Πώς μπορεί να δει κανείς πέρα και πίσω από τον μύθο της Μαρία Κάλλας; Τέσσερις δεκαετίες μετά το θάνατό της αυτός είναι που έχει επισκιάσει τη γυναίκα, τον άνθρωπο… Θα έλεγε κανείς, άλλωστε, ότι είναι πλεοναστικό οποιοδήποτε εγχείρημα έχει ως στόχο να μιλήσει για αυτήν. Μετά από εκατοντάδες βιογραφίες, ταινίες, τηλεοπτικές σειρές και ντοκιμαντέρ που την ειδωλοποιούν, τί άλλο έχει απομείνει να πει κανείς; Και, όμως, το νέο ντοκιμαντέρ του Τομ Βολφ, Γάλλου σκηνοθέτη και φωτογράφου, επιτυγχάνει να αναδείξει κάτι νέο: πίσω από την εξαίσια φωνή της υπήρχαν και ο δικός της λόγος. Μένει να τον παρακολουθήσει κανείς για να συνειδητοποιήσει ότι όλοι έχουν μιλήσει για την Κάλλας εκτός από την ίδια. Και αυτά που έχει να πει επιβεβαιώνουν γιατί, μαζί με τη δυναστεία των Ωνάση και τις κατάρες που την ακολουθούν ανά γενεές, η Κάλλας αποτελεί κάτι σαν το δικό μας εθνικό μύθο.

Δεν είναι ο μετανάστης φαρμακοποιός πατέρας της, γεννημένος στη Σκάλα της Μεσσηνίας, που χάριν αυτού την νιώσαμε δική μας. Ούτε το γεγονός ότι ο μεγάλος της έρωτας την ώθησε σε μία βίαιη επανένωση με τις ελληνικές ρίζες της. Όχι. Είναι κάτι άλλο: Τί και αν η παγκόσμια ντίβα της όπερας έζησε μόνο για λίγα χρόνια στην Ελλάδα, χωρίς ποτέ να δεθεί με την χώρα; Ήταν πέρα για πέρα Ελληνίδα στον τρόπο που έζησε, στον τρόπο που αγάπησε και εν τέλει στον τρόπο που πέθανε. Μπορεί να επιθυμούσε όσο τίποτα το παραμύθι της να έχει ευτυχισμένο τέλος, όμως, η ζωή της ήταν βγαλμένη από τις σελίδες αρχαίας τραγωδίας. Ένας ρόλος ακόμα. Μία παράσταση που της τα έδωσε όλα και της τα στέρησε την ίδια ακριβώς στιγμή. Ο Λουκίνο Βισκόντι είχε πει πως χωρίς αυτές τις ελληνικές καταβολές, η φωνή της δε θα ήτανε τόσο συγκλονιστική  για το πνεύμα, και το παίξιμό της τόσο εντυπωσιακά τραγικό στη Μήδεια και στη Νόρμα.

«Είμαι απλή, είμαι απλή», επαναλαμβάνει κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων της σαν να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της. Μαζί με την απλότητα ίσως πίστευε ότι θα έρθουν όλα εκείνα που έμοιαζε να κατέχει η κάθε γυναικά εκτός από εκείνη: σύζυγο, παιδιά, συντροφικότητα. Μέσα από τις δικές της διηγήσεις, σιωπές, (εξάλλου είναι εκκωφαντική η μοναξιά που αποτυπώνεται και στις συσπάσεις του προσώπου της), μπορεί να κατανοήσει ο θεατής καλύτερα γνωστά και άγνωστα γεγονότα της ζωή της. Κανένα παρατεταμένο χειροκρότημα δε θα αντικαταστήσει το κενό. «Φαντάζομαι όμως πως θα έχετε διαπιστώσει ότι οι πιο ειλικρινείς καλλιτέχνες είναι εκ φύσεως απαισιόδοξοι, έως και δυστυχισμένοι. Δεν αποτελώ εξαίρεση». Συναρπαστική μπροστά στο κοινό, θλιμμένη κι ευάλωτη όταν εκείνο την αφήνει μόνη με τον εαυτό της, η Μαρία μας αποκαλύπτεται ενώ συνάμα προστατεύεται από εμάς. «Καλογεροπούλου με λένε. Δεν θα το άλλαζα ποτέ, αλλά το αποφάσισαν οι γονείς μου». Αχ Μαρία πρέπει να σε μοιραστούμε με τους υπόλοιπους και ας είσαι δική μας. Αυτή η σκέψη διαπερνά το κοινό, όταν ανοίγουν τα φώτα και η φωνή της σιωπά.

Σε  διεθνές συμπόσιο κορυφαίων του πνεύματος, τη δεκαετία του ’60 στο Σιάτλ, επεχείρησαν να επιλέξουν δημιουργήματα που θ’ αντιπροσώπευαν επάξια το ανθρώπινο γένος… Θα έβαζαν βιβλία, κασέτες με εικόνα ή ήχο σ’ ένα δορυφόρο που θα κατευθυνότανε στο διαστρικό χώρο, σε περίπτωση που θα κινδύνευε να καταστραφεί η Γη από φυσικά ή τεχνικά αίτια… Όπως ήταν φυσικό η επιλογή δίχασε το κοινό. «Τα εξωγήινα όντα δεν ξέρουν την ανθρώπινη λαλιά, την ανθρώπινη γραφή και έκφραση», είπε ένας λόγιος.  Ένας σοφός Γιαπωνέζος ανέβηκε στο βήμα εν μέσω της έντασης που είχε προκληθεί και παρακάλεσε το ακροατήριο ν’ ακουμπήσει το κεφάλι στις αναπαυτικές καρέκλες και να κλείσει τα μάτια του. Ξαφνικά αντήχησε η φωνή της Μαρίας Κάλλας από την άρια “Κάστα Ντίβα”. Μετά το τέλος της ερμηνείας της, όλοι συμφώνησαν ότι η θεϊκή αυτή φωνή άξιζε ν’ αντιπροσωπεύσει τον άνθρωπο στον αχανή διαστρικό χώρο του σύμπαντος.

 

 

 

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below