Ζητήσαμε από τη δικηγόρο Μαρία Μουρτζάκη, υπεύθυνη Δραστηριοτήτων, Έρευνας και Συνηγορίας της ActionAid να μας μιλήσει για την ενδοοικογενειακή βία σε οικογένειες με καλύτερο μορφωτικό και βιωτικό επίπεδο, εκεί όπου τα κρούσματα δεν παύουν να υπάρχουν, αλλά είναι πολύ πιθανό να αποσιωπούνται.
“Σε σχέση με τα στοιχεία για τη βία στα εύρωστα από οικονομικής άποψης κοινωνικά στρώματα: Αρχικά, θα πρέπει να ειπωθεί ότι έχουμε μία γενικότερη έλλειψη στοιχείων -και ιδιαίτερα – αναλυτικών (στοιχείων, δηλαδή, που έχουν αναλυθεί στη βάση συγκεκριμένων μεταβλητών και μας δίνουν μια εικόνα, για παράδειγμα, για την ηλικία, το μορφωτικό ή οικονομικό επίπεδο, τον τόπο διαμονής κ.λπ.), γεγονός που θα μας επέτρεπε να έχουμε καλύτερη εικόνα και να μπορούμε να σχεδιάσουμε στοχευμένα το πώς θα θέλαμε να καταπολεμηθεί η βία και τα στερεότυπα που επιτρέπουν την άσκησή της. Αν, δηλαδή, γνωρίζαμε ότι μια περιοχή της χώρας συγκεντρώνει υψηλότερα ποσοστά βίας εναντίον των γυναικών, θα μπορούσαν να γίνουν ποιοτικότερες παρεμβάσεις τόσο για την άμεση υποστήριξη των επιζησασών όσο και για τη μακροπρόθεσμη αλλαγή στερεοτυπικών αντιλήψεων που επιτρέπουν την αναπαραγωγή βίαιων συμπεριφορών.  Αυτό που φαίνεται να ξέρουμε είναι ότι οι χρήστριες των υπηρεσιών που προσφέρονται είναι ως επί το πλείστον γυναίκες των οποίων τα οικονομικά είναι περιορισμένα και δεν μπορούν να στραφούν σε ιδιώτες επαγγελματίες.

Χρειάζεται προσοχή η διατύπωση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους μια γυναίκα με οικονομική επιφάνεια δεν καταγγέλλει τη βία γιατί αφενός δεν είναι απόλυτο, αφετέρου είναι επικίνδυνο να αποδοθεί ταξικός χαρκτήρας στην απόφαση περί μη καταγγελίας και να οδηγήσει σε victim blaming (να είναι δηλαδή πάλι οι γυναίκες οι συμφεροντολόγες της υπόθεσης και να “αξίζουν” αυτό που παθαίνουν εφόσον δε φεύγουν για να μη χάσουν τις ανέσεις και τα χρήματα). Αν γίνει σχετική αναφορά (πράγματι αναφέρεται και στην έρευνα, αλλά στο συνολικότερο πλαίσιο της έκθεσης που δημοσιεύτηκε δεν ακουγόταν τόσο απόλυτο), θα πρότεινα να γίνει λόγος για το ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η κάθε γυναίκα. είτε οικονομικά είτε κοινωνικά είτε από κάθε άλλη άποψη, επηρεάζει με συγκεκριμένο τρόπο τις αποφάσεις που ενδέχεται να λάβει (και στη συνέχεια να αναφερθούν κάποια παραδείγματα).
Στις σελίδες 38, 39 και 40 της έρευνας, ερωτώμενοι για το αν υπάρχει ένα γενικό προφίλ οικογενειών στις οποίες υφίσταται βία, η πλειοψηφία των συνεντευξιαζόμενων συμφώνησε πως το φαινόμενο απαντάται σε όλα τα στρώματα, στην επαρχία, καθώς και στα αστικά κέντρα, όπως επίσης και σε κάθε πολιτισμικό περιβάλλον. Τα εξής παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά:

