Ο Aύγουστος Κορτώ δεν διστάζει να μιλήσει ανοιχτά για την προσωπική του ζωή, τα βιώματά του και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει ο ίδιος και τα αγαπημένα του πρόσωπα καθημερινά, αλλά και τα πολλά και σοβαρά κοινωνικά ζητήματα που ανακύπτουν συχνά στην κοινωνία μας. Άλλοτε το κάνει μέσα από τα βιβλία του και άλλοτε μέσα από τις αναρτήσεις του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Σε μια πρόσφατη ανάρτησή του, με αφορμή τα στοιχεία που είδαν το φως για την υπόθεση βιασμού του 12χρονου κοριτσιού στον Κολωνό, αποκάλυψε πώς αντιμετώπισαν τη μητέρα του όταν στα 14 έτη της άρχισε να παθαίνει κρίσεις πανικού.

Στο κείμενό του, το οποίο έχουν διαβάσει πάνω από 6,000 άτομα και έχουν μοιραστεί στους λογαριασμούς τους πάνω από 400, φαίνεται πώς σε συγκεκριμένα ζητήματα – όπως η προστασία των θυμάτων – η κοινωνία μας, δυστυχώς, δεν έχει βελτιωθεί. Παράλληλα, στην τελευταία του πρόταση μάς υπενθυμίζει -κάτι θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, μα οι τελευταίες ημέρες απέδειξαν το αντίθετο- να παραμένουμε άνθρωποι και να μην «πουλάμε» τον πόνο του άλλου για λίγα λεπτά δημοσιότητας.

Διαβάστε το κείμενό του:

«Στα δεκατέσσερα, η μάνα μου άρχισε να παθαίνει κρίσεις πανικού, κι έπεσε σε κατάθλιψη. Η γιαγιά μου την εξόρκισε να μην πει κουβέντα σε κανέναν – για να μην της βγει η ρετσινιά της τρελής, και να μη ρεζιλέψει την οικογένεια – κι έπειτα την πήγε σ’ έναν επιφανή ψυχίατρο της Σαλονίκης (τότε ακόμα τους λέγαν κατ’ ευφημισμόν ‘νευρολόγους’).

Στο ιδιαίτερό του, ο λαμπρός αυτός επιστήμων ζήτησε απ’ το Κατερινάκι να γδυθεί, να βγάλει ακόμα και το σουτιέν, για να την εξετάσει. (Τι πιο φυσικό, σε ψυχιατρική συνεδρία με έφηβη που υποφέρει από αγχώδη διαταραχή και κατάθλιψη;) Κάποια στιγμή, η μητέρα μου κατάλαβε ότι η ψηλάφηση δεν είχε ιατρικό χαρακτήρα, ότι ήταν κανονικό χούφτωμα, αλλά είχε πετρώσει – οι τρελοί, μονολογούσε, δεν δικαιούνται να έχουν αξιοπρέπεια.

Δεν μπορώ να ξέρω κατά πόσον, αν δεν είχε συμβεί αυτό το περιστατικό βάναυσης κακοποίησης, η κατάληξή της θα ήταν διαφορετική. Μια γυναίκα που έπασχε από διπολική διαταραχή κι αλκοολισμό τη δεκαετία του ’80, σε μια πόλη όπου ελάχιστοι γιατροί είχαν ψυχοθεραπευτική επάρκεια, κι όταν τα φάρμακα ήταν ακόμα τόσο πρωτόγονα, που για να πάρεις αντιψυχωσικό χρειαζόσουν κι αντιπαρκινσονικό για τις παρενέργειες, πιθανότατα θα είχε κακό τέλος έτσι κι αλλιώς.

Κι ωστόσο, μοιραία, αναρωτιέμαι: αν, τα τριάντα πέντε χρόνια που πέρασε ως αβοήθητη άρρωστη, μπορούσε να εμπιστευτεί έστω έναν ψυχίατρο, είχε το σθένος να αρχίσει τακτικές συνεδρίες, μήπως σήμερα θα ήταν ακόμα ζωντανή; Αλλά πώς να ‘δειχνε εμπιστοσύνη, πώς να καθόταν ή να ξάπλωνε μπροστά σε ψυχίατρο, χωρίς την αναβίωση του τραύματος; Κι έτσι, το ‘ριχνε απλώς στα χάπια.

Βλέποντας τώρα τον κατά συρροήν βιασμό ενός παιδιού να γίνεται βορά τηλεοπτικού κουτσομπολιού, εργαλείο τηλεθέασης δημοσιογράφων με νοοτροπία νοσηρού ηδονοβλεψία, νιώθω οργή και συντριβή. Δεν διανοούνται το κακό που κάνουν.

Γιατί η κακοποίηση, ο βιασμός, δεν είναι αποτρόπαιες πράξεις με αρχή και τέλος. Ο αντίκτυπός τους μπορεί να στοιχειώσει – να ρημάξει – μια ολόκληρη ζωή.

Κι αν δεν μπορείς να φερθείς με σεβασμό, φέρσου τουλάχιστον με την υποτυπώδη ανθρωπιά. Μη γίνεσαι κι εσύ θύτης για μια χούφτα βρομερή δημοσιότητα».

Δείτε την ανάρτησή του:

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below