Ο Martin Parr, ο Βρετανός ντοκιμαντερίστας φωτογράφος που κατέγραψε τις ιδιομορφίες της βρετανικής κοινωνίας πέθανε σε ηλικία 73 ετών. Είχε διαγνωστεί με καρκίνο τον Μάιο του 2021.
Σε ανακοίνωση του Martin Parr Foundation αναφέρθηκε: «Με βαθιά θλίψη ανακοινώνουμε ότι ο Martin Parr πέθανε χθες στο σπίτι του στο Μπρίστολ. Τον αποχαιρετούν η σύζυγός του Susie, η κόρη του Ellen, η αδελφή του Vivien και ο εγγονός του George. Η οικογένεια ζητά ιδιωτικότητα αυτή τη στιγμή. Το Martin Parr Foundation και το Magnum Photos θα συνεργαστούν για να διατηρήσουν και να αναδείξουν την κληρονομιά του».
Γνωστός για τη διεισδυτική ματιά του στην αγγλική ταξική πραγματικότητα, φωτογράφιζε τα πάντα με ζωντανά χρώματα και μια δόση χιουμοριστικής ειρωνείας. Το εμβληματικό του photobook The Last Resort (1986), που απαθανάτισε οικογένειες της εργατικής τάξης στο New Brighton, θεωρείται σταθμός στη φωτογραφία, σηματοδοτώντας τη μετάβαση από το ασπρόμαυρο ντοκουμέντο σε μια πιο καυστική, πολύχρωμη προσέγγιση. Όπως είχε πει ο ίδιος: «Φτιάχνω σοβαρές φωτογραφίες μεταμφιεσμένες σε ψυχαγωγία».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Γεννημένος το 1952 στο Surrey και μεγαλωμένος στο Epsom της Βρετανίας, είχε αποφασίσει την πορεία του ήδη από την εφηβεία, επηρεασμένος από τον παππού του που ήταν ερασιτέχνης φωτογράφος. Μετά τις σπουδές του στο Manchester πέρασε δύο σεζόν φωτογραφίζοντας σε κατασκηνώσεις, αισθητική που αργότερα καθόρισε το έργο του.
Η εκρηκτική του άνοδος ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 με το The Last Resort, μια τολμηρή και έντονη αποτύπωση οικογενειών εργατικής τάξης στο New Brighton. Οι εικόνες του, παιδιά που έκλαιγανα ανάμεσα σε κουτιά fish and chips, παρατημένα παιχνίδια, λούνα παρκ σε παρακμή, άλλαξαν ριζικά τη βρετανική ντοκιμαντερίστικη φωτογραφία, που μέχρι τότε κυριαρχούνταν από ασπρόμαυρες, «σοβαρές» αισθητικές.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ωστόσο, η καριέρα του ξεπέρασε σύντομα τα όρια της Βρετανίας. Με έργα όπως το Small World, όπου εξέτασε την παγκόσμια τουριστική βιομηχανία, και το Common Sense, μια καυστική ματιά στην υπερκατανάλωση, εξελίχθηκε σε έναν σκληρό, αλλά και γεμάτο τρυφερότητα παρατηρητή της διεθνούς καθημερινότητας. Το βλέμμα του συνδύαζε σάτιρα, ανθρωπολογική ακρίβεια και χιούμορ. Όπως είχε πει ο ίδιος: «Φτιάχνω σοβαρές φωτογραφίες μεταμφιεσμένες σε διασκέδαση. Η αλήθεια είναι υποκειμενική — είναι ο κόσμος όπως τον βρήκα».
Το 1994, η είσοδός του στο Magnum Photos προκάλεσε συζητήσεις. Παρά τις ενστάσεις θρυλικών φωτογράφων, η συμμετοχή του εγκρίθηκε και αργότερα εξελέγη πρόεδρος (2014–2017), συμβάλλοντας στον εκσυγχρονισμό του πρακτορείου και ενισχύοντας νέες φωνές στη διεθνή φωτογραφία.
Το 2014 ίδρυσε το Martin Parr Foundation, το οποίο στεγάζει τόσο το αρχείο του όσο και μια ευρεία συλλογή βρετανικής και ιρλανδικής φωτογραφίας. Συνάδελφοί του τον περιέγραψαν ως γενναιόδωρο, αστείρευτα περίεργο και βαθιά υποστηρικτικό απέναντι σε νέους δημιουργούς. «Το πάθος του για την καθημερινότητα ήταν μεταδοτικό», είπε ο συνεργάτης του Jonathan Stephenson.
Ο Martin Parr δεν δίσταζε να ασκήσει κριτική στη σύγχρονη πραγματικότητα. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο AFP είχε σχολιάσει: «Η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε είναι τρομακτική. Καταναλώνουμε πάρα πολλά. Είναι μη βιώσιμο».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Το έργο που ο ίδιος θεωρούσε κορυφαίο ήταν το The Last Resort, αποτέλεσμα τριών καλοκαιριών στις παραλίες του New Brighton, φωτογραφίζοντας από χαρτιά fish and chips μέχρι παιδιά που κλαίνε και λούνα παρκ. Σύμφωνα με τα δικά του λόγια: «Πρέπει να είσαι ατρόμητος για να είσαι φωτογράφος. Δεν υπάρχει χρόνος για δισταγμούς».



