Η Μελίσσα Στοΐλη, συγγραφέας και δημοσιογράφος με σπουδές στην υποκριτική και ενεργή παρουσία στη λογοτεχνική σκηνή, ξεχωρίζει με το προσωπικό της ύφος, που κινείται ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το ποιητικό. Με ειλικρίνεια και τρυφερότητα γράφει για έναν κόσμο φτιαγμένο από προσωπικές και συλλογικές μνήμες, αναζητώντας μέσα από την αφήγηση το φως που κρύβεται πίσω από τις σκιές. Το πρόσφατο βιβλίο της, Στους 44° υπό σκιάν (εκδόσεις Κίχλη), αποτελεί μια σε βάθος διερεύνηση θεμάτων όπως η μνήμη, η απώλεια και η ταυτότητα. Αυτά στάθηκαν η αφορμή για την κουβέντα μας, με τη Θεσσαλονίκη — σκηνικό και αυτού του βιβλίου της — να κάνει επίσης επιβλητική την εμφάνισή της.
Μελίσσα, συνέβη στην πραγματικότητα κάτι στη Θεσσαλονίκη το 1987, που έγινε ο σπόρος για αυτό το βιβλίο σχεδόν 40 χρόνια αργότερα;
Η Θεσσαλονίκη είναι ο χώρος που διαδραματίζεται η ιστορία όχι επειδή εκεί συνέβη κάτι συγκεκριμένο αλλά διότι είναι ο τόπος της προσωπικής μου μυθολογίας. Το πραγματικό γεγονός του 1987 είναι ο καύσωνας που αφορούσε όλη τη χώρα. Στη Θεσσαλονίκη είχε και υγρασία, κάτι που έκανε την ατμόσφαιρα δυσφορική. Εκείνη την εποχή ο κλιματισμός και η μόνωση στα σπίτια ήταν σχεδόν άγνωστες λέξεις. Επίσημα, οι θάνατοι από τον καύσωνα του 1987 υπολογίζονται σε 1.300, αλλά ανεπίσημα μπορεί να ξεπέρασαν τους 3.500. Σε αυτές τις ακραίες καιρικές συνθήκες επιλέγω να βάλω τους ήρωές μου, οι οποίοι επιπλέον βάλλονται και από φήμες για τη δράση ενός κατά συρροήν δολοφόνου. Η σκέψη που είχα, ο σπόρος ας πούμε, ήταν πως η δράση ενός εγκληματία μπορεί να κρυφτεί σε ένα περιβάλλον που οι θάνατοι περισσεύουν.
Στους 44° υπό σκιάν, συμβαίνουν διάφορα πράγματα στον ανθρώπινο οργανισμό, κάποιοι θα μπορούσαν να έχουν και ψευδαισθήσεις; Υπάρχει μια ψευδαίσθηση κρυμμένη στον τίτλο του βιβλίου;
Το έντονο στρες – σωματικό και ψυχικό -, η έλλειψη ύπνου, το παιχνίδι του φωτός, μπορούν να δημιουργήσουν ψευδαισθήσεις. Στο βιβλίο οι ήρωες είναι στρεσαρισμένοι από τις καιρικές συνθήκες και επειδή νιώθουν να απειλούνται από κάτι που δεν είναι συγκεκριμένο, που δεν έχει μορφή, που είναι παράλογο. Αυτό επιτρέπει στους φόβους που έχει ο καθένας, να κυριαρχήσουν. Το μυαλό τους αρχίζει να παίζει παιχνίδια, ερμηνεύουν διαφορετικά αυτά που βλέπουν. Στον τίτλο του βιβλίου η λέξη «σκιά» είναι αυτή που υπονοεί την ψευδαίσθηση. Αυτό φαίνεται και στο εξώφυλλο, όπου δυο χέρια που μπλέκονται μεταξύ τους δημιουργούν στον τοίχο την εικόνα ενός τράγου. Μια αναφορά στον τραγοπόδαρο θεό Πάνα που προξενούσε φόβο στους διαβάτες. Μην ξεχνάμε πως η λέξη πανικός προέρχεται από εκείνον.
