«Δυο μάνες έχω πάνω στη Γη/ που μ’ αναθρέψαν από παιδί./ Και δυο φεγγάρια στη σκοτεινιά,/οι Ποδαράδες κι η Κοκκινιά./ Δεν έχουν πάρκα, ψηλά σκαλιά,/ μόνο αργαστήρια και αργαλειά./ Μα βασιλεύει η ομορφιά/ στους Ποδαράδες, στην Κοκκινιά»: Το τραγούδι του Γρηγόρη Μπιθικώτση, σε στίχους και μουσική του Απόστολου Καλδάρα, που αναφέρεται σε δυο λαϊκές συνοικίες της Αττικής, όπου πρόσφυγες έχτισαν τη ζωή τους απ’ το μηδέν πάνω σε τραχιά χωράφια και χωματόδρομους, μού θύμισε η θεατρική μεταφορά «Γυναικείες ιστορίες», του ομώνυμου βιβλίου του Γιώργη Μασσαβέτα, που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Καρατζιάς στο Θέατρο Vault.

Ο ήχος του μπουζουκιού δίνει το ρυθμό και στη χαρμόσυνη σκηνή ανοίγματος της παράστασης – την οποία ντύνει η πρωτότυπη μουσική του Μάνου Αντωνιάδη: σε μια φτωχογειτονιά της Κοκκινιάς οι τέσσερις ηρωίδες χορεύουν και τραγουδούν, προτού επιδοθούν σε μια κουβέντα όπου η κωμωδία εναλλάσσεται διαρκώς με την τραγωδία, το γλυκό με το πικρό, όπως και η ίδια η ζωή. Ο μοναδικός άντρας είναι ο αφηγητής, τον οποίο υποδύεται ο Δημήτρης Καρατζιάς – στην πραγματικότητα, υποδύεται τον ίδιο τον Γιώργη Μασσαβέτα, που ως πιτσιρικάς κρυφάκουγε τις συζητήσεις των γυναικών και, μεγαλώνοντας, τις κατέγραψε σε 16 βιογραφικά διηγήματα.

Γυναικείες φιλίες στη μεταπολεμική Κοκκινιά

Η διαδρομή του βιβλίου προς το θεατρικό σανίδι άρχισε όταν ο σκηνοθέτης είδε τυχαία στο διαδίκτυο τον τίτλο του και του κίνησε την περιέργεια, όπως αφηγείται στο marieclaire.gr. Επικοινώνησε με τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, που τον έφεραν σε επαφή με τον συγγραφέα, και άρχισε τη μακρά όσο και γοητευτική διαδικασία διασκευής του.

Το πρώτο κίνητρο του Δημήτρη Καρατζιά για να μεταφέρει τα διηγήματα του Μασσαβέτα στο σανίδι ήταν μια εικόνα που τον στοίχειωσε στην πανδημία: μια τζαμαρία να χωρίζει έναν παππού και μια γιαγιά από το εγγόνι τους, έτσι ώστε να το βλέπουν χωρίς να μπορούν να το αγγίξουν. «Σκέφτηκα λοιπόν να κάνω αυτή την παράσταση ως ένα φόρο τιμής σε όλους τους ανθρώπους που έζησαν στην εποχή στην οποία εκτυλίσσεται το βιβλίο, στη μεταπολεμική Ελλάδα – ειδικά στις μανάδες, τις γιαγιάδες, τις θείες μας – και σε όλες αυτές τις ιστορίες με τις οποίες μεγάλωσε η γενιά μου. Ένα δεύτερο κίνητρο ήταν τα θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο, που παραμένουν απίστευτα επίκαιρα, όπως η θέση της γυναίκας, οι γυναικοκτονίες, η γυναικεία φιλία, το τι σημαίνει μητρότητα –ότι μητέρα δεν είναι μόνο αυτή που γεννάει, αλλά και εκείνη που μεγαλώνει ένα παιδί–, καθώς και ο διχασμός των Ελλήνων».

Στιγμιότυπο της παράστασης. Photo: Χριστίνα Φυλακτοπούλου

Οι χαρακτήρες της παράστασης είναι η Αννέτα η Βλάχα, η «Αγία» Ασήμω, η καφετζού η Μαριγώ και η πρώην ελευθέρων ηθών Κατινάρα, που από το 1944 έως το 1974 συναντούνται σε ένα ασβεστωμένο πεζούλι και αφηγούνται τις δικές τους ιστορίες, αλλά και εκείνες των άλλων γυναικών της γειτονιάς – πότε με σκληράδα και πότε με τρυφερότητα, πάντα όμως με πάθος, χιούμορ κι αυτοσαρκασμό. Οι περιγραφές τους σίγουρα θα αγγίξουν κάποια ευαίσθητη χορδή μέσα μας που πάλλεται στο ρυθμό των δικών μας οικογενειακών ιστοριών, όπως τις ζήσαμε προσωπικά ή όπως μας τις μετέφεραν οι γονείς και οι παππούδες μας.

