πάρω». Εγώ πολύ μικρούλα, πέντε-έξι ετών, μόλις που ήξερα να μετράω. Θυμάμαι το άγχος για το αν πίνουν ή δεν πίνουν.

Μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να ακολουθήσετε έναν τελείως διαφορετικό δρόμο, να αποτινάξετε το άγχος αυτό, την ευθύνη;
Φυσικά! Πολλές φορές αναρωτιέμαι πώς θα ήταν αν είχα μείνει στην Αμερική, όπου κανείς δεν θα ήξερε ποια είμαι. Γενικά, μου αρέσει να εξαφανίζομαι. Για παράδειγμα, ποτέ δεν συστήνομαι με το επίθετό μου. Έχω παρατηρήσει ότι στο άκουσμά του πολύς κόσμος επηρεάζεται στο πώς θα φερθεί.

Σας ενοχλεί;
Πολύ. Βλέπεις αμέσως τον άλλο να αρχίζει να σκέφτεται διάφορα, να παρατηρεί διάφορα, να επιλέγει να σου μιλήσει ή να μη σου μιλήσει, ή να σου φέρεται πολύ πιο ευγενικά ή πιο οτιδήποτε, ο καθένας ανάλογα με το τι κουβαλάει και το τι σκέφτεται. Και επειδή ως άνθρωπος είμαι αρκετά low profile, ούτε το κυνηγάω, ούτε γουστάρω να χρησιμοποιώ το όνομά μου. Μου αρέσει να με αγαπάνε για εμένα. ‘Ολα τα άλλα είναι επίκτητα. Δεν είμαι εγώ. Έχουν επηρεάσει τη ζωή μου, αλλά δεν είμαι εγώ.

Ο πατέρας σας είναι της ίδιας άποψης; 
Να σας πω την αλήθεια, δεν το έχουμε συζητήσει ποτέ, γιατί, νομίζω, το διαχειριζόμαστε διαφορετικά. Είναι θέμα χαρακτήρα. Για τον πατέρα μου είναι ξεκάθαρα πιο έντονο το «κύριος Μπουτάρης» στην καθημερινότητά του. Η επιχείρηση και ζωή του είναι σχεδόν ένα. Αντίθετα, εγώ την αγαπάω πολύ τη δουλειά μου, αλλά η δουλειά μου είναι δουλειά μου και η ζωή μου είναι η ζωή μου.

Ο θείος σας Γιάννης Μπουτάρης, μια εξίσου πληθωρική, για πολλούς, και αιρετική προσωπικότητα, τι επίδραση άσκησε πάνω σας;
Ο θείος μου είναι και νονός μου. Εννοείται, τον έχω ζήσει, τον αγαπώ πολύ. Πάντα ασχολούνταν με τα κοινά, πάντα πίστευε ότι αν εξελιχθεί το σύνολο θα γίνεις κι εσύ καλύτερος. Γι’ αυτό μοιραζόταν απλόχερα με συναδέλφους τη γνώση της εταιρείας. Μια φορά τον ρώτησα: «Καλά, δεν πρέπει να κρατάμε κάποια πράγματα για να έχουμε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα;». Μου απάντησε: «Μαρίνα, ο ανταγωνισμός μας δεν βρίσκεται στην Ελλάδα, ο ανταγωνισμός μας είναι παγκόσμιος. Σκοπός μας είναι να προσπαθήσουμε να το ανεβάσουμε όλο μαζί. Aυτό θα γίνει από εμάς που είμαστε ηγέτες. Δεν θα γίνει εάν τα κρατάμε μυστικά μεταξύ μας…». Έτσι δημιούργησε τους Δρόμους του Κρασιού Βορείου Ελλάδος, που είναι και από τις πιο προχωρημένες ενώσεις κρασιού σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Ο θείος είναι ο «κουλτουριάρης», όπως γράφει ο ίδιος στο πρόσφατο βιβλίο του Εξήντα χρόνια τρύγος (εκδ. Πατάκη). Ο πατέρας σας Κωνσταντίνος ποιος είναι; 
Είναι ο οργανωτικός, ο επιχειρηματίας στην όλη υπόθεση, εκείνος που βάζει τα πράγματα σε τάξη για να μπορέσει η επιχείρηση να σταθεί στα πόδια της. Γιατί καλά είναι όλα τ’ άλλα, αλλά κάποιος πρέπει να πουλήσει και τα μπουκάλια! O πατέρας μου είναι από τους πιο αισιόδοξους, μαχητές και οραματιστές ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Δεν έχω ακόμα καταφέρει να τελειοποιήσω το «Never take “no” for an answer» που μου δίδαξε.

Δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι.
Που αλληλοσυμπληρώνονταν όμως. Τους ζήσαμε με τον ξάδελφό μου τον Μιχάλη -ήμασταν κοντά στην ηλικία, παίζαμε κρυφτό πίσω από τα αμπέλια στη Νάουσα- με τα καλά και τα κακά τους. Διδαχθήκαμε πολλά και από τις δύο αυτές σημαντικές προσωπικότητες που κατάφεραν τόσα στη ζωή τους.

Μία επιπλέον δυσκολία για τους επόμενους…
Ακριβώς. Βέβαια, έχω καταλήξει ότι δεν πρέπει να συγκρινόμαστε με κανέναν. Αν το κάνουμε, κανονικά δεν θα πρέπει να σηκωνόμαστε από το κρεβάτι, αφού σίγουρα θα βρούμε κάποιον πολύ καλύτερο. Το θέμα είναι εμείς πάνω απ’ όλα να είμαστε ευτυχισμένοι, να νιώθουμε δημιουργικοί και χρήσιμοι με ό,τι κάνουμε.

