Φτάνει με μια μικρή καθυστέρηση και ζητάει συγγνώμη, αν και στην πραγματικότητα η ευθύνη δεν είναι δική της: Κάπου στο κέντρο της Αθήνας υπάρχει και μια παρακμιακή πανσιόν με το ίδιο όνομα με το καφέ της συνάντησής μας, όπου την πήγε αρχικά το ταξί μέχρι που η Victoria Hislop, αντικρίζοντας την ετοιμόρροπη πρόσοψη, συνειδητοποίησε ότι κάτι είχε καταλάβει λάθος ο οδηγός, πως δεν θα μπορούσε να είναι εκείνο το σημείο του ραντεβού μας.

Ενώ αφηγείται το περιστατικό αστειευόμενη, από τα πρώτα κιόλας λεπτά της συνέντευξής μας η ατμόσφαιρα χαλαρώνει σαν να γνωριζόμαστε από καιρό – σκέφτομαι ότι αυτό είναι ένα από τα χαρίσματα της Βρετανίδας δημιουργού που κατάφερε να κατανοήσει τόσο βαθιά την ελληνική κουλτούρα, ώστε όχι μόνο να γράψει ένα μπεστ σέλερ που εκτυλίσσεται, συναρπαστικά και πειστικά, στη Σπιναλόγκα του παρελθόντος και της λέπρας («Το νησί») και μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη, αλλά να μετατρέψει την Ελλάδα σε διαχρονική πηγή έμπνευσης και σε δεύτερη πατρίδα της κυριολεκτικά, καθώς από το 2020 έχει αποκτήσει και ελληνική υπηκοότητα.

Κατάφερε να κατανοήσει τόσο βαθιά την ελληνική κουλτούρα, ώστε όχι μόνο να γράψει ένα διεθνές μπεστ σέλερ που εκτυλίσσεται, συναρπαστικά και πειστικά, στη Σπιναλόγκα του παρελθόντος και της λέπρας («Το Νησί») και μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη, αλλά να μετατρέψει την Ελλάδα σε διαχρονική πηγή έμπνευσης και σε δεύτερη πατρίδα της.

Διόλου αναπάντεχα και το νέο μυθιστόρημά της, «Το ειδώλιο» (εκδ. Ψυχογιός), έχει ως επίκεντρο τη χώρα μας, αν και εκτυλίσσεται σε μια διαφορετική εποχή από «Το νησί», η οποία εκτείνεται από τη Χούντα μέχρι τη Μεταπολίτευση. Η φανταστική ηρωίδα του, Χέλενα, έχει Σκωτσέζο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα, αγνοεί ωστόσο ότι ο παππούς της είναι στρατηγός στο δικτατορικό καθεστώς του Γεώργιου Παπαδόπουλου. Όταν μετά τον θάνατο του κληρονομεί το διαμέρισμά του, καθώς ξεσκαρτάρει τα σκονισμένα δωμάτια ανακαλύπτει σταδιακά το σκοτεινό οικογενειακό παρελθόν μαζί με πλήθος πολύτιμων αντικειμένων και αρχαιοτήτων και βρίσκεται μπλεγμένη σε ένα επικίνδυνο δίκτυο αρχαιοκαπηλίας.

«Θεωρώ ότι η αρχαιοκαπηλία δεν είναι μόνο οικονομικό αλλά και εθνικό έγκλημα» σχολιάζει η συγγραφέας, η οποία για τις ανάγκες της έρευνας που προηγήθηκε της συγγραφής συνόδευσε αρχαιολόγους σε ανασκαφές σε ελληνικά νησιά. «Τα αρχαία ευρήματα συνθέτουν μια εικόνα του παρελθόντος, επομένως με την κλοπή τους χάνεται ιστορική γνώση. Με έναν τρόπο [Το ειδώλιο] είναι μια ιστορία εγκλήματος που πρέπει να λυθεί και, μέσα σε αυτήν, μια ιστορία αγάπης, με όλες τις επιπλοκές της και πάντα, κάπου στο βάθος, το μεγάλο έγκλημα του Έλγιν, που συνέβη στο φως της ημέρας και που οδήγησε σε μια διεθνή διαμάχη η οποία μαίνεται 200 χρόνια τώρα. Η αρχαιολογία έχει τεράστιες προοπτικές ως θεματική για έναν συγγραφέα – και για τα γεγονότα και για τις αλληγορίες της».

«Οι γυναικείες φιγούρες των ειδωλίων δεν έχουν τις καμπύλες που βλέπουμε στα αγάλματα της κλασικής αρχαιότητας ή στις Αφροδίτες του 18ου αιώνα, δεν επιδεικνύουν τη σεξουαλικότητά τους, αν και φέρουν σημάδια γονιμότητας – το μικρό στήθος, ακόμα και ραγάδες εγκυμοσύνης».