Αυτό συνέβη τουλάχιστον στην περίπτωση του Δημήτρη Καρατζιά: «Η γιαγιά μου –η οποία ζει ακόμα, είναι 88 χρονών– μας μιλούσε για τους αντάρτες που έρχονταν στο χωριό και για τους γονείς της, που έφυγαν από τον Πόντο για να έρθουν στην Ελλάδα μόνο με τα ζώα και τα πράγματά τους και που στην αρχή έμεναν σε παράγκες σε χωριά των Σερρών» θυμάται, μεταξύ άλλων, και προσθέτει, με αφορμή τον χαρακτήρα της Ασήμως, που κάποιοι θεωρούσαν αγία: «Στο διπλανό μας χωριό υπήρχε ένας ψευτοάγιος και πουλούσε φυλαχτά για εκατό χιλιάδες δραχμές! Όλη αυτή η αφέλεια που υπήρχε τότε έχει αποτυπωθεί στα κείμενα του Μασσαβέτα». Μήπως όμως δεν έχουμε μέχρι και τις μέρες μας ψευτοαγίους και κάθε λογής τσαρλατάνους με πιστούς ακόλουθους;

«Στο διπλανό μας χωριό υπήρχε ένας ψευτοάγιος και πουλούσε φυλαχτά για εκατό χιλιάδες δραχμές! Όλη αυτή η αφέλεια που υπήρχε τότε έχει αποτυπωθεί στα κείμενα του Μασσαβέτα»

Η πιο δυνατή αληθινή ιστορία, ωστόσο, της παράστασης είναι της γιαγιάς που ανέθρεψε το εγγόνι της σαν να ήταν η μητέρα του, με το προσωπικό της υστέρημα χρόνου, χρημάτων, ενέργειας και με μια θεμελιώδη αρχή: το παιδί να αποκτήσει πρώτα ανθρωπιά και μετά μόρφωση. «Αυτοί οι άνθρωποι είχαν τη σοφία της ζωής, τις εμπειρίες τους. Μπορεί να ήταν αμόρφωτοι στα γράμματα, αλλά ήξεραν καλά τι σημαίνει αγάπη και την έδιναν απλόχερα», υπογραμμίζει ο σκηνοθέτης. «Ένας γραμματιζούμενος κακός είναι εφτά φορές κακός», λέει η Αννέτα σε μια ατάκα της και ο Δημήτρης Καρατζιάς εξηγεί: «Ο “γραμματιζούμενος” μπορεί από μια θέση εξουσίας να κάνει μεγάλη ζημιά σε πολλούς άλλους».

Στιγμιότυπο της παράστασης. Photo: Χριστίνα Φυλακτοπούλου

Η παράσταση «Γυναικείες ιστορίες» είναι ανεπιτήδευτα απολαυστική, σαν ένα μπριάμ με πρώτες ύλες από το μποστάνι στο χωριό. Σαν ένα σόλο μπουζουκιού από δεξιοτέχνη οργανοπαίχτη. Χωρίς φιοριτούρες, χωρίς εντυπωσιακά κοστούμια ή μεγαλειώδη σκηνικά. Τέσσερις γυναίκες κάθονται αντικριστά στο κοινό και αφηγούνται, για να σηκωθούν περιστασιακά και να χορέψουν, μεταδίδοντάς μας, παρά την απουσία ζωντανής ορχήστρας, την αρχέγονη, διονυσιακή έκσταση ενός λαϊκού πανηγυριού. Όλη η δύναμη έγκειται στο κείμενο και στις ερμηνείες. «Για μένα, θέατρο είναι να αφηγηθώ μια ιστορία σαν παραμύθι. Όσο πιο απλά, όσο πιο κατανοητά γίνεται. Σημαίνει λαϊκό θέατρο, με την καλή έννοια: όπου θα έρθει κάποιος, από δέκα μέχρι ενενήντα χρονών, θα κατανοήσει όλα όσα γίνονται πάνω στη σκηνή, θα συγκινηθεί, θα γελάσει, θα προβληματιστεί».

«Για μένα, θέατρο είναι να αφηγηθώ μια ιστορία σαν παραμύθι. Όσο πιο απλά, όσο πιο κατανοητά γίνεται».

