Ο συγγραφέας και ιστορικός Βάλεντιν Γκρέμπνερ περιγράφει την εμπειρία του με «το κρουαζιερόπλοιο της λεωφόρου» στην ύπαιθρο της ελληνικής γης.

Ο κορωνοϊός δεν αποκλείει τις διακοπές, τουλάχιστον δεν τις απέκλεισε πέρσι. Ταξιδέψαμε μέσα σε γυάλα, ζευγάρι ή με τα παιδιά, και πήγαμε σε μέρη που είχαμε ξαναπάει – δεν ήμασταν για πειράματα τώρα. Κυρίως όμως με το αυτοκίνητο. Τα ξενοδοχεία γέμισαν για τα καλά και τα πάρκινγκ ακόμα περισσότερο. Το ίδιο και τα κάμπινγκ: Όλη η οικοσκευή πάνω σε ρόδες∙ παντού. Ξαφνικά άρχισε να υπάρχει διάχυτη η επιθυμία για ένα road trip. Φυσικά υπήρχε και παλιότερα, αλλά στο περίπλοκο έτος 2020 οι συζητήσεις σχετικά με τα προγραμματισμένα ταξίδια άρχισαν ασυνήθιστα συχνά να ξεκινούν κάπως έτσι: Αντί για σπίτι στη θάλασσα ή πεζοπορία στα βουνά θέλαμε να φύγουμε για τη μεγάλη φυγή. Κι εγώ έτσι ένιωθα. Δεν ήξερα πού ακριβώς ήθελα να πάω. Απλώς είχα τη διάθεση να είμαι συνέχεια στον δρόμο. Τον φανταζόμουν άδειο, μοναχικό και άγριο, με ψηλά βουνά και θέα στη θάλασσα. Κι εκεί βρέθηκα.

Ελλάδα, Πελοπόννησος: παντού βουνά, βραχώδη ακρωτήρια και καταπληκτική θέα. Μόνο η αυτοκίνηση σταματούσε ξαφνικά και συνέχιζες πια μόνο με τον ρυθμό του βηματισμού. Κατέβασμα ταχύτητας. Δευτέρα. Πρώτη.

Η αλήθεια του ταξιδιού δεν είναι οπωσδήποτε ο προορισμός των διακοπών που λαχταράς. Η αλήθεια του ταξιδιού είναι οι άλλοι που ταξιδεύουν. Στεκόντουσαν εκεί, με τους τετράγωνους όγκους τους, επάνω στα στενά, καμπυλωτά δρομάκια κατά μήκος της ακτής, μπρος στην περιοχή με το φημισμένο όνομα Λεωνίδιο: τροχόσπιτα·πέντε, μπορεί και έξι. Δεν πλησίαζαν το ένα το άλλο, ούτε κανένα αμάξι πήγαινε σ’ αυτά. Την αλήθεια του ταξιδιού τη βλέπεις μόνο στο μποτιλιάρισμα. Εκεί είναι που είσαι αρκετά κοντά κι έχεις χρόνο να παρακολουθήσεις. Το μποτιλιάρισμα αποτελεί αναγκαστικά την ευφυΐα της κυψέλης στον τομέα της μετακίνησης: ο μεγεθυντικός φακός που ο ταξιδιώτης στρέφει στον ίδιο τον εαυτό του. Ήμουν ακίνητος, όλοι ήταν ακίνητοι κι έτσι μπορούσα να σκεφτώ το νόημα της επιγραφής που ο ιδιοκτήτης του τροχόσπιτου είχε κρεμάσει στο πίσω μέρος: «Δεν βιάζομαι». Σουηδικές πινακίδες.

