Η γνωριμία μου με το βιβλίο «Η τέχνη του τρεξίματος. Από τον Μαραθώνα στην Αθήνα με φτερά στα πόδια» της Andrea Marcolongo (εκδ. Πατάκη) μοιάζει καρμική: Φτάνει στα χέρια μου την επομένη του Κλασικού Μαραθωνίου της Αθήνας, ακριβώς τη στιγμή που μοιράζομαι με μια συνάδελφο στο γραφείο τον θαυμασμό μου για τους υπερήλικους δρομείς που είδα, την προηγούμενη μέρα, να συνεχίζουν να τρέχουν έχοντας ήδη ξεπεράσει το 30ο χιλιόμετρο.

Η Marcolongo δεν είναι βέβαια υπερήλικας αλλά, όπως γράφει στο νέο της έργο, που συνδυάζει πληροφορίες για το τρέξιμο και τον μαραθώνιο με τα προσωπικά βιώματά της -από τις πρώτες προπονήσεις λίγων χιλιομέτρων μέχρι τον δικό της μαραθώνιο στην Αθήνα- άρχισε να τρέχει μετά τα τριάντα της και μάλιστα έχοντας πίσω της μια καθιστική ζωή, ως δημοσιογράφος, συγγραφέας και, παλαιότερα, σύμβουλος επικοινωνίας για πολιτικούς και εταιρείες.

Ανέκαθεν ωστόσο υπήρχε ένα αόρατο νήμα που τη συνέδεε με τους πρώτους Μαραθωνοδρόμους της ιστορίας: η αγάπη της και οι σπουδές της Ιταλίδας δημιουργού (η οποία αυτή την περίοδο ζει στο Παρίσι) για τον ελληνικό πολιτισμό, που έχει διοχετεύσει και σε προηγούμενα βιβλία της, όπως στο μπεστ σέλερ, μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες, «Η υπέροχη γλώσσα: 9 λόγοι για να αγαπήσεις τα αρχαία ελληνικά» (επίσης εκδ. Πατάκη).

Ανέκαθεν ωστόσο υπήρχε ένα αόρατο νήμα που τη συνέδεε με τους πρώτους Μαραθωνοδρόμους της ιστορίας: η αγάπη της και οι σπουδές της Ιταλίδας δημιουργού για τον ελληνικό πολιτισμό, που έχει διοχετεύσει και σε προηγούμενα βιβλία της.

Η ανάγνωση του νέου βιβλίου της ρέει αβίαστα και απολαυστικά σαν μια σύντομη προπόνηση ενός έμπειρου αθλητή, βάζοντάς σε σε πειρασμό, ακόμα και δεν έχεις τρέξει ποτέ στη ζωή σου, να προσθέσεις έναν μαραθώνιο στη λίστα των στόχων σου. Όταν όμως κλείνουμε ραντεβού για μια διαδικτυακή συνέντευξη για το Marie Claire, με περιμένει μια ακόμα ευχάριστη έκπληξη. Με υποδέχεται μέσα από την οθόνη θηλάζοντας τη νεογέννητη κόρη της – ηλικίας περίπου έξι εβδομάδων, όπως μαθαίνω.

Στην πραγματικότητα αυτή η είδηση δεν σκάει σαν κεραυνός εν αιθρία καθώς στο κεφάλαιο του βιβλίου «Τρέξιμο: μια γυναικεία υπόθεση», όπου παρουσιάζει τη μακραίωνη ιστορία αποκλεισμού των γυναικών από διάφορους αθλητικούς αγώνες, τις προσπάθειες λίγων, τολμηρών αθλητριών να αγωνιστούν στα κρυφά, αλλά και τις σημερινές προκλήσεις και σεξιστικά στερεότυπα που αντιμετωπίζει μια γυναίκα δρομέας, ήδη αναφέρεται στην προοπτική μιας εγκυμοσύνης την οποία όμως τότε ένιωθε ότι δεν μπορούσε να συνδυάσει με το όνειρο του μαραθωνίου.

Όπως γράφει: «Μια μέρα το δίλημμα έσκασε στα χέρια μου ξαφνικά σαν ύπουλη νάρκη που κατά λάθος πάτησα σε κάποιο πάρκο – και τα πράγματα μπλέχτηκαν ακόμα περισσότερο από την τρίτη προοπτική που εγώ, αφελώς, καλλιεργούσα στο κεφάλι μου, επιβαρύνοντας μοιραία το σκηνικό: την επιθυμία να είμαι συγγραφέας, να γίνω μητέρα και συνάμα να τρέξω έναν μαραθώνιο.[…] Αυτό που ξέρω με βεβαιότητα είναι ότι σωματικά, βιολογικά, είναι αδύνατο να αντέξω το βάρος των προπονήσεων που προβλέπονται για να τρέξω έναν μαραθώνιο, αν βρίσκομαι σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή αν την προγραμματίζω».