Συνήθως ένα βιβλίο δεν έχει ένα και μοναδικό σημείο αφετηρίας, ωστόσο «Το ειδώλιο» δεν θα ήταν αυτό που είναι χωρίς το κυκλαδίτικο γλυπτό που του έδωσε το όνομά του, έγινε εξώφυλλο και επίκεντρο της ιστορίας του. «Το βλέπουμε ακόμα και σήμερα, στον 21ο αιώνα, και το θεωρούμε ιδιαίτερα όμορφο μέσα στην απλότητά του. Έχει αυτά τα μεγάλα, αμυγδαλωτά μάτια, κομψή μύτη, υπέροχο σχήμα. Και το 95% αυτών των αγαλματιδίων απεικόνιζαν γυναίκες. Δεν ξέρουμε ακριβώς γιατί, αλλά μου αρέσει η ιδέα ότι τις λάτρευαν, κατά κάποιον τρόπο. Οι γυναικείες φιγούρες των ειδωλίων δεν έχουν τις καμπύλες που βλέπουμε στα αγάλματα της κλασικής αρχαιότητας ή στις Αφροδίτες του 18ου αιώνα, δεν επιδεικνύουν τη σεξουαλικότητά τους, αν και φέρουν σημάδια γονιμότητας – το μικρό στήθος, ακόμα και ραγάδες εγκυμοσύνης. Νομίζω ότι η ζωή σου είναι πιο εύκολη όταν μοιάζεις περισσότερο με κυκλαδίτικο ειδώλιο παρά με Αφροδίτη».

Στη διάρκεια της έρευνάς της μελέτησε επίσης τα γεγονότα της Χούντας, διαβάζοντας βιβλία και παρατηρώντας φωτογραφίες της εποχής. Αναζήτησε και δημοσιεύματα εφημερίδων, αλλά όπως διαπίστωσε «πολλές είχαν σταματήσει να κυκλοφορούν τότε, και είναι ξεκάθαρο ότι όταν δεν υπάρχει ελευθερία Τύπου κάτι πηγαίνει πολύ λάθος». Ακόμα και σήμερα κάποιοι Έλληνες που συναντά μιλούν «με νοσταλγία» για εκείνη την περίοδο: «Μου λένε ότι μπορούσες να κυκλοφορήσεις με ασφάλεια στον δρόμο… Αλλά όταν έχεις τόση ασφάλεια χάνεις πολλά άλλα: άνθρωποι συλλαμβάνονταν, στέλνονταν στην εξορία – τουλάχιστον το Παρίσι ήταν τυχερό που δέχθηκε τόσους Έλληνες εξόριστους! Δεν μπαίνω στη διαδικασία να διαφωνήσω με τους νοσταλγούς της Χούντας, πολλές οικογένειες επωφελήθηκαν τότε κι αυτές είναι οι αναμνήσεις τους, δεν μπορώ να τις αλλάξω.

»Παρακολουθώ βίντεο με ομιλίες του [Γεώργιου] Παπαδόπουλου και σκέφτομαι ότι δεν θα μπορούσα να πιώ έναν καφέ με εκείνο τον οργισμένο άνθρωπο με την τσιριχτή φωνή, με έναν φανατικό. Οι φανατικοί είναι επικίνδυνοι. Και ο Τραμπ, στην Αμερική, είναι εντελώς φανατικός, μιλάει με παρόμοιο τρόπο, χωρίς να ακούει ποτέ τους άλλους. Τουλάχιστον όμως οι Αμερικανοί τον ψήφισαν, από όσο γνωρίζω δηλαδή!».

«Παρακολουθώ βίντεο με ομιλίες του [Γεώργιου] Παπαδόπουλου και σκέφτομαι ότι δεν θα μπορούσα να πιώ έναν καφέ με εκείνο τον οργισμένο άνθρωπο, με την τσιριχτή φωνή, με έναν φανατικό. Οι φανατικοί είναι επικίνδυνοι. Και ο Τραμπ, στην Αμερική, είναι εντελώς φανατικός, μιλάει με παρόμοιο τρόπο, χωρίς να ακούει ποτέ τους άλλους».

