Είμαι επικίνδυνη. Όχι πάντα, μονάχα όταν παραμελώ τη θηλυκότητά μου. Είναι μια πανάρχαια αλήθεια: φαίνεται πως η θηλυκότητα έχει ανάγκη από τη διαρκή και άγρυπνη προσοχή μας. Δεν πρέπει να παραμεληθεί, να μείνει αφρόντιστη, να παραγκωνιστεί ή να εξοριστεί.

«Όλοι συμφωνούν ότι υπάρχουν θηλυκά στο ανθρώπινο είδος. Αποτελούν, πάντα, το ήμισυ του πληθυσμού της Γης. Ωστόσο, μας λένε πως “η θηλυκότητα βρίσκεται σε κίνδυνο”. Εξωθούμαστε “να είμαστε γυναίκες, να γίνουμε γυναίκες, να παραμείνουμε γυναίκες”.» Πριν από πολλά χρόνια, η Σιμόν Ντε Μποβουάρ παρατηρεί πως κανείς δεν προτρέπει τους άνδρες να φροντίσουν τον ανδρισμό τους στη διάρκεια της ζωής τους, σε αντίθεση με εμάς που πρέπει να πασχίζουμε για τη μη απώλεια της θηλυκότητας.

Υπονοείται πως οι γυναίκες που χάνουν αυτή τη ζελατίνα ασφαλείας είναι -ανάλογα με την περίπτωση- απωθητικές, ενοχλητικές, ψυχρές και συχνά «επικίνδυνες». Κάθε φορά που, ανά τους αιώνες, οι γυναίκες βρέθηκαν να διεκδικούν διαφορετικές μορφές ύπαρξης και επιλογές ζωής -ερωτικές και επαγγελματικές- οι οποίες παρέκκλιναν από το περίγραμμα της «θηλυκότητας», αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία, λοιδορήθηκαν, κατηγορήθηκαν, περιθωριοποιήθηκαν και σε πολλές περιπτώσεις θανατώθηκαν.

Διαβάζοντας πρόσφατα το νέο βιβλίο της Λένας Διβάνη «Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας», με συγκίνησε ιδιαίτερα μία από τις λιγότερο γνωστές περιπτώσεις: η σχέση του Δημήτριου Υψηλάντη με τη Μαντώ Μαυρογένους. Όταν λίγες μέρες αργότερα πήρα συνέντευξη από τη συγγραφέα, μου είπε ότι ένιωσε το ίδιο: η ιστoρία της Μαντώς, αν και η ίδια ήταν η πρώτη και μεγαλύτερη ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης, δεν έχει καταγραφεί παρά από ελάχιστους ξένους βιογράφους.

«Οι γυναίκες της εποχής ήταν καταδικασμένες να κινούνται στο περιθώριο της ιστορίας. Ειδικά οι γυναίκες σαν τη Μαντώ, οι ατρόμητες, οι τολμηρές, οι φλογερές, οι ακατάτακτες, θεωρούνταν τρελές και απόβλητες. Έτσι, τα λίγα στοιχεία που έχουμε για εκείνη ακροβατούν ανάμεσα στην ιστορία και τη μυθολογία. Η Μαντώ υπήρξε φεμινίστρια έναν αιώνα πριν εφευρεθεί ο όρος φεμινισμός. Ήταν κούκλα, μορφωμένη όσο λίγες γυναίκες τότε, μιλούσε ξένες γλώσσες και βαριόταν να κεντάει και να κουτσομπολεύει στις βεγγέρες, όπως τα περισσότερα κορίτσια της παντρειάς. Σιχαινόταν τα προξενιά, τις προίκες και γενικά όλα όσα η κοινωνία της επεφύλασσε. Αποφάσισε να κάνει το δικό της λοιπόν. Έδωσε όλη την τεράστια προίκα της για τον αγώνα, πολέμησε σαν άντρας και έζησε στη σκηνή του πρίγκιπα Υψηλάντη, του έρωτά της, αστεφάνωτη! Ακόμα και σήμερα αυτές οι πράξεις θεωρούνται παλαβές!»

Η Μαντώ θεωρήθηκε «επικίνδυνη» πολλές φορές, τόσο από τους συναγωνιστές όσο και από τους αντιπάλους του Υψηλάντη, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται συνεχώς η προσφορά της, να διαβάλλεται η προσωπικότητά της και να αμφισβητείται η ηθική της, με αποτέλεσμα να καταστραφεί όχι μόνο η σχέση της, αλλά και η ευημερία της και η ποιότητα της υπόλοιπης ζωής της. «Δεν την υπερασπίστηκε κανείς – ούτε καν ο άντρας που αγάπησε», καταλήγει η Διβάνη.

Φυσικά, παραδείγματα σαν αυτά υπάρχουν άπειρα στην παγκόσμια ιστορία. Γυναίκες «επικίνδυνες», που δυστύχησαν, βασανίστηκαν ή δολοφονήθηκαν γιατί υπερασπίστηκαν ως το τέλος το να «φέρουν» τον εαυτό τους όπως επέλεξαν. Κι αν σήμερα οι γυναίκες δεν καίγονται στην πυρά, δέχονται κάθε μέρα συμπεριφορές που πηγάζουν από αυτόν τον ίδιο αρχέγονο φόβο εκείνων που κατέχουν την εξουσία, ότι αυτή η εξουσία και η τάξη πραγμάτων όπως την ξέρουν απειλείται.