«Αυτό που ξέρω με βεβαιότητα είναι ότι σωματικά, βιολογικά, είναι αδύνατο να αντέξω το βάρος των προπονήσεων που προβλέπονται για να τρέξω έναν μαραθώνιο, αν βρίσκομαι σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή αν την προγραμματίζω».

Στη συνέντευξή μας, μιλώντας και για άλλες έμφυλες προκλήσεις που αντιμετώπισε κατά τις προπονήσεις της, εστιάζει στο θέμα της ασφάλειας: «Στα 13 χρόνια μου η μόνη συμβουλή που μου έδωσε ο πατέρας μου ήταν να προσέχω όταν βγαίνω έξω και να μη μιλάω σε ξένους. Ως γυναίκα, είτε περπατάς είτε τρέχεις,  πρέπει να είσαι διαρκώς προσεκτική, δεν μπορείς απλά να απολαμβάνεις την προπόνηση ή τη θέα. Είναι εξαντλητικό. Για μένα θα ήταν τρομακτικό το να βγω να τρέξω αφού έχει σκοτεινιάσει, όπως κάνει ο άντρας μου».

Τουλάχιστον μετά τον Κλασικό Μαραθώνιο της Αθήνας είχε την ευκαιρία να ανακαλύψει τη μητρότητα. «Το επάγγελμά μου είναι συγγραφέας, δεν είμαι επαγγελματίας δρομέας, σε κανέναν δεν θα έλειπε το τρέξιμό μου» σχολιάζει στη βιντεοκλήση μας. «Οπότε όταν έμεινα έγκυος σταμάτησα να τρέχω. Αλλά αν ρωτήσεις μια επαγγελματία δρομέα ή γενικά αθλήτρια, σε κάποιες περιπτώσεις αυτό το δίλημμα είναι σοβαρό».

Η καθημερινότητά της σήμερα είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που περιγράφει στο βιβλίο, των συστηματικών και επίπονων προπονήσεων: «Αυτή τη στιγμή ολόκληρη η ζωή μου είναι η μητρότητα, δεν βλέπω την ώρα να μείνω μόνη με την κόρη μου. Θα ήθελα πραγματικά να γράψω για τις απίστευτες εμπειρίες και τα συναισθήματά μου, ειδικά στην εγκυμοσύνη και στον τοκετό. Είναι η πρώτη συνέντευξη που δίνω μετά τη γέννα».

«Ως γυναίκα, είτε περπατάς είτε τρέχεις,  πρέπει να είσαι διαρκώς προσεκτική, δεν μπορείς απλά να απολαμβάνεις την προπόνηση ή τη θέα. Είναι εξαντλητικό. Για μένα θα ήταν τρομακτικό το να βγω να τρέξω αφού έχει σκοτεινιάσει, όπως κάνει ο άντρας μου».

Παραδέχεται, ωστόσο, ότι «τώρα, που περνάω όλη την ημέρα μου θηλάζοντας, μου λείπει το τρέξιμο και, γενικά, η κίνηση». Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που άρχισε να τρέχει – όχι, ας πούμε, η επιθυμία της να είναι «λεπτή» και «fit»: «Ποτέ στο παρελθόν δεν με είχα φανταστεί να γυμνάζομαι, πόσο μάλλον να τρέχω σε μαραθώνιο. Το πρώτο μου κίνητρο ήταν να αρχίσω να κινούμαι προτού να είναι πολύ αργά, αλλά μετά συνειδητοποίησα ότι η σωματική άσκηση είναι μόνο η μισή ιστορία. Η άλλη μισή, και πιο ενδιαφέρουσα για εμένα, αφορά την ψυχή και το πνεύμα».

Ανάμεσα στα οφέλη που είχε το τρέξιμο για την Andrea –τα λιγότερο ορατά από ένα ζευγάρι καλογυμνασμένων μηρών– είναι η κατάσταση «ροής» στην οποία την έφερε ή, όπως αποκαλεί ένα ολόκληρο κεφάλαιο που της αφιερώνει, «Ο καιρός, το flow, η παρούσα στιγμή. Να εξουσιάζεις τον χρόνο».