«Δεν θα έλεγα ότι υπάρχει κάποιο γενικό προφίλ γιατί έχουμε περιπτώσεις οικογενειών σε καλή οικονομική κατάσταση, σε κακή, υψηλού μορφωτικού επιπέδου, χαμηλότερου, με πολλά παιδιά, με λίγα, με κανένα. Θέλω να πω ότι δεν μπορεί κανείς να εξαγάγει κάποιο συμπέρασμα ότι μια συγκεκριμένη οικογενειακή κατάσταση είναι πιο εύφορο έδαφος για την εκδήλωση της βίας»,  Νομικός

«Η ενδοοικογενειακή βία υπάρχει και στους πλούσιους και στους φτωχούς. Στους πλούσιους είναι πολλές φορές πιο αποκρυπτόμενη. Υπάρχει και στους Έλληνες και στους ξένους. Υπάρχει σε όλα τα στρώματα.»,  Νομικός
Είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό ότι οι επαγγελματίες του πεδίου μένουν μακριά από τα επιβλαβή στερεότυπα που περιβάλλουν το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας, και που αναπαράγουν τους μύθους ότι η βία είναι θέμα ελλιπούς εκπαίδευσης, φτώχειας, χαμηλού πολιτισμικού επιπέδου κ.λπ. Οι ειδικοί τόνισαν επίσης ότι οι εκδοχές που θέλουν τη βία να είναι χαρακτηριστικό των χαμηλότερων στρωμάτων ή/και των αλλοδαπών είναι αποτέλεσμα συστηματικής διαστρέβλωσης λόγω μεροληπτικών παρατηρήσεων. Επειδή δηλαδή οι οικογένειες με πολλαπλούς παράγοντες κοινωνικού αποκλεισμού υπερεκροσωπεύονται στην υποομάδα πληθυσμού που έχουν επαφή με τις κοινωνικές υπηρεσίες. Με απλά λόγια: όσο μεγαλύτερη η περιθωριοποίηση τόσο πιο πιθανή η προσφυγή στο κράτος-πρόνοιας και, κατ’ επέκταση, τόσο πιο ορατό το φαινόμενο της βίας στις συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες. Αντίστοιχα, το αντίθετο συμβαίνει σε οικογένειες υψηλού κοινωνικοοικονομικού επιπέδου: «Βλέπουμε ότι σε ανθρώπους που είναι μορφωμένοι, είναι υψηλού μορφωτικού, κοινωνικού, οικονομικού επιπέδου, μπορεί να παρέχονται περισσότερες εκλογικεύσεις, μεγαλύτερο κουκούλωμα […], φτάνουν λιγότερο εύκολα στις αρχές γιατί και οι γυναίκες δεν θέλουν να θίξουν το όνομα του συζύγου και οι ίδιοι επειδή έχουν πολλά να χάσουν είναι κακοποιητές μόνο στην οικογένεια. Έξω διατηρούν άριστο κοινωνικό προφίλ.»,  Κοινωνική Λειτουργός/Σύμβουλος