Τι μαθαίνουμε στο μποτιλιάρισμα: Τα γερμανικά τροχόσπιτα διαφέρουν από τα αντίστοιχά τους επίσης πολυπληθή, ελβετικά, ολλανδικά και γαλλικά, λόγω της ανάγκης τους να μας ανακοινώνουν πράγματα. Στο πίσω μέρος φέρουν πάντα ευμεγέθη μηνύματα τα οποία απευθύνονται στους οδηγούς που βρίσκονται πίσω: «Πολύ μεγάλος για δουλειά/Πολύ νέος για να πεθάνω… άντε γεια!», «Χαλάρωσε», «Είμαι σε road trip», «Μουτς». Αυτή είναι η εικόνα της αυτονομίας από πίσω. «Οι καλοκάγαθοι αυτοί άνθρωποι κάνουν το ίδιο πράγμα που κάνω κι εγώ» σκεφτόμουν, καθώς ήμουν εκεί ακινητοποιημένος, απλώς μέσα σ’ ένα μεγαλύτερο κουτί. Παντού, όπου κι αν πήγα το 2020, τα τροχόσπιτα και τα Camper Van είχαν φτάσει πρώτα. Είχαν βγει στον δρόμο, μέσα στο δικό τους σινεμά, τη δική τους χωροκάψουλα με τη μεγάλη οθόνη-παρμπρίζ μπροστά: Αντί για οικιακό σινεμά, ορίστε ένα κινηματογραφικό σπίτι. Χωρίς να φαίνεται με την πρώτη ματιά στα σημερινά τροχόσπιτα, αυτά δημιουργήθηκαν από την καλλιτεχνική αβανγκάρντ του σουρεαλισμού, στην πιο πολυτελή εκδοχή της: Το πρώτο τροχόσπιτο το έφτιαξε το 1925 ο πλούσιος εκκεντρικός λογοτέχνης Raymond Rοussel, φίλος και πρότυπο του André Breton και του Michel Leiris. Είχε μήκος εννέα μέτρα και διέθετε μπανιέρα. Μ’ αυτήν τη Villa Nomade ο Roussel ταξίδεψε την επόμενη χρονιά από το Παρίσι στη Ρώμη κι έγινε δεκτός από τον Πάπα μέχρι τον Mussolini. Κι ενώ το ταξίδι του Roussel αποτέλεσε γεγονός στον Τύπο, με αποκλειστικά ρεπορτάζ σε ένα γαλλικό περιοδικό, τα τροχόσπιτα γίνονταν όλο και πιο δημοφιλή από τη δεκαετία του ’30 και μετά κυρίως στη Γερμανία. Τα λέγανε Κιβωτός, Σπίτι για πάντα, Φορητό σπίτι. «Με αυτό το τροχόσπιτο», έγραφε περήφανος ο κατασκευαστής του Hans Berger το 1938, «πήρε μπροστά το γερμανικό κίνημα της τροχοκατοικίας». Και συνέχιζε: «Τώρα προχωρά ασταμάτητο, σαν χιονοστιβάδα».

Τα μοντέλα που ακολούθησαν ονομάστηκαν κατά περίπτωση Καραβάνι, Μεγάλο Καραβάνι ή Καμπίνα. Το ιλουστρασιόν success story του Berger απέκτησε τον πομπώδη τίτλο Θαλαμηγός της Λεωφόρου. Να βαστάει από εκεί η ελαφρώς επιτακτική επιθυμία των Γερμανών να δίνουν όσο το δυνατόν πιο φανταχτερά ονόματα στα ιδιόκτητα οχήματα της ταξιδιωτικής τους ευτυχίας;

«Ναι, είναι δύσκολο αυτό με τα τροχόσπιτα», είπε ο συνταξιούχος Έλληνας όταν φτάσαμε επιτέλους στο μπαρ στο Λεωνίδιο. «Παλιά δεν ήταν τόσο πολλά». Είχε δουλέψει όλη του τη ζωή στο Πφορτζχάιμ της Γερμανίας, και τώρα είχε γυρίσει πάλι εδώ, στην άκρη της Πελοποννήσου. «Και μετά άρχισαν να πληθαίνουν, χρόνο με τον χρόνο». Κάποια στιγμή άρχισαν να του φαίνονται σαν τανκς από έναν στρατό κατοχής, πολεμικά οχήματα στην παραλία. «Μόνο που αυτός ο στρατός», κι εδώ γέλασε, «αυτήν τη φορά αποτελείται από συνταξιούχους μόνο, γέρους σαν κι εμένα». Και τώρα; «Κοίτα τα. Τα πιο πολλά είναι λευκά. Σαν κινητά ιδρύματα για δύο. Στα ασθενοφόρα τους μένουν». 1,8 εκατομμύρια Γερμανοί ήταν πέρυσι οι κάτοχοι τροχόσπιτου ή Camper Van∙ το 2015 ήταν μισό εκατομμύριο λιγότεροι. Παρκαρισμένα το ένα πίσω απ’ το άλλο, αυτά τα οχήματα ελευθερίας, θα δημιουργούσαν μια ουρά μήκους δέκα χιλιάδων χιλιομέτρων, δηλαδή τέσσερις φορές την απόσταση από το Πφορτζχάιμ μέχρι το Λεωνίδιο. «Ελευθερία πάνω σε τέσσερις τροχούς» ήταν το διαφημιστικό σλόγκαν για το πιο πετυχημένο εμπορικά Camper Van.

«Ελευθερία, ερχόμαστε» –με μια ελαφρώς απειλητική χροιά– είναι το σύνθημα στην ιστοσελίδα της μεγαλύτερης γερμανικής κατασκευαστικής εταιρίας τροχόσπιτων και οχημάτων για κάμπινγκ. Την κορωνοχρονιά του 2020 κατάφερε να διπλασιάσει τις πωλήσεις της στην κατηγορία οχημάτων πόλης, όπως αναφέρει περήφανα. Οι συντάκτες του Womoblog, που απευθύνεται ειδικά σε ιδιοκτήτες τροχόσπιτων, το ξέρουν ακόμα καλύτερα.

πηγή: travel.gr

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below