Είναι επίσης η όχι μόνο σωματική αλλά και ψυχική δύναμη που της έδωσε, ως γυναίκα και ως άνθρωπο: «Από τότε που άρχισα να αθλούμαι νιώθω χιλιάδες φορές μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Δεν είμαι πρωταθλήτρια και μέχρι τότε δεν είχα τρέξει ποτέ στη ζωή μου, οπότε επιτυχία για μένα ήταν να τρέξω έστω και για πέντε λεπτά – με έκαναν να νιώθω περήφανη για τον εαυτό μου. Γιατί όταν μιλάς για τον αθλητισμό πρέπει να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου, δεν έχεις περιθώριο για ψέματα. Τα πόδια σου είτε μπορούν είτε δεν μπορούν. Οπότε με κάθε μέρα που περνούσε αυτή ήταν η σημαντικότερη επιτυχία μου: ας πούμε, ότι σήμερα τα πόδια μου κατάφεραν να τρέξουν για 15 λεπτά. Το τρέξιμο με βοήθησε να καλλιεργήσω τον αυτοσεβασμό μου και άλλαξε την αντίληψη για το σώμα μου».

«Από τότε που άρχισα να αθλούμαι νιώθω χιλιάδες φορές μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Δεν είμαι πρωταθλήτρια και μέχρι τότε δεν είχα τρέξει ποτέ στη ζωή μου, οπότε επιτυχία για μένα ήταν να τρέχω έστω και για πέντε λεπτά – με έκαναν να νιώθω περήφανη για τον εαυτό μου».

Δεν βλέπει την ώρα να μεταφέρει αυτό τον πλούτο εμπειριών στην κόρη της: «Όταν ήμουν μικρή κανένας, ούτε στην οικογένειά μου ούτε στο σχολείο, δεν μου είχε πει ότι όταν κινούμε το σώμα μας κινούμε και το μυαλό μας. Πέρασα τη ζωή μου μελετώντας και προσπαθώντας να προπονώ τον εγκέφαλό μου αλλά πάντα ξεχνούσα να προπονήσω το σώμα μου. Χρειάζεται απλά να διαβάσεις τα κλασικά κείμενα και τον Πλάτωνα που λέει, ξεκάθαρα, ότι τα παιδιά πρέπει να προπονούν τον νου και τα πόδια τους. Οπότε θα ήθελα η κόρη μου να έρθει σε επαφή με την άθληση – αλλά με τις αυθεντικές, ουσιαστικές αξίες της, όχι με τις σύγχρονες τάσεις του μάρκετινγκ, που την παρουσιάζουν απλά σαν έναν τρόπο να είσαι “πάντα skinny και νέα”».

«Θα ήθελα η κόρη μου να έρθει σε επαφή με την άθληση – αλλά με τις αυθεντικές, ουσιαστικές αξίες της, όχι με τις σύγχρονες τάσεις του μάρκετινγκ, που την παρουσιάζουν απλά σαν έναν τρόπο να είσαι “πάντα skinny και νέα”».

Τη σε βάθος μελέτη των κλασικών κειμένων και μάλιστα στην πρωτότυπη μορφή τους τη χρωστάει στη μακροχρόνια σχέση της με τον ελληνικό πολιτισμό: «Ανακάλυψα τα αρχαία ελληνικά στα 14 χρόνια μου, όταν πήγαινα γυμνάσιο στην Ιταλία, και με συνεπήραν τόσο ώστε, πέντε χρόνια αργότερα, έφτιαξα βαλίτσες και επισκέφτηκα για πρώτη φορά την Αθήνα. Είμαι ακόμα εκεί – είκοσι χρόνια αργότερα, ακόμα ερωτευμένη με την Ελλάδα. Για δεκαπέντε περίπου χρόνια ήμουν προσηλωμένη στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό μέχρι που, πριν από περίπου μία πενταετία, άρχισα να ενδιαφέρομαι και για τη νεότερη ελληνική ιστορία και τέχνη».

Καρπός του πάθους της για την Ελλάδα είναι και το καινούριο βιβλίο της, «Spostare la luna dall’orbita: Una notte al Museo dell’Acropoli» – σε ελεύθερη μετάφραση, «Όταν βγάζεις τη Σελήνη από την τροχιά της: Μια νύχτα στο Μουσείο της Ακρόπολης» (αναμένεται να κυκλοφορήσει και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη αλλά δεν έχει ανακοινωθεί ακόμα ο επίσημος τίτλος). Όπως εξηγεί: «Πριν από έναν χρόνο είχα το προνόμιο να περάσω μια νύχτα στο Μουσείο της Ακρόπολης με τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Αυτή την ιστορία αφηγείται το βιβλίο και, φυσικά, την ιστορία της αφαίρεσής τους και της μεταφοράς τους στη Βρετανία, που μοιάζει με μοντέρνα τραγωδία».

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below