Όταν σχολιάζω ότι ο Τραμπ μπορεί να είναι ξανά ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, η Victoria δηλώνει γενικά «πεσιμίστρια» για τη διεθνή πολιτική: «Το μόνο για το οποίο αισιοδοξώ είναι ότι η επόμενη κυβέρνηση της Βρετανίας θα είναι σοσιαλιστική, ότι τελειώνει η περίοδος των συντηρητικών. Μετά τον Μπόρις Τζόνσον, τον οποίο είχε εκλέξει ο λαός, οι επόμενοι πρωθυπουργοί επιλέχθηκαν από ένα κόμμα, από πολύ λίγους ανθρώπους, και δεν ήταν ικανοί στον ρόλο τους, οπότε έχουμε φτάσει στα όριά μας – τουλάχιστον εγώ έχω φτάσει στα όριά μου! Αλλά δεν είναι καλή εποχή για την πολιτική – τα άκρα, κατά κάποιον τρόπο, διεισδύουν στην πλειοψηφία».

Στην εποχή στην οποία εκτυλίσσεται το νέο βιβλίο της, μετά τη Χούντα ακολουθεί η πιο αισιόδοξη για την Ελλάδα περίοδος της Μεταπολίτευσης – μια εθνική χειραφέτηση, κατά κάποιον τρόπο, που συμπορεύεται με τη χειραφέτηση της κεντρικής ηρωίδας η οποία, καθώς ενηλικιώνεται, ανακαλύπτει τα οικογενειακά μυστικά και αγωνίζεται να επανορθώσει για τα λάθη των προηγούμενων γενεών. Αναρωτιέμαι αν η Χέλενα θα είχε την ίδια αθωότητα, την ίδια αφέλεια, αν μεγάλωνε στις μέρες μας.

«Παιδική ηλικία σημαίνει αθωότητα, πρέπει να ανοίξεις σταδιακά τα μάτια σου. Αγαπώ την αφέλεια που έχει στην αρχή η Χέλενα, αλλά καθώς μεγαλώνεις και μαθαίνεις περισσότερα άσχημα πράγματα, παράλληλα με τα καλά, αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο όπως πραγματικά είναι. Κάθε γονιός θέλει ενστικτωδώς να προστατεύσει την αθωότητα των παιδιών του αλλά το Ίντερνετ έχει αλλάξει πάρα πολύ τα πράγματα. Χαίρομαι που τα δικά μου παιδιά [που είναι πλέον πάνω από 30 ετών] μεγάλωσαν διαβάζοντας βιβλία και βλέποντας κινούμενα σχέδια. Σήμερα συμβαίνει ένας πόλεμος, κάποιος βρίσκεται εκεί και τον τραβάει με το κινητό του και το BBC προβάλλει το υλικό αμοντάριστο, με την προειδοποίηση ότι οι εικόνες θα αναστατώσουν κάποιους θεατές. Μαθαίνουμε όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο σχεδόν τη στιγμή που συμβαίνουν.

«Σήμερα συμβαίνει ένας πόλεμος, κάποιος βρίσκεται εκεί και τον τραβάει με το κινητό του και το BBC προβάλλει το υλικό αμοντάριστο, με την προειδοποίηση ότι οι εικόνες θα αναστατώσουν κάποιους θεατές. Μαθαίνουμε όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο σχεδόν τη στιγμή που συμβαίνουν».

»Επίσης στην εποχή που μεγάλωνα εγώ, σε μια μικρή πόλη, το συναρπαστικό ήταν να πάρεις το λεωφορείο για πρώτη φορά χωρίς τους γονείς σου και να πας με τους φίλους σου βόλτα στα μαγαζιά ή στον κινηματογράφο ή για ένα μπέργκερ. Σήμερα, στο Λονδίνο, βλέπεις παιδιά δύο, τριών ετών, να τους δίνουν οι γονείς το κινητό τους και αμέσως να ενθουσιάζονται. Όταν τα σημερινά παιδιά έρχονται σε επαφή με αυτά τα πράγματα, που είναι εύκολα, συναρπαστικά και προσφέρουν άμεση επιβράβευση, δεν θέλω να φανταστώ τι θα συμβαίνει στον κόσμο σε είκοσι, τριάντα χρόνια».

Πιστεύει, πάντως, ότι η Ελλάδα, δεν έχει αλλάξει πάρα πολύ μέσα στις δεκαετίες. Ακόμα όμως και τα πράγματα που θα έπρεπε να αλλάξουν: «Το πρόβλημα με την κυκλοφορία των αυτοκινήτων στους δρόμους παραμένει – είτε είναι ακινητοποιημένα είτε τρέχουν! Επίσης με τη φίλη μου, Κατερίνα Βρανά, είναι πρακτικά αδύνατον να κυκλοφορήσουμε μαζί. Τα πεζοδρόμια της Αθήνας είναι τα λιγότερο φιλικά τουλάχιστον ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, δεν μπορείς να μετακινηθείς ούτε με αναπηρικό αμαξίδιο ούτε με βρεφικό καροτσάκι ούτε καν αν είσαι ηλικιωμένος. Πολλές φορές πρέπει να βγεις στον δρόμο κι αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Και οι οδηγοί συνεχίζουν να μη σταματούν στα φανάρια. Στη Βρετανία αν τα παραβιάσεις θα σου πάρουν το δίπλωμα ή θα πας φυλακή».