Νιώθω τους ήρωές μου και αιτιολογώ τις αδυναμίες τους. Έχω ασχοληθεί τόσο πολύ μαζί τους που μέσα στο μυαλό μου είναι υπαρκτοί.
Η Θεσσαλονίκη, το σκηνικό σου, είναι για πολλούς (Αθηναίους, σινεφίλ, γκουρμέδες, ιστοριοδίφες, όλους αυτούς μαζί) μια πόλη μαγική. Πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ αυτή τη μαγική διάσταση της πόλης;
Έχω ζήσει και στις δυο πόλεις. Αγαπώ βαθιά τη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν μπορώ να πω ότι τη νοσταλγώ. Και όμως γυρίζω εκεί ξανά και ξανά. Κάτι πολύ δυνατό με δένει με την πόλη. Σε κάποιο σημείο της νουβέλας υπάρχει μια έντονη αυτοαναφορικότητα όταν ο ήρωας μιλά για τη Θεσσαλονίκη: «Ακόμη κι όσοι απομακρυνθούν, εντέλει, με κάποιον τρόπο επιστρέφουν, σαν κάτι να τους αναγκάζει · άλλοτε οι καταστάσεις, άλλοτε έρωτες παλιοί που φουντώνουν και ζητούν την εκπλήρωσή τους, λόγια που έχουν μείνει μετέωρα και πρέπει κάποτε να ειπωθούν, πολλά και διάφορα.» Ισχύουν όμως και όλα όσα ανέφερες. Το φεστιβάλ κινηματογράφου, οι νύχτες στο Ντορέ και οι κουβέντες περί τέχνης, οι πληθυσμοί που τη διαμόρφωσαν και άφησαν το στίγμα τους στη γεύση και την όψη της, τα μοναδικά της ηλιοβασιλέματα που έχουν σχεδόν μεταφυσική διάσταση, το γεγονός πως περπατάς στην παραλία και κοιτάς απέναντι τον Όλυμπο, οι άνθρωποι βέβαια, όλα αυτά και πολλά ακόμη της δίνουν μια ιδιαιτερότητα. Κάθε γωνιά της σου ψιθυρίζει ιστορίες.

Υπάρχουν γενναίες δόσεις μεταφυσικού στοιχείου στο βιβλίο. Ήταν κάτι που προέκυψε, ή το σχεδίασες εξαρχής έτσι;
Μου είναι πολύ οικείο αυτό το στοιχείο. Δεν νιώθω πως υπάρχει κάποιο όριο μεταξύ του φυσικού και του μεταφυσικού κόσμου. Είναι σαν να υπάρχει ένας ανοιχτός δίαυλος μεταξύ τους. Θα έλεγα πως γράφω αυτό που νιώθω. Στην αρχή του βιβλίου εμφανίζεται ένας θίασος που δίνει παραστάσεις με το έργο «Όνειρο θερινής νυκτός» του Σαίξπηρ. Εκεί διάφορα εξωκοσμικά όντα εισβάλουν στο σύμπαν των θνητών. Και είναι ένα σημάδι για όσα θα ακολουθήσουν και στη νουβέλα. Φάσματα, όνειρα, μάγοι, οραματιστές, μπλέκονται με την καθημερινότητα δίνοντας αυτή τη μυστικιστική διάσταση που υπάρχει στη ζωή μας ακόμη και σήμερα. Ο μυστικισμός είναι παρών σε κάθε εποχή. Βρισκόμαστε στο 2025, η τεχνολογία έχει δημιουργήσει έναν καινούργιο κόσμο όπου τα πάντα τρέχουν με υψηλές ταχύτητες αλλά οι άνθρωποι εξακολουθούν να έχουν τις ίδιες αγωνίες και αναζητήσεις. Μέσα στους αιώνες η θρησκεία, η φιλοσοφία, η επιστήμη και η τέχνη δεν έπαψαν να ασχολούνται με αυτά τα θέματα.