Πέρασαν πολλές δεκαετίες από την εποχή των διηγημάτων του Μασσαβέτα. Ήρθαν η αντιπαροχή, που ισοπέδωσε ολόκληρες γειτονιές, οι εντατικοί ρυθμοί ζωής, τα τεχνολογικά μέσα που υποκατέστησαν, σε κάποιο βαθμό, τη φυσική ανθρώπινη επαφή – η τηλεόραση, οι ψηφιακές συσκευές, τα social media. Πολύ πρόσφατα ήρθε και η πανδημία, όπου «οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι, μετά τον ιό, είναι η μοναξιά και η απομόνωση» σχολιάζει ο σκηνοθέτης, για να συμπληρώσει: «Ακόμα και τώρα κρατάμε σε απόσταση πρόσωπα που στο παρελθόν υπήρχαν καθημερινά στη ζωή μας, είτε για να τα προφυλάξουμε είτε για να προφυλάξουμε τον εαυτό μας ή τους ανθρώπους που έχουμε στο σπίτι μας. Και το πρώτο θέμα στις συζητήσεις μας είναι ο κορονοϊός. Μας έχει λείψει η ξέγνοιαστη επικοινωνία – να καθίσουμε και να συζητήσουμε ακόμα και για τα πιο “χαζά” πράγματα».

Στιγμιότυπο της παράστασης. Photo: Χριστίνα Φυλακτοπούλου

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ακόμα γυναικοπαρέες που δίνουν κάθε απόγευμα ραντεβού στα πεζούλια. «Είναι μια εικόνα που έχω πολύ έντονη από το χωριό μου, την Πεντάπολη Σερρών, αλλά και από όλα τα χωριά που έχω επισκεφτεί. Πιστεύω ότι θα συνεχίσει να υπάρχει στην ελληνική επαρχία, αλλά και στις πόλεις, όπου υπάρχουν γειτονιές. Εδώ, στον Βοτανικό όπου μένω, επειδή έχουμε ακόμα μονοκατοικίες, συναντώ ακόμα αυτές τις γυναίκες, που κάθονται έξω από τα σπιτάκια, στις καρέκλες τους, κάνουν τις δουλειές τους και λένε τα δικά τους. Περνάω από μπροστά τους και χαμογελάω».

«[Οι γυναικοπαρέες στα πεζούλια] είναι μια εικόνα που έχω πολύ έντονη από το χωριό μου, την Πεντάπολη Σερρών, αλλά και από όλα τα χωριά που έχω επισκεφτεί. Πιστεύω ότι θα συνεχίσει να υπάρχει στην ελληνική επαρχία, αλλά και στις πόλεις, όπου υπάρχουν γειτονιές»

Σίγουρα θα βρεθεί ξανά κάποιος καλλιτέχνης να απαθανατίσει τις ιστορίες που μοιράζονται μέχρι τις μέρες μας αυτές οι γυναίκες. Την ευαισθησία, το πηγαίο χιούμορ, τη θυμοσοφία τους. Σε λαϊκές συνοικίες, όπως αυτές για τις οποίες έχει γράψει ο Απόστολος Καλδάρας και τραγουδήσει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης: «Κάθε του σκέψη απ’ την αυγή/ γεννάει χρυσάφι, γεννάει ψωμί./ Και κάθε βράδυ στα γιασεμιά/ σμίγει η αγάπη κι’ η φαμελιά».

Στιγμιότυπο της παράστασης. Photo: Χριστίνα Φυλακτοπούλου

Info
«Γυναικείες Ιστορίες», έως την Κυριακή 27 Φεβρουαρίου, κάθε Σάββατο στις 21:15 και Κυριακή στις 18:15, στο Vault Theatre Plus, Μελενίκου 26, Βοτανικός, τηλ.: 213 0356472. Αγορά εισιτηρίων μέσω viva.gr

Συντελεστές

Συγγραφέας: Γιώργης Μασσαβέτας. Δραματουργική επεξεργασία – θεατρική διασκευή – σκηνοθεσία: Δημήτρης Καρατζιάς. Πρωτότυπη μουσική – τραγούδια έναρξης και τέλους (στίχοι – μουσική): Μάνος Αντωνιάδης. Παραδοσιακά τραγούδια (ερμηνεία): Μαρία Γράμψα. Παίζουν (αλφαβητικά): Μαρία Γράμψα, Δημήτρης Καρατζιάς, Κική Μαυρίδου, Φανή Παλιούρα, Χριστίνα Σαμπανίκου.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below