Ένα όχι τόσο ανώδυνο παράδειγμα είναι το πατρονάρισμα. Έχω συχνά ακούσει την παραίνεση από υψηλά ιστάμενα στελέχη ή προϊστάμενους να «μη φωνάζω» όταν έρχομαι σε αντιπαράθεση μαζί τους για να τονίσω το επείγον ή το παράλογο ενός δυσεπίλυτου προβλήματος (και μάλιστα με πολύ λιγότερο τακτ από αυτό του Ντέιβιντ Κάμερον, όταν απηύθυνε το «Ηρεμήστε αγαπητή μου» στη βουλευτή του Εργατικού Κόμματος Αντζελα Ιγκλ).

Άνδρες με έχουν αναρίθμητες φορές διακόψει σε συσκέψεις και δεν είμαι η μόνη – στη διάρκεια του 90λεπτου τηλεοπτικού ντιμπέιτ το 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ διέκοψε τη Χίλαρι Κλίντον 51 φορές, ενώ εκείνη μόνο 17. Μελέτη του 2015 έδειξε ότι κατά μέσο όρο είναι διπλάσιες οι πιθανότητες σε μια συζήτηση ένας άνδρας να διακόψει μια γυναίκα, παρά το αντίθετο.

Οι άνδρες κάνουν καριέρα όντες απλά ο εαυτός τους, αλλά οι γυναίκες θα πρέπει να το κάνουν υπό κάποια «ταμπέλα» – «τρελή», «σκληρή» ή αντίθετα, την ταμπέλα κάποιας με κατανόηση και ενσυναίσθηση, που δεν φοβάται να δείξει την ευάλωτη πλευρά της, κατά το προσφιλές «στιλ» ηγεσίας που αναδεικνύεται ως πιο αποτελεσματικό τώρα τελευταία.

Τον Ιανουάριο του 2020 χειροκροτήσαμε την επιλογή του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να προτείνει για Πρόεδρο της Δημοκρατίας, για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία, μια γυναίκα. Όταν λέω «εμείς», δεν αναφέρομαι μόνο στις Ελληνίδες, αλλά ακόμη και στον τελευταίο μεσήλικα πολιτικό ή δημοσιογράφο, που έχει να επιδείξει ελάχιστα έως μηδενικά φεμινιστικά δείγματα γραφής. Επρόκειτο, βεβαίως, για μια θέση χωρίς εξουσία. Η πικρή αλήθεια είναι πως ακόμη και τώρα, θεωρείται ανάρμοστο μια γυναίκα να θέλει να γίνει πρωθυπουργός. Μια έρευνα που διεξάχθηκε το 2010 έδειξε ότι ο κόσμος θεωρεί πως τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες πολιτικοί διψούν για εξουσία, κάτι όμως που ο ίδιος κόσμος φαίνεται να βρίσκει προβληματικό μόνο για τις γυναίκες. Προβληματικό με την έννοια του «ανώμαλου», του «εχθρικού», του «επικίνδυνου».

Για να καταλάβει κανείς πόσο απέχει από την αλήθεια αυτό το βαθύ στερεότυπο αρκεί μια πρόχειρη αναδρομή στην διεθνή ιστορία (αιματοκυλίσματα, γενοκτονίες και ολοκαυτώματα πιστώνονται σε άνδρες ηγέτες), αλλά και σε σύγχρονα ευρήματα. Μιλώντας με τις συγγραφείς του βιβλίου «Η Τελευταία Μπλόφα», Ελένη Βαρβιτσιώτη και Βικτώρια Δενδρινού, για το παρασκήνιο του 2015 όταν κρινόταν η τύχη της Ελλάδας, μου επεσήμαναν ότι η υπομονή και η μεθοδικότητα της Άνγκελα Μέρκελ συνέβαλαν σίγουρα στη σωτηρία μας. «Αν στη θέση της είχαμε κάποιον θερμόαιμο, μπορεί να έλεγε: “Φτάνει, δεν μπορώ, βαρέθηκα, φύγετε από το ευρώ να ησυχάσουμε”». Για τη σχέση των γυναικών με το ρίσκο, έχει εκφραστεί και η Κριστίν Λαγκάρντ – «αν είχαμε, αντί για Lehman Brothers, Lehman Sisters δεν θα είχε συμβεί η οικονομική κρίση».

Στο «μανιφέστο» της για την Φεμινιστική Εξωτερική Πολιτική, η πρώην υπουργός Εξωτερικών Μάργκοτ Γουόλστρομ εκφράζει το σύγχρονο αίτημα για τη συμμετοχή περισσότερων γυναικών στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων, σε καιρό ειρήνης και σε καιρό πολέμου, για έναν περισσότερο ασφαλή και δίκαιο κόσμο. Ισως μερικές παραπάνω «επικίνδυνες» γυναίκες επιτύχουν εκεί όπου απέτυχαν άλλοι.

Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο “Είμαι Επικίνδυνη” με κείμενα 100 Ελληνίδων που φωτίζουν τι σημαίνει να είσαι γυναίκα στην Ελλάδα του σήμερα (εκδ. Key Books). Τα συγγραφικά δικαιώματα από την πώληση του βιβλίου θα διατεθούν για την αρωγή οργανισμών που υποστηρίζουν γυναίκες που έχουν υποστεί έμφυλη βία. Πρόκειται για μια ιδέα και πρωτοβουλία της Women Act σε συνεργασία με την αθηΝΕΑ, με την υποστήριξη του Women on Top.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below