Ο κεντρικός ήρωάς σου, ο Αντρέας, έρχεται από το προηγούμενο βιβλίο σου, Από το μπαλκόνι να φύγεις. Γιατί τον διάλεξες και του έδωσες πρωταγωνιστικό ρόλο αυτή τη φορά;
Συνέβη κάτι περίεργο με το προηγούμενο βιβλίο. Είχε εκδοθεί, είχε πάρει τον δρόμο του αλλά εγώ δεν μπορούσα να αποχωριστώ τους ήρωες. Κάποιους δε από αυτούς τούς είχα έντονα στο μυαλό μου. Αναρωτιόμουν πώς συνέχισαν τις ζωές τους, τι τους απασχολούσε, πώς περνούσαν την κάθε μέρα. Τον Αντρέα τον σκεφτόμουν συχνά. Είχε δεχθεί την επίθεση ενός βιετναμέζου κόκορα, είχε μπλεχτεί με τον τζόγο, είχε χάσει τη δουλειά του κι εγώ αναρωτιόμουν πού έμενε τώρα και αν είχε βρει αλλού δουλειά. Δεν ξέρω γιατί τον διάλεξα. Ίσως αναγνωρίζω σε αυτόν κάποια δικά μου στοιχεία. Τη μοναχικότητα, τις τάσεις φυγής, την απόφαση να συνεχίσει ότι κι αν συμβαίνει. Την ανάγκη να περιπλανιέται και ταυτόχρονα να αμφιβάλλει γι΄αυτό που κάνει.
Ο μυστικισμός είναι παρών σε κάθε εποχή. Βρισκόμαστε στο 2025, η τεχνολογία έχει δημιουργήσει έναν καινούργιο κόσμο όπου τα πάντα τρέχουν με υψηλές ταχύτητες αλλά οι άνθρωποι εξακολουθούν να έχουν τις ίδιες αγωνίες και αναζητήσεις.
Κι άλλοι ήρωες από την προηγούμενη συλλογή διηγημάτων σου κάνουν την εμφάνισή τους σε αυτή τη νουβέλα. Τους βλέπεις να επανέρχονται και σε επόμενες ιστορίες που σχεδιάζεις;
Ο μάγος ο Καραμπατάκης, η κυρία Άννα με τα χριστιανικά της σωματεία και οι υπόλοιποι ανήκουν στο ίδιο σύμπαν και έχουν να πουν πολλές ιστορίες. Κι έχω όλη την καλή διάθεση να καταγράψω αυτά που μου λένε. Τους νιώθω και αιτιολογώ τις αδυναμίες τους. Έχω ασχοληθεί τόσο πολύ μαζί τους που μέσα στο μυαλό μου είναι υπαρκτοί. Σαν φίλοι που λείπουν αλλά έχω πάντα την έννοια τους και θέλω να μαθαίνω νέα τους. Είναι πολύ πιθανόν, τα νέα που θα μάθω από τους συγκεκριμένους να με οδηγήσουν σε κάποια από τις επόμενες ιστορίες.
Κρύβονται αληθινά πρόσωπα και πράγματα στις σελίδες του βιβλίου; Θα αναγνώριζε κανείς γνώριμες φιγούρες της Θεσσαλονίκης;
Κάποιοι από αυτούς έχουν αναφορά σε πραγματικά πρόσωπα. Δεν τους είχα γνωρίσει αλλά είχα ακούσει για μια γυναίκα ονόματι Σύρμου που έκανε συγκεντρώσεις, έπεφτε σε θεϊκή μέθη και έβλεπε οράματα. Είχα ακούσει για τον Χρήστο τον Γαζωραίο, έναν ψευδοπροφήτη που ζούσε στο χωριό Γάζωρος του νομού Σερρών. Ως παιδί είχα δει παραστάσεις του Ξανθού Μάγου που περιόδευε στην επαρχία κάνοντας εντυπωσιακά νούμερα. Από εκεί και μετά μιλάμε για μυθοπλασία.