«Με τη φίλη μου, Κατερίνα Βρανά, είναι πρακτικά αδύνατον να κυκλοφορήσουμε μαζί. Τα πεζοδρόμια της Αθήνας είναι τα λιγότερο φιλικά τουλάχιστον ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, δεν μπορείς να μετακινηθείς ούτε με αναπηρικό αμαξίδιο ούτε με βρεφικό καροτσάκι ούτε καν αν είσαι ηλικιωμένος».

Από την άλλη, θαυμάζει το γεμάτο ζωή κέντρο της Αθήνας. «Πολλοί Έλληνες φίλοι μου διαφωνούν, αλλά πιστεύω ότι υπάρχει πολύ μεγαλύτερη αισιοδοξία σε σχέση με δέκα χρόνια πριν. Υπάρχουν τόσο πολλά δημιουργικά και καλλιτεχνικά μέρη και μαγαζιά και βιβλιοπωλεία και μπαρ. Μικρές επιχειρήσεις που δίνουν χαρακτήρα στην πόλη, ακόμα και αν δυσκολεύονται να επιβιώσουν – ελπίζω να τα καταφέρουν. Στο Λονδίνο, όπου κι αν κοιτάξεις θα δεις καταστήματα μεγάλων αλυσίδων. Έχει αρχίζει να θυμίζει την Αμερική, όπου πέρασα δύο εβδομάδες τον Δεκέμβριο και βρήκα τη ζωή απαίσια: μπαίνεις στο αυτοκίνητό σου και οδηγείς για να βγεις από την πόλη και να πας σε ένα γιγαντιαίο πολυκατάστημα, σαν αποθήκη. Δεν ξέρω πώς ζουν οι Αμερικανοί, ίσως μέσα από την τηλεόραση».

«Στο Λονδίνο, όπου κι αν κοιτάξεις θα δεις καταστήματα μεγάλων αλυσίδων. Έχει αρχίζει να θυμίζει την Αμερική, όπου βρέθηκα για δύο εβδομάδες τον Δεκέμβριο και βρήκα τη ζωή απαίσια: μπαίνεις στο αυτοκίνητό σου και οδηγείς για να βγεις από την πόλη και να πας σε ένα γιγαντιαίο πολυκατάστημα, σαν αποθήκη. Δεν ξέρω πώς ζουν οι Αμερικανοί, ίσως μέσα από την τηλεόραση».

Ωστόσο αντί για την Αθήνα επέλεξε ως τοποθεσία του ελληνικού σπιτιού της την Κρήτη, όπου βρήκε όλα τα πλεονεκτήματα του τρόπου ζωής μας χωρίς τα μειονεκτήματα. «Ταξιδεύαμε κάθε χρόνο σε διαφορετικό μέρος της Ελλάδας – στην Πελοπόννησο, στη Χαλκιδική, στα νησιά, αλλά είχα την επιθυμία για έναν σταθερό προορισμό, να μπαίνω στο δικό μου σπίτι, νομίζω ότι αυτό σημαίνει να μεγαλώνεις. Είχα ήδη φίλους στην Κρήτη και την αγαπούσα, είναι ένα είδος παραδείσου. Έχει ποιότητα ζωής και καθαρό αέρα, βλέπω τους ανθρώπους να πηγαίνουν για περπάτημα ή ψάρεμα και τους ζηλεύω.

»Επίσης στην Κρήτη έχει πολύ καλό φαγητό. Είμαι χορτοφάγος – όχι αυστηρά, το Πάσχα θα φάω και ένα πιάτο αρνάκι, δεν μου αρέσει φυσικά η ιδέα να σκοτώνεις ζώα αλλά ο βασικός λόγος είναι γιατί ο οργανισμός μου δεν έχει ανάγκη από το κρέας, ειδικά στην Κρήτη. Αγοράζω από τη λαϊκή ντομάτες και φτιάχνω σαλάτες, σούπες, σάλτσες. Πιστεύω ότι η Κρήτη είναι η απάντηση και είμαι σίγουρη ότι εκεί θα καταλήξει και ο οδηγός του ταξί που πήρα. Μετά από μια διαδρομή τριών ωρών του είπα, το καλό, αν έρθεις στην Κρήτη, είναι ότι υπάρχει μόνο ένας κεντρικός δρόμος, που συνδέει την ανατολή με τη δύση, οπότε δεν πρόκειται να χαθείς».

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below