Ορισμένοι/ες συνεντευξιαζόμενοι/ες αναφέρθηκαν ακόμη και σε πρακτικά ζητήματα που εμποδίζουν στο να γίνει αντιληπτή η βία σε υψηλά κοινωνικά επίπεδα:«Είναι πολύ πιο εύκολο να καταγγείλεις κάποιον που είσαστε μεσοτοιχία με έναν λεπτό τοίχο που ακούγονται τα πάντα, από το να αντιληφθείς ότι κάτι γίνεται σε ένα σπίτι που βρίσκεται στα βόρεια προάστια και έχει δυο στρέμματα οικόπεδο γύρω του. Άρα εκεί δεν είναι τόσο εύκολο να φτάσει μια καταγγελία.», Κοινωνική Λειτουργός/ΣύμβουλοςΕπιπλέον, οι πιο εύποροι/εύπορες επιζήσαντες/επιζήσασες έχουν τη δυνατότητα να νοικιάσουν ένα καινούριο σπίτι, να προσλάβουν ιδιωτικό δικηγόρο, να καταβάλουν το αντίτιμο για την παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας από ιδιώτη επαγγελματία προκειμένου να παρασχεθεί υποστήριξη και ενδυνάμωση σε αυτούς/αυτές ή/και τα παιδιά τους. Επομένως το κοινωνικοοικονομικό προφίλ των οικογενειών που θα έρθουν σε  επαφή με κοινωνικές υπηρεσίες είναι συνήθως αρκετά συγκεκριμένο και αρκετά χαμηλό – δεν είναι όμως αντιπροσωπευτικό.Παρά ταύτα, είναι γνωστό πως ορισμένοι παράγοντες είναι θετικά συσχετισμένοι με την ενδοοικογενειακή βία – η παρουσία τους, δηλαδή, αυξάνει τις πιθανότητες ενός βίαιου συμβάντος (χωρίς αυτό να σημαίνει πως η βία θα εκδηλωθεί απαραίτητα ή ότι ο σύνδεσμος είναι αιτιώδης). Οι συνεντευξιαζόμενοι αναφέρθηκαν σε προσωπικά χαρακτηριστικά και πεποιθήσεις των εμπλεκόμενων, όπως στερεοτυπικές αντιλήψεις για τους έμφυλους ρόλους και τη διατήρηση της κυριαρχίας, αλλά και σε οικογενειακές δυναμικές που συνδέονται με τη βία. Παράγοντες στους οποίους εστίασαν και που είναι ευρέως γνωστοί από τη σχετική βιβλιογραφία ήταν οι εξής:

  • Οικονομική εξάρτηση του μέλους που δέχεται βία (συνήθως της γυναίκας)
    Το γεγονός ότι η γυναίκα δεν έχει οικονομική ανεξαρτησία αναφέρθηκε ως ένας κοινός παράγοντας που σχετίζεται με τη βία (όχι μόνο οικονομική). Αν και συνδέεται με το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, η οικονομική εξάρτηση δεν είναι απαραίτητα αντικειμενικό ζήτημα. Όπως εξηγεί μία από τις συνεντευξιαζόμενες:
    «[…] το “εξαρτώμαι οικονομικά” είναι πολύ γενικό. Έχω δει γυναίκες που εξαρτώνται οικονομικά και λένε “θα τα καταφέρω ακόμα κι αν βρω πέντε δουλειές αρκεί να βγω από αυτή την κατάσταση”. Και έχω δει και γυναίκες οι οποίες λένε “θα μείνω σ’ αυτό το γάμο γιατί θέλω να τελειώσει το παιδί το σχολείο γιατί δε θέλω να σταματήσει το παιδί το ιδιωτικό σχολείο”. Δηλαδή να μη χάσει το επίπεδο ζωής το οποίο είχε», Νομικός
    Ειδικά από την παράθεση του τελευταίου quote φαίνεται ότι όταν μιλάμε για την αντίδραση μια γυναίκας σε συνάρτηση με την οικονομική της κατάσταση δεν μπορούμε να προβούμε σε απόλυτα συμπεράσματα, αλλά μιλάμε κυρίως περιπτωσιολογικά. Τελευταίο σημείο είναι η αναφορά στο κείμενο “Στην έκθεση της ΑctionΑid η λύση κρύβεται σε θεσμικές και νομοθετικές αλλαγές με στόχο όχι μόνο την ευαισθητοποίηση και την πρόληψη, αλλά και την ποιοτικότερη παροχή υποστήριξης σε επιζήσασες.”  Νομίζω ότι υπάρχει ταύτιση και συμφωνία του συμπεράσματος της έρευνας με αυτό που λες αμέσως μετά, ότι δηλαδή είναι και στο χέρι μας και δεν είναι μόνο οι νομοθετικές και θεσμικές αλλαγές που θα βελτιώσουν τα πράγματα”.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below