Θέλησες να ασχοληθείς με το πως αντιδρούν οι άνθρωποι υπό πίεση εξωτερικών συνθηκών αλλά και εσωτερικών συγκρούσεων. Έφτασες σε (πολύτιμα) συμπεράσματα;
Ας πούμε πως αυτά που απασχολούν και ταλαιπωρούν τον καθένα είναι καταλαγιασμένα, σαν μια φωτιά που σιγοκαίει στη θράκα. Και ξαφνικά ένας εξωτερικός παράγοντας, μια ριπή ανέμου, ταράζει την ηρεμία και γιγαντώνονται οι φλόγες. Οι άνθρωποι σε δύσκολες περιστάσεις αποκαλύπτονται και φτάνουν σε σημεία που πιθανόν να μην τα φαντάζονταν.
Είναι μάλλον πιο αποδεκτό να πεις, vibes, ο νόμος της έλξης, manifistation, θεραπείες αυτοΐασης, συνειδητός οραματισμός, αλλά λίγο πολύ για τη δύναμη του πνεύματος επί της ύλης μιλάμε.
Η δύναμη της σκέψης μπορεί να οδηγήσει σε ακραίες καταστάσεις, το έχουμε δει να συμβαίνει και είναι κάτι που απασχολεί και τους ήρωες του βιβλίου σου. Τι βάζει όρια σε αυτή τη δύναμη και τι την πυροδοτεί;
Αν θέλουμε να συμβεί κάτι, καλό ή κακό, μπορούμε απλά να το σκεφτούμε και να γίνει; Φαίνεται αφελής η ερώτηση. Και όμως, μέσα από προσευχές και παραινέσεις τύπου «σκέψου θετικά» πιστεύουμε πως θα πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες μας. Ή πώς αν σκεφτούμε άσχημα για κάποιον μπορεί να του προκαλέσουμε κακό. Είναι κάποιος που δεν έχει νιώσει ενοχές με κάτι τέτοιο;
Κάποιος που ασυναίσθητα δεν χτυπά ξύλο για να αποτρέψει το κακό; Γελάμε με κάποια πράγματα αλλά τα έχουμε στη ζωή μας. Τους έχουμε δώσει απλώς άλλα ονόματα. Είναι μάλλον πιο αποδεκτό να πεις, vibes, ο νόμος της έλξης, manifistation, θεραπείες αυτοΐασης, συνειδητός οραματισμός, αλλά λίγο πολύ για τη δύναμη του πνεύματος επί της ύλης μιλάμε. Και είναι πολύ φυσιολογικό να προσπαθείς να ελέγξεις το χάος για να νιώσεις ασφάλεια. Πιστεύω πως οι σκέψεις όντως μπορούν να μας αρρωστήσουν ή να κάνουν καλύτερη τη ζωή μας. Όρια σε αυτό βάζει η ίδια η πραγματικότητα, είναι φανερό πως δεν μπορούμε να κάνουμε τα πάντα με τη δύναμη της θέλησης και του μυαλού.
Και για να κλείσουμε, υπό σκιάν ή στο φως; Και με ποια θερμοκρασία ανθίζει η δημιουργικότητα;
Η δημιουργικότητα είναι παντός καιρού και φωτισμού. Έχω γράψει στριμωγμένη στο κάθισμα ενός τρένου, καθισμένη στο γραφείο, σε διακοπές και σε εποχή με φόρτο εργασίας. Η δημιουργικότητα ανθίζει όταν δουλεύεις πολύ πάνω στο αντικείμενο που θέλεις. Όταν δεν απογοητεύεσαι, όταν συνεχίζεις, όταν παθιάζεσαι. Υπό αυτή την έννοια λοιπόν, μάλλον είναι
απαραίτητες οι υψηλές θερμοκρασίες, εσωτερικά.
Η παρουσίαση του βιβλίου της Μελίσσας Στοΐλη «Στους 44ο υπό σκιάν» θα γίνει την Τετάρτη 8 Οκτωβρίου, στις 7.30 μ.μ., στο Gustav (Χαριλάου Τρικούπη 6-10, Αθήνα)
Θα μιλήσουν: Δήμητρα Λουκά, συγγραφέας
Αριστοτέλης Σαΐνης, φιλόλογος, κριτικός λογοτεχνίας
Αποσπάσματα από το βιβλίο θα διαβάσει η ηθοποιός Νεκταρία Γιαννουδάκη