Το διάλειμμά σας από την Μπουτάρη ήταν η εταιρεία Trip2Taste. Η επανάστασή σας υπό μία έννοια;
Ίσως λίγο. Παραιτήθηκα από την Μπουτάρη το 2013, όταν έγινα 40. Λίγο νωρίτερα βέβαια πέθανε η μητέρα μου (σ.σ.: η Αλεξάνδρα Φλόκα-Μπουτάρη), την οποία αγαπούσα και θαύμαζα πολύ για την αυθεντικότητα και το στυλ της. Και αυτό με έκανε να αναθεωρήσω τη ζωή μου γενικώς. Είχα κλείσει έναν κύκλο και είπα ότι θέλω να δοκιμάσω τον εαυτό μου, να κάνω κι άλλα πράγματα. Να λειτουργήσω σε ένα πιο μικρό και ευέλικτο σχήμα, να ακολουθήσω πιο έντονα ένα κομμάτι που αγαπάω πολύ, που είναι πιο κοντά στο χόμπι μου, τη γαστρονομία. Αυτό ήταν η Τrip2Taste. Η προώθηση της ελληνικής γαστρονομίας μέσα από εμπειρίες.

Ο πατέρας σας, να υποθέσω, δεν θα ενθουσιάστηκε.
Όχι, δεν ενθουσιάστηκε. Ανησύχησε κιόλας, γιατί βρισκόμασταν και στη μέση της κρίσης. Του είπα: «Εγώ έτσι νιώθω ότι πρέπει να κάνω, έχω πάρει την απόφαση και θα παλέψω».

Ήθελε τόλμη η αυτονόμηση…
Και δεν είχα και κανένα τρελό κεφάλαιο για να ξεκινήσω. Επρόκειτο για πραγματικό start up. Ήταν αυτό το «στήνω μια επιχείρηση από το μηδέν και γίνομαι πολυεργαλείο». Το πετύχαμε, όμως, και είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτό. Η Trip2Taste με έζησε για 7 χρόνια και μου έδωσε εμπειρίες που δεν θα μου έδινε το οποιοδήποτε εταιρικό περιβάλλον, όχι μόνο στην Μπουτάρη, οπουδήποτε. Ήταν από τις δουλειές που μου έδωσαν μεγάλη χαρά με όλον αυτό τον συνδυασμό γεύσεων, κρασιών και ταξιδιών. Η μαγειρική ήταν πάντα μέσο δημιουργικότητας για μένα. Στην καραντίνα, δε, κάνω Trip2Taste για το σπίτι! Θεματικές βραδιές για εμάς: π.χ., βραδιά cheese and wine, ινδική, ταϊλανδέζικη.

Ο τελευταίος χρόνος σάς άλλαξε; 
Εννοείται. Όλοι έχουμε αλλάξει. Και όποιος πει όχι, νομίζω ότι λέει ψέματα. Πρώτα απ’ όλα όλοι δοκιμαστήκαμε, κάποιοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο. Πολύς κόσμος έχει χάσει τη δουλειά του. Εμείς που συνεργαζόμαστε με την εστίαση το γνωρίζουμε καλά. Είναι δύσκολα τα πράγματα. Όσο για μένα, η επίδραση της πανδημίας έχει να κάνει, πρώτον, με τη σημασία της υγείας στη ζωή μας. Πριν από την πανδημία θεωρούσα την υγεία δεδομένη. Δεν την πολυσκεφτόμουν, δεν με προβλημάτιζε, υπήρχε και το ότι είμαστε νέοι, δεν θα μας πιάσει εμάς. Μπήκε πλέον πρώτη στις προτεραιότητες της ζωής μου.

Και δεύτερον;
Το δεύτερο είναι η σημασία των στιγμών. H πρώτη φορά που το ένιωσα αυτό ήταν με τον αιφνίδιο θάνατο της μαμάς μου. Εκεί είπα: «Κοίτα, αύριο μπορεί κι εσύ να πεθάνεις». Τότε εκτίμησα πόσο οφείλουμε να χαιρόμαστε τις ημέρες και να δημιουργούμε θετικές στιγμές για μας και γι’ αυτούς που αγαπάμε. Ο κορωνοϊός ήρθε να το επιβεβαιώσει. Μπορεί να μην έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε όσα κάναμε, το οφείλουμε όμως στην οικογένειά μας, στους φίλους μας, στα παιδιά μας, αλλά πάνω απ’ όλα στον εαυτό μας να δημιουργούμε σε αυτή τη νέα κατάσταση τις συνθήκες για στιγμές.

Εσείς τελικά τι είστε, Πειραματικό Μπουτάρη ή κλασικό;
(γελάει) Εγώ είμαι κλασικό με πειραματική διάθεση!

Επιμέλεια: Κωνσταντίνα Λειβαδίτη
Χτένισμα/Μακιγιάζ: Eφη Ραμόν (Beehive artists). ΒΟΗΘΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΥ: ΝΙΚΟΛΑΣ ΤΑΣ.
Η φωτογράφηση έγινε στο «By The Glass» (Γεωργίου Σουρή 3, Αθήνα, τηλ.: 210 3232560) του οποίου τη διεύθυνση ευχαριστούμε θερμά.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below